Η  ΚΕ του ΚΚΕ έδωσε στη δημοσιότητα τις Θέσεις για το 22ο συνέδριό του.

Ο «Ριζοσπάστης», παρουσιάζοντας τις Θέσεις, κάνει λόγο για: «το πρώτο βήμα, για το ξεδίπλωμα ενός μεγάλου πολιτικού ανοίγματος το επόμενο διάστημα». 

Όμως φροντίζει αμέσως να διευκρινίσει ότι εννοεί: «μια πλούσια και ουσιαστική συζήτηση με τους χιλιάδες οπαδούς και φίλους του κόμματος, με τους ανθρώπους που συμπορεύονται με το ΚΚΕ». 

Ασφαλώς η (πλούσια και ουσιαστική) συζήτηση με τα μέλη, τους οπαδούς, φίλους και συμπορευόμενους, είναι δικαίωμα και ταυτόχρονα υποχρέωση κάθε κόμματος, ειδικά μπροστά σε μια συνεδριακή διαδικασία. Όμως αυτό δεν το λες και «μεγάλο πολιτικό άνοιγμα», ειδικά σε μια συγκυρία σύνθετη και μεταβαλλόμενη όπως η σημερινή, όπως άλλωστε (σωστά) εκτιμά και το ΚΚΕ:

«μια περίοδο γρήγορων και σύνθετων εξελίξεων, όπου αυξάνονται οι απαιτήσεις για να ανταποκριθούμε σε δύσκολες συνθήκες και σε απότομες αλλαγές, κατά τις οποίες είναι πιο πιθανό -σε σχέση με άλλες περιόδους- οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, οι πολεμικές αναμετρήσεις, η καπιταλιστική οικονομική κρίση να οδηγήσουν σε μαζική ριζοσπαστικοποίηση εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, σε όξυνση της ταξικής πάλης, ακόμα και σε αποσταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας». 

Η θέση αυτή είναι σωστή. Εδράζεται σε μια σειρά από επίσης σωστές εκτιμήσεις. Για «την πραγματική κατάσταση της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας» (σελ. 7-8) που προαναγγέλει μια επόμενη μεγάλη διεθνή κρίση, για την πρωτοφανή όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών (τη σύγκρουση ανάμεσα στο «παραδοσιακό» ευρωατλαντικό μπλοκ και το αναδυόμενο ευρασιατικό με «κέντρο» την Κίνα), την κρίσιμη «στροφή» στην πολεμική οικονομία και την προετοιμασία μελλοντικών πολεμικών συγκρούσεων όπως και τους ήδη εν εξελίξει πολέμους στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, που παράγουν μεγάλες αλλαγές και τεκτονικά κρισιακά φαινόμενα σε περιφερειακό επίπεδο. 

Η ανάλυση του ΚΚΕ δεν έχει τίποτα κοινό με μια χαζοχαρούμενη «υπερ-αισιοδοξία», με αντιλήψεις που η «αισιοδοξία» τους εξαντλείται μαζί με την απαρίθμηση των προβλημάτων και των αθλιοτήτων των ταξικών αντιπάλων μας. Οι Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ σε πολλά εδάφια υπογραμμίζουν ότι η πάλη «σήμερα» γίνεται στο έδαφος αρνητικών συσχετισμών, υποστηρίζουν ως πιθανή τη «μαζική ριζοσπαστικοποίηση» μέσα στο ξεδίπλωμα των αντιφάσεων και συγκρούσεων του συστήματος, προς ένα «αύριο» που αρχίζει προειδοποιητικά να εμφανίζεται πχ στις απεργιακές συγκρούσεις στη Γαλλία που έχουν άμεση σχέση με τη στροφή των Μακρόν και σία προς την πολεμική οικονομία, ή στις μαζικές απεργίες αλληλεγγύης προς την Παλαιστίνη στην Ιταλία.

Η ΚΕ του ΚΚΕ δηλώνει ότι εκτιμά ότι αυτή η πορεία δεν θα είναι «μονόπρακτο έργο» (σελ. 38-39), δείχνοντας μια διαίσθηση ότι στο προχώρημα των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων προς την κλιμάκωση θα υπάρξουν και άλλοι «συντελεστές» του αναγκαίου έργου (και πώς άλλωστε, όταν πχ στη Γαλλία ή στην Ιταλία δεν μπορεί κανείς ούτε καν να διακρίνει δυνάμεις «ανάλογες» με το ΚΚΕ…). Είναι γνωστό ότι σε αυτήν την κρίσιμη απόσταση -ανάμεσα στο δύσκολο «σήμερα» των αρνητικών συσχετισμών και στο πιθανό εκρηκτικό «αύριο» που επωάζουν οι κρισιακές αντιφάσεις του συστήματος και οι επιθέσεις των καπιταλιστών διεθνώς…- φωλιάζουν όλα τα μεγάλα ζητήματα επαναστατικής στρατηγικής και πραγματικά αριστερής συγκεκριμένης πολιτικής.

