Πριν από 20 χρόνια, το ανερχόμενο, τότε, διεθνές κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, έδινε στη Γένοβα μια εμβληματική μάχη ενάντια στη Σύνοδο των G8, τη σύνοδο των ηγετικών δυνάμεων του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος που συγκαλούνταν στην ιστορική πόλη του ιταλικού βορρά.

Είχε προηγηθεί το Σιάτλ, η Πράγα, η προσπάθεια οργάνωσης του κινήματος μέσω των Φόρουμ. Οι αγώνες στη Λατινική Αμερική και ο μεγάλος γαλλικός απεργιακός Δεκέμβρης του ’95 είχαν βάλει τα θεμέλια για ένα «ξεπάγωμα» του διεθνούς κινήματος, για μια νέα έκρηξη αριστερού ριζοσπαστισμού. 

Αυτό το νέο κίνημα σηματοδοτούσε την έξοδο από την «αριστερή μελαγχολία» που είχε επιφέρει διεθνώς η κατάρρευση του «υπαρκτού» μετά το 1989. 

Το σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός!» αποτελούσε το σάλπισμα ενός νέου ξεκινήματος. Παρόλο που μια «παγωμένη» ανάλυσή του μπορούσε εύκολα να αναδείξει τις αντιφάσεις του (Ποιος είναι αυτός ο «άλλος κόσμος»; Πώς μπορούμε να φτάσουμε σε αυτόν;), ήταν μια κατεύθυνση που μπορούσε να συγκεντρώνει δυνάμεις. 

Στη βάση, στην πρώτη γραμμή των κινηματικών δράσεων, αφορούσε την πεισματική προσπάθεια να συγκλίνει ο εργατικός ριζοσπαστισμός με τους αγώνες και τις θεματολογίες των «κοινωνικών κινημάτων». Το σύνθημα είχε ήδη πέσει στο Σιάτλ: «Οι τίμστερς (το ιστορικό συνδικάτο στις μεταφορές) μαζί με τα χελωνόπαιδα (τους ακτιβιστές των περιβαλλοντικών οργανώσεων)»! Και αυτό το «μαζί» είχε αντέξει τη δολοφονική πίεση της Εθνοφρουράς… Όλη αυτή η περίοδος ήταν μια ανοδική τροχιά των αγώνων στη βάση: στους εργατικούς χώρους, στη νεολαία, στις γυναίκες, στους άστεγους, στους μετανάστες/πρόσφυγες, στους ακτήμονες και στους ιθαγενείς στη Λατινική Αμερική, στον αντιρατσισμό, στον αντιιμπεριαλισμό κ.ο.κ. Που έφτανε ακόμα και στους πιο «δύσκολους» χώρους: στην προσπάθεια για συνδικάτο στα «μακίλας» της διασυνοριακής ζώνης ΗΠΑ-Μεξικού, στην οργάνωση των «χωρίς γη» στα λατιφούντια της Βραζιλίας, στη δράση στις χαοτικές παραγκουπόλεις της Βομβάης, στην οργάνωση των «χωρίς χαρτιά» στα προάστια του Παρισιού, στο βάθεμα της αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη κλπ. Σε πείσμα των σεχταριστικών αναλύσεων (που δεν έλειψαν και τότε) που «προειδοποιούσαν» για έναν κίνδυνο αυτοδιάλυσης του εργατικού/μαρξιστικού ρεύματος μέσα στη θάλασσα των «κινημάτων», αυτή η προσπάθεια λειτούργησε στην πράξη σαν μια μεγάλης και διεθνούς κλίμακας απόπειρα αποκατάστασης της εργατικής ηγεμονίας μέσα στο γενικότερο «ακτιβισμό», σαν μια μεγάλη απόπειρα ενοποίησης στην πράξη των αγώνων ενάντια στην εκμετάλλευση με την πάλη ενάντια στην καταπίεση. Γι’ αυτό οι αντίπαλοί μας αναγνώριζαν το κίνημα αυτό ως αντικαπιταλιστικό. Οι πράξεις, για μια ακόμα φορά στην ιστορία, αποδεικνύονταν σημαντικότερες των λέξεων. 

