Το 20ό συνέδριο του ΚΚ Κίνας είναι ένα μεγάλο γεγονός, ένα από αυτά που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «σημεία καμπής», και θα έχει μεγάλες συνέπειες στην πορεία που θα πάρουν οι διεθνείς εξελίξεις στην ερχόμενη περίοδο.
Στο εσωτερικό του ΚΚ έχουν από καιρό συσσωρευτεί όλες οι οικονομικές-κοινωνικές-πολιτικές και ιδεολογικές ηγεσίες που υπάρχουν μέσα στην δεύτερη δύναμη του σύγχρονου διεθνούς καπιταλισμού. Αυτή η υπερ-συγκεντρωτική δομή αποφάσισε να γίνει… συγκεντρωτικότερη προκειμένου να αντιμετωπίζει πιο γρήγορα κι αποτελεσματικά τις προκλήσεις της διεθνούς συγκυρίας, που γίνεται όλο και πιο ευμετάβλητη και συγκρουσιακή.
Ο Πρόεδρος Σι Τζιπίνγκ έχει ενώσει στα χέρια του την κομματική, την πολιτική και τη στρατιωτική ηγεσία. Κατάργησε την παράδοση που εγκατέστησε ο αποκαλούμενος «σοφός» (ο δεξιός μεταρρυθμιστής, διάδοχος του Μάο) Τενγκ Σιάο Πινγκ, παράδοση που προέβλεπε τα 68 χρόνια ως όριο παραμονής στην άμεση άσκηση της εξουσίας, προκειμένου να διευκολύνονται κάποιες στοιχειώδεις συνθήκες «ανασύνθεσης» των ηγετικών ομάδων μέσα στο ΚΚΚ. Ο 69χρονος Σι, όχι μόνο «εξελέγη» για τρίτη διαδοχική θητεία (καταργώντας το άτυπο όριο των δύο θητειών), αλλά έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα ότι σκοπεύει να παραμείνει στην εξουσία ως ισόβιος ηγέτης της Κίνας. Ταυτόχρονα, στο 20ό συνέδριο ο Σι συνέτριψε τη «συνήθεια» που ήθελε να αντιπροσωπεύονται στο Πολιτικό Γραφείο οι βασικές τάσεις/κλίκες ηγετικών στελεχών, μια συνήθεια που λειτουργούσε ως υποκατάστατο πολιτικής ζωής, αλλά και ως δικλείδα ασφαλείας για τις υπόγειες, όμως πάντα υπαρκτές, πολιτικές συγκρούσεις. Αποβάλλοντας από το συνέδριο τον κάποτε ισχυρό Χου Τζιντάο (αποβολή σε δημόσια μετάδοση!), εξέλεξε ένα μονολιθικό ΠΓ, ενώ στην 7μελή πανίσχυρη Γραμματεία του ΠΓ συμμετέχουν πλέον μόνο ακόλουθοι του Σι. Μια άλλη παράδοση που καταργήθηκε είναι η, έστω συμβολική, «συμμετοχή» των γυναικών: στο 25μελές ΠΓ, για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, δεν υπάρχει ούτε μια γυναίκα, ενώ στα 205 μέλη της ΚΕ διακρίνονται μόλις 11 γυναίκες.
Γύρω από το 20ό συνέδριο, εξαπολύθηκε μια (από τα πάνω και κατευθυνόμενη) καμπάνια του ΚΚ, με εκδηλώσεις «λατρείας» προς το πρόσωπο του Σι, που ξεπερνά κάθε ιστορικό προηγούμενο. Η ιστορία υποδεικνύει ότι το αηδιαστικό φαινόμενο της «προσωπολατρείας» μόνο για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα είναι αρκετό για να καλύψει τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες ενός καθεστώτος. Η κατευθυνόμενη «λατρεία» προς τον Σι, έρχεται σήμερα στην Κίνα ως αντίδοτο για τις τρομερές κοινωνικές ανισότητες, αλλά και ως μέσο για να τονωθεί μια κάποια εθνική υπερηφάνεια και αίσθηση κοινής ιστορικής αποστολής. Ο Σι δηλώνει ότι η Κίνα θα είναι έτοιμη μέσα στα επόμενα ελάχιστα χρόνια να «ανακτήσει» με στρατιωτικά μέσα την Ταϊβάν…
Το κρίσιμο υπόβαθρο είναι η κοινωνική-οικονομική κατάσταση στην αχανή χώρα. Είναι αλήθεια ότι η (καπιταλιστική) ανάπτυξη στην Κίνα οδήγησε στην τελευταία δεκαετία σε μια αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος (στα 11.890 δολάρια το 2021). Ακόμα κι έτσι όμως, η Κίνα, η δεύτερη μετά τις ΗΠΑ οικονομία στον κόσμο, είναι ως προς το κατά κεφαλήν μερίδιο στο ΑΕΠ μακριά πίσω από τις ΗΠΑ και όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ, αλλά και πίσω από πολλές άλλες «αναπτυσσόμενες» χώρες. Η εικόνα αυτή αντιστρέφεται αν κοιτάξουμε στο «πάνω μέρος» της κοινωνίας: Στην Κίνα σήμερα υπάρχουν περισσότεροι δισεκατομμυριούχοι σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και στην Κίνα έχουν έδρα περισσότερες εταιρείες μεγάλου πλούτου (όπως αποτυπώνονται στη λίστα Global Fortune) σε σύγκριση με τις ΗΠΑ (24,8% του παγκόσμιου συνόλου, έναντι του 24,2% του παγκόσμιο συνόλου). Το διεθνές φαινόμενο της «Μεγάλης Παραίτησης», της απόδρασης εργατών από τη μισθωτή εργασία, στην Κίνα παίρνει την τραγική μορφή ενός μαζικού κύματος αυτοκτονιών εργατών κατά τη μισθωτή εργασία, ενώ ο όρος «κινεζοποίηση» εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στο διεθνές εργατικό κίνημα σαν η περιγραφή μιας κατάστασης απόλυτης κατάργησης των στοιχειωδών εργατικών δικαιωμάτων.
Αυτή η κατάληξη ήταν το αποτέλεσμα μιας «μακράς πορείας», που επιταχύνθηκε απότομα μετά το Φλεβάρη του 1972, όταν ο Μάο Τσε Τουνγκ και ο Τσου Εν Λάι υποδέχονταν στο Πεκίνο την ιστορική επίσκεψη των Νίξον και Κίσινγκερ. Τις αμερικανικές σκοπιμότητες για αυτήν την ιστορική στροφή, περιέγραφε το «δόγμα» Κίσσιγκερ: Εξομάλυνση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας, με οικονομικά και τεχνολογικά ανταλλάγματα που θα διέθεταν οι ΗΠΑ, προκειμένου να αφεθεί ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός να συγκεντρωθεί απερίσπαστος, τότε, στα καθήκοντα του ανταγωνισμού με την ΕΣΣΔ. Όμως, σταδιακά, έγινε καθαρό το νόημα της «σύγκλισης» και από την πλευρά του ΚΚ Κίνας. Μετά τον θάνατο του υπέργηρου Μάο (1976), ο Τενγκ Σιάο Πινγκ δεν δίστασε να πει τα πράγματα με το όνομά τους: ο δρόμος της αυτάρκειας και της αυτοδύναμης ανάπτυξης είχε φτάσει σε αδιέξοδο και έπρεπε να εγκαταληφτεί, ενώ ο «καπιταλιστικός δρόμος» παρουσιαζόταν ως η μοναδική προοπτική ανάπτυξης που θα οδηγούσε σε έναν απροσδιόριστο «σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά». Ο τάχα σοσιαλισμός ήταν μια πορεία γοργής καπιταλιστικής ανάπτυξης με την εξαντλητική εκμετάλλευση μιας τεράστιας εργατικής τάξης, και τα «κινεζικά χαρακτηριστικά» ήταν η διατήρηση της εξουσίας και του ελέγχου στα χέρια του ΚΚ Κίνας. Το 2001, με εισήγηση των Αμερικανών, η Κίνα εντάχθηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, και ενώ τα σφυροδρέπανα εξακολουθούσαν να ανεμίζουν στα κρατικά κτίρια στο Πεκίνο, άρχιζε η τρελή πορεία της Κίνας μέσα στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Λίγο μετά την κρίση του 2007-08 και όταν ο Τραμπ ανακοίνωνε τα πρώτα μέτρα μιας στροφής προς τον «προστατευτισμό», η κινεζική ηγεσία δήλωνε έτοιμη να προστατέψει τη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση απέναντι στους δισταγμούς και τις υπαναχωρήσεις.