Η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ έχει σωστά δώσει έμφαση στα ζητήματα ιστορίας του κόμματος και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Με μια εξαίρεση, μιας πολύ σημαντικής «στιγμής» της 3ης Διεθνούς, του 3ου και 4ου συνεδρίου της Κομιντέρν, όπου η Διεθνής στον καιρό του Λένιν πήρε τις αποφάσεις για το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, το Μεταβατικό Πρόγραμμα και τη μεταβατική πολιτική. Η τελευταία «μεγάλη» στρατηγική συζήτηση που μας κληροδότησε ο Λένιν αφορά ακριβώς στο ζήτημα της αναγκαίας πολιτικής μέσα σε ένα «σήμερα» αρνητικών-αμυντικών συσχετισμών, προς ένα «αύριο» μαζικής ριζοσπαστικοποίησης των εργατικών και λαϊκών αγώνων, με στόχο τη σοσιαλιστική απελευθέρωση από τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. 

Έχοντας από καιρό απωθήσει αυτήν την παράδοση το ΚΚΕ, και αρνούμενο να την «ανακαλύψει» ξανά, είναι υποχρεωμένο να βάλει στη θέση της μια εναλλακτική. Οι Θέσεις και ο «Ριζοσπάστης» αναφωνούν: «Το κεντρικό θέμα, είναι το ΚΟΜΜΑ!». Η κακή έκπληξη της ταύτισης των ζητημάτων που έχει να αντιμετωπίσει μια εργατική-λαϊκή αντεπίθεση, που εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει σε πιθανή «επαναστατική κατάσταση», με τα οργανωτικά ζητήματα ενός κόμματος (ακόμα κι αν αυτό θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο από το ΚΚΕ, ακόμα κι αν περιλάμβανε στις γραμμές του τη μεγάλη πλειοψηφία των αγωνιζομένων τμημάτων του κόσμου μας), γίνεται χειρότερη, όταν οι Θέσεις λένε τι εννοούν όταν εντοπίζουν αυτόν τον παρακάτω «κρίσιμο κρίκο»: 

«Το Κόμμα πρέπει να εναρμονιστεί πλήρως και με πιο γρήγορους και αποτελεσματικούς ρυθμούς με το επαναστατικό του Πρόγραμμα και το Καταστατικό του» (σσ: !!). 

Δεν πρόκειται για έναν «συνήθη» καθοδηγητικό βερμπαλισμό, που ενόψει συνεδρίου δίνει έμφαση στην έκκληση για οργανωτική τακτοποίηση. Αυτό που λέει η ΚΕ του ΚΚΕ το εννοεί. Οι Θέσεις παρουσιάζονται σε έναν τόμο 131 σελίδων. Εξ αυτών, η διεθνής συγκυρία, η ντόπια πολιτική κατάσταση, τα προβλήματα του κινήματος, του πολέμου, της Παλαιστίνης κ.ο.κ. αντιμετωπίζονται στις 37. Στις υπόλοιπες 94 ακολουθούν λεπτομερείς οδηγίες για τις σχέσεις ανάμεσα στην καθοδήγηση, τα ενδιάμεσα όργανα, τις οργανώσεις βάσης, το ρόλο των στελεχών κ.ο.κ. Σε μια σπάνια «φροντιστηριακή» απόκλιση, οι οδηγίες που σχετίζονται με την (αναγκαία) εσωκομματική «επιμόρφωση» είναι στο σύνολό τους (σεμινάρια, μαθήματα, βιβλία, μετρήσεις, επαναλήψεις κλπ) υπερπολλαπλάσιες των αναφορών, οδηγιών κλπ που σχετίζονται με την απεργιακή δράση, το κίνημα της νεολαίας κ.ο.κ. Η επιλογή «το κεντρικό θέμα είναι το ΚΟΜΜΑ», είναι επιλογή αυτόκεντρη και εσώστρεφη. Δεν προετοιμάζεται (και δεν προετοιμάζει) για ένα «αύριο» εφικτής θυελλώδους κλιμάκωσης των αγώνων (όπως ισχυρίζεται η ΚΕ) αλλά λογοδοτεί σε ένα «σήμερα» αργής, ολιγαρκούς, ελεγχόμενης ανάπτυξης των κομματικών δυνάμεων «με βήμα σαλιγκαριού». 

