Από τις 25 Φεβρουαρίου ώς τις 4 Μαρτίου 2018 διεξήχθη το 17ο παγκόσμιο συνέδριο της 4ης Διεθνούς. Το συνέδριο κορύφωσε πάνω από ένα χρόνο συζητήσεων τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και μέσα στα εθνικά τμήματα.

Αντιπρόσωποι από περισσότερες από 40 χώρες συναντήθηκαν σε μια βελγική πόλη με πρόθεση να ανταλλάξουν αναλύσεις και προτάσεις για την ανανέωση του παγκόσμιου αντικαπιταλισμού. Είναι ένα καθήκον περισσότερο από επείγον απέναντι στην άνοδο του χάους και της άκρας δεξιάς. Μια πλατιά αντιπροσωπεία των Anticapitalistas συμμετείχε εκπροσωπώντας το τμήμα του ισπανικού κράτους. Το παρόν άρθρο φιλοδοξεί να συμπυκνώσει τις συζητήσεις του συνεδρίου.

Αλλαγές από το προηγούμενο συνέδριο

Από κάθε άποψη, το συνέδριο ήταν περισσότερο από αναγκαίο. Από τη διεξαγωγή του τελευταίου παγκόσμιου συνεδρίου, που διεξήχθη τους πρώτους μήνες του 2010, η κατάσταση έχει αλλάξει θεαματικά. Υπάρχουν πολλά στοιχεία ηπειρωτική ή διεθνούς διάστασης που έπρεπε να αναλυθούν και από τα οποία πρέπει επίσης να εξαχθούν καθήκοντα.

Είναι μερικά σημεία που αξίζουν να απαριθμηθούν:

• 1) Άνοδος και υποχώρηση των αραβικών επαναστάσεων.

• 2) Νέα άνοδος κοινωνικών κινημάτων με πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά, όπως τα κινήματα των «αγανακτισμένων», Occupy Wall Street, Black Lives Matter, ...

• 3) Μακροπρόθεσμη άνοδος του φεμινιστικού κινήματος.

• 4) Ανισομερείς ανασυνθέσεις, αποσυνθέσεις και αναδύσεις, μιας νέας πολιτικής αριστεράς σε ορισμένες χώρες.

• 5) Άνοδος της ριζοσπαστικής δεξιάς και του θεοφασισμού σε διάφορες περιοχές του κόσμου.

Από το γεωπολιτικό χάος στο οικολογικό χάος

Το συνέδριο ξεκίνησε με μια ανάλυση της κατάστασης του καπιταλισμού και των αντιφάσεων που αυτός δημιουργεί. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο έντονης πολυδιάστατης διεθνούς κρίσης, παρόλο που αρκετός λόγος γίνεται για το ότι θα πλησιάζαμε στο τέλος της κρίσης. Αντίστροφα, σε οικονομικό επίπεδο, συνεχίζουν να συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις για μια νέα οικονομική κρίση που μοιάζει να έχει μετατεθεί λίγο περισσότερο από αυτό που είχε προδιαγραφεί.

Ωστόσο δεν είμαστε σε μια θέση όπου, μιλώντας για την κρίση και τις κοινωνικές ή οικολογικές της επιπτώσεις, να πρέπει να κάνουμε προφητείες ή χρησμούς που θα μας απομάκρυναν από την πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός μοιάζει να έχει μπει σε μια πολιτική περίοδο όπου, μην μπορώντας να λύσει το βάθος της κρίσης, παλεύει για να μάθει να ζει μαζί της.

Η κρίση έτσι γίνεται διαρκής και τα κράτη, τα πολιτικά κόμματα και οι καπιταλιστές πρέπει να μάθουν να επιβιώνουν σε έναν κόσμο όπου, εξαιτίας της διαρκούς κρίσης, αποσυντίθενται όλες οι παλαιότερες πολιτικές συμφωνίες: ανάμεσα στα κράτη για τη μοιρασιά του κόσμου, ανάμεσα στις τάξεις για τη διατήρησης μιας ηρεμίας... Καρπός της διαρκούς κρίσης είναι το γεωπολιτικό, οικολογικό και κοινωνικό χάος που αρχίζουμε να ζούμε. Τα τρία αυτά στοιχεία είναι καρπός της βαθιάς αστάθειας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Ποιά είναι η μετάφραση αυτής της κατάστασης στην μοιρασιά του κόσμου; Παρόλο που δεν μπορούμε να πούμε ότι βρισκόμαστε σε ανοιχτό πόλεμο, είναι σίγουρο ότι υπάρχουν ανασυνθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών σε διεθνές επίπεδο. Το βάρος της Ρωσίας, της Κίνας ή της Βραζιλίας έχει αυξηθεί σε διεθνές επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει και υποχώρηση του ιμπεριαλιστικού ρόλου της Ευρώπης και διατήρηση των ΗΠΑ ως υπερδύναμης. Την ίδια ώρα που η Ρωσία αυξάνει την παρουσία της στην ανατολική Ευρώπη ή η Κίνα αποσταθεροποιεί τις ασιατικές ισορροπίες, η Βραζιλία ενισχύεται ως υπο-ιμπεριαλιστική δύναμη στην περιφερειακής της ζώνη.