Στο μεταξύ η Κίνα είχε ξεπεράσει τις ΗΠΑ σε επενδύσεις στην Αφρική, είχε κατοχυρώσει μια σημαντική βάση διείσδυσης στην Λατινική Αμερική, ενώ το σχέδιο «Ένας Δρόμος – Μία Ζώνη» άνοιγε μια μεγάλη οδό επέκτασης, δια της κεντρικής Ασίας, προς την ίδια την ΕΕ.
Με μαρξιστικούς όρους, δεν υπάρχει καμιά άλλη δυνατότητα να περιγραφεί η σύγχρονη Κίνα πέρα από τον χαρακτηρισμό της σαν μια ταχέως ανερχόμενη ιμπεριαλιστική δύναμη παγκόσμιας ισχύος..
Αυτόν το δρόμο θέλει να συνεχίσει, χωρίς να αποδέχεται καμιά επιβράδυνση ή παρέκκλιση, η ηγεσία του Σι Τζιπίνγκ. Και ο υπερσυγκεντρωτισμός της εξουσίας που ανέδειξε το 20ό συνέδριο δείχνει τις προετοιμασίες μιας επιμονής σε αυτόν το δρόμο, αν χρειαστεί, ακόμα και «δια πυρός και σιδήρου».
Γιατί πίσω από την ανέφελη επικράτηση του Σι στο συνέδριο του ΚΚΚ, τα σύννεφα μιας «πολύ-κρίσης» πυκνώνουν τόσο στο εσωτερικό της Κίνας, όσο και στο διεθνή ανταγωνισμό.
Οι εσωτερικές εξελίξεις, αν και είναι κεφαλαιώδους σημασίας, υπερβαίνουν τις δυνατότητες του παρόντος άρθρου. Όμως όλοι οι σοβαροί και έντιμοι αναλυτές στο διεθνή Τύπο στρέφουν την προσοχή στην επιβράδυνση των ρυθμών της οικονομίας, στην αστάθεια του τραπεζικού συστήματος, στην απειλή της «φούσκας» των ακινήτων, στη γήρανση του τεράστιου πληθυσμού, στην κλιμάκωση της δυσαρέσκειας των λαϊκών μαζών (που εκφράστηκε με πολλούς τρόπους ενάντια στη σκληρή πολιτική Zero-Covid του Σι), στα ζητήματα καταπίεσης εθνικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων κ.ο.κ.
Αν και αυτά τα ζητήματα θα αποτελέσουν μακροπρόθεσμα, ίσως, την καθοριστική δοκιμασία του Σι, τα ζητήματα του διεθνούς ανταγωνισμού έρχονται χρονικά πρώτα στο προσκήνιο.
Διπολισμός ή πολυπολισμός;
Σήμερα δεν έχει απομείνει τίποτα όρθιο από την αμερικανική πολιτική της εποχής της επίσκεψης των Νίξον-Κίσινγκερ στο Πεκίνο. Από την εποχή του Ομπάμα, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός συγκεντρώνει προσοχή και δυνάμεις με στόχο την ανακοπή της ανοδικής πορείας της Κίνας (Πίβοτ στην Ασία).
Το AUKUS ανήγγειλε την επιστροφή του αμερικανικού ιμπεριαλισμού σε ενεργή στρατιωτική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού. Τα πυρηνικά αεροπλανοφόρα της Δύσης δεν είναι εύκολο να υποτιμώνται και να περιγράφονται ως «χάρτινες τίγρεις». Η επίσκεψη της Πελόσι στην Ταϊβάν, που το Πεκίνο χαρακτήρισε «θρασύτατη πρόκληση», έδειξε μια αυτοπεποίθηση των Αμερικανών και των συμμάχων τους για παρεμβάσεις στον χώρο-περίγυρο της Κίνας.
Μετά την Ουκρανία, η Ταϊβάν μπορεί να αποδειχθεί, σε λίγα χρόνια, το πιο επικίνδυνο σημείο στον πλανήτη.
Όμως ο οικονομικός πόλεμος έχει ήδη αρχίσει.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν αποφάσισε να επιβάλει κυρώσεις, που οδηγούν σε δραστικό περιορισμό της Κίνας στον κρίσιμο τομέα της παραγωγής ημι-αγωγών τελευταίας γενιάς (των «τσιπ» που είναι απαραίτητα στην παραγωγή υπερ-υπολογιστών, εξελιγμένων σμαρτ τηλεφώνων, αλλά και -κυρίως- όπλων, συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης, πλοήγησης, παρακολούθησης κλπ).
Ακόμα σκληρότερες κυρώσεις επιβλήθηκαν στην πρόσβαση της Κίνας σε μηχανές που είναι απαραίτητες για την παραγωγή εξελιγμένων ημιαγωγών. Η τεχνολογία σε αυτόν τον τομέα (των μηχανών που λειτουργούν με τρομερή ακρίβεια, σε αφάνταστα μικρές κλίμακες…) παραμένει πανάκριβη, υπερ-περιφρουρημένη και συγκεντρωμένη. Κατά τους Νιού Γιορκ Τάιμς, μόνο 5 εταιρείες διεθνώς, μετά από δεκαετίες έρευνας και επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, είναι ικανές για παραγωγή τέτοιων μηχανών: Μία ολλανδική, μία γιαπωνέζικη και 3 καλιφορνέζικες. Για να έχει ο αναγνώστης εικόνα του πόσο περιορισμένη είναι η παραγωγή σε αυτόν τον τομέα, η κορυφαία ολλανδική ASML κατόρθωσε μέσα στην τελευταία δεκαετία να παράξει μόνο 40 τέτοιες «μηχανές».
Το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ αποφάσισε, επίσης, να απαγορεύσει για «λόγους εθνικής ασφαλείας» την εργασία Αμερικανών πολιτών στον τομέα των ημι-αγωγών στην Κίνα, με στόχο να διακόψει το ρεύμα ροής μηχανικών, μάνατζερ κ.ο.κ. προς τις κινεζικές εταιρείες.
Ο αμερικανικός Τύπος εκτιμά αυτάρεσκα ότι αυτός ο «στραγγαλισμός» θα οδηγήσει την Κίνα να περιοριστεί σε ό,τι μπορεί να της αποφέρει το λαθρεμπόριο. Ο ισχυρισμός δεν είναι πειστικός. Οι κινεζικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας είναι ήδη αρκετά μεγάλες και εξελιγμένες και αν οι κυρώσεις μπορούν να τις καθυστερήσουν, είναι πολύ αμφίβολο το αν μπορούν να τις σταματήσουν ή να τις οδηγήσουν σε παρακμή.
Ο οικονομικός πόλεμος δεν περιορίζεται στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας. Οι ΗΠΑ, η Βρετανία, ο Καναδάς και η Αυστραλία ανακοίνωσαν μια διεθνή «συμμαχία» με στόχο τη διασφάλιση της πρόσβασης σε στρατηγικά ορυκτά. Σε αυτά τα πλαίσια ο Καναδάς απαίτησε από την Κίνα να αποχωρήσει άμεσα από 3 μεγάλες εξορυκτικές εταιρείες στο καναδικό έδαφος, που παράγουν λίθιο, κάδμιο, νικέλιο και κοβάλτιο. Το τελεσίγραφο απαιτούσε την άμεση πώληση των κινεζικών μετοχών, υπό την απειλή της κρατικοποίησης των εξορυκτικών εταιρειών! Η αντίδραση του Πεκίνου ήταν έντονη: Υπενθυμίζοντας το μέγεθος της κινεζικής επένδυσης στα ορυχεία, ζητούσε από την καναδική κυβέρνηση να επανέλθει στο έδαφος των «επιχειρηματικών κριτηρίων» και να σταματήσει τις «στοχευμένες διακρίσεις» με γεωστρατηγικά κριτήρια. Όμως η αντίδραση αυτή ήταν τελικά αναποτελεσματική, και αυτό δείχνει την αποφασιστικότητα σε κάποιες επιλογές στο δυτικό στρατόπεδο.
Έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι αυτό το στρατόπεδο, που παραμένει στην πρώτη γραμμή ισχύος, δεν είναι μονομπλοκ, δεν του λείπουν οι βαθιές ρωγμές και οι αντιφάσεις.
Μέσα στην ίδια συγκυρία, η Γερμανία ανακοίνωσε την πώληση του 25% των μετοχών του λιμανιού του Αμβούργου στην κινεζική Cosco! Πρόκειται για μια κορυφαία οικονομική-εμπορική κίνηση, γιατί το Αμβούργο είναι ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, η επίσκεψη του Σολτζ στο Πεκίνο, με τη συνοδεία εκπροσώπων κορυφαίων γερμανικών εταιρειών, έδειξε ότι η Γερμανία δεν θα διστάσει να αρπάξει την ευκαιρία της «μεγάλης αναταραχής» για να διασφαλίσει μια «θαυμάσια κατάσταση» για τις γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα. Κατά τον βρεττανικό Γκάρντιαν, η κίνηση του Σολτζ είναι παράλληλα ένα ευθύ μήνυμα προς τις ΗΠΑ, με την απαίτηση μιας νέας εμπορικής συμφωνίας που θα χαμηλώνει τους προστατευτικούς «φραγμούς» και θα διευκολύνει τις γερμανικές εξαγωγές και προς την αμερικανική αγορά.
Αυτή η αντιφατική εικόνα, που περιλαμβάνει συγκλίσεις και απειθαρχίες, που περιλαμβάνει συμμαχίες αλλά και κινήσεις αυτονομίας, χαρακτηρίζει και το απέναντι «στρατόπεδο» (και ίσως ακόμα περισσότερο από ό,τι ισχύει στην ευρεία Δύση).
Στην Ελλάδα είναι δημοφιλής μέσα στους κύκλους της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η εκτίμηση ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία οδηγεί στη δημιουργία ενός «αντι-δυτικού» μπλοκ, όπου τάχα ενοποιούνται η Ρωσία, η Κίνα, οι άλλες BRICS κλπ. Η κίνηση της Κίνας όμως αποδεικνύει ότι τα πράγματα είναι εξαιρετικά πιο περίπλοκα.
Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αποδείχθηκε εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Κίνα. Οι κινεζικές ηγεσίες έχουν διαμορφώσει τη στρατηγική τους σε αυτό το έδαφος και δεν δείχνουν πρόθεση να αναδιπλωθούν, ιδίως όταν αυτή η ανάγκη προκύπτει από πρωτοβουλίες άλλων δυνάμεων. Αντιμετώπισαν με ιδιαίτερη προσοχή τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Χωρίς να καλύπτουν το ΝΑΤΟ, αλλά και χωρίς να επικροτούν τη ρωσική κλιμάκωση, δίνουν την έμφαση στην κατεύθυνση της επιστροφής «στις δουλειές», στην αδιατάρακτη συνέχεια των δικτύων της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Αυτή η τάση ενισχύεται καθώς καταγράφεται η αδυναμία της Ρωσίας να επιβάλει μια γρήγορη και καθαρή νίκη στην Ουκρανία. Στη διάσκεψη της Σαμαρκάνδης, η Κίνα και η Ινδία υπογράμμισαν τις «ανησυχίες» για τις συνέπειες ενός παρατεταμένου πολέμου στην Ουκρανία πάνω στις δικές τους οικονομικές προοπτικές. Ο Σι αρνήθηκε να μπει στο κάδρο της φωτογραφίας των ηγετών που παραβρέθηκαν στη Σαμαρκάνδη, επικαλούμενος… μέτρα ασφάλειας κατά του Covid. Όμως η καταγραφή της αδυναμίας της Ρωσίας να επιβάλει άμεση και μονομερή στρατιωτική λύση στην άμεση γειτονιά της, έχει και μια νέα παρενέργεια: Παρουσιάζει στους άλλους μεγάλους «παίκτες» μια πιθανή λεία. Φεύγοντας από τη Σαμαρκάνδη, ο Σι δήλωσε ότι η Κίνα «είναι έτοιμη, με κάθε αναγκαίο μέσο, να εγγυηθεί την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα του Καζακστάν»!