Πρόκειται για μια απάντηση πολύ κάτω από τις ανάγκες της συγκυρίας και πολύ πίσω από τις υποχρεώσεις που (θα έπρεπε να) δημιουργούν οι πολιτικές εκτιμήσεις του ΚΚΕ σχετικά με την παγκόσμια και εσωτερική κατάσταση, όπως και για τις πιθανές δυναμικές των εργατικών-λαϊκών αναγκών που αναπτύσσονται. 

Δυστυχώς, αυτή η καθυστέρηση αναπαράγεται και στο επίπεδο των συγκεκριμένων πολιτικών θέσεων. 

Συζητώντας τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις (σελ. 30-34), το ΚΚΕ εντοπίζει το «κενό» που δημιουργεί η εργατική και λαϊκή οργή απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, την πτώση της εκλογικής επιρροής της ΝΔ, και την προοπτική μιας κρίσης κυβερνησιμότητας του ελληνικού καπιταλισμού, αν οι σημερινές δημοσκοπήσεις επιβεβαιωθούν στις κάλπες. Όμως, αντί να συγκεντρώσει την προσοχή του στα προβλήματα αριστερής και αποτελεσματικής πολιτικής για να γίνει αυτή η λαϊκή οργή μια σαφής εργατική νίκη, περιορίζεται στις «εύκολες» κριτικές προς όλους τους άλλους: «Παραμένει το ενδεχόμενο διαμόρφωσης ενός μαζικού ρεφορμιστικού ρεύματος στο άμεσο χρονικό διάστημα» (γιατί άραγε, αφού υπάρχει το ισχυρό, «παντός καιρού» ΚΚΕ;). Εντύπωση προκαλεί η ένταση των αναφορών απέναντι στον πράγματι θολό «αντισυστημισμό»: «πίσω από τα συνθήματα για “δικαιοσύνη” κρύφτηκαν και κρύβονται μεγάλα επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα, που θέλουν να αξιοποιήσουν διάφορους «διαθέσιμους», οι οποίοι μιλάνε εξ ονόματος των νεκρών και των συγγενών τους» (σελ. 33). Την ίδια στιγμή, οι εκτιμήσεις της ΚΕ είναι μάλλον «γενναιόδωρες» προς τον Μητσοτάκη: «η κυβέρνηση φανερώνει συνοχή (σσ: !!), παρ’ όλες τις τάσεις και τις κινήσεις αμφισβήτησης της ηγεσίας που εκδηλώνονται στο εσωτερικό της». Η κατακλείδα του σχετικού (πολύ αδύναμου) κεφαλαίου των Θέσεων είναι ο ισχυρισμός ότι: «το ΚΚΕ αναδεικνύει ότι πραγματικός αντισυστημισμός είναι η αμφισβήτηση και η αντιπαράθεση με το καπιταλιστικό σύστημα, το αστικό κράτος, το αστικό πολιτικό σύστημα στο σύνολό του». Πράγματι έτσι είναι ο πραγματικός αντισυστημισμός. Με την προϋπόθεση να επιδιώκει και να κατορθώνει να γίνεται «γραμμή μαζών», να φτάνει σε μεγάλες εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις ή να κολυμπά άνετα μέσα σε αυτές όταν ξεσπούν αυθόρμητα. Αλλιώς δημιουργείται ο κίνδυνος να παραμένει το ΚΚΕ σε ποσοστά επιρροής κατά πολύ μικρότερα ακόμα και από κόμματα που χαρακτηρίζει ως «μονοπρόσωπα» (χωρίς την παραμικρή ερμηνεία ή απόπειρα ερμηνείας αυτής της πραγματικότητας από τη μεριά των Θέσεων). 

