Στις 5 Μαρτίου του 1953 ανακοινώθηκε ο θάνατος του Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Ντζουγκασβίλι, αλλιώς Στάλιν, του Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ και ηγέτη της ΕΣΣΔ.

70 χρόνια από τον θάνατο του Στάλιν

Στις 5 Μαρτίου του 1953 ανακοινώθηκε ο θάνατος του Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Ντζουγκασβίλι, αλλιώς Στάλιν, του Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ και ηγέτη της ΕΣΣΔ.

Ο Στάλιν πέθανε στην ντάτσα του στο Κούντσεβο, όπου συνήθιζε να αποσύρεται μετά τις εργασίες του στο Κρεμλίνο, μάλλον χτυπημένος από ένα εγκεφαλικό και χωρίς ιατρική βοήθεια. Η παράνοια για τα «ζητήματα ασφαλείας» των κορυφαίων στελεχών της κρατικής και κομματικής γραφειοκρατίας, άπλωσε σκοτάδι σχετικά με τις συνθήκες του θανάτου του Στάλιν.

Ο κομματικός/κρατικός Τύπος και το ραδιόφωνο περιορίστηκαν στην ανακοίνωση ότι ο «Vojd» («Τιμονιέρης») του κόμματος και του κράτους έπαψε να ζει, και συνέχισαν με τους ύμνους για τη ζωή και το έργο του. Ο κόσμος στη Μόσχα θρήνησε τον Αρχηγό –άλλοι ειλικρινά και με αγωνία για το μέλλον, άλλοι από σύνεση μπροστά στις πιθανές συνέπειες που θα είχε η όποια εκδήλωση έλλειψης σεβασμού. Τα ΚΚ σε όλο τον κόσμο συντονίστηκαν με τον θρήνο και την άμιλλα για την πιο προωθημένη αγιογραφία του Στάλιν. Τα πρωτοσέλιδα των κομματικών κομμουνιστικών εφημερίδων της εποχής έγιναν αργότερα συλλεκτικά, καθώς μετά τις εξελίξεις που ακολούθησαν τον θάνατο του Στάλιν, οι κομματικές ηγεσίες προσπαθούσαν πλέον να τα θάψουν στα πιο βαθιά συρτάρια. Ο Τολιάτι, ο «Έρκολι» της σταλινικής εποχής και μετέπειτα ο «Νέστορας» του ευρωκομμουνισμού, απέσυρε την ΚΟ του ΚΚ Ιταλίας από τη Βουλή, δηλώνοντας ότι προς το παρόν τα μέλη του κόμματος δεν ήταν ικανά για όποια άλλη εργασία πέρα από τον θρήνο για τον Στάλιν. Η ηγεσία του ΚΚ Γαλλίας ζήτησε την κήρυξη τριήμερου εθνικού πένθους στη χώρα, και η κυβέρνηση της «σουβερενιστικής» Δεξιάς του Ντε Γκωλ δέχθηκε ευχαρίστως το αίτημα.

Ήταν σε όλους φανερό ότι η «στιγμή» ήταν από εκείνες όπου η ιστορία γυρίζει σελίδα.

Αυτά που γνωρίζουμε για τις συνθήκες του θανάτου του Στάλιν προκύπτουν από τις «αναμνήσεις» του διαδόχου του Στάλιν, Νικίτα Χρουτσόφ (δημοσιεύτηκαν στη Μόσχα το 1970), από τις αφηγήσεις της κόρης του Στάλιν, Σβετλάνα Αληλούγεβα, και από τα απομνημονεύματα του επικεφαλής της φρουράς του Κούντσεβο, Αλεξάντρ Ρούμπιν (δημοσιεύτηκαν στη Μόσχα το 1988). Αυτές οι αναμνήσεις έχουν διαφορές, αλλά συμπίπτουν σε ένα βασικό αφήγημα: Η τελευταία φορά που κάποιος είδε ζωντανό τον Στάλιν ήταν η νύχτα της 28ης Φεβρουαρίου του 1953, που ο Στάλιν πέρασε σε ένα φαγοπότι μαζί με τους Μπέρια, Μαλένκοφ, Χρουτσόφ, Μπουλγκάνιν μέχρι το ξημέρωμα. Στις 6 το πρωί, ο Στάλιν αποσύρθηκε στο διαμέρισμά του και οι υπόλοιποι αποχώρησαν προς τα σπίτια τους. Αργά το απόγευμα της επομένης, η φρουρά ανησύχησε από την σιωπή στο υπνοδωμάτιο, αλλά δεν τολμούσε να μπει σε αυτό, χωρίς την άδεια ή το κάλεσμα του Στάλιν. Ο Ρούμπιν επικοινώνησε με τον Μπέρια –τον  πανίσχυρο επικεφαλής των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους– και αυτός έδωσε εντολή να μην ενοχληθεί ο Στάλιν (εντολή για την οποία αργότερα κατηγορήθηκε, ως μια «απόδειξη» ότι ο Μπέρια είχε συμφέρον από ένα πρόωρο θάνατο του Στάλιν). Μετά από μια δεκάωρη παράταση της σιωπής, η φρουρά επικοινώνησε με όλους τους συνδαιτημόνες της 28/2, που κατέφτασαν στο Κούντσεβο. Με επιμονή των Χρουτσόφ-Μαλένκοφ δόθηκε εντολή σε μια γηραιά οικονόμο να μπει μόνη στο υπνοδωμάτιο, όπου βρήκε τον Στάλιν αναίσθητο στο πάτωμα, αλλά ακόμα ζωντανό. Οι Χρουτσόφ-Μαλένκοφ επικοινώνησαν με τους γιατρούς του Στάλιν (που κρατούνταν στη φυλακή, αντιμέτωποι με βαριές κατηγορίες, βλ. παρακάτω) και –μέσω του ιατρικού ιστορικού που αυτοί διέθεταν– προέκυψε η εκτίμηση ότι ο «Τιμονιέρης» είχε υποστεί εγκεφαλικό. Η ιατρική βοήθεια του δόθηκε με μεγάλη καθυστέρηση, και λίγες ημέρες μετά ανακοινώθηκε ο θάνατός του.

Αυτός ο τρόπος αποχώρησης του Στάλιν από τη ζωή και από την πολιτική σκηνή, είναι ταιριαστός με τον τρόπο που ο ίδιος κυβέρνησε μετά τον θάνατο του Λένιν, την υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος του 1917-22 και τη νίκη της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ, νίκη που είχε πλέον εμπεδωθεί από το 1928.

Παράνοια

Ο Τρότσκι –πριν από τη δολοφονία του από τον σταλινικό πράκτορα Ραμόν Μερκαντέρ στο Μεξικό, το 1940– είχε διατυπώσει την εκτίμηση ότι το γραφειοκρατικό καθεστώς του Στάλιν δεν θα επιβίωνε από τις δοκιμασίες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ότι το αναπόφευκτο νέο κύμα των εργατικών επαναστάσεων στην Ευρώπη θα επανέφερε τη Ρωσία στις ράγες που είχε στρώσει η σοσιαλιστική επανάσταση του 1917.

Η ιστορία πήρε διαφορετικό μονοπάτι. Με τεράστιες απώλειες και τρομερές θυσίες των λαών της ΕΣΣΔ, το καθεστώς του Στάλιν βρέθηκε μέσα στους νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» (που επιβλήθηκε στα ΚΚ διεθνώς  από το 1945 και όχι  από το 1956, όπως μας λέει σήμερα το ΚΚΕ), οδήγησε τους κομμουνιστές στην Ευρώπη μέσα στις κυβερνήσεις «εθνικής ανοικοδόμησης» και απομάκρυνε τον εφιάλτη των αγγλοαμερικανών, που δεν ήταν άλλος από την επανάληψη του 1917, αυτή τη φορά στη Γαλλία και στην Ιταλία. Το αντάλλαγμα ήταν η αναγνώριση από τους δυτικούς των «κερδών» της προέλασης του Κόκκινου Στρατού, αναγνώριση που είχε προαναγγελθεί στις συμφωνίες μοιρασιάς του κόσμου στην Τεχεράνη και στη Γιάλτα. Στο τέλος του ΒΠΠ, το σταλινικό καθεστώς στην ΕΣΣΔ παρέμεινε όχι απλώς σταθεροποιημένο αλλά και απολάμβανε την επέκτασή του σε μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης.

Ο Στάλιν, στις παραμονές του θανάτου, ζούσε στον κολοφώνα της δύναμης και της δόξας του.

Όμως, όπως γράφουν στα απομνημονεύματά τους ακόμα και οι στενότεροι συνεργάτες του, σε αυτές τις συνθήκες ο Στάλιν ετοίμαζε μια επιστροφή στην «πολιτική του τρόμου», όπως την έζησε η ΕΣΣΔ στη φοβερή δεκαετία του 1930.

Από το 1950, εξαπολύθηκε μια αντισημιτική εκστρατεία που οδήγησε στο γκούλαγκ δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους εβραϊκής καταγωγής, με την κατηγορία του «κοσμοπολιτισμού». Η κοινωνική θέση δεν παρείχε άμυνα. Η σύζυγος του Μολότοφ καταδικάστηκε σε 5ετή εγκλεισμό σε στρατόπεδο, ως ύποπτη για συνεργασία με τον «εβραϊκό εθνικισμό». Στην κορυφή της πυραμίδας αυτών των διώξεων ήταν η διάλυση της Αντιφασιστικής Εβραϊκής Επιτροπής (που είχε φτιαχτεί στη Ρωσία κατά τον πόλεμο), η καταδίκη 125 μαχητών της σε βαριές ποινές, εκ των οποίων 25 σε θάνατο.

Το 1952, στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ο Στάλιν κατηγόρησε δημόσια τους Μικογιάν και Μολότοφ (τους πιστότερους των πιστών οπαδών του) για «δεξιά απόκλιση» και «τάσεις υποταγής» στους Αμερικανούς. Όπως έγραψε αργότερα ο Μικογιάν: «Ο καθένας μας τότε μπορούσε ανά πάσα στιγμή να βρεθεί ύποπτος ως πράκτορας αυτής ή της άλλης ιμπεριαλιστικής δύναμης, στο έλεος της άπληστης φαντασίας του Στάλιν». Στο τέλος αυτού του χρόνου, ο Στάλιν δεν δίστασε να διαλύσει, επισήμως, το ΠΓ της ΚΕ που είχε προκύψει από το συνέδριο.

Την ίδια εποχή ξέσπασε το σκάνδαλο των «δηλητηριαστών με τις λευκές μπλούζες». Αφορούσε την αιφνίδια σύλληψη πολλών κορυφαίων γιατρών, που είχαν την ευθύνη της περίθαλψης πολλών μεγαλοστελεχών του κόμματος κα του κράτους, και μεταξύ τους των γιατρών του Στάλιν που κατηγορήθηκαν ότι σχεδίαζαν να δηλητηριάσουν τον Αρχηγό.

Το ενδιαφέρον στην υπόθεση ήταν ότι αυτές οι κατηγορίες ήταν ο πρόλογος για να κατηγορηθούν για «ανικανότητα» τα ηγετικά στελέχη των μηχανισμών καταστολής. Ο Μπέρια γνώριζε τα «σημάδια» και σωστά εκτιμούσε ότι έρχεται η ώρα να αντιμετωπίσει το λεπίδι που ο ίδιος υπηρέτησε. Ο Χρουτσόφ και η κόρη του Στάλιν υπογραμμίζουν ότι ο Μπέρια με κόπο έκρυβε την άγρια χαρά του για τον θάνατο του Στάλιν. Όπως αργότερα αποδείχθηκε, ο Μπέρια μάλλον βιάστηκε να γιορτάσει τη σωτηρία του.

Σε όλη την έκταση της ΕΣΣΔ οξύνονταν τα μέτρα βίαιης ρωσοποίησης των μειονοτήτων. Όμως το πιο εκρηκτικό πρόβλημα ήταν η προαναγγελία μιας ακόμα βίαιης επίθεσης ενάντια στους αγρότες, που το βιβλίο του Στάλιν «Τα οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» όριζε ως αποκλειστικά υπεύθυνους για την κρίση στην αγροτική παραγωγή, ξυπνώντας τους χειρότερους εφιάλτες του ’30.

Βαριά σύννεφα είχαν συσσωρευτεί και στις διεθνείς σχέσεις με τα ΚΚ, ειδικά εκεί όπου αυτά βρίσκονταν στην εξουσία. Στην Ουγγαρία, στην Πολωνία και στην Τσεχοσλοβακία, οι ηγετικές ομάδες που είχαν αυτόνομες και ιστορικές ρίζες στο εργατικό κίνημα των χωρών τους, σταδιακά εκκαθαρίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από έμπιστους υπαλλήλους της Μόσχας. Το αντίτιμο έμελλε να πληρωθεί, με βαρύ «τόκο», σε ελάχιστα χρόνια σε αυτές τις χώρες όπου ο αντιρωσισμός πήρε βαθιά και μόνιμα χαρακτηριστικά. Οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές κατέλαβαν την εξουσία παραβιάζοντας καταφανώς τη συμφωνία της Γιάλτας και την επίσημη ρωσική γραμμή του συμβιβασμού στην «εθνική ενότητα». Αυτό δεν τους συγχωρήθηκε ποτέ. Ο Τίτο αναγνώρισε τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε και αντιγύρισε τα χτυπήματα, κατοχυρώνοντας την ανεξαρτησία του. Οι Κινέζοι κομμουνιστές έφτασαν στην εξουσία μέσα από μια μακρά πορεία, όπου αναγκάστηκαν συχνά να παραβλέψουν ή να παραβιάσουν τις οδηγίες της σταλινικής διπλωματίας και της σταλινοποιημένης Διεθνούς. Αντιμετωπίζονταν ως παρίες και δύσκολα έκρυβαν την ένταση στις σχέσεις τους με τη Μόσχα. Αξιοποίησαν τις συνθήκες αστάθειας μετά τον θάνατο του Στάλιν για να πετύχουν τη «διαρκή ανακωχή» στον πόλεμο της Κορέας το 1953, μια διέξοδο που επιδίωκαν σε αντίθεση με τις ρωσικές επιταγές. Μετά το 20ό συνέδριο, με μια πιρουέτα χαρακτηριστική της πολιτικής του Μάο, αξιοποίησαν τη «ρήξη της συνέχειας» από τη μεριά των Σοβιετικών για να επισημοποιήσουν τη ρήξη τους με τη Μόσχα.

Πίσω από τη βιτρίνα της «νίκης», της επέκτασης και της ανάπτυξης του καθεστώτος, το 1953 οι πραγματικότητες του κρατικού καπιταλισμού (γιατί αυτό ήταν η Ρωσία από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μετά) παρέμεναν ζοφερές. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στις πόλεις και την αγροτική ύπαιθρο, τα διλλήματα μεταξύ της έμφασης στη βαριά βιομηχανία που στηρίζονταν στην εντατική εργασία και την καθυστέρηση στην «ελαφρά» βιομηχανία παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων, η ενσωμάτωση των εθνοτήτων, η ενσωμάτωση της διανόησης προκειμένου να ενισχυθεί η τεχνολογική ανάπτυξη, η οργάνωση μιας στοιχειώδους ομαλότητας στην πολιτική ζωή κ.ά. ήταν παράγοντες που από (από τότε!) πίεζαν το σύστημα για «μεταρρυθμίσεις» από τα μέσα και από τα πάνω.

Αυτό ήταν το υπέδαφος της «διαδοχής» του Στάλιν, μιας σκληρής σύγκρουσης που διεξήχθη με τη σημαία μιας στροφής,τάχα, προς τη «συλλογικότητα» και τη «δημοκρατία».

Η τάση έγινε ορατή στη ρωσική κοινωνία. Στις 27 Μαρτίου του 1953, κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της Πράβντα όπου δεν υπήρχε ούτε μια αναφορά στο όνομα στου Στάλιν. Στις 6 Απριλίου, η Πράβντα ανακοίνωσε ότι οι «γιατροί-δηλητηριαστές» αφέθηκαν ελεύθεροι, ότι οι κατηγορίες εναντίον τους ήταν ψευδείς και αποτέλεσμα «συνωμοσίας», και ότι ως οργανωτής συνελήφθη ο υπουργός Εθνικής Ασφάλειας (δεξί χέρι του Μπέρια, που όμως λογοδοτούσε κατευθείαν στον Στάλιν), κατηγορούμενος για «εγκληματικό τυχοδιωκτισμό». Στις 27 Μαρτίου, ο Μπέρια ανακοίνωσε μια αμνηστία για όσους είχαν καταδικαστεί σε λιγότερο από 5 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας, γεγονός που επέτρεψε την επιστροφή περισσότερων από 1,2 εκατομμυρίων ανθρώπων από τα στρατόπεδα. Αυτή η «χαλάρωση» επέτρεψε το να αρχίσει να μαθαίνει η ρωσική κοινωνία τις αλήθειες για τους φοβερούς τόπους στη Σιβηρία.

Ο Στάλιν είχε υποτιμήσει το ζήτημα της διαδοχής. Υποδείκνυε ως «Νο2» τον Μαλένκοφ, έναν γραφειοκράτη δεύτερης διαλογής. Ο Μαλένκοφ δεν άντεξε στις συνθήκες της διεκδίκησης της εξουσίας, σε σκληρή πάλη με τους ανταγωνιστές του. Αφού μίλησε εκ μέρους του κόμματος στην κηδεία του Στάλιν, παραιτήθηκε στις 15 Μαρτίου από τη Γραμματεία της ΚΕ.

Η συμμαχία του Χρουτσόφ με τους «παλιούς», συνέτριψε τον Μπέρια. Τον Ιούνη του 1953 ο καθοδηγητής των προηγούμενων «εκκαθαρίσεων» συνελήφθη, δικάστηκε με συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες και εκτελέστηκε αμέσως.

Ο Νικίτα Χρουτσόφ, που κέρδισε την σκληρή κούρσα της διαδοχής, δεν ήταν κάποιος «νεοφερμένος». Ήταν σπλάχνο από τα σπλάχνα του σταλινισμού: Μέλος της ΚΕ από το 1934, του ΠΓ από το 1939, Γραμματέας του Κόμματος στη Μόσχα και αντιστράτηγος-πολιτικός καθοδηγητής στις μάχες του Στάλινγκραντ και του Κουρσκ. Καθοδήγησε την ανακατάληψη της Ουκρανίας από τους Ναζί και την ανοικοδόμησή της μέχρι το 1949, οπότε κλήθηκε από τον Στάλιν για να επιστρέψει στη Μόσχα, ως μέλος της «τριανδρίας» (Μαλένκοφ, Μπέρια, Χρουτσόφ) που πρακτικά κυβερνούσε υπό τον Στάλιν.

Από αυτό το κέντρο του καθεστώτος αναδείχθηκε η τάση για τις «μεταρρυθμίσεις» και όχι από κάποια εξωτερικά ή αντικομματικά κέντρα. Όμως οι «μεταρρυθμιστές» της εποχής του Χρουτσόφ (όπως και οι επόμενοι…) βρέθηκαν μπροστά σε ένα δύσκολο πολιτικό πρόβλημα: για να εκσυγχρονίσουν ένα καθεστώς που στηριζόταν στην ακαμψία, όφειλαν να κατεδαφίσουν ολόκληρες πλευρές της προηγούμενης κατάστασης πραγμάτων. Βάζοντας σε κίνδυνο την αντοχή του…

Το 1956, στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, η ομιλία του Χρουτσόφ, γνωστή ως «Μυστική Έκθεση της ΚΕ», άφησε εμβρόντητες τις ηγεσίες των ΚΚ διεθνώς.

Ο Χρουτσόφ ανέδειξε την έκταση των εγκληματικών «εκκαθαρίσεων» της δεκαετίας του ’30. Δεν κέντραρε στην εξόντωση της παλιάς φρουράς του Μπολσεβικισμού, όλων των τάσεων της γενιάς που έκανε την επανάσταση του 1917, αυτού του «ποταμού αίματος» που, όπως λέει ο Τρότσκι, χωρίζει τον Οκτώβρη από τη σταλινική συνέχεια. Κέντραρε στις «εκκαθαρίσεις» στο εσωτερικό του σταλινικού ρεύματος, στη μοίρα όσων συμμετείχαν στο 12ο συνέδριο (1934) του ΚΚΣΕ, που στην κομματική αργκό ονομάστηκε «συνέδριο των νικητών»:

«Από τα 130 μέλη και αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ που εξελέγη από το Κόμμα, συνελήφθηκαν και εκτελέστηκαν δια τουφεκισμού 98, δηλαδή το 70%... Από τους 1.966 συνέδρους με δικαίωμα ψήφου, συνελήφθηκαν και κατηγορήθηκαν για αντεπαναστατικά εγκλήματα οι 1.108, δηλαδή πάνω από τους μισούς…

Οι μαζικές συλλήψεις χιλιάδων και χιλιάδων ανθρώπων, οι εκτελέσεις ακόμα και χωρίς προηγούμενη δίκη… γεννούσαν την ανασφάλεια στους ανθρώπους, προκαλούσαν τον τρόμο και τη μαζική εξαχρείωση…

Οι μαζικές συλλήψεις των κομματικών, σοβιετικών, στρατιωτικών αλλά και στελεχών της οικονομίας, έκαναν μεγάλη ζημιά στη χώρα, αλλά και στην υπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης…».

Το δεύτερο κέντρο της ομιλίας του Χρουτσόφ, κατεδάφιζε τον ισχυρισμό για το ρόλο του Στάλιν στη νίκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Θέτοντας το ερώτημα των δυσανάλογα μεγάλων απωλειών του ρωσικού λαού, αλλά και των ακόμα περισσότερο δυσανάλογα μεγάλων απωλειών του ρωσικού στρατού σε σχέση με τον (επιτιθέμενο) στρατό των Ναζί, ο Χρουτσόφ έστρεψε την προσοχή προς το αν υπήρχαν οι σωστές πολιτικές εκτιμήσεις για το καθεστώς του Χίτλερ, για το αν υπήρχε πράγματι προετοιμασία της ΕΣΣΔ για τον αναπόφευκτα επερχόμενο πόλεμο, για το αν ο Στάλιν είχε τελικά εγκλωβιστεί σε εμπιστοσύνη στο Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, στο κατάπτυστο Σύμφωνο ειρήνης μεταξύ της ΕΣΣΔ και της ναζιστικής Γερμανίας, που τόση σύγχυση είχε προκαλέσει στα ΚΚ της Ευρώπης του κόσμου:

«Κατά τη διάρκεια του 1937-41, με βάση ψευδείς συκοφαντικές κατηγορίες εξοντώθηκε ένας μεγάλος αριθμός σοβιετικών αξιωματικών και πολιτικών στελεχών του στρατεύματος…

Δεν ελήφθησαν μέτρα για την άμυνα της χώρας, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας αιφνιδιαστικού χαρακτήρα της επίθεσης…

Όταν τα φασιστικά στρατεύματα εισέβαλαν στη σοβιετική γη και είχαν αρχίσει οι πολεμικές συγκρούσεις, από τη Μόσχα έρχονταν διαταγές να μην απαντούμε στα πυρά. Γιατί ο Στάλιν, σε αντίθεση με τα προφανή γεγονότα, δεν πίστευε ότι είχε αρχίσει ο πραγματικός πόλεμος, αλλά μια προβοκάτσια απείθαρχων μονάδων του γερμανικού στρατού, στην οποία δεν θα έπρεπε να απαντήσουμε για να μην δώσουμε αφορμή για πραγματική έναρξη του πολέμου…

(αυτό) οδήγησε στο ότι στις πρώτες ημέρες ο εχθρός κατέστρεψε τις συνοριακές περιοχές έναν τεράστιο αριθμό αεροπλάνων, πυροβόλων και πολεμικού υλικού, εξόντωσε ένα μεγάλο τμήμα του στρατού και των αξιωματικών του, αποδιοργάνωσε τη διοίκηση και μας οδήγησε στη θέση να μην μπορούμε να του κόψουμε το δρόμο προς το εσωτερικό της χώρας μας… μετά την έναρξη του πολέμου, η νευρικότητα και η υστερία του Στάλιν στην ανάμειξή του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, έκαναν μεγάλη ζημιά στο στράτευμα…».

Αυτές οι θέσεις που προκαλούν σοκ ακόμα και σήμερα, ήταν πραγματικός σεισμός στις συνθήκες «προσωπολατρείας» εκείνης της εποχής. Τα ΚΚ του κόσμου έρχονταν μπροστά σε μια απρόσμενη θέση: το καθεστώς (γιατί ο Χρουτσόφ δεν ήταν δυνατό να μιλά ως πρόσωπο) για να σώσει τον εαυτό του και για να διαφυλάξει τη δυναμική του, κατεδάφιζε το πρόσωπο-σύμβολο μιας ολόκληρης περιόδου.

Το 20ό συνέδριο και ο Χρουτσόφ αποκαθήλωναν τον Στάλιν για να διασώσουν τη δυναμική του καθεστώτος του γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού.

Αυτοί που, τάχα, ορκίζονταν στη δημοκρατία και στη συλλογικότητα, όταν χρειάστηκε αργότερα να αποδείξουν τον πραγματικό χαρακτήρα τους, δεν δίστασαν να στείλουν τα ρωσικά τανκς στην Ανατολική Γερμανία, στην Ουγγαρία και στην Πολωνία.

Ο Χρουτσόφ παρέμεινε στην εξουσία ως το 1964. Ακολούθησε η μακρά περίοδος της «στασιμότητας» με επιφανή εκπρόσωπο τον Μπρέζνιεφ. Όμως, τελικά, με τον Γκορμπατσόφ μετά το 1985, το καθεστώς βρέθηκε ξανά στο ίδιο σημείο: Να χρειάζεται «μεταρρυθμίσεις» προκειμένου να αντέξει στον ανταγωνισμό με την Δύση, «μεταρρυθμίσεις» που το οδηγούσαν στα όρια αντοχής του. Μόνο που στα 1990, αυτά τα όρια κατέρρευσαν.

Ένα πολιτικό έγκλημα σε όλη αυτή την πορεία, είναι ότι αυτά έγιναν στο όνομα της μεγάλης απελευθερωτικής τομής του 1917, στο όνομα μιας τυποποίησης, τάχα, του «λενινισμού». Μιας τυποποίησης που αντανακλούσε και αντανακλά τα συμφέροντα της γραφειοκρατικής νομενκλατούρας που κατέλαβε την εξουσία στη δεκαετία του ’20 και την κράτησε «δια πυρός και σιδήρου» μέχρι την κατάρρευσή της στα 1989.

Αυτή η παράδοση δεν έχει καμιά σχέση με την παράδοση του Λένιν. Ο Μπουχάριν, αυτός ο θεωρούμενος από τον Στάλιν και τους επιγόνους του «δεξιός», ενώ κατά τον Λένιν ήταν «ένας λαμπρός θεωρητικός του μπολσεβικισμού», την παραμονή της ημέρας που αντιμετώπισε το δήμιο, γράφοντας στη σύζυγό του, αναπολούσε τις μέρες που εργάστηκε μαζί με τον Βλαδίμηρο Ουλιάνοφ: Τότε που μπορούσαμε να διαχωριζόμαστε, ακόμα και να συγκρουόμαστε, πάνω στο α΄ ή στο β΄ ζήτημα στρατηγικής ή τακτικής, αλλά γνωρίζαμε ότι στην επόμενη ημέρα θα είμαστε ξανά μαζί, ενωμένοι και αγαπημένοι, αφοσιωμένοι στο μεγάλο αγώνα για τη νίκη του σοσιαλισμού… Από αυτό το υλικό ήταν φτιαγμένη η γενιά της πρώτης νικηφόρας εργατικής επανάστασης στην ιστορία.

Η κρίση του σταλινισμού άρχισε σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο του Στάλιν, για να φτάσει στην πλήρη σήψη και κατάρρευση 35 χρόνια μετά. Το σύνολο αυτών των ιδεών, και του οργανωτικού ήθους που τις συνοδεύει, οφείλουμε να το απορρίψουμε ριζικά, με τρόπο που «να μη μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα».

Ετικέτες