Η Κίνα απασχόλησε ιδιαίτερα τη συζήτηση. Παρά τις αμφιβολίες μιας πολύ μικρής μειονότητας, οι συζητήσεις για την Κίνα περιστράφηκαν γύρω από το χαρακτηρισμό της ως καπιταλιστικού κράτους ή ως νέου ιμπεριαλισμού και, επομένως, για το αν αποτελεί άμεσο κίνδυνο όχι μόνο για τη δική της περιφέρεια αλλά και για την παγκόσμια τάξη.

Το συνέδριο εξέφρασε σαφή ανησυχία για τη Λατινική Αμερική. Η επιτροπή για την περιφέρεια αυτή συζήτησε πολύ για τη μεγάλη υποχώρηση των «προοδευτικών» κυβερνήσεων, όπως και για την επαναφορά της πραξικοπηματικής παράδοσης (είτε σε ανοιχτή έκδοση, όπως στην Ονδούρα, είτε σε πιο θεσμική, light, έκδοση, όπως στη Βραζιλία), καθώς και για τα καθήκοντα των επαναστατών σε αυτή την υπο-ήπειρο. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η συζήτηση για την ύπαρξη ή μη ενός «τέλος κύκλου» για την περιοχή. Η συζήτηση δεν είναι δευτερεύουσα, γιατί επηρεάζει άμεσα τα πολιτικά καθήκοντα: εάν αναλύσουμε την κατάσταση ως τέλος κύκλου, ίσως να υποτιμούσαμε την ικανότητα αντίδρασης του εργατικού κινήματος και των πολιτικών σχεδίων που δημιουργήθηκαν σε αυτό τον κύκλο. Ίσως να ήταν καλύτερος ένας χαρακτηρισμός που να ήταν πιο προσαρμοσμένος στην πραγματικότητα.

Σε κοινωνικό επίπεδο, οι επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού δεν είναι με κανέναν τρόπο καινούργιες. Οι περικοπές, οι ιδιωτικοποιήσεις, ο αυταρχικός και εκβιαστικός ρόλος του χρέους... Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι συνεχίζει μια παγκόσμια αστική επίθεση που δεν έχει απαντηθεί από ένα εργατικό κίνημα το οποίο εξακολουθεί να βρίσκεται σε άμυνα. Είναι μια συζήτηση που έχει διεξαχθεί ιδιαίτερα στην Ευρώπη με κύριο παράδειγμα την Ελλάδα του συμβιβασμένου Τσίπρα. Η άνοδος ταυτόχρονα του χάους και της πάλης πάει μαζί με την αύξηση της βίας σε διάφορες σημαντικές περιοχές. Σε αυτό, ξεχωρίζει η μεξικανική περίπτωση, όπου οι μορφές της πιο ακραίας βίας αρχίζουν να γίνονται δομικό στοιχείο της πολιτικής.

Σε πολιτικό επίπεδο, ένα θεμελιώδες στοιχείο είναι η ύπαρξη μιας δυναμικής προς πόλωση σε ορισμένες χώρες που δεν μεταφράζεται μηχανικά σε άνοδο επαναστατικών διαδικασιών. Υπάρχουν φορές που αυτή η πόλωση εκφράζεται ως κρίση κυβερνησιμότητας χωρίς να υπάρχει εναλλακτική, ενώ άλλες φορές (λιγότερες) με την ανάδυση αριστερών εναλλακτικών ή με την ανανέωση αριστερών τάσεων μέσα σε κλασικά κόμματα, όπως έγινε με τον Sander ή τον Corbyn. Αλλά επίσης, και κυρίως, με την άνοδο της ριζοσπαστικής δεξιάς σε διάφορες περιοχές του κόσμου, το οποίο και μοιάζει να αποτελεί την κύρια αλλαγή σε σχέση με τους συμβιβασμούς, που έπαψαν να λειτουργούν, του 20ου αιώνα.

Οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν λιγότερο σε ένα ζήτημα που είναι, ωστόσο, κεντρικό: την εξασθένιση της καπιταλιστικής δημοκρατίας στα περιφερειακά κράτη του κόσμου. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αυταρχική μετάλλαξη που απειλεί σοβαρά την αποτελεσματικότητα της ένταξης του προλεταριάτου στις αστικές δημοκρατίες όπως την έχουμε γνωρίσει ώς τώρα. Ωστόσο, από αυτό δεν αναδύονται αυτόματα αντικαπιταλιστικές επαναστάσεις. Οι περιπτώσεις του Ισπανικού Κράτους ή της Ελλάδας αποτελούν προμήνυμα για τα χειρότερα, έστω και σε διαφορετικές κλίμακες. Οι αγώνες που υπερασπίζονται και φιλοδοξούν να εμβαθύνουν τις δημοκρατικές ελευθερίες πρέπει να έχουν προτεραιότητα σε μια εποχή στην οποία ο καπιταλισμός οπισθοδρομεί και σε όρους δημοκρατικών ελευθεριών. Η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών μπορεί να αποκτάει έτσι στο μέλλον χαρακτήρα μέτρων άμεσα αντικαπιταλιστικών.

Με τον ίδιο τρόπο το συνέδριο προσέγγισε, όπως το είχε κάνει και το προηγούμενο, μια ειδική απόφαση για την ανάλυση των τεράστιων περιβαλλοντικών προκλήσεων που έχουμε μπροστά μας. Υπάρχουν πολλά στοιχεία για να τεθούν επί τάπητος. Το πρώτο είναι το επείγον ενός οικοσοσιαλιστικού προγράμματος απέναντι στην παραγωγίστικη και καταστροφική βαρβαρότητα του σύγχρονου καπιταλισμού. Ούτε οι πολιτικές του πράσινου καπιταλισμού ούτε η τυφλή εμπιστοσύνη σε τεχνολογικά άλματα βρίσκονται στο ύψος των απαιτήσεων.

Από αυτή την άποψη, πολλές παρεμβάσεις υποστήριξαν ότι πάμε πολύ αργά. Ο κακός συσχετισμός δυνάμεων σε διεθνές επίπεδο όπως και σε κάθε κράτος εμποδίζει μια οικοσοσιαλιστική διέξοδο για τα προβλήματα που υφιστάμεθα. Πολλά από τα προβλήματα αυτά δεν είναι πλέον για το μέλλον μόνο, αλλά και μεταφράζονται ήδη σε περιβαλλοντικές καταστροφές σε πολλές περιοχές του πλανήτη.

Ποιό ποσοστό του οικολογικού προβλήματος οφείλεται άραγε στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και ποιό οφείλεται στον παγκόσμιο υπερπληθυσμό; Είναι σίγουρο ότι, αν θεωρούσαμε ως κεντρικό πρόβλημα τον υπερπληθυσμό, θα παραμερίζαμε τα ενδογενή προβλήματα του καπιταλισμού και της καταστροφικής του σχέσης με το περιβάλλον. Με μια τέτοια αντίληψη, δε θα αποφεύγαμε ορισμένους ελάχιστα δημοκρατικούς δελεασμούς, όπως ο έλεγχος μητρότητας στις γυναίκες. Ωστόσο, ακόμα και αν το κεντρικό πρόβλημα είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, πώς θα μπορούσε να συνδυαστεί αυτό με ένα υψηλό επίπεδο υπερπληθυσμού που φθείρει τον πλανήτη;

Η οικολογική πρόκληση επιδεινώνεται όταν περνάμε από τις υποτιθέμενες λύσεις στις κακές πραγματικές λύσεις. Από αυτή την άποψη, ένα τμήμα των παρεμβάσεων επεσήμανε ότι ο «προοδευτικός» κύκλος στη Λατινική Αμερική στηρίχτηκε σε μια αναδιανομή του πλούτου που προήλθε από ανοιχτή καταστροφή της φύσης. Ο «νεοεξορυκτικισμός» έχει πολλές όψεις και καμία τους δεν είναι θετική: εκμετάλλευση της ορυκτής ενέργειας στη Βενεζουέλα, σχέδιο Yasuni-ITT στον Ισημερινό, σύγκρουση με τους ιθαγενείς λαούς στη Βολιβία, ... Μήπως δεν υπάρχει δυνατότητα κοινωνικής και οικολογικής εξόδου από την κρίση στην οποία ζούμε; Και όμως: ναι, υπάρχει. Αλλά δεν μπορεί να προέλθει ούτε από τις καπιταλιστικές θέσεις ούτε από τους λατινοαμερικάνικους «προοδευτισμούς», αλλά μόνο από την εφαρμογή ενός συνεπούς οικοσοσιαλιστικού προγράμματος.

Να ξαναμάθουμε ξεκινώντας από τις αντιστάσεις

Είναι περισσότερο από προφανές ότι οι επαναστάτες-τριες δεν βρισκόμαστε σε μια στιγμή αισιοδοξίας. Αυτό που απομένει από το εργατικό κίνημα δεν βρίσκεται σε επαναστατική επίθεση, αλλά πολύ περισσότερο σε θέση ωμής άμυνας μετά από ήττες δεκαετιών. Εμπειρίες υπήρξαν πολλές, ωστόσο μεταφράστηκαν σε αρνητικά μαθήματα για τις λαϊκές τάξεις, όχι σε προχώρημα της συνείδησης και της οργάνωσης. Είναι μεγάλο πρόβλημα το ότι δεν υπήρξαν νίκες. Από πού λοιπόν να πιαστούμε για να αναζωογονήσουμε όλο τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό ώστε να αντιμετωπιστεί η βαρβαρότητα που διαχέεται;

Για τη μεγάλη πλειοψηφία του συνεδρίου, η απάντηση μοιάζει προφανής: παρά τις μεγάλες δυσκολίες, το ζήτημα δεν είναι να εφευρεθούν μεγαλοπρεπείς φόρμουλες, αλλά να ξεκινήσουμε από αυτό που υπάρχει πραγματικά, δηλαδή από τις πολύμορφες αντιστάσεις του προλεταριάτου απέναντι στο σημερινό βηματισμό του καπιταλισμού. Ποιές είναι αυτές οι αντιστάσεις; Από την αντιρατσιστική πάλη ώς τη φεμινιστική πάλη, περνώντας από το συνδικαλισμό, τον αγώνα LGBTI, την οικολογία ή τους αγώνες για τα δημοκρατικά δικαιώματα...

Όλοι αυτοί οι κοινωνικοί αγώνες είναι εξίσου σημαντικοί και κανείς τους δεν προηγείται των άλλων. Απέναντι σε μια σεχταριστική και νοσταλγική απλούστευση που βλέπει στο κέντρο της εργασίας και στο μαχητικό συνδικαλισμό τις φυσικές μορφές πολιτικοποίησης των λαϊκών τάξεων, η πλειοψηφία του συνεδρίου αναγνώρισε την ανάγκη παρέμβασης σε όλα τα μέτωπα όπου είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ή να διευρυνθούν σφήνες στον καπιταλισμό. Βέβαια, σε κάθε πολιτική στιγμή οι δυνατότητες είναι διαφορετικές στον κάθε τομέα. Και είναι απολύτως σίγουρο και σωστό ότι εδώ και πολλά χρόνια υπάρχει ένα κίνημα που ξεπερνάει τα υπόλοιπα σε όρους δυναμισμού, δημιουργικότητας και επίπτωσης: είναι το φεμινιστικό κίνημα.

Θα μπορούσαμε άραγε να μετατρέψουμε το φεμινιστικό κίνημα σε μια τακτική πρωτοπορία ενός πιο πλατιού αντικαπιταλιστικού κινήματος; Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι. Αυτό που αποσαφήνισε η απόφαση για τις αντιστάσεις, όπως και η συζήτηση, είναι ότι η πολιτική μετάφραση των αντιστάσεων δεν θα γίνει με μηχανικό τρόπο, αλλά με ιδιαίτερη μορφή που θα πρέπει να δουλευτεί στις συγκεκριμένες περιστάσεις κάθε φορά, παίρνοντας υπόψη τις διαφορετικές δυνατότητες και εθνικές συγκυρίες.

Ποιό ρόλο να αναλάβουμε τα επόμενα χρόνια;

Σε κάθε συνέδριο, σε κάθε κόμμα, σε κάθε κοινωνικό κίνημα η συζήτηση εντείνεται, σκληραίνει, αποκτάει συναίσθημα και εκνευρισμούς, όταν τελειώσει η ανάλυση και μπει η συζήτηση για τα καθήκοντα. Η πρακτική βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο. Γιατί πρέπει να αναρωτηθούμε τότε: Σε ποιά δουλειά πρέπει να συγκεντρώσουμε τις προσπάθειες όλων των τμημάτων μας σε διεθνές επίπεδο; Ένας σύντροφος περιέγραψε σχηματικά: «υπάρχουν τρεις τύποι κόμματος: αυτοί που σχολιάζουν την πάλη των τάξεων, οι σέκτες και οι οργανώσεις που προσπαθούν να παρέμβουν και να αλλάξουν την πραγματικότητα». Πρέπει να επικεντρωθούμε σε αυτό τον τρίτο τύπο.

Παρόλο που η 4η Διεθνής εξακολουθεί να είναι μια οργανωτικά αδύναμη πραγματικότητα, δεν έχει υποκύψει ως τώρα ούτε σε διανοουμενίστικες παρεκκλίσεις ούτε σε σεκταριστικές θέσεις. Προσπάθησε πάντα να συνδυάσει μια ισορροπία ανάμεσα στη ρεαλιστική ανάλυση της κατάστασης και στη δέσμευση να προσπαθήσει να αλλάξει την πραγματικότητα. Από αυτή την άποψη, οι θέσεις που προτιμούσαν μια ταυτοτική ενίσχυση του προγράμματος και των τμημάτων αναμένοντας μια επαναστατική κρίση, υπήρξαν εξαιρετικά μειοψηφικές. Η τεράστια πλειοψηφία έχει συνείδηση του ότι η πραγματικότητα δεν θα κινηθεί από μόνη της προς τα εκεί όπου θα θέλαμε παρά μόνο εάν εμείς την πιέσουμε να πάει προς τα εκεί που θα θέλαμε.

Ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στις τάξεις είναι σε βάρος μας, αλλά το ερώτημα είναι πώς να κινηθούμε πρακτικά για να τον αλλάξουμε. Είναι περισσότερο από προφανές ότι το πλαίσιο δεν επιτρέπει να ξεκινήσουμε αποκλειστικά από τα τμήματα της 4ης Διεθνούς ούτε από την προπαγάνδα τους. Μήπως από το πρόγραμμα; Αλλά και αυτό πρέπει να κατανοηθεί ως δυναμικές μεταβατικές διεκδικήσεις, που υπόκεινται σε μετασχηματισμούς ανάλογα με την πολιτική στιγμή και όχι μόνο με βάση το παλιό μεταβατικό πρόγραμμα.

Πρέπει να στηριχτούμε σε ευρύτερες διαδικασίες ενότητας που να μπορούν να μεταβάλουν το επίπεδο πολιτικοποίησης των λαϊκών τάξεων και ταυτόχρονα να αυξάνουν το δικό μας περιθώριο παρέμβασης ως τμήματα της 4ης Διεθνούς. Πρέπει να συνεχίσουμε να στοιχηματίζουμε στην οικοδόμηση πλατιών κομμάτων. Το κάνουμε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αλλά πρέπει να συνεχίσουμε να επιμένουμε σε αυτό...

Είναι άραγε δυνατό ή επιθυμητό να επικεντρωθούμε στις ευρύτερες εμπειρίες που έχουμε ζήσει; Η συζήτηση επανέφερε τον απολογισμό του βραζιλιάνικού PT ή της Rifondazione Comunista. Αλλά επίσης ήρθαν στο επίκεντρο και οι ζωντανές συζητήσεις για το Blocco de Esquerda, για το Podemos, την Alianza Roji-verde ή για το Die Linke.

Πολλές παρεμβάσεις επεσήμαναν ότι ο απολογισμός των παλαιότερων και των σημερινών εμπειριών πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να εξαχθούν μαθήματα, αλλά όχι για να ψάξουμε μοντέλα. Πώς θα μπορούσαν άραγε να ομογενοποιηθούν τόσο διαφοροποιημένες εμπειρίες; Το PT γεννήθηκε από την πολιτική μετάφραση ενός συνδικαλιστικού αγώνα, το Blocco από τη συγχώνευση τριών οργανώσεων μέσα από έναν αγώνα για τις ελευθερίες αναπαραγωγής, η Rifondazione από ένα πολιτικό κίνημα που δημιουργήθηκε με την αυτοδιάλυση του PCI... Όποιος ψάχνει μοντέλα για να ξεκινήσει μια ανάλογη εμπειρία, θα προσκρούσει στα όρια που επιβάλλουν οι διαφορές ανάμεσα στα πολιτικά πλαίσια, στις εθνικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος, κ.ο.κ.

Η οικοδόμηση πλατιών οργανώσεων που να μπορούν να πάνε πέρα από τα τμήματα είναι κάτι που εξακολουθεί να έχει πλήρη σημασία. Όπως το επισημάναμε, δεν υπάρχουν μοντέλα ούτε όμως και διαδικασίες ή σχέδια που να μπορούν να γενικευτούν. Ή μήπως υπάρχει κάτι; Εάν είναι δύσκολο να προβληθούν στοιχεία για την οικοδόμηση τέτοιων οργανώσεων, υπάρχει ωστόσο ένας κοινός απολογισμός σε ένα μέρος των τμημάτων: το πόσο επιζήμια ήταν (ή είναι) η αυτοδιάλυση ή η σχετική εξασθένιση των τμημάτων μας μέσα στις ευρύτερες οργανώσεις. Είτε ο στόχος είναι μια επικείμενη ρήξη είτε πρόκειται για την πιστή οικοδόμηση μιας οργάνωσης, η συνοχή των επαναστατών, αυτών που σκέφτονται την πολιτική στρατηγικά, είναι πιο σημαντική από ποτέ.

Μια πιο περίπλοκη συζήτηση προέκυψε ανάμεσα σε αυτούς που δεν βρίσκονται σε ευνοϊκή συγκυρία για την οικοδόμηση τέτοιου τύπου οργάνωσης. Στην πραγματικότητα, η ώθηση τέτοιων οργανώσεων παρουσιάζεται μόνο σε στιγμές σαφούς πολιτικής εξαιρετικότητας. Τί κάνουμε ώς τότε; Καταδικάζουμε τα τμήματά μας αυτά σε παθητικότητα, να περάσει ο καιρός ώσπου να δημιουργηθούν οι συνθήκες και για αυτά;

Απέναντι σε έναν τέτοιο φαταλισμό, τα τμήματα εκείνα που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση πρέπει να αναλάβουν προσωρινά μόνο τα καθήκοντα αναζωογόνησης του κοινωνικού ιστού και του ριζώματος στην τάξη. Αυτό μερικοί το ονόμασαν κόμμα-κίνημα. Είναι άραγε ασύμβατα τα πλατιά κόμματα με το κόμμα-κίνημα; Προφανώς όχι, ειδικά αν τα τμήματα δεν εγκαταλείψουν τη φιλοδοξία να προχωρήσουν στην οικοδόμηση κάτι ευρύτερου και φιλόδοξου όταν τους παρουσιαστεί η ευκαιρία. Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη φιλοδοξία μας πρέπει να είναι να οικοδομήσουμε πλατιές οργανώσεις που να έχουν ως στόχο να εκπληρώσουν αυτή τη λειτουργία του κόμματος-κίνημα.

Διεθνισμός: ανανέωση ή θάνατος

Ο σύντροφος Κριβίν άνοιξε το συνέδριο λέγοντας ότι η γενιά που πρωταγωνίστησε στο Μάη του 68 έχει πεθάνει, είτε φυσικά είτε πολιτικά. Ένα σημαντικό τμήμα της διεθνούς δουλειάς στηρίχτηκε στις προσπάθειες αυτής της τεράστιας γενιάς επαναστατών. Για να επιβιώσουμε, ο επαναστατικός διεθνισμός πρέπει να συνεχίσει να είναι το κλειδί για την πολιτική και γενεακή ανανέωση, μαζί άλλωστε με την ενίσχυση της δουλειάς και των πρωτοβουλιών της ίδιας της Διεθνούς. Αυτά είναι μερικά από τα μεγάλα καθήκοντα που μένουν να καλύψουμε ώς το επόμενο συνέδριο. Μένει πολύ δουλειά να γίνει για να είμαστε σε θέση να αντιστρέψουμε το χάος που έχουν δημιουργήσει οι καπιταλιστές όλου του πλανήτη. Ακόμα κι έτσι, θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε για αυτό.

Μετάφραση: Τάσος Αναστασιάδης

Ernesto M. Díaz, «Trabajar para revertir el caos mundial», Viento Sur, 8 Μαρτίου 2018.

Ο Ernesto M. Diaz είναι μέλος των Anticapitalistas - του ισπανικού τμήματος της 4ης Διεθνούς

Ετικέτες