Ο Μητσοτάκης μας είχε προειδοποιήσει από τη ΔΕΘ ότι δεν σκοπεύει «να αλλάξει πολιτική», ότι ακόμα και υπό την απειλή μαζικών καταστροφών αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνησή του η συνέχεια του «πολιτικού και μεταρρυθμιστικού σχεδίου της». Και στις επόμενες εβδομάδες συνέχισε σε αυτήν τη ρότα.
Η αιφνιδιαστική ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, αμέσως μετά το ξεπούλημα του ΔΕΔΔΗΕ στο διαβόητο αυστραλιανό fund Macquarie (που ειδικεύεται στο ξεζούμισμα μεγάλων ΔΕΚΟ διεθνώς, την καταλήστευσή τους και την εγκατάλειψη των ερειπίων στην τύχη τους…) αποτελεί μια μείζονα εξέλιξη. Ολόκληρος ο κλάδος της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και της διακίνησής της, περνάει στα χέρια των αρπακτικών της αγοράς. Όλοι οι φιλελέ πανηγυρίζουν για τη «μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση στην ιστορία της χώρας», κάνοντας ότι ξεχνούν ότι η ίδρυση της ΔΕΗ αποφασίστηκε το 1950 μετά τη διαπιστωμένη, τότε, αποτυχία του ιδιωτικού τομέα να προωθήσει με στοιχειώδη ταχύτητα και αξιοπιστία τον εξηλεκτρισμό της χώρας. Στις σημερινές συνθήκες, η πρόκληση είναι ακόμα μεγαλύτερη: αφορά την αναμενόμενη εκτίναξη των τιμών του ρεύματος για τα λαϊκά νοικοκυριά, αφορά τη στοιχειώδη λειτουργικότητα του δικτύου, αφορά τις εργασιακές σχέσεις των δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων στον τομέα του ηλεκτρισμού, αφορά το τι θα είναι στην πραγματικότητα το περιεχόμενο της «πράσινης» στροφής στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος.
Στο επίσης κρίσιμο θέμα της ακρίβειας, ο Μητσοτάκης επιμένει στο μίγμα νεοφιλελεύθερης προσήλωσης και θρασύτατης δημαγωγίας. Ο ίδιος αρνείται πεισματικά κάθε μέτρο ελέγχου των τιμών, ενώ οι υπουργοί του διαβεβαιώνουν καθημερινά ότι οι ανατιμήσεις θα αποδειχθούν «προσωρινές». Την ίδια στιγμή, το πραγματικό εισόδημα όσων ζουν από το μισθό τους διαβρώνεται με ρυθμό πολύ υψηλότερο του πληθωρισμού (που βρίσκεται ήδη στο 2%, με αυξητικές τάσεις!). Γιατί στα είδη υποχρεωτικής, καθημερινής, πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης, οι ανατιμήσεις φτάνουν στο 30%. Κάτω από την πίεση της οργής του κόσμου, όπως και κάτω από τα πρώτα απειλητικά ευρήματα στις δημοσκοπήσεις, ο Μητσοτάκης καταφεύγει στις «διαρροές» περί επικείμενης αύξησης του κατώτατου μισθού στα 700 ευρώ. Ασφαλώς, ανάμεσα στις «διαρροές» και στις πραγματικές αποφάσεις εξακολουθεί να υπάρχει απόσταση.
Και προσοχή, η αύξηση στον κατώτατο μισθό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη αύξηση στον πραγματικό συνολικό μισθό της εργατικής τάξης. Γιατί τα μνημόνια έχουν εγκαταστήσει τις «ρυθμίσεις» (υποβάθμιση των ωριμάνσεων) που επιτρέπουν τη συμπίεση όλο και μεγαλύτερου μέρους των εργατών προς τον κατώτατο μισθό, χτίζοντας έτσι τη δυνατότητα να διατηρείται «παγωμένος» ο μέσος πραγματικός εργατικός μισθός –ή και να μειώνεται!– παρά μια μικρή αύξηση του κατώτατου. Το αίτημα για πραγματικές και ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις γίνεται μέσα στη συγκεκριμένη περίοδο καθοριστικό για την κοινωνική πλειοψηφία.
Στο προνομιακό πεδίο του, αυτό της μείωσης φόρων και εισφορών, ο Μητσοτάκης υπήρξε ιδιαίτερα ανοιχτοχέρης προς τους καπιταλιστές. Οι μειώσεις φόρων επί των κερδών και οι μειώσεις εργοδοτικών εισφορών συνεχίζονται αδιάλειπτα, ενώ η απαλλαγή από κάθε φόρο στις γονικές παροχές των ιδιαίτερα μεγάλων περιουσιών, αποτέλεσε ένα «μπόνους» προς τις κυρίαρχες τάξεις. Την ίδια στιγμή βέβαια διατήρησε το χαράτσι της «προσωρινής» (από το 2011!) Εισφοράς Αλληλεγγύης πάνω στους συνταξιούχους και στους δημόσιους υπαλλήλους, ενώ ο ΕΝΦΙΑ –με τη μέθοδο της αύξησης των αντικειμενικών αξιών στις λαϊκές συνοικίες– θα πέσει και φέτος βαρύς στα νοικοκυριά των εργαζομένων.
Στον τομέα των κοινωνικών δαπανών, η κατεύθυνση για «λιγότερο κράτος» αναδεικνύει το πραγματικό πρόσωπό της. Τα δημόσια νοσοκομεία είναι ήδη σε οριακό σημείο αντοχής, πριν το τέταρτο κύμα Covid δείξει τα δόντια του, ενώ τα δημόσια σχολεία άνοιξαν φέτος με συνθήκες πρωτοφανούς υποβάθμισης. Όμως η πολιτική του Μητσοτάκη δεν ταυτίζεται παντού με το «λιγότερο κράτος». Στους εξοπλισμούς πάει από ρεκόρ σε ρεκόρ. Στη ΔΕΘ ανακοίνωσε ότι «αυγάτισε» την παραγγελία σε Ραφάλ, από 18 σε 24. Και πριν κοπάσουν οι πανηγυρισμοί των φιλομιλιταριστικών κύκλων, ανακοίνωσε το πρόγραμμα προμήθειας 3 + 1 φρεγατών τύπου Belhara και 3 κορβετών τύπου GoWind. Τα πανάκριβα, υπερμεγέθη και μεγάλης καταστρεπτικής ισχύος γαλλικά πλοία, προτιμήθηκαν από τα αμερικανικά, ως πιο… επιθετικά όπλα. Όπως έγραψε γνωστός «εθνικός δημοσιογράφος»: «…οι ναύαρχοι είχαν εκφράσει αντιρρήσεις. Έχουν επικαλεστεί την ακαταλληλότητα της αμερικανικής φρεγάτας, η οποία έχει σχεδιαστεί για παράκτια άμυνα και όχι για επιχειρήσεις στην ανοιχτή θάλασσα…». Και αυτά τα πανάκριβα επιθετικά όπλα, αγοράζονται από μια χώρα που λίγες εβδομάδες πριν, χρειάστηκε πυροσβεστικά αεροπλάνα και δεν τα είχε. Και βέβαια, η αγορά των όπλων είναι ένα μόνο τμήμα του προβλήματος. Λίγο μετά την αναβάθμιση της ελληνοαμερικανικής στρατηγικής συμφωνίας, ο Μητσοτάκης υπέγραψε με τον Μακρόν το ελληνογαλλικό σύμφωνο αμυντικής συνδρομής, στήνοντας μια «στρατηγική συμμαχία» με τον γαλλικό ιμπεριαλισμό που είναι ισχυρός στην Αφρική και έχει ιδιαίτερες φιλοδοξίες στην Ανατολική Μεσόγειο. Όπως δήλωσε ο αρχηγός της ΝΔ, αυτές οι «σχέσεις» υπερβαίνουν την κυβερνητική θητεία, δεσμεύουν τη χώρα προς το μέλλον. Έτσι είναι. Όποιος προτίθεται να ταχθεί εναντίον, οφείλει να μιλήσει τώρα.
Ανάλογη είναι η εξέλιξη στο μέτωπο του ρατσισμού. Δεκάδες πρόσφυγες «εξαφανίζονται» στην ελληνική επικράτεια (στη Φολέγανδρο, στη Μεσσηνία κλπ) και το ελληνικό κράτος απαντά κυνικά σε κάθε ερώτημα για την τύχη τους: Δεν γνωρίζω! Οι μαζικές και διαδοχικές παράνομες «επαναπροωθήσεις» είναι πλέον κοινό μυστικό. Και συνδυάζονται με την τραγική επιδείνωση των συνθηκών ζωής όσων, έστω και προσωρινά, έχουν εγκατασταθεί εδώ.
Με αυτή την πολιτική ο Μητσοτάκης απευθύνεται βασικά στην κυρίαρχη τάξη. Θεωρεί ότι αν επιβεβαιώσει και αναπαράγει την εμπιστοσύνη και την υποστήριξή της, θα μπορέσει να κάμψει την αγανάκτηση του κόσμου, όπως αυτή εκφράζεται στους αγώνες αλλά και στις προειδοποιητικές δημοσκοπήσεις. Αυτή η μανούβρα δεν είναι χωρίς προβλήματα. Η «ανεξάρτητη» παρέμβαση του Αντ. Σαμαρά δείχνει ότι ο επικεφαλής της ακροδεξιάς πτέρυγας της Δεξιάς, μυρίστηκε προβλήματα και έσπευσε να πλασαριστεί. Άλλωστε, ακόμα και στον πρόσφατο ανασχηματισμό, η θέση του μέσα στην κυβέρνηση ενισχύθηκε. Όμως όσο ο Μητσοτάκης διατηρεί την υποστήριξη της κυρίαρχης τάξης δεν κινδυνεύει άμεσα από τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς στο κόμμα του και από τους «βαρώνους» της Δεξιάς και της ακροδεξιάς.
Ο πραγματικός του αντίπαλος είναι ο κόσμος. Η νίκη της efood αντηχεί ως πολύ πιο ηχηρή προειδοποίηση. Αυτός ο δρόμος πρέπει να συνεχιστεί στα νοσοκομεία, στην εκπαίδευση, παντού. Και απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, πρέπει να «σηκωθεί» μια Αριστερά που επιμένει στην ανατροπή της, διεκδικώντας την κατοχύρωση για μια σειρά εργατικές και λαϊκές νίκες, μέσα στα πλαίσια μιας συνολικότερης αντισυστημικής-αντικαπιταλιστικής πάλης.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά