Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ προσέφερε ένα δώρο στον Ντόναλντ Τραμπ στις 28 Φεβρουαρίου.
Αποφασίζοντας να δεχτεί να εξετάσει την έφεσή του κατά της ομόφωνης απόφασης του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Κολούμπια, που είχε απορρίψει τον ισχυρισμό του Τραμππερί «απόλυτης ασυλίας» του από κάθε ποινική δίωξη, το Δικαστήριο βοήθησε τη στρατηγική του Τραμπνα καθυστερήσει την δίκη του μέχρι να ολοκληρωθούν οι εκλογές του Νοέμβρη του 2024.
Οι περισσότεροι νομικοί εμπειρογνώμονες που δεν βρίσκονται στη μισθοδοσία του Τραμπθεωρούν ότι η απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίουτης Κολούμπια είναι ακλόνητη και ότι οι ισχυρισμοί του Τραμπ περί «ασυλίας» δεν στέκουν. Το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε εύκολα να αποφασίσει να δεχτεί την ισχύ της απόφασης του Περιφερειακού Δικαστηρίου και να αρνηθεί να εξετάσει την υπόθεση. Αντί γι’ αυτό, αποφάσισε να παρέμβει-και να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης ως τα τέλη Απρίλη.
Η βραδύτητα με την οποία αποφάσισε να κινηθεί το Δικαστήριοσε αυτήν την περίπτωση, έρχεται σε εμφανή αντίθεση με την απόφασή του να εξετάσει την προσφυγή του Τραμπκατά της απόφασης του Κολοράντο,η οποία τον απέκλειε από τις προκριματικές εκλογές της Πολιτείας για παραβίαση τηςρήτρας της 14ης Τροπολογίας του Συντάγματος των ΗΠΑ που αποκλείει τους «στασιαστές» από δημόσια αξιώματα.
Το Δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση εκείνης της υπόθεσης ελάχιστες εβδομάδες μετά την έφεση του Τραμπ κατά της απόφασης του Κολοράντο τον Δεκέμβριο του 2023. Σε αντίθεση με όλες τις άλλες ποινικές υποθέσεις,τις οποίες ο Τραμπ προσπαθεί να καθυστερήσει, ο Τραμπ αξίωσε -και το Δικαστήριο δέχθηκε- μια ταχεία επίλυση του ζητήματος της συμμετοχής του σε κάλπες. Άλλωστε, η περίοδος των προκριματικών εκλογών του 2024 βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη!
Υποθέτοντας ότι οι περισσότεροι δικαστές θα απορρίψουν τελικά τον ισχυρισμό τουΤραμπ (αν και αυτό ίσως δεν είναι ασφαλής υπόθεση,με δεδομένο τον αντιδραστικό μεροληπτικό χαρακτήρα αυτού του δικαστηρίου) η ποινική υπόθεση του Π.Δ. της Κολούμπια κατά του Τραμπ, για τον ρόλο του στην απόπειρα ανατροπής της ήττας του το 2020, δεν θα προχωρήσει για μήνες. Και είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα προχωρήσει καθόλου μέχρι κάποια στιγμή μέσα στο 2025.
Και αν οι εκλογές του Νοέμβρη του 2024 επαναφέρουν τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η δίκη δεν θα γίνει ποτέ. Ένα«τραμπικό» υπουργείο Δικαιοσύνης απλώς θα αποσύρει την ποινική δίωξη εναντίον του.
Η τελευταία ενέργεια του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι ακόμα μια υπενθύμιση –λες και τη χρειαζόμασταν– ότι οι νομικές περιπέτειες του Τραμπ πλανώνται πάνω από τις προεδρικές εκλογές του 2024. Είναι ένα ακόμα στοιχείο που αποδεικνύει ότι οι προεδρικές εκλογές του 2024 εκτυλίσσονται κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες και ότι θα υπάρξουν πολλές ανατροπές ακόμα.
Αν αυτό το κείμενο είχε γραφτεί μια μέρα νωρίτερα, θα μπορούσε να είχε εστιάσει στη σημασία της ψήφου διαμαρτυρίας κατά του προέδρου Τζο Μπάιντεν στις προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών στο Μίσιγκαν, όπου περισσότεροι από 100.000 ψηφοφόροι -εξοργισμένοι από την υποστήριξή του στη γενοκτονική επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα- επέλεξαν να ψηφίσουν «αδέσμευτος» στις εσωκομματικές κάλπες των Δημοκρατικών. Αλλά η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου παραγκώνισε αυτή την είδηση.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, οι εκλογές του 2024 θα είναι ένας επαναληπτικός αγώνας μεταξύ του Τραμπ και του Μπάιντεν. Ο ένας είναι ογδοντάρης και ο άλλος σχεδόν ογδοντάρης. Ο ένας είναι από τους πιο αντιδημοφιλείς απερχόμενουςπροέδρους μετά τον Τζορτζ Μπους ή ακόμα και τον Χάρι Τρούμαν. Ο άλλος αντιμετωπίζει 91 κατηγορίες για κακουργήματα,πέρα από τις δικαστικές αποφάσεις για οικονομικές απάτες, για τις οποίες θα αναγκαστεί να καταβάλει περισσότερα από μισό δισεκατομμύριο δολάρια. Δεν είναι περίεργο που 6 στους 10 ψηφοφόρους δηλώνουν ότι δεν αντιμετωπίζουν με «ενθουσιασμό» την επιλογή Τραμπ ή Μπάιντεν.
Ετοιμαστείτε για μια άγρια και ατελείωτη προεκλογική περίοδο. Προς το παρόν, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Μπάιντεν και ο Τραμπ είναι πρακτικά ισόπαλοι, με την υποστήριξη και των δύο να κυμαίνεται κάπου πάνω από το 40% πανεθνικά. Αλλά λόγω του γελοίου και αντιδημοκρατικού θεσμού του Σώματος των Εκλεκτόρων, οι εκλογές θα κριθούν από το πώς θα τα πάει ο καθένας τους σε έναν μικρό αριθμό «ταλαντευόμενων Πολιτειών», στις οποίες το εκλογικό σώμα είναι πιο οριακά μοιρασμένο μεταξύ των υποψηφίων και των κομμάτων τους. Από τις ταλαντευόμενες πολιτείες που κέρδισε ο Μπάιντεν το 2020 (δηλαδή την Αριζόνα, την Τζόρτζια, το Μίσιγκαν, το Ουισκόνσιν, την Πενσυλβάνια και την Νεβάδα), οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σε κάποιες προηγείται ο Μπάιντεν και σε άλλες ο Τραμπ.
Κανένας από τους δύο βασικούς υποψηφίους δεν ξεκινά από ισχυρή θέση. Παρότι τα μεγάλα ΜΜΕ και οι προοδευτικές ελίτ αντιμετωπίζουν τον Τραμπ σαν να διαθέτει κάποιου είδους μαγικές δυνάμεις, η αλήθεια είναι ότι αποτελεί -με διάφορους τρόπους- έναν αδύναμο διεκδικητή απέναντι στον Μπάιντεν.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Τραμπ είχε χάσει τη λαϊκή ψήφο απέναντι στη φρικτή υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον το 2016 και ότι ποτέ δεν κέρδισε πλειοψηφική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Από τότε που απομακρύνθηκε από το αξίωμά του και μετά την αποτυχία της απόπειρας πραξικοπήματος του 2021, έχει στενέψει την απεύθυνσή του σε μια μικρότερη (που όμως παραμένει σημαντική) εκλογική βάση ακροδεξιών Ευαγγελικών Χριστιανών εθνικιστών.
Για να μην αναφέρουμε τις πολλές άλλες αδυναμίες του, από τους ποινικούς εγκληματικούς μπελάδες του μέχρι την υιοθέτηση ακραία αντιδημοφιλών θέσεων, όπως όταν ισχυρίστηκε ότι «Εγώ κατάφερα να σκοτώσω την απόφαση Ρόου εναντίον Γουέιντ» [την παλιότερη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου με την οποία κατοχυρώνονταν το δικαίωμα στην άμβλωση].
Η φετινή προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ είναι πιο επαγγελματικά σχεδιασμένη σε σχέση με το ξεχαρβαλωμένο εγχείρημα του 2016. Όμως δεν συγκεντρώνει τόσα χρήματα όσα ο Μπάιντεν-ή όσα είχε συγκεντρώσει και ο ίδιος ο Τραμπ το 2019/20- και έχει ξοδέψει για τα δικαστικά του έξοδα περίπου 60 εκατομμύρια δολάρια από τις οικονομικές προεκλογικές εισφορές που του δόθηκαν το 2022-2023. Για τη Ρεπουμπλικανική Εθνική Επιτροπή, η περσινή χρονιά υπήρξε η χειρότερη σε συγκέντρωση χρημάτων (συνυπολογίζοντας τον πληθωρισμό) από το 1993. Οι συγκεντρώσεις του Τραμπ πραγματοποιούνται συνήθως σε μικρότερους χώρους από ό,τι το 2016.
Οι δισεκατομμυριούχοι Ρεπουμπλικάνοι που ήθελαν να δουν το κόμμα τους να δίνει το χρίσμα σε κάποιον που δεν κουβαλά τα βαρίδια του Τραμπ, υποστήριξαν στις προκριματικές εκλογές τον κυβερνήτη της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις και την πρώην κυβερνήτη της Νότιας Καρολίνας Νίκι Χέιλι. Αλλά ο Ντε Σάντις αποδείχτηκε καμένο χαρτί. Ενώ η Χέιλι έδειχνε να αντλεί υποστήριξη από ένα σταθερό 20-30% των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων ενάντια στον Τραμπ στις πρώτες προκριματικές αναμετρήσεις, σαρώθηκε στις εκλογές της «Σούπερ Τρίτης» όταν ο Τραμπ κέρδισε εκατοντάδες αντιπροσώπους.
Αλλά ο Τραμπ έχει ένα πλεονέκτημα υπέρ του: ο αντίπαλός του είναι ο Μπάιντεν.
Για λόγους που πολλά στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος δεν μπορούν ακόμα να καταλάβουν, ο Μπάιντεν παραμένει ο πλέον αντιδημοφιλής εν ενεργεία πρόεδρος που επιδιώκει να επανεκλεγεί από τη δεκαετία του ’40. Οι ανησυχίες για την ηλικία του και για την ικανότητά του να νικήσει τον Τραμπ τον Νοέμβριο οδήγησαν πολλούς εξέχοντες υποστηρικτές του Δημοκρατικού Κόμματος να ζητήσουν την απόσυρσή του από την κούρσα. Αν και αυτή η πιθανότητα είναι μικρή, η σχετική συζήτηση απλώνεται σαν σκιά πάνω από την εκστρατεία του Μπάιντεν.
Φαίνεται ότι ο κύριος λόγος για την αντιδημοφιλία του Μπάιντεν είναι η αδύναμη υποστήριξη που συγκεντρώνει από αυτούς που θεωρούνται η σταθερή/προνομιακή εκλογική βάση των Δημοκρατικών: Νεολαία, «Λατίνος» (Ισπανόφωνοι), άνθρωποι χαμηλού εισοδήματος. Η νεολαία, οι Άραβες Αμερικάνοι και οι Μουσουλμάνοι ήταν ο πυρήνας της «αδέσμευτης» ψήφου στο Μίσιγκαν.
Ο Μπάιντεν και οι προσκείμενες στο Δημοκρατικό Κόμμα ομάδες ενεργοποίησης των ψηφοφόρων [GOTV, “get out the vote”, καμπάνιες κι οργανώσεις που επιχειρούν να αυξήσουν τη συμμετοχή στις κάλπες] προσδοκούν ότι η προοπτική μιας προεδρίας Τραμπ θα είναι αρκετή για να τρομάξει αυτούς τους ψηφοφόρους ώστε να επιστρέψουν στην αγκαλιά των Δημοκρατικών μέχρι τον Νοέμβριο.
Αλλά το αν μπορεί να συμβεί αυτό εξαρτάται από τη ζωτικότητα αυτών των οργανώσεων. Και, σε σύγκριση με 4 χρόνια πριν, αυτές οι οργανώσεις έχουν ατροφήσει. Η Fair Fight, η ομάδα υπεράσπισης του δικαιώματος ψήφου στην Τζόρτζια. Οι Justice Democrats, το εκκολαπτήριο «αριστερόστροφων» υποψηφίων στο Δημοκρατικό Κόμμα. Το Sunrise Movement, η εκλογική ομάδα ακτιβιστών για το κλίμα. Και το MoveOn.org, το ιστορικό προοδευτικό λόμπι στο εσωτερικό των Δημοκρατικών. Όλες έχουν αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα που τις ανάγκασαν να απολύσουν προσωπικό.
Για όλες αυτές τις οργανώσεις η ιστορία είναι η ίδια. Λαμβάνουν πολύ λιγότερες δωρεές από ό,τι λάμβαναν όταν ήταν στην προεδρία ο Τραμπ. Και οι πλούσιοι Δημοκρατικοί, που εξακολουθούν να κατέχουν το πορτοφόλι του κόμματος, ενδιαφέρονται περισσότερο να υποστηρίξουν τους«μετριοπαθείς», τους «κεντρώους» και τους νυν αξιωματούχους, παρά τους προοδευτικούς ακτιβιστές. Και με τους Δημοκρατικούς να ελέγχουν το Κογκρέσο και τον Λευκό Οίκο κατά τα δύο πρώτα χρόνια της θητείας Μπάιντεν, μεγάλο μέρος αυτού του προοδευτικού Δημοκρατικού «οικοσυστήματος» μεταμορφώθηκε από κίνημα «αντίστασης» κατά του Τραμπ σε «νομιμόφρων αντιπολίτευση», η οποία αποδείχθηκε περισσότερο «νομιμόφρων» απέναντι στον Μπάιντεν και λιγότερο «αντιπολίτευση». Η μεταμόρφωση της αντιπροσώπου Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ από (υπερτιμημένη) «αντάρτισσα» σε κανονικότατη υποστηρίκτρια του Μπάιντεν είναι εμβληματική αυτής της στροφής.
Στις αρχές του 2024, οι Δημοκρατικοί έχουν κάποια πλεονεκτήματα.Τον τελευταίο καιρό έχουν ένα μικρό νικηφόρο σερί. Αν και περισσότεροι άνθρωποι ψήφισαν Ρεπουμπλικάνους παρά Δημοκρατικούς στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, οι Δημοκρατικοί απέτρεψαν το προβλεπόμενο «κόκκινο [στα χρώματα των Ρεπουμπλικάνων] κύμα». Από όταν η απόφαση Ντομπς του 2022 ανέτρεψε το ομοσπονδιακό δικαίωμα στην άμβλωση, οι Δημοκρατικοί έχουν αξιοποιήσει με επιτυχία την κοινωνική εναντίωση στον Ρεπουμπλικανικό «εξτρεμισμό», διοχετεύοντάς την σε μια σταθερή «υπερ-απόδοση» στις εκλογικές μάχες. Το γεγονός ότι την ημέρα των εκλογών του 2024 θα γίνουν και δημοψηφίσματα για το δικαίωμα στην άμβλωση σε κάποιες Πολιτείες, αναμένεται να αυξήσει την εκλογική προσέλευση των πιο φιλικών προς το Δημοκρατικό Κόμμα ανθρώπων. Και ο Μπάιντεν έχει περισσότερα χρήματα στη διάθεσή του από τον Τραμπ.
Ενώ ο Μπάιντεν έχει ένα ακόμα πλεονέκτημα: αντίπαλός του είναι ο Τραμπ.
Το γεγονός ότι και τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα κατεβάζουν απίστευτα αντιδημοφιλείς υποψηφίους και ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να κερδίσουν το προβάδισμα μέσα στις γραμμές των «διπλά haters» -δηλαδή τωνανθρώπων που δεν θέλουν να ψηφίσουν κανέναν από τους δύο, αλλά που μισούν τον ένα κάπως λιγότερο παθιασμένα από ό,τι μισούν τον άλλο- είναι ένα πραγματικό «κατηγορώ» για το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Υπάρχουν κι αρκετοί άλλοι παράγοντες, από τον αντίκτυπο που θα έχουν οι προσπάθειες τρίτων κομμάτων, μέχρι τις δίκες του Τραμπ και την δαπάνη «σκοτεινού χρήματος» [σκιώδεις, ανεπίσημες οικονομικές πηγές], οι οποίοι θα επηρεάσουν το αποτέλεσμα καθώς η χώρα κινείται προς το Νοέμβρη. Επόμενα άρθρα θα καλύψουν αυτά τα θέματα. Αλλά για τους σοσιαλιστές, η επιλογή μεταξύ του μικρότερου από τα δύο κακά -αυτό που η αρθρογράφος του Nation, Κάθα Πόλιτ, κάποτε περιέγραψε ως «προοδευτικοί στην κόλαση που κάνουν οργανωτική εκλογική δουλειά υπέρ του Σατανά επειδή ο Βελζεβούλ θα ήταν ακόμη χειρότερος»- δεν αποτελεί επιλογή.