Σχόλιο με αφορμή το κινηματογραφικό έργο, «Ο νεαρός Μαρξ/Όταν ο Μαρξ συνάντησε τον Ένγκελς», του Ραούλ Πεκ.
Σκηνή από την ταινία:
Ένας εργάτης: «Μα πάντα θα υπάρχουν αφεντικά κι εργάτες»
Καρλ Μαρξ: «Τίποτα δεν υπάρχει για πάντα»
Ο Καρλ Μαρξ ήταν ο άνθρωπος που πίστεψε όσο κανείς άλλος σ’ αυτό το «Τίποτα δεν υπάρχει για πάντα». Διατυπωμένο αλλιώς «Ό,τι υπάρχει, αξίζει να καταστραφεί», όπως συνόψισε ο Μεφιστοφελής στον «Φάουστ» του Γκαίτε και λάτρευε να υπογραμμίζει ο Μαρξ. Και έθεσε σκοπό στη ζωή του να το αποδείξει. Το φάντασμα που πλανιόταν πάνω απ’ την Ευρώπη απέκτησε όνομα προκαλώντας τρόμο στις αστικές τάξεις: Κομμουνισμός. Κι απ’ ό,τι φαίνεται και από τις κινηματογραφικές κριτικές, συνεχίζει να φέρνει σε αμηχανία τους γραφιάδες της ακόμα και σήμερα. Ένα από τα μεγαλύτερα ψέματα που θα μπορούσαν να ειπωθούν, άλλωστε, είναι ότι η κριτική είναι αντικειμενική. Ή αθώα. Ή ταξικά αμερόληπτη.
Έχουν γυριστεί ταινίες σχεδόν για κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής. Για μικρά προσωπικά δράματα. Για κοινωνικά προβλήματα, πολέμους, κρίσεις. Έχουν αναταμεί με την κινηματογραφική κάμερα: σίριαλ κίλερς, δικτάτορες, παιδιά, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, άντρες και γυναίκες που άφησαν τα καλλιτεχνικά, επιστημονικά ή πολιτικά ίχνη τους πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη. Μετριούνται όμως στα δάχτυλα (και περισσεύουν μάλιστα και κάποια) οι ταινίες που αναφέρονται στους διαμορφωτές μιας θεωρίας που άλλαξε ριζικά τα μυαλά και τις συνειδήσεις. Και πατώντας πάνω σ’ αυτή τη θεωρία, μια χούφτα επαναστάτες στη Ρωσία κόντεψαν να αλλάξουν σχήμα στον κόσμο. Αλλά η αφήγηση της Οκτωβριανής είναι μια άλλη ιστορία.
Εδώ βρισκόμαστε ακόμα στη δεκαετία του 1840 σε Αγγλία, Γαλλία και Βέλγιο. Παρακολουθούμε δύο νέους ανθρώπους να ακονίζουν τα μυαλά και τα επιχειρήματά τους, έχοντας εκείνη την ξεχωριστά γοητευτική αναίδεια και το θράσος να τεντωθούν στις μύτες των παπουτσιών τους και να κοιτάξουν πέρα και πάνω από την εποχή τους. Είναι ο Μαρξ και ο Ένγκελς που τολμούν και αντιπαρατίθενται στα άλλα ιερά τέρατα του καιρού, τον Μπακούνιν και τον Προυντόν. Ο τελευταίος για το έργο του «Η Φιλοσοφία της Αθλιότητας» εισπράττει -ως πληρωμένη απάντηση από το δαιμόνιο δίδυμο- το βιβλίο με τον εμπνευσμένο τίτλο: «Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας». Βλέπουμε τι τους οδηγεί να γράψουν την «Κριτική της Κριτικής Κριτικής» (σε έμπνευση της Τζένης Μαρξ!), που εκδόθηκε αργότερα με τον τίτλο «Αγία Οικογένεια». Τα βάζουν με τον Μπρούνο Μπάουερ, τον Μαξ Στίρνερ και τους άλλους νεοχεγκελιανούς για την αφηρημένη κριτική τους στη θρησκεία. Η ταινία ανοίγει εμβληματικά ως σπουδή πάνω στο πολύ συγκεκριμένο. «Αρκετά πια με την αφηρημένη γενίκευση. Τι έχετε να πείτε, λοιπόν, για τη βαναυσότητα με την οποία κατεστάλησαν οι φτωχοί αγρότες στη Γερμανία, που το μόνο τους έγκλημα ήταν να μαζεύουν τα πεσμένα ξύλα στο δάσος για να τα πουλήσουν;». Είναι ευρηματική η επιλογή του σκηνοθέτη να ξετυλίξει την αφήγησή του από το σημείο αυτό, από το άρθρο-τομή για τη σκέψη και το έργο του Μαρξ. Είναι η αρχή από το κουβάρι, που μέσα από κλιμακώσεις -και κυρίως μέσα από τη συνεργασία του με τον Ένγκελς-, προετοιμάζει σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο». Λίγες μόνο εβδομάδες πριν ξεσπάσει το ντόμινο των επαναστάσεων του 1848 στην Ευρώπη. Και αυτό, παρά την «πρόβλεψη» του Προυντόν πως ο καιρός των επαναστάσεων έχει παρέλθει οριστικά.
Οι Μαρξ και Ένγκελς δια χειρός Ραούλ Πεκ
Για περισσότερο από ενάμισι αιώνα ο Καρλ Μαρξ και ο Φρήντριχ Ένγκελς είχαν τοποθετηθεί από τη σταλινική γραφειοκρατία σε ένα αναπαυτικό βάθρο, όπου λατρεύονταν σαν αλάνθαστοι θεοί. Αποκομμένοι από οτιδήποτε ανθρώπινο. Η ταινία του Ραούλ Πεκ, του σκηνοθέτη από την Αϊτή με την ξεκάθαρα πολιτική ματιά (Lumumba, I Am Not Your Negro), θα μπορούσε να σταθεί ως μια απόπειρα να τους βγάλει μέσα από τις σκονισμένες κορνίζες τους και να τους παρουσιάσει όπως πραγματικά ήταν. Άνθρωποι που είχαν δυο μάτια για να βλέπουν όλα τα φρικτά που συνέβαιναν γύρω τους και έταξαν τον εαυτό τους στον αγώνα να τα αλλάξουν. Άνθρωποι που μεθούσαν, γελούσαν, έπαιζαν σκάκι κι ερωτεύονταν. Άντρες που είχαν επιλέξει να συντροφεύουν δύο θαυμαστά δυνατές γυναίκες: μια αριστοκράτισσα από τη Γερμανία (Τζένη Μαρξ - την υποδύεται εκπληκτικά η Vicky Krieps σε έναν αβανταδόρικο ρόλο) που πρόδωσε την καταγωγή και την τάξη της κι έκανε δική της υπόθεση το όραμα του συντρόφου της, Μαρξ. Και μια Ιρλανδή εργάτρια, τη Μαίρη Μπερνς, που πήγαινε κόντρα σε κάθε κομφορμισμό της εποχής, αρνούμενη επίμονα να χρησιμοποιεί τα λεφτά του Ένγκελς ή να κάνει παιδιά μαζί του. Ο λόγος: Αυτή η επιπλέον δέσμευση πίστευε πως θα στεκόταν εμπόδιο στον αγώνα της για την αλλαγή του κόσμου.
Κινηματογραφούνται λαμπρές στιγμές έμπνευσης και δημιουργίας. Κινηματογραφούνται όμως και οι άλλες, οι πιο σκοτεινές στιγμές. Ο νεαρός Ένγκελς ταπεινώνεται από τον πατέρα του και φεύγει χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Ο νεαρός Μαρξ δεν στέκεται πάντα το ίδιο δυνατός και ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την προσπάθεια συγγραφής του Μανιφέστου. Πριν καν ξεκινήσει. «Η υλική ζωή είναι υλιστικά σκληρή» γράφει σε κάποιο σημείο ο Καρλ στην αλληλογραφία προς τον φίλο του. Δεν έχει πληρωθεί ακόμα για τα άρθρα που έστελνε στις εφημερίδες και δεν έχει μία δεκάρα στην τσέπη (έχει όμως μια ωραιότατη καινούρια ιδέα, την οποία θέλει να κάνει βιβλίο!).
Υπάρχουν πολλά ονόματα, ενδεχομένως άγνωστα στο μεγαλύτερο μέρος από το κινηματογραφικό κοινό, αναφορές σε φιλοσοφικές θεωρίες, βιβλία, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Για κάποιους, αυτά είναι «φλυαρίες» και «στείρος ακαδημαϊσμός». Ναι, λοιπόν. Ήταν «φλύαρος» και «ακαδημαϊκός» ο τρόπος που ζούσε τη ζωή του ο Μαρξ. Οι μέρες του ήταν γεμάτες με συναντήσεις με πολιτικούς συντρόφους και αντιπάλους. Οι νύχτες του γεμάτες με διαβάσματα και γραψίματα. Και με το φόβητρο της απέλασης να παραμονεύει έξω από την πόρτα του φτωχικού δωματίου του. Ξανά και ξανά.
Ήρωας δεν είναι αυτός που σκέφτεται ή λέει κάτι. Ήρωας και ηρωίδα είναι αυτός/ή που κάνει κάτι. Που δρα. Είναι αυτός και αυτή που οι πράξεις τους μιλούν πιο πολύ από τα λόγια τους. Τι συνοψίζει, λοιπόν, σε μια μικρή σκηνή ο σκηνοθέτης για να μας δώσει ένα πορτρέτο του ήρωά του; Έχοντας απελαθεί από το Παρίσι, Καρλ και Τζένη ζουν πάμφτωχοι, με τους δοσατζήδες να τους κυνηγούν για να εισπράξουν τα χρωστούμενα. Με τα χρήματα που τους στέλνει ο Ένγκελς για να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή, ο Μαρξ επιστρέφει σπίτι με ένα τεράστιο καρβέλι ψωμί. Και ένα μπουκέτο λουλούδια για τη Τζένη. Πιθανότατα αυτή η σκηνή δε συνέβη ποτέ. Πιθανότατα είναι εύρημα του Πεκ. Αλλά είναι το εύρημα εκείνο που κάνει τον Μαρξ βαθιά ανθρώπινο, μακριά από τις θορυβώδεις συνελεύσεις και τις στιγμές συγγραφικού οίστρου. Μιλήστε μας λίγο ακόμα για ακαδημαϊσμό, κύριοι κριτικοί.
Αν ξεχωρίζει σε κάτι η ταινία αυτή, δεν είναι μόνο ότι έχει πολιτικό θέμα και στόχευση. Έχει και ξεκάθαρο σκηνοθετικό στίγμα. Κανείς και καμιά από τους κριτικούς δεν έκαναν τον κόπο να αναρωτηθούν σε πόσες «ακαδημαϊκές» ταινίες αυτού του είδους βλέπουν να παίρνει το λόγο ένας μαύρος αντιπρόσωπος (ο σκηνοθέτης είναι μαύρος). Ή εκεί που θα περίμενες να ακούσεις ένα βαρύγδουπο σχόλιο μεταξύ δύο αντρών την ώρα που κατεβαίνουν τα σκαλιά, αυτοί περιορίζονται σε ένα –μάλλον ασήμαντο- σχόλιο για το Πορτ Ο’ Πρενς (ο σκηνοθέτης κατάγεται από την Αϊτή). Όλο αυτό ας το ονομάσουμε κωδικά: «σκηνοθετική υπογραφή».
Αντιπαράθεση δύο κόσμων
Το αλαζονικό αφεντικό Ένγκελς (ο πατέρας) από τη μια και οι εργάτριες στο κλωστήριο του Λονδίνου στήνουν από την αρχή το σκηνικό όπου οι δύο στρατοί έχουν παραταχθεί για μάχη. Και μέσα σ’ αυτό, το βλέμμα ενοχής του νεαρού Φρήντριχ Ένγκελς για τις συνθήκες εργασίας των γυναικών, τα πρόσωπα των ανήλικων κοριτσιών μπροστά στις μηχανές, το μοναχικό ξέσπασμα μιας νεαρής Ιρλανδής εργάτριας, η βουβαμάρα και τα κατεβασμένα κεφάλια που το ακολουθούν. Η συνειδητοποίηση ότι δεν αρκεί μια κίνηση ατομικού θάρρους και προσωπικού ηρωισμού.
Η σκηνή της συνάντησης των αντιπροσώπων της Λίγκας των Δίκαιων από όλο τον κόσμο στέκεται σαν η επιτομή της διάλυσης των αυταπατών για τους εργαζόμενους. Από τη μια, οι φωνές για επικράτηση των αιτημάτων των καταπιεσμένων «με την αδελφοσύνη, την καλοσύνη, την αγαθότητα». Κι από την άλλη, ένας χειμαρρώδης Ένγκελς, που όταν καταφέρνει –μέσα σε σκληρές αντιπαραθέσεις- να πάρει τον λόγο, θα τον συμπυκνώσει στο μεστό: «αγώνας ή αφανισμός». Τα δάκρυα των εργαζομένων δεν αρκούν, γιατί δεν πρόκειται να τους εξασφαλίσουν την εξουσία. Είναι μια κοινή παραδοχή αυτό. Τα δάκρυα δεν σε πηγαίνουν και πολύ μακριά. Από την πλευρά της, η αστική τάξη δεν πρόκειται να χύσει ούτε μισό από δαύτα για τα δεινά αυτών που καταπιέζει.
«Όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέρφια», έγραφε το πανό του Συνδέσμου των Δίκαιων. Αλήθεια, τώρα; Τι κοινό μπορεί να έχει μια εργάτρια που χάνει τα δάχτυλά της σε μια υφαντουργία με αυτόν που βγάζει κέρδος από τα κομμένα της δάχτυλα; Τι κοινό μπορούν να έχουν οι εργαζόμενοι που -χωμένοι μέσα στα εργοστάσια- έχουν ξεχάσει πώς είναι το φως του ήλιου; Τι κοινό μπορούν να έχουν με τα παιδιά των γαντοφορεμένων αστών τα πιτσιρίκια των ανθρώπων της εργατικής τάξης που -μόλις αρχίζουν να περπατούν- τριγυρνούν στους δρόμους, νηστικά και βρώμικα, ζητιανεύοντας λίγες πενταροδεκάρες;
Η σκηνή μέσα από την οποία ο Σύνδεσμος των Δικαίων μετονομάζεται σε Κομμουνιστική Λίγκα και οδηγούμαστε από το «Όλοι οι άνθρωποι είμαστε αδέρφια» στο «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» γραμμένο πάνω στην κόκκινη σημαία, είναι κάτι παραπάνω από μια εμπνευσμένη ομιλία του Ένγκελς. Είναι η εκδίκηση της πραγματικής ζωής. Είναι η εκδίκηση που παίρνει η αθλιότητα της πραγματικής ζωής απέναντι στις ονειροφαντασίες όσων επέμεναν στην αποκήρυξη «της βίας και του αίματος» και στη μεταφυσική επικράτηση «του καλού» στον κόσμο. Σε έναν κόσμο βαθύτατα και ανειρήνευτα χωρισμένο σε τάξεις. Πρέπει να είσαι από πέτρα για να μη νιώσεις εκείνη τη στιγμή τον λαιμό σου γεμάτο κόμπους, κόμπους, κόμπους. Ή να είσαι ταγμένος στο άλλο στρατόπεδο. Αν δεν ανατριχιάζεις με το «νίκη ή αφανισμός», δεν σου φταίει ο ακαδημαϊσμός.
Πόσος ακαδημαϊσμός χωράει, άλλωστε, σε μια ταινία που κλείνει με τους ήχους του «Like a Rolling Stone» και τη φωνή του Μπομπ Ντίλαν; Φόρος τιμής στον Μαρξ, σε έναν άνθρωπο που περιπλανιόταν σ’ όλο τον κόσμο «with no direction home» και μόνη του πατρίδα ήταν τα βιβλία, τα χαρτιά και οι σκέψεις του. Μια «πέτρα που κύλησε» από τα μέσα της δεκαετίας του 1840 και παρέσυρε στο πέρασμά της όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Μέχρι σήμερα.
Εξαιρετική μουσική επιλογή για κλείσιμο, κύριε Πεκ.