Την επομένη του 20ού συνεδρίου, στον κινεζικό Τύπο εμφανίστηκαν (κατευθυνόμενα) δημοσιεύματα που θυμίζουν ότι η ανατολική Σιβηρία και ειδικότερα η περιοχή του Βλαδιβοστόκ, προσαρτήθηκε από την τσαρική Ρωσία μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ νωρίτερα θεωρούνταν ως «κινεζική» περιοχή. Η στοχοποίηση του Βλαδιβοστόκ δεν είναι τυχαία, ούτε δευτερεύουσα. Οι προσδοκίες για την υποχώρηση των πάγων στο Βορρά, ανοίγουν την όρεξη για τον βόρειο ναυτικό διάδρομο, που θα ενώνει την Ιαπωνία, την Κορέα και την Κίνα με την Ευρώπη, πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο φτηνά. Αυτός ο «διάδρομος» ξεκινά από τον Κόλπο του Βλαδιβοστόκ (κατά τους Κινέζους, τον «Κόλπο του Αγγουριού») και καταλήγει στο λιμάνι του Αμβούργου.
Οι σχέσεις μεταξύ Ρωσίας-Κίνας δεν εξαντλούνται στα πεδία «σύγκλισης» απέναντι στις πιέσεις της Δύσης. Περιλαμβάνουν πεδία ανταγωνισμού που μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά επικίνδυνα. Η τεράστια οικονομική υπεροχή οδηγεί την Κίνα σε μια «αφ’ υψηλού» αντιμετώπιση της Ρωσίας, που αναγνωρίζει στον Πούτιν αρμοδιότητες κυρίως περιφερειακού παράγοντα. Ο γκουρού του ρωσικού εθνικισμού, ο Αλεξάντερ Ντούγκιν, ερμηνεύει το τάιμινγκ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ως την «ιστορική στιγμή που η Ρωσία όφειλε να αποφασίσει αν έχει αυτόνομη ιστορική προοπτική ή είναι καταδικασμένη να περιθωριοποιηθεί, να γίνει αποικία είτε των ΗΠΑ είτε της Κίνας, και η απάντηση στο ερώτημα αυτό περιλάμβανε αναπόφευκτα την καταφυγή στα όπλα…».
Η αντίθεση στις ΗΠΑ, στον ευρωατλαντισμό, στη γενικότερη «Δύση», δεν αρκεί στις σύγχρονες συνθήκες για τη συγκρότηση ενιαίου μπλοκ. Οι πολλαπλές και συνδυασμένες κρίσεις, η διασπορά των ανταγωνισμών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, οι αλλαγές στο συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό των λυκοσυμμαχιών των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, η χαοτική παρέμβαση τοπικών υποϊμπεριαλισμών με βάση τα αυτόνομα συμφέροντά τους σε κρίσιμες περιοχές κ.ά. παράγοντες οδηγούν στη σταδιακή ανάδυση ενός πολυπολικού κόσμου. Όπου η «Δύση» διατηρεί μια οικονομική υπεροχή, αλλά κυρίως στρατιωτική και τεχνολογική πρωτοκαθεδρία. Όπου η Κίνα, αν συνεχιστεί η μέχρι σήμερα ανοδική πορεία της, απειλεί να αλλάξει τους συσχετισμούς (και γι’ αυτό το «αν συνεχιστεί» γίνεται σήμερα κρίσιμο). Όπου όλοι οι πόλοι του ανταγωνισμού -περιλαμβάνοντας και τους άλλους μικρότερους, αλλά όχι ασήμαντους «παίκτες», είναι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με αδίστακτη και επικίνδυνη πολιτική.
Αυτός ο κόσμος θυμίζει την κατάσταση του πλανήτη πριν το 1914, όταν ωρίμαζαν οι συνθήκες για την πρώτη παγκόσμια γενικευμένη ανθρωποσφαγή. Σε εκείνες τις συνθήκες εμφανίστηκε η αντιπολεμική-αντικαπιταλιστική-διεθνιστική Αριστερά του Τσίμερβαλντ, που προέκυψε μέσα από την κρίση της ιστορικής -μαζικής τότε, Δεύτερης Διεθνούς. Εκείνη η Αριστερά έθεσε ως πρώτη προτεραιότητά της τη διατήρηση της αυτονομίας του εργατικού κινήματος απέναντι σε όλες τις πλευρές της επερχόμενης σύγκρουσης, τη γραμμή της ανεξαρτησίας απέναντι τόσο στους «χορτάτους» όσο και τους «πεινασμένους» ιμπεριαλιστές, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Λένιν.
Μια ανάλογη γραμμή σήμερα, γίνεται το πιο επείγον και πιεστικό ιδεολογικοπολιτικό καθήκον για την παγκόσμια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική Αριστερά.