Είναι γεγονός ότι το ΚΚΕ δεν αισθάνεται άνετα με το κίνημα καταγγελίας των κυβερνητικών ευθυνών για το έγκλημα στα Τέμπη. Σωστά υπογραμμίζει ότι τα αιτήματα για «δικαιοσύνη» δεν αρκούν. Όμως ποια πολιτική δύναμη μέσα στο εργατικό κίνημα αντιστάθηκε με νύχια και με δόντια στο να γίνει το αναγκαίο κρίσιμο βήμα της ανατροπής της ιδιωτικοποίησης του ΟΣΕ μετά το έγκλημα στα Τέμπη; Διαβάζοντας τις Θέσεις με προσοχή, διαπιστώσαμε ότι στο καυτό ζήτημα της στέγης, το ΚΚΕ ζητά (σωστά!) να επανασυσταθεί ο δημόσιος ΟΕΚ. Ποια δύναμη ή ποιες σχέσεις οδήγησαν το ΚΚΕ στο να επιτίθεται με δριμύτητα στο αίτημα για επανακρατικοποίηση του ΟΣΕ, με δημόσιο, δημοκρατικό, εργατικό έλεγχο; 

Το εδάφιο των Θέσεων που αφορά στην «πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων» είναι όχι μόνο πίσω από τις ανάγκες, αλλά και σε άμεση σύγκρουση με ολόκληρα τμήματα των γενικών εκτιμήσεων του ΚΚΕ για την ανταγωνιστική τάση όλων των κυρίαρχων τάξεων. Την ώρα που το ελληνικό κράτος πουλάει θαλάσσια «οικόπεδα» στη Shell και στη Chevron, που προσπαθεί να μετατρέψει τα διεθνή ύδατα του Αιγαίου σε «πάρκα» ελληνικής κυριαρχίας, που με την επιχείρηση «καλώδιο» επιχειρεί να επιβάλει την ελληνοϊσραηλινή κυριαρχία στο κρίσιμο «τόξο» της Ανατολικής Μεσογείου, το ΚΚΕ περιορίζεται στην χιλιοτραγουδισμένη καταγγελία της «τουρκικής επιθετικότητας». Και καλεί τον λαό: «να επαγρυπνεί, γιατί έτσι κι αλλιώς στο παζάρι των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων περιλαμβάνονται ζητήματα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων». Σε αυτό το εδάφιο όλοι οι λεονταρισμοί περί βαθιού, αυθεντικού «αντισυστημισμού» έχουν κυριολεκτικά πάει περίπατο. Δεμένη με αυτήν την αντίληψη (που θεωρεί ότι η ελληνική κυρίαρχη τάξη «αμύνεται» στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο) είναι και η θέση του ΚΚΕ απέναντι στους ελιγμούς του Μητσοτάκη. Παρόλο που το ΚΚΕ εκτιμά γενικά σωστά τη στροφή προς την «πολεμική οικονομία» όσο μιλά για το διεθνές πεδίο, όταν φτάνει στα θηριώδη εξοπλιστικά προγράμματα της ελληνικής κυβέρνησης, κάνει λόγο για «όπλα που δεν έχουν σχέση με την άμυνα της χώρας». Αλήθεια, ποια οπλικά συστήματα θεωρεί το ΚΚΕ «κατάλληλα για την άμυνα της χώρας» και από ποιες «πηγές» θα συνιστούσε στην κυβέρνηση να τα προμηθευτεί;

Οι Θέσεις δηλώνουν μια ικανοποίηση της ΚΕ σε σχέση με τον απολογισμό των κινητοποιήσεων σε αλληλεγγύη προς την Παλαιστίνη. Αυτή η «αίσθηση» δεν είναι δικαιολογημένη, τόσο για δεν μπορούμε και δεν πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι απ’ όσα κάναμε σε σύγκριση με την τραγικότητα της κατάστασης στην Παλαιστίνη (ούτε σε σύγκριση πχ με το κίνημα στην Ιταλία…), όσο και γιατί σημαντικό τμήμα των δράσεων για την Παλαιστίνη οργανώθηκε από δυνάμεις πέραν του ΚΚΕ. Σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα οι ειλικρινείς απολογισμοί των δράσεων θα επέβαλλαν μια αυτοκριτική στάση της ΚΕ του ΚΚΕ. 

Μιλώντας για τη συνολική πορεία του εργατικού κινήματος, οι Θέσεις (και συχνά ο Δ. Κουτσούμπας σε δηλώσεις του) κάνουν λόγο για την ανάγκη μιας ενοποίησης, τόσο των αγώνων όσο και των αιτημάτων τους, σε πανελλαδικό επίπεδο. Αυτή η ανάγκη είναι αυθεντική: η συγκρότηση ενός «προγράμματος» κοινών ενιαίων άμεσων στόχων της εργατικής αντίστασης, θα είχε ιδιαίτερα θετική επίδραση στην ενοποίηση και στην κλιμάκωση των απεργιακών αγώνων. Θα είχε επίσης θετικές πολιτικές συνέπειες: θα έδινε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στο κύμα της οργής κατά του Μητσοτάκη, αλλά και ένα μέτρο σύγκρισης για κάθε μια από τις «αντιπολιτευτικές» πολιτικές δυνάμεις. 

Ποιος όμως έχει την κύρια ευθύνη για το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία παραμένει στάσιμη; Το ΚΚΕ επιμένει στην εκτίμηση ότι αυτή η διεργασία μπορεί να «ολοκληρωθεί» μέσα από τις γραμμές του ΠΑΜΕ, παρόλο που η πολυετής εμπειρία δείχνει το αντίθετο. Κάποια μικρά και διστακτικά βήματα «ανοίγματος» σε αυτό το κρίσιμο πεδίο, με τις διερευνητικές «συσκέψεις» ευρύτερων δυνάμεων του μαχητικού συνδικαλισμού, διακόπηκαν απότομα πριν καν βγουν συμπεράσματα για το αν μπορούσαν να έχουν θετικά και προωθητικά για το κίνημα αποτελέσματα. 

Τέλος, αλλά όχι έσχατο, σήμερα είναι γνωστό ότι το τραμπικό πολιτικό ρεύμα και η ακροδεξιά στην Ευρώπη οργανώνουν μια βίαιη επίθεση στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των τρανς κ.ο.κ., απαιτώντας μια μαζική στροφή προς τις «αξίες» της θρησκείας, της οικογένειας, της λευκής αρρενωπότητας. Είναι κυριολεκτικά σοκαριστική η βιαιότητα των Θέσεων σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα: «(υπάρχει καθυστέρηση) στην όξυνση του ιδεολογικού μας μετώπου ενάντια στον “δικαιωματισμό”… (χρειάζεται) ιδεολογική-πολιτική αντεπίθεση για την υπεράσπιση της αντικειμενικής πραγματικότητας (σσ: !), της ουσίας του ανθρώπου (σσ: !!), του κοινωνικού χαρακτήρα της μητρότητας, του ρόλου των γονιών κλπ, ζητήματα που άνοιξαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα με αφορμή τα ζητήματα φύλου…», «χρειάζεται πιο έγκαιρα να αναπτυχθεί η πολεμική (σσ: !!!) στη λεγόμενη “συμπεριληπτικότητα”». Δεν αφήνεται έτσι κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το ότι το ΚΚΕ βάζει στο στόχαστρο αυτά που θεωρεί «σύγχρονα ρεύματα υποκειμενικού ιδεαλισμού», θεωρώντας ότι καθοδηγούνται από «παλιές και νέες αστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις». Πρόκειται για μια στροφή προς τον κοινωνικό συντηρητισμό και τις (αστικές) πολιτικές του καθωσπρεπισμού. Οι χώροι που η ίδια η ΚΕ σημειώνει ότι υπήρξαν «δυσκολίες» στο ξεδίπλωμα αυτής της γραμμής («κυρίως στις Μαθητικές και Φοιτητικές ΟΒ…») στέλνουν στην ηγεσία του ΚΚΕ προειδοποιητικό μήνυμα. Με αυτές τις αντιλήψεις, το ΚΚΕ θα μείνει έξω από τις αντιστάσεις σε ένα κρίσιμο κοινωνικό μέτωπο. Οι ίδιες οι Θέσεις δίνουν, αθέλητα, ένα καλό παράδειγμα: μπροστά στο «τραγικό φαινόμενο» των γυναικοκτονιών, οργανώθηκε, λέει, σύσκεψη γυναικείων στελεχών και στη συνέχεια διανεμήθηκε το σχετικό Δελτίο. Σοβαρά τώρα; Απέναντι στη διαπίστωση των δεκάδων γυναικοκτονιών ετησίως, οργανώθηκε σύσκεψη και διανεμήθηκε Δελτίο; 

Δυστυχώς (και υπογραμμίζουμε το δυστυχώς…) οι Θέσεις της ΚΕ προσανατολίζουν το ΚΚΕ προς μια παρατεταμένη «στασιμότητα» της τακτικής του και της εμβέλειας της επιρροής του, στα σημερινά περιορισμένα όρια. Κάτι που είναι αρνητικό, τόσο σε σύγκριση με τις ανάγκες του κόσμου μας στην παρούσα κρίσιμη πολιτική περίοδο, όσο και σε σύγκρουση με τα καθήκοντα που θα έπρεπε να προκύπτουν από κάποιες κομβικές εκτιμήσεις του ΚΚΕ σχετικά με τις προοπτικές της διεθνούς κι εσωτερικής πολιτικής συγκυρίας.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες