Το 2015 είναι ό,τι ακριβώς περιγράφει ο όρος «σύμπτωμα»: μια άβολη αλήθεια που αποφεύγεται –«απωθείται»– συστηματικά, αλλά επιστρέφει εξίσου επίμονα, μας απευθύνεται προσωπικά (και συλλογικά…), αφήνει ίχνη που διαρκούν.
Η ιστορία, ωστόσο, φωτίζει περισσότερα από την ψυχανάλυση. Για τον Πέρι Άντερσον, το 2015 ήταν ό,τι υπήρξε για τον εικοστό αιώνα το 1914 – η στροφή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στον «πατριωτισμό». Για τις επιπτώσεις του, ο Τρότσκι αστειευόταν ότι, «εκείνες τις μέρες, οι διεθνιστές χωρούσαν σε τέσσερις καναπέδες». Το αστείο αυτό έγινε, όμως, πηγή ηθικής δύναμης, ακριβώς γιατί η ιστορία προχώρησε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, με αποκορύφωμα το 1917. Δεν είμαστε εκεί. Αλλά όσοι δεν «στρίψαμε» στο ελληνικό «1914» δικαιούμαστε, έστω, να λέμε ότι είμαστε περισσότεροι.
Το 2015 θα επιστρέφει – και δεν θα είναι μόνο για τους «μελαγχολικούς». Όσοι διέπρεψαν τότε στη θεωρητικοποίηση του συμβιβασμού, είδαν στην εκλογική νίκη του Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς το «τέλος της διαιρετικής τομής μνημόνιο/αντιμνημόνιο»: τη δικαίωση της συνθηκολόγησης, και τελικά της διάσπασης του κόμματος, υπό τις επευφημίες διεθνών «θεσμών» και εγχώριων Μέσων Ενημέρωσης. Χρειάστηκε η διπλή εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ το 2019, ώστε τον Φλεβάρη του 2020 πια να δουν κι εκείνοι πως τα πράγματα ήταν κάπως πιο σύνθετα: «Οι ψήφοι», σημείωνε το Σχέδιο Απολογισμού της Κεντρικής Επιτροπής, «ήταν λιγότεροι, η αποχή μεγαλύτερη και ίσως η σύνθεση των ψηφοφόρων ελαφρά διαφορετική: «οι διαφορές αυτές πρέπει να μελετηθούν επισταμένως, γιατί ίσως προείκαζαν εν μέρει την ήττα στις εκλογές του 2019». Πράγματι: υπήρξαν νίκες που προετοίμασαν πανωλεθρίες. Αλλά η αποχή και η σύνθεση των ψηφοφόρων του απασχολούν ακόμα ελάχιστα τον ΣΥΡΙΖΑ της προσκόλλησης στα «μεσαία στρώματα». Όπως και το 2012, είναι και πάλι ο προσεταιρισμός τους αυτός που υπαγορεύει την τακτική του «ώριμου φρούτου» για να πέσει η ΝΔ: μιαν αντιπολιτευτική τακτική αποκλειστικά κοινοβουλευτική και μιντιακή, με όρους κυρίως ηθικής και διαχειριστικής επάρκειας. Αλλά σήμερα, μετά τη διαλυτική επίδραση της περιόδου που εγκαινίασε το 2015, δεν είμαστε στο 2012 – εξού και η διαφορά του ΣΥΡΙΖΑ από την ελληνική εκδοχή του τραμπισμού παραμένει διψήφια.
To 2015 διαρκεί πολύ – όπως νωρίτερα το 1914. Μιλώντας στο βήμα της ΔΕΘ πριν από την εκλογική νίκη του Σεπτέμβρη εκείνης της χρονιάς, ο Αλέξης Τσίπρας καθησύχαζε τον αστικό κόσμο ότι «βάλαμε την πατρίδα πάνω από το κόμμα». Εξηγώντας το, ο Στέλιος Παππάς σημείωνε ότι η ρήξη «θα σήμαινε γεωπολιτική απομόνωση [και] τη φορά εκείνη που η χώρα έπραξε κάτι τέτοιο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βυθίστηκε στον εμφύλιο» (24.8.2015). Διαπρέποντας έκτοτε στην αποφυγή της σύγκρουσης, οι «διαφωνούντες» του ΣΥΡΙΖΑ θα αισθάνονταν όλο και πιο άβολα με τη στιγμή που, για να αποφύγει τη ρήξη με τον ελληνικό αστισμό, το «κόμμα διακυβέρνησης» αποφάσιζε να καταπιεί το «κόμμα αγώνα», ακυρώνοντας ένα δημοψήφισμα και μια Κεντρική Επιτροπή. Από τη στιγμή αυτή και μέχρι σήμερα, κάθε συζήτηση για την επικαιρότητα του «δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό» επιχειρείται όσο πιο αφηρημένα γίνεται, ώστε να εναρμονίζεται με τις βασικές επιλογές της ηγεσίας – όπως ακριβώς τα καρτέλ εναρμονίζουν τιμές και πρακτικές. Αρκεί να μην εμποδίζει την αναγόρευση των (ασαφώς προσδιορισμένων) μεσαίων στρωμάτων σε μείζονα κοινωνική αναφορά· να ανέχεται τον συμβιβασμό του ΣΥΡΙΖΑ με τη φτώχεια (πλην, ίσως, της «ακραίας»)· να παραγνωρίζει την κρατικοποίησή του· να μη θίγει μια αντιπολίτευση στη ΝΔ με όρους ηθικής και πατριωτικής πλειοδοσίας ή τη στοίχιση πίσω της στο προσφυγικό, τις ΑΟΖ, τις σχέσεις με τον «διεθνή παράγοντα».
Όλα αυτά φέρουν ακέραιο το ίχνος του 2015: της αποφυγής του άλλου δρόμου, όχι μόνο από τον Τσίπρα – αλλά και από τους Βαρουφάκη και Τσακαλώτο, από τα στελέχη της ιστορικής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, την πλειοψηφία των βουλευτών του, τα περισσότερα επαγγελματικά στελέχη του, τους περισσότερους πανεπιστημιακούς του, τα περισσότερα από τα κοινωνικά εξασφαλισμένα μέλη του. Έστω όμως: ό,τι έγινε το 2015, έγινε. Τι συνέβη μετά; Γι’ αυτό το «μετά» δεν θα μίλαγαν συγκεκριμένα οι πρωταγωνιστές – γιατί αυτό θα σήμαινε την αυτοαναίρεσή τους. Δεν θα μίλαγαν, όμως, ούτε οι αντιπολιτευόμενοι: Οι εκ δεξιών αρκούνται στις καρικατουρίστικες κριτικές περί εθνολαϊκισμού. Πολλοί, δε, εξ αριστερών θεωρούν πως αρκεί το μνημόνιο ως εξήγηση για τις διολισθήσεις, ακόμα και εκεί όπου οι «θεσμοί» δεν πίεσαν ποτέ.
Με αυτό το σκεπτικό επιμεληθήκαμε με τον Χρήστο Λάσκο τον συλλογικό τόμο «Ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση 2015-2019. Η Αριστερά;», που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Τόπος. Η συμμετοχή 35 συγγραφέων με προσωπική εμπλοκή στα τεκταινόμενα της περιόδου 2015-2019, αλλά και ειδικές γνώσεις (σε ζητήματα οικονομικών, εργασίας, κοινωνικής πολιτικής, υγείας, οικολογίας, διοίκησης, Συντάγματος κ.ά), βοηθούν να δούμε τι κερδήθηκε και τι χάθηκε μετά το 2015. Τελικά, είναι καλό να κυβερνάει η Αριστερά; Και για ποιους;
Τα στρατηγικά ερωτήματα δεν τίθενται εν κενώ, ως ασκήσεις θεωρίας στο χαρτί. Μπροστά σε μια ύφεση απρόβλεπτου βάθους και διάρκειας, με μια υγειονομική κρίση να προστίθεται στις εκρηκτικές προϋπάρχουσες, το ερώτημα «ποιος ποιον» θα ξανατεθεί. Για να απαντηθεί πειστικά, χρειάζονται πολιτικά υποκείμενα μεγάλης εμβέλειας. Θέλουμε να συμβάλουμε στη συλλογική αυτοπεποίθηση που χρειάζεται για να τα φτιάξουμε.
Στο βιβλίο γράφουν οι: Λ. Αργυριάδου, Γ. Βελεγράκης, Σ. Βωβού, Γ. Γιαννόπουλος, Ν. Γιαννόπουλος, Η. Διώτη, Θ. Ζδούκος, Η. Ιωακείμογλου, Λ. Καρχιμάκης, Τ. Κατερίνη, Απ. Καψάλης, Γ. Κιμπουρόπουλος, Κ. Κλοκίτη, Γ. Κουζής, Β. Κουμαριανός, Ν. Κουραχάνης, Χαράλαμπος Κουρουνδής, Πάνος Κοσμάς, Χ. Λάσκος, Γ. Μαυρής, Α. Μπένος, Ν. Νικολάου, Α. Νταβανέλος, Ν. Παντελίδης, Δ. Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, Β. Παπαστεργίου, Ε. Πάτκου, Δ. Σταθοπούλου, Π. Σταύρου, Π. Σωτήρης, Στ. Τομπάζος, Θ. Φέστας, Απ. Φωτιάδης, Γ. Χαρίσης, Δ. Χριστόπουλος
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά