Στις 5 Μαρτίου του 1953 ανακοινώθηκε ο θάνατος του Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Ντζουγκασβίλι, αλλιώς Στάλιν, του Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ και ηγέτη της ΕΣΣΔ.

70 χρό­νια από τον θά­να­το του Στά­λιν

Στις 5 Μαρ­τί­ου του 1953 ανα­κοι­νώ­θη­κε ο θά­να­τος του Ιωσήφ Βη­σα­ριό­νο­βιτς Ντζου­γκα­σβί­λι, αλ­λιώς Στά­λιν, του Γραμ­μα­τέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ και ηγέτη της ΕΣΣΔ.

Ο Στά­λιν πέ­θα­νε στην ντά­τσα του στο Κούν­τσε­βο, όπου συ­νή­θι­ζε να απο­σύ­ρε­ται μετά τις ερ­γα­σί­ες του στο Κρεμ­λί­νο, μάλ­λον χτυ­πη­μέ­νος από ένα εγκε­φα­λι­κό και χωρίς ια­τρι­κή βο­ή­θεια. Η πα­ρά­νοια για τα «ζη­τή­μα­τα ασφα­λεί­ας» των κο­ρυ­φαί­ων στε­λε­χών της κρα­τι­κής και κομ­μα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας, άπλω­σε σκο­τά­δι σχε­τι­κά με τις συν­θή­κες του θα­νά­του του Στά­λιν.

Ο κομ­μα­τι­κός/κρα­τι­κός Τύπος και το ρα­διό­φω­νο πε­ριο­ρί­στη­καν στην ανα­κοί­νω­ση ότι ο «Vojd» («Τι­μο­νιέ­ρης») του κόμ­μα­τος και του κρά­τους έπαψε να ζει, και συ­νέ­χι­σαν με τους ύμνους για τη ζωή και το έργο του. Ο κό­σμος στη Μόσχα θρή­νη­σε τον Αρ­χη­γό –άλλοι ει­λι­κρι­νά και με αγω­νία για το μέλ­λον, άλλοι από σύ­νε­ση μπρο­στά στις πι­θα­νές συ­νέ­πειες που θα είχε η όποια εκ­δή­λω­ση έλ­λει­ψης σε­βα­σμού. Τα ΚΚ σε όλο τον κόσμο συ­ντο­νί­στη­καν με τον θρήνο και την άμιλ­λα για την πιο προ­ω­θη­μέ­νη αγιο­γρα­φία του Στά­λιν. Τα πρω­το­σέ­λι­δα των κομ­μα­τι­κών κομ­μου­νι­στι­κών εφη­με­ρί­δων της επο­χής έγι­ναν αρ­γό­τε­ρα συλ­λε­κτι­κά, καθώς μετά τις εξε­λί­ξεις που ακο­λού­θη­σαν τον θά­να­το του Στά­λιν, οι κομ­μα­τι­κές ηγε­σί­ες προ­σπα­θού­σαν πλέον να τα θά­ψουν στα πιο βαθιά συρ­τά­ρια. Ο Το­λιά­τι, ο «Έρ­κο­λι» της στα­λι­νι­κής επο­χής και με­τέ­πει­τα ο «Νέ­στο­ρας» του ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού, απέ­συ­ρε την ΚΟ του ΚΚ Ιτα­λί­ας από τη Βουλή, δη­λώ­νο­ντας ότι προς το παρόν τα μέλη του κόμ­μα­τος δεν ήταν ικανά για όποια άλλη ερ­γα­σία πέρα από τον θρήνο για τον Στά­λιν. Η ηγε­σία του ΚΚ Γαλ­λί­ας ζή­τη­σε την κή­ρυ­ξη τρι­ή­με­ρου εθνι­κού πέν­θους στη χώρα, και η κυ­βέρ­νη­ση της «σου­βε­ρε­νι­στι­κής» Δε­ξιάς του Ντε Γκωλ δέ­χθη­κε ευ­χα­ρί­στως το αί­τη­μα.

Ήταν σε όλους φα­νε­ρό ότι η «στιγ­μή» ήταν από εκεί­νες όπου η ιστο­ρία γυ­ρί­ζει σε­λί­δα.

Αυτά που γνω­ρί­ζου­με για τις συν­θή­κες του θα­νά­του του Στά­λιν προ­κύ­πτουν από τις «ανα­μνή­σεις» του δια­δό­χου του Στά­λιν, Νι­κί­τα Χρου­τσόφ (δη­μο­σιεύ­τη­καν στη Μόσχα το 1970), από τις αφη­γή­σεις της κόρης του Στά­λιν, Σβε­τλά­να Αλη­λού­γε­βα, και από τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα του επι­κε­φα­λής της φρου­ράς του Κούν­τσε­βο, Αλε­ξά­ντρ Ρού­μπιν (δη­μο­σιεύ­τη­καν στη Μόσχα το 1988). Αυτές οι ανα­μνή­σεις έχουν δια­φο­ρές, αλλά συ­μπί­πτουν σε ένα βα­σι­κό αφή­γη­μα: Η τε­λευ­ταία φορά που κά­ποιος είδε ζω­ντα­νό τον Στά­λιν ήταν η νύχτα της 28ης Φε­βρουα­ρί­ου του 1953, που ο Στά­λιν πέ­ρα­σε σε ένα φα­γο­πό­τι μαζί με τους Μπέ­ρια, Μα­λέν­κοφ, Χρου­τσόφ, Μπουλ­γκά­νιν μέχρι το ξη­μέ­ρω­μα. Στις 6 το πρωί, ο Στά­λιν απο­σύρ­θη­κε στο δια­μέ­ρι­σμά του και οι υπό­λοι­ποι απο­χώ­ρη­σαν προς τα σπί­τια τους. Αργά το από­γευ­μα της επο­μέ­νης, η φρου­ρά ανη­σύ­χη­σε από την σιωπή στο υπνο­δω­μά­τιο, αλλά δεν τολ­μού­σε να μπει σε αυτό, χωρίς την άδεια ή το κά­λε­σμα του Στά­λιν. Ο Ρού­μπιν επι­κοι­νώ­νη­σε με τον Μπέ­ρια –τον  πα­νί­σχυ­ρο επι­κε­φα­λής των κα­τα­σταλ­τι­κών μη­χα­νι­σμών του κρά­τους– και αυτός έδωσε εντο­λή να μην ενο­χλη­θεί ο Στά­λιν (εντο­λή για την οποία αρ­γό­τε­ρα κα­τη­γο­ρή­θη­κε, ως μια «από­δει­ξη» ότι ο Μπέ­ρια είχε συμ­φέ­ρον από ένα πρό­ω­ρο θά­να­το του Στά­λιν). Μετά από μια δε­κά­ω­ρη πα­ρά­τα­ση της σιω­πής, η φρου­ρά επι­κοι­νώ­νη­σε με όλους τους συν­δαι­τη­μό­νες της 28/2, που κα­τέ­φτα­σαν στο Κούν­τσε­βο. Με επι­μο­νή των Χρου­τσόφ-Μα­λέν­κοφ δό­θη­κε εντο­λή σε μια γη­ραιά οι­κο­νό­μο να μπει μόνη στο υπνο­δω­μά­τιο, όπου βρήκε τον Στά­λιν αναί­σθη­το στο πά­τω­μα, αλλά ακόμα ζω­ντα­νό. Οι Χρου­τσόφ-Μα­λέν­κοφ επι­κοι­νώ­νη­σαν με τους για­τρούς του Στά­λιν (που κρα­τού­νταν στη φυ­λα­κή, αντι­μέ­τω­ποι με βα­ριές κα­τη­γο­ρί­ες, βλ. πα­ρα­κά­τω) και –μέσω του ια­τρι­κού ιστο­ρι­κού που αυτοί διέ­θε­ταν– προ­έ­κυ­ψε η εκτί­μη­ση ότι ο «Τι­μο­νιέ­ρης» είχε υπο­στεί εγκε­φα­λι­κό. Η ια­τρι­κή βο­ή­θεια του δό­θη­κε με με­γά­λη κα­θυ­στέ­ρη­ση, και λίγες ημέ­ρες μετά ανα­κοι­νώ­θη­κε ο θά­να­τός του.

Αυτός ο τρό­πος απο­χώ­ρη­σης του Στά­λιν από τη ζωή και από την πο­λι­τι­κή σκηνή, είναι ται­ρια­στός με τον τρόπο που ο ίδιος κυ­βέρ­νη­σε μετά τον θά­να­το του Λένιν, την υπο­χώ­ρη­ση του επα­να­στα­τι­κού κι­νή­μα­τος του 1917-22 και τη νίκη της γρα­φειο­κρα­τί­ας στην ΕΣΣΔ, νίκη που είχε πλέον εμπε­δω­θεί από το 1928.

Πα­ρά­νοια

Ο Τρό­τσκι –πριν από τη δο­λο­φο­νία του από τον στα­λι­νι­κό πρά­κτο­ρα Ραμόν Μερ­κα­ντέρ στο Με­ξι­κό, το 1940– είχε δια­τυ­πώ­σει την εκτί­μη­ση ότι το γρα­φειο­κρα­τι­κό κα­θε­στώς του Στά­λιν δεν θα επι­βί­ω­νε από τις δο­κι­μα­σί­ες του Δεύ­τε­ρου Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου και ότι το ανα­πό­φευ­κτο νέο κύμα των ερ­γα­τι­κών επα­να­στά­σε­ων στην Ευ­ρώ­πη θα επα­νέ­φε­ρε τη Ρωσία στις ράγες που είχε στρώ­σει η σο­σια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση του 1917.

Η ιστο­ρία πήρε δια­φο­ρε­τι­κό μο­νο­πά­τι. Με τε­ρά­στιες απώ­λειες και τρο­με­ρές θυ­σί­ες των λαών της ΕΣΣΔ, το κα­θε­στώς του Στά­λιν βρέ­θη­κε μέσα στους νι­κη­τές του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου. Η γραμ­μή της «ει­ρη­νι­κής συ­νύ­παρ­ξης» (που επι­βλή­θη­κε στα ΚΚ διε­θνώς  από το 1945 και όχι  από το 1956, όπως μας λέει σή­με­ρα το ΚΚΕ), οδή­γη­σε τους κομ­μου­νι­στές στην Ευ­ρώ­πη μέσα στις κυ­βερ­νή­σεις «εθνι­κής ανοι­κο­δό­μη­σης» και απο­μά­κρυ­νε τον εφιάλ­τη των αγ­γλο­α­με­ρι­κα­νών, που δεν ήταν άλλος από την επα­νά­λη­ψη του 1917, αυτή τη φορά στη Γαλ­λία και στην Ιτα­λία. Το αντάλ­λαγ­μα ήταν η ανα­γνώ­ρι­ση από τους δυ­τι­κούς των «κερ­δών» της προ­έ­λα­σης του Κόκ­κι­νου Στρα­τού, ανα­γνώ­ρι­ση που είχε προ­α­ναγ­γελ­θεί στις συμ­φω­νί­ες μοι­ρα­σιάς του κό­σμου στην Τε­χε­ρά­νη και στη Γιάλ­τα. Στο τέλος του ΒΠΠ, το στα­λι­νι­κό κα­θε­στώς στην ΕΣΣΔ πα­ρέ­μει­νε όχι απλώς στα­θε­ρο­ποι­η­μέ­νο αλλά και απο­λάμ­βα­νε την επέ­κτα­σή του σε με­γά­λο μέρος της Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης.

Ο Στά­λιν, στις πα­ρα­μο­νές του θα­νά­του, ζούσε στον κο­λο­φώ­να της δύ­να­μης και της δόξας του.

Όμως, όπως γρά­φουν στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά τους ακόμα και οι στε­νό­τε­ροι συ­νερ­γά­τες του, σε αυτές τις συν­θή­κες ο Στά­λιν ετοί­μα­ζε μια επι­στρο­φή στην «πο­λι­τι­κή του τρό­μου», όπως την έζησε η ΕΣΣΔ στη φο­βε­ρή δε­κα­ε­τία του 1930.

Από το 1950, εξα­πο­λύ­θη­κε μια αντι­ση­μι­τι­κή εκ­στρα­τεία που οδή­γη­σε στο γκού­λαγκ δε­κά­δες χι­λιά­δες αν­θρώ­πους εβραϊ­κής κα­τα­γω­γής, με την κα­τη­γο­ρία του «κο­σμο­πο­λι­τι­σμού». Η κοι­νω­νι­κή θέση δεν πα­ρεί­χε άμυνα. Η σύ­ζυ­γος του Μο­λό­τοφ κα­τα­δι­κά­στη­κε σε 5ετή εγκλει­σμό σε στρα­τό­πε­δο, ως ύπο­πτη για συ­νερ­γα­σία με τον «εβραϊ­κό εθνι­κι­σμό». Στην κο­ρυ­φή της πυ­ρα­μί­δας αυτών των διώ­ξε­ων ήταν η διά­λυ­ση της Αντι­φα­σι­στι­κής Εβραϊ­κής Επι­τρο­πής (που είχε φτια­χτεί στη Ρωσία κατά τον πό­λε­μο), η κα­τα­δί­κη 125 μα­χη­τών της σε βα­ριές ποι­νές, εκ των οποί­ων 25 σε θά­να­το.

Το 1952, στο 19ο Συ­νέ­δριο του ΚΚΣΕ, ο Στά­λιν κα­τη­γό­ρη­σε δη­μό­σια τους Μι­κο­γιάν και Μο­λό­τοφ (τους πι­στό­τε­ρους των πι­στών οπα­δών του) για «δεξιά από­κλι­ση» και «τά­σεις υπο­τα­γής» στους Αμε­ρι­κα­νούς. Όπως έγρα­ψε αρ­γό­τε­ρα ο Μι­κο­γιάν: «Ο κα­θέ­νας μας τότε μπο­ρού­σε ανά πάσα στιγ­μή να βρε­θεί ύπο­πτος ως πρά­κτο­ρας αυτής ή της άλλης ιμπε­ρια­λι­στι­κής δύ­να­μης, στο έλεος της άπλη­στης φα­ντα­σί­ας του Στά­λιν». Στο τέλος αυτού του χρό­νου, ο Στά­λιν δεν δί­στα­σε να δια­λύ­σει, επι­σή­μως, το ΠΓ της ΚΕ που είχε προ­κύ­ψει από το συ­νέ­δριο.

Την ίδια εποχή ξέ­σπα­σε το σκάν­δα­λο των «δη­λη­τη­ρια­στών με τις λευ­κές μπλού­ζες». Αφο­ρού­σε την αιφ­νί­δια σύλ­λη­ψη πολ­λών κο­ρυ­φαί­ων για­τρών, που είχαν την ευ­θύ­νη της πε­ρί­θαλ­ψης πολ­λών με­γα­λο­στε­λε­χών του κόμ­μα­τος κα του κρά­τους, και με­τα­ξύ τους των για­τρών του Στά­λιν που κα­τη­γο­ρή­θη­καν ότι σχε­δί­α­ζαν να δη­λη­τη­ριά­σουν τον Αρ­χη­γό.

Το εν­δια­φέ­ρον στην υπό­θε­ση ήταν ότι αυτές οι κα­τη­γο­ρί­ες ήταν ο πρό­λο­γος για να κα­τη­γο­ρη­θούν για «ανι­κα­νό­τη­τα» τα ηγε­τι­κά στε­λέ­χη των μη­χα­νι­σμών κα­τα­στο­λής. Ο Μπέ­ρια γνώ­ρι­ζε τα «ση­μά­δια» και σωστά εκτι­μού­σε ότι έρ­χε­ται η ώρα να αντι­με­τω­πί­σει το λε­πί­δι που ο ίδιος υπη­ρέ­τη­σε. Ο Χρου­τσόφ και η κόρη του Στά­λιν υπο­γραμ­μί­ζουν ότι ο Μπέ­ρια με κόπο έκρυ­βε την άγρια χαρά του για τον θά­να­το του Στά­λιν. Όπως αρ­γό­τε­ρα απο­δεί­χθη­κε, ο Μπέ­ρια μάλ­λον βιά­στη­κε να γιορ­τά­σει τη σω­τη­ρία του.

Σε όλη την έκτα­ση της ΕΣΣΔ οξύ­νο­νταν τα μέτρα βί­αι­ης ρω­σο­ποί­η­σης των μειο­νο­τή­των. Όμως το πιο εκρη­κτι­κό πρό­βλη­μα ήταν η προ­α­ναγ­γε­λία μιας ακόμα βί­αι­ης επί­θε­σης ενά­ντια στους αγρό­τες, που το βι­βλίο του Στά­λιν «Τα οι­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα του Σο­σια­λι­σμού στην ΕΣΣΔ» όριζε ως απο­κλει­στι­κά υπεύ­θυ­νους για την κρίση στην αγρο­τι­κή πα­ρα­γω­γή, ξυ­πνώ­ντας τους χει­ρό­τε­ρους εφιάλ­τες του ’30.

Βαριά σύν­νε­φα είχαν συσ­σω­ρευ­τεί και στις διε­θνείς σχέ­σεις με τα ΚΚ, ει­δι­κά εκεί όπου αυτά βρί­σκο­νταν στην εξου­σία. Στην Ουγ­γα­ρία, στην Πο­λω­νία και στην Τσε­χο­σλο­βα­κία, οι ηγε­τι­κές ομά­δες που είχαν αυ­τό­νο­μες και ιστο­ρι­κές ρίζες στο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα των χωρών τους, στα­δια­κά εκ­κα­θα­ρί­στη­καν και αντι­κα­τα­στά­θη­καν από έμπι­στους υπαλ­λή­λους της Μό­σχας. Το αντί­τι­μο έμελ­λε να πλη­ρω­θεί, με βαρύ «τόκο», σε ελά­χι­στα χρό­νια σε αυτές τις χώρες όπου ο αντι­ρω­σι­σμός πήρε βαθιά και μό­νι­μα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Οι Γιου­γκο­σλά­βοι κομ­μου­νι­στές κα­τέ­λα­βαν την εξου­σία πα­ρα­βιά­ζο­ντας κα­τα­φα­νώς τη συμ­φω­νία της Γιάλ­τας και την επί­ση­μη ρω­σι­κή γραμ­μή του συμ­βι­βα­σμού στην «εθνι­κή ενό­τη­τα». Αυτό δεν τους συγ­χω­ρή­θη­κε ποτέ. Ο Τίτο ανα­γνώ­ρι­σε τον κίν­δυ­νο που αντι­με­τώ­πι­ζε και αντι­γύ­ρι­σε τα χτυ­πή­μα­τα, κα­το­χυ­ρώ­νο­ντας την ανε­ξαρ­τη­σία του. Οι Κι­νέ­ζοι κομ­μου­νι­στές έφτα­σαν στην εξου­σία μέσα από μια μακρά πο­ρεία, όπου ανα­γκά­στη­καν συχνά να πα­ρα­βλέ­ψουν ή να πα­ρα­βιά­σουν τις οδη­γί­ες της στα­λι­νι­κής δι­πλω­μα­τί­ας και της στα­λι­νο­ποι­η­μέ­νης Διε­θνούς. Αντι­με­τω­πί­ζο­νταν ως πα­ρί­ες και δύ­σκο­λα έκρυ­βαν την έντα­ση στις σχέ­σεις τους με τη Μόσχα. Αξιο­ποί­η­σαν τις συν­θή­κες αστά­θειας μετά τον θά­να­το του Στά­λιν για να πε­τύ­χουν τη «διαρ­κή ανα­κω­χή» στον πό­λε­μο της Κο­ρέ­ας το 1953, μια διέ­ξο­δο που επι­δί­ω­καν σε αντί­θε­ση με τις ρω­σι­κές επι­τα­γές. Μετά το 20ό συ­νέ­δριο, με μια πι­ρου­έ­τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της πο­λι­τι­κής του Μάο, αξιο­ποί­η­σαν τη «ρήξη της συ­νέ­χειας» από τη μεριά των Σο­βιε­τι­κών για να επι­ση­μο­ποι­ή­σουν τη ρήξη τους με τη Μόσχα.

Πίσω από τη βι­τρί­να της «νίκης», της επέ­κτα­σης και της ανά­πτυ­ξης του κα­θε­στώ­τος, το 1953 οι πραγ­μα­τι­κό­τη­τες του κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού (γιατί αυτό ήταν η Ρωσία από τα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του 1920 και μετά) πα­ρέ­με­ναν ζο­φε­ρές. Οι αντι­θέ­σεις ανά­με­σα στις πό­λεις και την αγρο­τι­κή ύπαι­θρο, τα διλ­λή­μα­τα με­τα­ξύ της έμ­φα­σης στη βαριά βιο­μη­χα­νία που στη­ρί­ζο­νταν στην εντα­τι­κή ερ­γα­σία και την κα­θυ­στέ­ρη­ση στην «ελα­φρά» βιο­μη­χα­νία πα­ρα­γω­γής κα­τα­να­λω­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων, η εν­σω­μά­τω­ση των εθνο­τή­των, η εν­σω­μά­τω­ση της δια­νό­η­σης προ­κει­μέ­νου να ενι­σχυ­θεί η τε­χνο­λο­γι­κή ανά­πτυ­ξη, η ορ­γά­νω­ση μιας στοι­χειώ­δους ομα­λό­τη­τας στην πο­λι­τι­κή ζωή κ.ά. ήταν πα­ρά­γο­ντες που από (από τότε!) πί­ε­ζαν το σύ­στη­μα για «με­ταρ­ρυθ­μί­σεις» από τα μέσα και από τα πάνω.

Αυτό ήταν το υπέ­δα­φος της «δια­δο­χής» του Στά­λιν, μιας σκλη­ρής σύ­γκρου­σης που διε­ξή­χθη με τη ση­μαία μιας στρο­φής,τάχα, προς τη «συλ­λο­γι­κό­τη­τα» και τη «δη­μο­κρα­τία».

Η τάση έγινε ορατή στη ρω­σι­κή κοι­νω­νία. Στις 27 Μαρ­τί­ου του 1953, κυ­κλο­φό­ρη­σε το πρώτο φύλλο της Πράβ­ντα όπου δεν υπήρ­χε ούτε μια ανα­φο­ρά στο όνομα στου Στά­λιν. Στις 6 Απρι­λί­ου, η Πράβ­ντα ανα­κοί­νω­σε ότι οι «για­τροί-δη­λη­τη­ρια­στές» αφέ­θη­καν ελεύ­θε­ροι, ότι οι κα­τη­γο­ρί­ες ενα­ντί­ον τους ήταν ψευ­δείς και απο­τέ­λε­σμα «συ­νω­μο­σί­ας», και ότι ως ορ­γα­νω­τής συ­νε­λή­φθη ο υπουρ­γός Εθνι­κής Ασφά­λειας (δεξί χέρι του Μπέ­ρια, που όμως λο­γο­δο­τού­σε κα­τευ­θεί­αν στον Στά­λιν), κα­τη­γο­ρού­με­νος για «εγκλη­μα­τι­κό τυ­χο­διω­κτι­σμό». Στις 27 Μαρ­τί­ου, ο Μπέ­ρια ανα­κοί­νω­σε μια αμνη­στία για όσους είχαν κα­τα­δι­κα­στεί σε λι­γό­τε­ρο από 5 χρό­νια κα­τα­να­γκα­στι­κής ερ­γα­σί­ας, γε­γο­νός που επέ­τρε­ψε την επι­στρο­φή πε­ρισ­σό­τε­ρων από 1,2 εκα­τομ­μυ­ρί­ων αν­θρώ­πων από τα στρα­τό­πε­δα. Αυτή η «χα­λά­ρω­ση» επέ­τρε­ψε το να αρ­χί­σει να μα­θαί­νει η ρω­σι­κή κοι­νω­νία τις αλή­θειες για τους φο­βε­ρούς τό­πους στη Σι­βη­ρία.

Ο Στά­λιν είχε υπο­τι­μή­σει το ζή­τη­μα της δια­δο­χής. Υπο­δεί­κνυε ως «Νο2» τον Μα­λέν­κοφ, έναν γρα­φειο­κρά­τη δεύ­τε­ρης δια­λο­γής. Ο Μα­λέν­κοφ δεν άντε­ξε στις συν­θή­κες της διεκ­δί­κη­σης της εξου­σί­ας, σε σκλη­ρή πάλη με τους αντα­γω­νι­στές του. Αφού μί­λη­σε εκ μέ­ρους του κόμ­μα­τος στην κη­δεία του Στά­λιν, πα­ραι­τή­θη­κε στις 15 Μαρ­τί­ου από τη Γραμ­μα­τεία της ΚΕ.

Η συμ­μα­χία του Χρου­τσόφ με τους «πα­λιούς», συ­νέ­τρι­ψε τον Μπέ­ρια. Τον Ιούνη του 1953 ο κα­θο­δη­γη­τής των προη­γού­με­νων «εκ­κα­θα­ρί­σε­ων» συ­νε­λή­φθη, δι­κά­στη­κε με συ­νο­πτι­κές και αδια­φα­νείς δια­δι­κα­σί­ες και εκτε­λέ­στη­κε αμέ­σως.

Ο Νι­κί­τα Χρου­τσόφ, που κέρ­δι­σε την σκλη­ρή κούρ­σα της δια­δο­χής, δεν ήταν κά­ποιος «νε­ο­φερ­μέ­νος». Ήταν σπλά­χνο από τα σπλά­χνα του στα­λι­νι­σμού: Μέλος της ΚΕ από το 1934, του ΠΓ από το 1939, Γραμ­μα­τέ­ας του Κόμ­μα­τος στη Μόσχα και αντι­στρά­τη­γος-πο­λι­τι­κός κα­θο­δη­γη­τής στις μάχες του Στά­λιν­γκραντ και του Κουρσκ. Κα­θο­δή­γη­σε την ανα­κα­τά­λη­ψη της Ου­κρα­νί­ας από τους Ναζί και την ανοι­κο­δό­μη­σή της μέχρι το 1949, οπότε κλή­θη­κε από τον Στά­λιν για να επι­στρέ­ψει στη Μόσχα, ως μέλος της «τριαν­δρί­ας» (Μα­λέν­κοφ, Μπέ­ρια, Χρου­τσόφ) που πρα­κτι­κά κυ­βερ­νού­σε υπό τον Στά­λιν.

Από αυτό το κέ­ντρο του κα­θε­στώ­τος ανα­δεί­χθη­κε η τάση για τις «με­ταρ­ρυθ­μί­σεις» και όχι από κά­ποια εξω­τε­ρι­κά ή αντι­κομ­μα­τι­κά κέ­ντρα. Όμως οι «με­ταρ­ρυθ­μι­στές» της επο­χής του Χρου­τσόφ (όπως και οι επό­με­νοι…) βρέ­θη­καν μπρο­στά σε ένα δύ­σκο­λο πο­λι­τι­κό πρό­βλη­μα: για να εκ­συγ­χρο­νί­σουν ένα κα­θε­στώς που στη­ρι­ζό­ταν στην ακαμ­ψία, όφει­λαν να κα­τε­δα­φί­σουν ολό­κλη­ρες πλευ­ρές της προη­γού­με­νης κα­τά­στα­σης πραγ­μά­των. Βά­ζο­ντας σε κίν­δυ­νο την αντο­χή του…

Το 1956, στο 20ό συ­νέ­δριο του ΚΚΣΕ, η ομι­λία του Χρου­τσόφ, γνω­στή ως «Μυ­στι­κή Έκ­θε­ση της ΚΕ», άφησε εμ­βρό­ντη­τες τις ηγε­σί­ες των ΚΚ διε­θνώς.

Ο Χρου­τσόφ ανέ­δει­ξε την έκτα­ση των εγκλη­μα­τι­κών «εκ­κα­θα­ρί­σε­ων» της δε­κα­ε­τί­ας του ’30. Δεν κέ­ντρα­ρε στην εξό­ντω­ση της πα­λιάς φρου­ράς του Μπολ­σε­βι­κι­σμού, όλων των τά­σε­ων της γε­νιάς που έκανε την επα­νά­στα­ση του 1917, αυτού του «πο­τα­μού αί­μα­τος» που, όπως λέει ο Τρό­τσκι, χω­ρί­ζει τον Οκτώ­βρη από τη στα­λι­νι­κή συ­νέ­χεια. Κέ­ντρα­ρε στις «εκ­κα­θα­ρί­σεις» στο εσω­τε­ρι­κό του στα­λι­νι­κού ρεύ­μα­τος, στη μοίρα όσων συμ­με­τεί­χαν στο 12ο συ­νέ­δριο (1934) του ΚΚΣΕ, που στην κομ­μα­τι­κή αργκό ονο­μά­στη­κε «συ­νέ­δριο των νι­κη­τών»:

«Από τα 130 μέλη και ανα­πλη­ρω­μα­τι­κά μέλη της ΚΕ που εξε­λέ­γη από το Κόμμα, συ­νε­λή­φθη­καν και εκτε­λέ­στη­καν δια του­φε­κι­σμού 98, δη­λα­δή το 70%... Από τους 1.966 συ­νέ­δρους με δι­καί­ω­μα ψήφου, συ­νε­λή­φθη­καν και κα­τη­γο­ρή­θη­καν για αντε­πα­να­στα­τι­κά εγκλή­μα­τα οι 1.108, δη­λα­δή πάνω από τους μι­σούς…

Οι μα­ζι­κές συλ­λή­ψεις χι­λιά­δων και χι­λιά­δων αν­θρώ­πων, οι εκτε­λέ­σεις ακόμα και χωρίς προη­γού­με­νη δίκη… γεν­νού­σαν την ανα­σφά­λεια στους αν­θρώ­πους, προ­κα­λού­σαν τον τρόμο και τη μα­ζι­κή εξα­χρεί­ω­ση…

Οι μα­ζι­κές συλ­λή­ψεις των κομ­μα­τι­κών, σο­βιε­τι­κών, στρα­τιω­τι­κών αλλά και στε­λε­χών της οι­κο­νο­μί­ας, έκα­ναν με­γά­λη ζημιά στη χώρα, αλλά και στην υπό­θε­ση της σο­σια­λι­στι­κής οι­κο­δό­μη­σης…».

Το δεύ­τε­ρο κέ­ντρο της ομι­λί­ας του Χρου­τσόφ, κα­τε­δά­φι­ζε τον ισχυ­ρι­σμό για το ρόλο του Στά­λιν στη νίκη στον Δεύ­τε­ρο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Θέ­το­ντας το ερώ­τη­μα των δυ­σα­νά­λο­γα με­γά­λων απω­λειών του ρω­σι­κού λαού, αλλά και των ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο δυ­σα­νά­λο­γα με­γά­λων απω­λειών του ρω­σι­κού στρα­τού σε σχέση με τον (επι­τι­θέ­με­νο) στρα­τό των Ναζί, ο Χρου­τσόφ έστρε­ψε την προ­σο­χή προς το αν υπήρ­χαν οι σω­στές πο­λι­τι­κές εκτι­μή­σεις για το κα­θε­στώς του Χί­τλερ, για το αν υπήρ­χε πράγ­μα­τι προ­ε­τοι­μα­σία της ΕΣΣΔ για τον ανα­πό­φευ­κτα επερ­χό­με­νο πό­λε­μο, για το αν ο Στά­λιν είχε τε­λι­κά εγκλω­βι­στεί σε εμπι­στο­σύ­νη στο Σύμ­φω­νο Μο­λό­τοφ-Ρί­μπε­ντροπ, στο κα­τά­πτυ­στο Σύμ­φω­νο ει­ρή­νης με­τα­ξύ της ΕΣΣΔ και της να­ζι­στι­κής Γερ­μα­νί­ας, που τόση σύγ­χυ­ση είχε προ­κα­λέ­σει στα ΚΚ της Ευ­ρώ­πης του κό­σμου:

«Κατά τη διάρ­κεια του 1937-41, με βάση ψευ­δείς συ­κο­φα­ντι­κές κα­τη­γο­ρί­ες εξο­ντώ­θη­κε ένας με­γά­λος αριθ­μός σο­βιε­τι­κών αξιω­μα­τι­κών και πο­λι­τι­κών στε­λε­χών του στρα­τεύ­μα­τος…

Δεν ελή­φθη­σαν μέτρα για την άμυνα της χώρας, ώστε να απο­κλει­στεί το εν­δε­χό­με­νο μιας αιφ­νι­δια­στι­κού χα­ρα­κτή­ρα της επί­θε­σης…

Όταν τα φα­σι­στι­κά στρα­τεύ­μα­τα ει­σέ­βα­λαν στη σο­βιε­τι­κή γη και είχαν αρ­χί­σει οι πο­λε­μι­κές συ­γκρού­σεις, από τη Μόσχα έρ­χο­νταν δια­τα­γές να μην απα­ντού­με στα πυρά. Γιατί ο Στά­λιν, σε αντί­θε­ση με τα προ­φα­νή γε­γο­νό­τα, δεν πί­στευε ότι είχε αρ­χί­σει ο πραγ­μα­τι­κός πό­λε­μος, αλλά μια προ­βο­κά­τσια απεί­θαρ­χων μο­νά­δων του γερ­μα­νι­κού στρα­τού, στην οποία δεν θα έπρε­πε να απα­ντή­σου­με για να μην δώ­σου­με αφορ­μή για πραγ­μα­τι­κή έναρ­ξη του πο­λέ­μου…

(αυτό) οδή­γη­σε στο ότι στις πρώ­τες ημέ­ρες ο εχθρός κα­τέ­στρε­ψε τις συ­νο­ρια­κές πε­ριο­χές έναν τε­ρά­στιο αριθ­μό αε­ρο­πλά­νων, πυ­ρο­βό­λων και πο­λε­μι­κού υλι­κού, εξό­ντω­σε ένα με­γά­λο τμήμα του στρα­τού και των αξιω­μα­τι­κών του, απο­διορ­γά­νω­σε τη διοί­κη­ση και μας οδή­γη­σε στη θέση να μην μπο­ρού­με να του κό­ψου­με το δρόμο προς το εσω­τε­ρι­κό της χώρας μας… μετά την έναρ­ξη του πο­λέ­μου, η νευ­ρι­κό­τη­τα και η υστε­ρία του Στά­λιν στην ανά­μει­ξή του στις στρα­τιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις, έκα­ναν με­γά­λη ζημιά στο στρά­τευ­μα…».

Αυτές οι θέ­σεις που προ­κα­λούν σοκ ακόμα και σή­με­ρα, ήταν πραγ­μα­τι­κός σει­σμός στις συν­θή­κες «προ­σω­πο­λα­τρεί­ας» εκεί­νης της επο­χής. Τα ΚΚ του κό­σμου έρ­χο­νταν μπρο­στά σε μια απρό­σμε­νη θέση: το κα­θε­στώς (γιατί ο Χρου­τσόφ δεν ήταν δυ­να­τό να μιλά ως πρό­σω­πο) για να σώσει τον εαυτό του και για να δια­φυ­λά­ξει τη δυ­να­μι­κή του, κα­τε­δά­φι­ζε το πρό­σω­πο-σύμ­βο­λο μιας ολό­κλη­ρης πε­ριό­δου.

Το 20ό συ­νέ­δριο και ο Χρου­τσόφ απο­κα­θή­λω­ναν τον Στά­λιν για να δια­σώ­σουν τη δυ­να­μι­κή του κα­θε­στώ­τος του γρα­φειο­κρα­τι­κού κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού.

Αυτοί που, τάχα, ορ­κί­ζο­νταν στη δη­μο­κρα­τία και στη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, όταν χρειά­στη­κε αρ­γό­τε­ρα να απο­δεί­ξουν τον πραγ­μα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα τους, δεν δί­στα­σαν να στεί­λουν τα ρω­σι­κά τανκς στην Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία, στην Ουγ­γα­ρία και στην Πο­λω­νία.

Ο Χρου­τσόφ πα­ρέ­μει­νε στην εξου­σία ως το 1964. Ακο­λού­θη­σε η μακρά πε­ρί­ο­δος της «στα­σι­μό­τη­τας» με επι­φα­νή εκ­πρό­σω­πο τον Μπρέζ­νιεφ. Όμως, τε­λι­κά, με τον Γκορ­μπα­τσόφ μετά το 1985, το κα­θε­στώς βρέ­θη­κε ξανά στο ίδιο ση­μείο: Να χρειά­ζε­ται «με­ταρ­ρυθ­μί­σεις» προ­κει­μέ­νου να αντέ­ξει στον αντα­γω­νι­σμό με την Δύση, «με­ταρ­ρυθ­μί­σεις» που το οδη­γού­σαν στα όρια αντο­χής του. Μόνο που στα 1990, αυτά τα όρια κα­τέρ­ρευ­σαν.

Ένα πο­λι­τι­κό έγκλη­μα σε όλη αυτή την πο­ρεία, είναι ότι αυτά έγι­ναν στο όνομα της με­γά­λης απε­λευ­θε­ρω­τι­κής τομής του 1917, στο όνομα μιας τυ­πο­ποί­η­σης, τάχα, του «λε­νι­νι­σμού». Μιας τυ­πο­ποί­η­σης που αντα­να­κλού­σε και αντα­να­κλά τα συμ­φέ­ρο­ντα της γρα­φειο­κρα­τι­κής νο­μεν­κλα­τού­ρας που κα­τέ­λα­βε την εξου­σία στη δε­κα­ε­τία του ’20 και την κρά­τη­σε «δια πυρός και σι­δή­ρου» μέχρι την κα­τάρ­ρευ­σή της στα 1989.

Αυτή η πα­ρά­δο­ση δεν έχει καμιά σχέση με την πα­ρά­δο­ση του Λένιν. Ο Μπου­χά­ριν, αυτός ο θε­ω­ρού­με­νος από τον Στά­λιν και τους επι­γό­νους του «δε­ξιός», ενώ κατά τον Λένιν ήταν «ένας λα­μπρός θε­ω­ρη­τι­κός του μπολ­σε­βι­κι­σμού», την πα­ρα­μο­νή της ημέ­ρας που αντι­με­τώ­πι­σε το δήμιο, γρά­φο­ντας στη σύ­ζυ­γό του, ανα­πο­λού­σε τις μέρες που ερ­γά­στη­κε μαζί με τον Βλα­δί­μη­ρο Ου­λιά­νοφ: Τότε που μπο­ρού­σα­με να δια­χω­ρι­ζό­μα­στε, ακόμα και να συ­γκρουό­μα­στε, πάνω στο α΄ ή στο β΄ ζή­τη­μα στρα­τη­γι­κής ή τα­κτι­κής, αλλά γνω­ρί­ζα­με ότι στην επό­με­νη ημέρα θα εί­μα­στε ξανά μαζί, ενω­μέ­νοι και αγα­πη­μέ­νοι, αφο­σιω­μέ­νοι στο με­γά­λο αγώνα για τη νίκη του σο­σια­λι­σμού… Από αυτό το υλικό ήταν φτιαγ­μέ­νη η γενιά της πρώ­της νι­κη­φό­ρας ερ­γα­τι­κής επα­νά­στα­σης στην ιστο­ρία.

Η κρίση του στα­λι­νι­σμού άρ­χι­σε σχε­δόν αμέ­σως μετά τον θά­να­το του Στά­λιν, για να φτά­σει στην πλήρη σήψη και κα­τάρ­ρευ­ση 35 χρό­νια μετά. Το σύ­νο­λο αυτών των ιδεών, και του ορ­γα­νω­τι­κού ήθους που τις συ­νο­δεύ­ει, οφεί­λου­με να το απορ­ρί­ψου­με ρι­ζι­κά, με τρόπο που «να μη μεί­νει πέτρα πάνω στην πέτρα».

Ετικέτες