Η μέθοδος για να γίνουν αυτά τα «άλματα» ήταν η ενότητα στη δράση μεταξύ διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων, διαφορετικών κινηματικών ταχυτήτων, διαφορετικών ευαισθησιών. Το σύνθημα του γαλλικού Δεκέμβρη «Tous ensemble!» (Όλοι μαζί!) ήταν η βάση για μια ενστικτώδη στροφή, για μια αυθόρμητη επανάκαμψη της σημασίας του Ενιαίου Μετώπου. Στο Σιάτλ, στην Πράγα, στη Γένοβα, «χτύπησαν μαζί» πολλές και διαφορετικές δυνάμεις: κοινωνικές οργανώσεις αλλά και κόμματα που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ως «μαχητικό ρεφορμισμό», ένα σημαντικό τμήμα της διεθνούς επαναστατικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, ποικιλίες της Αυτονομίας ή του αναρχισμού (από το «πολιτικό» τμήμα του ως το black block). 

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μαζί, έκαναν τις καπιταλιστικές ηγεσίες να αναγνωρίζουν αυτό το κίνημα ως απειλή. Η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι ήταν το κατάλληλο «εργαλείο» για να υποδεχθεί στην Ιταλία αυτό το διεθνές κίνημα με τη δολοφονική μανία που εξαπολύθηκε στη Γένοβα.

Όλοι όσοι έζησαν στα σοβαρά εκείνες τις ημέρες, γνωρίζουν ότι αν τα γεγονότα είχαν συμβεί σε όποια άλλη πόλη της Ευρώπης, οι απώλειες θα ήταν πιθανότατα πολύ μεγαλύτερες από το θάνατο του Τζουλιάνι, το μακέλλεμα στο «στρατηγείο» του κινήματος με την εισβολή των καραμπινιέρων στο Σχολείο Ντίαζ και το σοβαρό κίνδυνο που διέτρεξαν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στην τελική διαδήλωση. Η ιταλική Αριστερά (από την Κομμουνιστική Επανίδρυση μέχρι τους COBAS) χρειάστηκε να θυμηθεί τις καλύτερες σελίδες της ιστορίας της για να αντέξει την πίεση. Η πόλη της Γένοβας με την τεράστια εργατική και αντιφασιστική παράδοση, στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. 

Πολιτική

Το κίνημα είχε έρθει από νωρίτερα αντιμέτωπο με την «κεντρική» θεματολογία του ιμπεριαλισμού και του πολέμου.  Η γραμμή «ίσων αποστάσεων» δεν άντεξε τη δοκιμασία της επιδρομής στη Γιουγκοσλαβία. Στη Γένοβα, η Νεολαία του Συνασπισμού, που καθοδηγούσε ένας κάποιος Αλέξης Τσίπρας, διαδήλωνε με σύνθημα «Όλα τα Βαλκάνια τα πνίξατε στο αίμα – Άντε και γαμήσου σύντροφε Ντ’ Αλέμα»! Που να ήξεραν αυτοί οι λεβέντες ότι 20 χρόνια μετά, έχοντας φορέσει πλέον για τα καλά τα κουστούμια, θα έκαναν και θα έλεγαν πράγματα που θα έκαναν ακόμα και τον Ντ’ Αλέμα να κοκκινίζει από ντροπή…

Η 11η Σεπτέμβρη και η εισβολή στο Αφγανιστάν ήταν μια πρώτη δοκιμασία. Κάποιες δυνάμεις αντέδρασαν με αμφιταλαντεύσεις: Πχ ο Συνασπισμός εδώ, στράφηκε στη γραμμή «Ούτε Μπους – Ούτε Ταλιμπάν». Η εισβολή στο Ιράκ, έκανε την αντιμετώπιση του ιμπεριαλισμού και του πολέμου απολύτως κεντρικό ζήτημα. Παρά κάποιες υποβόσκουσες διαφωνίες (τι στάση απέναντι στην υπαρκτή αντίσταση που απειλούσε τους Αμερικάνους στο Ιράκ;), το κίνημα μπόρεσε να συνεννοηθεί και να οργανώσει μεγάλες και συντονισμένες διεθνώς αντιπολεμικές διαδηλώσεις, πρωτοφανούς μεγέθους και σημαντικής ορμής. Όμως δεν άρκεσαν για να ακυρώσουν ή για να σταματήσουν τον πόλεμο. 

Στην πραγματικότητα το ζήτημα είχε τεθεί στην ίδια τη Γένοβα. Την επομένη της επιστροφής μας γράφαμε, τότε, ότι τα καθήκοντα εντοπίζονται στην ανάγκη μιας στροφής «από τη συμβολική στην πραγματική αντιπαράθεση». Στη Γένοβα το κίνημα είχε έρθει αντιμέτωπο με τη γυμνή δύναμη του κράτους. Απέναντι σε αυτό το ζήτημα υπάρχουν πολλές και αποκλίνουσες απαντήσεις. Οι αναρχικοί που είχαν ταυτιστεί με το Black Block, πρότειναν απλώς να επαναλάβουμε τις συγκρούσεις, πιο αποφασιστικά, με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά θα νικήσουμε. Οι «τρύπες» αυτής της απάντησης, έκαναν κάθε σοβαρό αγωνιστή να κατανοεί ότι αυτή η στρατηγική (;) ήταν προορισμένη να μαραζώσει. Οι πιο συντηρητικές «κοινωνικές» οργανώσεις, αλλά και ένα τμήμα της Αυτονομίας (Νέγκρι, Χάλογουεϊ κ.ά.) πρότειναν να εγκαταλείψουμε την «κεντρική» θεματολογία και να στραφούμε στο «κοινωνικό» (άλλοι ως διαπραγμάτευση με το κράτος, άλλοι ως «περικύκλωση» του κράτους που προορίζεται, λέει, να «πνίξει» κάποτε την κεντρική εξουσία). Όλο αυτό το τμήμα στράφηκε σταδιακά είτε σε συντηρητική στροφή, είτε σε αδρανοποίηση. Η εναλλακτική εκφράστηκε από το πιο ενεργό και πιο καλλιεργημένο τμήμα της διεθνούς αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η «στροφή στην πολιτική», όπως συνθηματικά έλεγε ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ, προέτρεπε να μπούμε αποφασιστικά στον παρατεταμένο πολιτικό αγώνα, «κουβαλώντας» μέσα σε αυτόν το αίτημα για άμεση ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού (δηλαδή τη σύγκρουση με την «υπαρκτή» μορφή του διεθνούς καπιταλισμού), τη σύγκρουση με τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, τη σύγκρουση με το ρατσισμό. 

Ήταν η βάση για τους πολιτικούς πειραματισμούς που εκδηλώθηκαν σε ένα ευρύ φάσμα. Η LCR στη Γαλλία, αυτοδιαλυόμενη και ιδρύοντας το NPA, προσπάθησε να ενοποιήσει πολιτικά και οργανωτικά, το ευρύ στρώμα των ακτιβιστών, των συνδικαλιστικών στελεχών και των συλλογικοτήτων που είχαν πρωτοστατήσει στο ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα. Στη Λατινική Αμερική και στη Νότια Ευρώπη, τα λεγόμενα «πλατιά κόμματα» της ριζοσπαστικής Αριστεράς, λογοδοτούσαν στην προσπάθεια να συγκροτηθεί και να κάνει «μαζική πολιτική» ο κόσμος των Φόρουμ. 

Η προσπάθεια για να βγει το κίνημα και η Αριστερά από τα λασπόνερα της κατάρρευσης του 1989 ήταν ένα κολοσσιαίο έργο. Οι δυνάμεις που ενεπλάκησαν ενεργά σε αυτό, ήταν μικρότερες του αναγκαίου και με σημαντικά ιδεολογικοπολιτικά κενά. Όχι τυχαία, σε όλες τις εκδοχές τους, ηττήθηκαν. Αυτή η διαπίστωση δεν είναι λόγος μεμψιμοιρίας. Έτσι γράφεται ζωντανά η ιστορία: με άλματα και υποχωρήσεις. Και συνήθως, τα πιο χρήσιμα και προωθητικά συμπεράσματα προκύπτουν ανάμεσα σε εκείνες-ους που πραγματικά επιχείρησαν, που προσπάθησαν να αλλάξουν «την υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων». 

Αναλογίες

Στη σημερινή περίοδο, όπως διαμορφώνεται μετά τη διεθνή κρίση και την πανδημία, υπάρχουν αναλογίες με την προ της Γένοβα περίοδο. Αναλογίες δεν σημαίνει ομοιότητες, δεν σημαίνει ότι θα επαναληφθεί ο ίδιος δρόμος. 

Στον 21ο αιώνα, η εργατική τάξη παραμένει διεθνώς το κεντρικό υποκείμενο που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο προς την κατεύθυνση της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης. Οι ατελείωτες φιλολογίες που προσπαθούν να διαβρώσουν αυτό το βασικό μαρξιστικό ισχυρισμό, στερούνται σοβαρότητας και δεν κάνουν άλλο από το να αποδεικνύουν έμμεσα τη σημασία του (για μια εκτενή ανάλυση αυτού του ζητήματος, βλ. Κιμ Μούντι στο τεύχος 17 του περιοδικού «Κόκκινο» που κυκλοφορεί). 

Η εργατική αγωνιστικότητα και οι ρυθμοί που αυτή μπορεί να πάρει, αποτελούν το κέντρο της προσοχής των αστικών κυβερνήσεων (βλ. νόμο Χατζηδάκη) εδώ και διεθνώς. 

Ο καπιταλισμός σε κρίση σημαίνει ένα σύστημα στα όρια του αγριανθρωπισμού. Οι γυναικοκτονίες, οι βιασμοί, αλλά και οι απόπειρες αντιμεταρρυθμίσεων στο οικογενειακό δίκαιο (που διεθνώς προωθεί η νέα ακροδεξιά) δείχνουν ότι ο σεξισμός παραμένει μια θανατερή απειλή, άμεσα δεμένη με τις πολιτικές αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης των εργατών. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και με τις τραγικές επιθέσεις στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, που δείχνουν την αξία που έχει πάντα για το σύστημα ο ρατσισμός. 

Η Ανατολική Μεσόγειος είναι μια γωνιά του πλανήτη όπου αποδεικνύεται ότι οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά μπλοκ, αλλά και τους τοπικούς υπο-ιμπεριαλισμούς, ανταγωνισμοί που οξύνονται μέσα στην κρίση του συστήματος, κάνουν τον πόλεμο μια πάντα επίκαιρη απειλή. Οι διαρκείς εξοπλισμοί, μέσα στις συνθήκες πρωτοφανούς υποβάθμισης των κοινωνικών δαπανών, είναι μια ξεδιάντροπη πρόκληση για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Η καταγγελία των ιμπεριαλιστικών μεγάλων δυνάμεων –των ΗΠΑ και της ΕΕ στην περιοχή μας– οφείλει να συμβαδίζει με την καταγγελία του εθνικισμού της ντόπιας κυρίαρχης τάξης, όπως και των τοπικών συμμαχιών της –στην περίπτωσή μας με τον υπεραντιδραστικό «άξονα» με το Κράτος του Ισραήλ και τη δικτατορία του Σίσι στην Αίγυπτο. 

Όπως έδειξε η φετινή χρονιά, η πάλη για τις ελευθερίες, η συστηματική αντιμετώπιση της κρατικής καταστολής, παραμένουν καθήκοντα απολύτως επίκαιρα. 

Η απειλή της κλιματικής κρίσης γίνεται όλο και πιο απειλητικά και μια από τις πιο ευχάριστες διαπιστώσεις είναι ότι σε όλη τη χώρα «ανθίζουν» πρωτοβουλίες δράσεων για την υπεράσπιση του περιβάλλοντος, ενάντια στον εξορυκτισμό, ενάντια στη βάναυση μετάβαση στην τάχα «πράσινη» ανάπτυξη, όπως καθοδηγείται υπό τις «οδηγίες» της ΕΕ. Πρωτοβουλίες άμεσα δεμένες με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της λαϊκής πλειοψηφίας στο δημόσιο χώρο. 

Όλα αυτά σημαίνουν ότι εξακολουθούμε να ζούμε στην «εποχή των κοινωνικών κινημάτων». Μόνο ένας παρανοϊκός σεχταρισμός θα αρνιόταν να αναγνωρίσει αυτή την πραγματικότητα που ξετυλίγεται γύρω μας, συχνά με δημιουργικό τρόπο. Όμως, ταυτόχρονα, μόνο μια επιφανειακή σχέση με τα προβλήματα ανάπτυξης όλων αυτών των πρωτοβουλιών και δράσεων, θα επέτρεπε την υποβάθμιση της ανάγκης υπεράσπισης, στο εσωτερικό τους, της εργατικής/σοσιαλιστικής στρατηγικής. Η απάντηση στον κινηματίστικο κατακερματισμό και στον τυφλό αυθορμητισμό είναι, όπως και στα χρόνια πριν από τη Γένοβα, η διεκδίκηση της ενοποίησης της πάλης ενάντια στην καταπίεση με την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση, της ενοποίησης των κινηματικών δυνάμεων στην προοπτική της ρήξης με το σύστημα, στην προοπτική της διεκδίκησης ενός άλλου κόσμου, του σοσιαλισμού, που παραμένει εξίσου αναγκαίος όσο και εφικτός. 

Στις παραμονές της πανδημίας και ενώ ερχόταν η κρίση του 2020, ο πλανήτης έζησε μια μεγάλη αναθέρμανση των λαϊκών κινητοποιήσεων: στη Λατινική Αμερική, στη Νοτιοανατολική Ασία, στη Βόρεια Αφρική και στον «αραβικό» κόσμο, στις ΗΠΑ με το BLM, στην «αυλή» του Πούτιν ή της Κίνας, εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν με δυναμικό τρόπο στο δρόμο του αγώνα. Το κύμα αυτό θα συνεχιστεί μόλις σηκωθεί η κουρτίνα του φόβου της πανδημίας. Οι κυρίαρχες τάξεις το ξέρουν καλύτερα από εμάς και γι’ αυτό προετοιμάζουν μια κατασταλτική μηχανή ιστορικής κλίμακας, όπου συνδυάζεται η τεχνολογία, η ανάθεση καθηκόντων «εσωτερικής τάξης» στο στρατό, η θεσμική αντιμεταρρύθμιση και η ενθάρρυνση της ακροδεξιάς. 

Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι η ενότητα στη δράση, η πιο επικαιροποιημένη παράδοση του Ενιαίου Μετώπου, που έγιναν στην περίοδο της Γένοβας η lingua franca του διεθνούς «ακτιβισμού», θα είναι η «γλώσσα» της ανόδου της κοινωνικής αντίστασης που θα χαρακτηρίσει την περίοδο που έρχεται. Και αυτό θα αφορά το «δρόμο», θα αφορά το κίνημα από τα κάτω, αλλά και το πολιτικό πεδίο, τη μετωπική ανασυγκρότηση της διεθνούς ριζοσπαστικής Αριστεράς, που είναι αντιμέτωπη με κολοσσιαίες προκλήσεις. Τα προβλήματα και οι αποτυχίες του παρελθόντος πρέπει να οδηγήσουν σε θετικά και δημιουργικά συμπεράσματα και όχι σε συντηρητική/φοβική αναδίπλωση, γιατί στην πολιτική πάλη δεν ισχύει το «όποιος καεί με το χυλό, φυσάει και το γιαούρτι». Αν ήταν έτσι, οι αγωνιστές-στριες του κινήματος θα είχαν προ καιρού παραιτηθεί από τη διεκδίκηση μεγάλων ανατροπών. Όμως, όπως δείχνει η ιστορία, συμβαίνει το αντίστροφο… Το ζήτημα είναι το να επιχειρήσουμε σε ανώτερο επίπεδο και όχι να αναρωτιόμαστε αν πρέπει να επιχειρήσουμε. 

Είκοσι χρόνια μετά, ο καλύτερος τρόπος για να θυμόμαστε τη Γένοβα είναι ένα σύνθημα του Μάη του ’68: «Δεν ήταν παρά μια αρχή! Να συνεχίσουμε τον αγώνα!».

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες