Γιώργου Αλεξάτου: «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου» - β΄ έκδοση αναθεωρημένη, Κουκκίδα 2015.
Ένα βιβλίο για την κοινωνική ιστορία της εργατικής τάξης και μέσα απ’ αυτήν για την ιστορία του κινήματός της και της Αριστεράς, είναι αναμφίβολα ευπρόσδεκτο και ενδιαφέρον. Πόσο μάλλον, όταν το βιβλίο αυτό αποπειράται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική –συνολικότερα, αλλά και τη μαρξιστική- ιστοριογραφία, από την οποία απουσιάζει μια ανάλογη μελέτη και όσα έχουν γραφτεί αναφέρονται είτε σε περιορισμένες χρονικά περιόδους είτε σε συγκεκριμένους εργασιακούς κλάδους.
Το βιβλίο του Γιώργου Αλεξάτου βγήκε σε μια πρώτη έκδοση το 1997 και τώρα επανεκδίδεται εμπλουτισμένο με στοιχεία που τότε είτε δεν τα είχε υπόψη του ο συγγραφέας είτε δεν υπήρχαν στη διάθεσή του. Οικοδόμος ο ίδιος, εκείνα τα χρόνια, με πολύχρονη ενεργό συμμετοχή στο κομμουνιστικό και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, θέλησε με τη μελέτη της ιστορίας της εργατικής τάξης να αναμετρηθεί με τα ερωτήματα που έθετε η ιδεολογική επίθεση των απολογητών του καπιταλιστικού συστήματος κατά του μαρξισμού, μετά από τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 1989-91.
Κύρια πρόθεσή του, όπως γράφει στην Εισαγωγή του βιβλίου, ήταν η προσπάθεια να διαπιστώσει το κατά πόσο η βασική θέση του μαρξισμού για την ταξική πάλη, ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, επαληθεύεται και στην ιστορική εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Μέσα από έναν εξαιρετικά μεγάλο όγκο πηγών και ιστορικών αναφορών, ο Αλεξάτος παρακολούθησε τη διαδρομή της εργατικής τάξης στην Ελλάδα ήδη από τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι και την περίοδο του Μεσοπολέμου, σε συνδυασμό με την εμφάνιση, ανάπτυξη και κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Απορρίπτοντας την παραδοσιακή αριστερή άποψη περί της κυριαρχίας του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία –στην οποία, όπως υποστηρίζει, κυρίαρχος ήταν ο ανατολικός (ασιατικός) τρόπος παραγωγής- επιδιώκει την τεκμηρίωση της θέσης ότι ο φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής ήταν ανύπαρκτος στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, ο οποίος, ήδη από τη συγκρότησή του, μετά την Επανάσταση του 1821, κυριαρχείται από την αστική τάξη. Μια αστική τάξη που δρούσε στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Μεσογείου και της ανατολικής Ευρώπης, ακόμη και σε χώρες δυτικοευρωπαϊκές και κεντροευρωπαϊκές.
Εντούτοις, η μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού του ελληνικού κράτους κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, δεν εντασσόταν στις καπιταλιστικές παραγωγικές διαδικασίες, αλλά στην απλή εμπορευματική παραγωγή. Κι αυτό, ως συνέπεια τόσο της Επανάστασης, που ενίσχυσε τη μικροϊδιοκτησία, όσο και της μακρόχρονης αποτελεσματικής αντίστασης των λαϊκών εργαζόμενων τάξεων στην προοπτική της προλεταριοποίησής τους.
Αυτή η αντίσταση στην προλεταριοποίηση, που διεξάγεται με έμμεσους τρόπους -με κυριότερη τη μετανάστευση μελών των αγροτικών οικογενειών προκειμένου να στηριχτεί η μικροϊδιοκτησία της γης, αλλά και με την εποχιακή και περιοδεύουσα εργασία, ακόμη και με τη ληστανταρσία- αποτελεί, κατά τον συγγραφέα, και τη βασική αιτία της καθυστέρησης της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας. Οι όποιες απόπειρες του ισχυρού ελληνικού κεφαλαίου των παροικιών του εξωτερικού να επενδύσει στη βιομηχανία, σκοντάφτουν στην απουσία ενός απαραίτητου παράγοντα: της φτηνής και άφθονης εργατικής δύναμης.
Κατά συνέπεια, ο Αλεξάτος υποστηρίζει ότι δεν ήταν κάποιοι «αντικειμενικοί οικονομικοί όροι εξέλιξης» που εμπόδισαν τη μετατροπή της Ελλάδας σε μια χώρα ανάλογη με αυτές της βιομηχανικά αναπτυγμένης Δύσης, αλλά η ταξική πάλη, η οποία, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εκφραζόταν με την αντίσταση του κόσμου της απλής εμπορευματικής παραγωγής (των αγροτών, αλλά και των τεχνιτών κ.λπ.) στην αποστέρηση της εργασιακής του ανεξαρτησίας και την υπαγωγή του στην καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Η εργατική τάξη, αριθμητικά ανίσχυρη και με τα πιο εκμεταλλευόμενα τμήματά της να κινούνται μεταξύ της προλεταριακής ιδιότητας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης, μαζικοποιείται με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς, κυρίως ως αποτέλεσμα εξωοικονομικών παραγόντων. Τα ανήλικα ορφανά των θυμάτων της επιδημίας χολέρας που έπληξε την Αθήνα και τον Πειραιά κατά τον αποκλεισμό τους από τους Αγγλογάλλους κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854-57), οι κρητικοί πρόσφυγες της αποτυχημένης Επανάστασης του 1866-69, αλλά και αλλοδαποί μετανάστες και πολιτικοί πρόσφυγες από διάφορες ευρωπαϊκές και βαλκανικές χώρες, από την Αρμενία κ.λπ., αποτέλεσαν τον πρώτο σχετικά μαζικό πυρήνα της εργατικής τάξης. Τότε ακριβώς, που η στροφή του παροικιακού κεφαλαίου προς το εθνικό κέντρο και η αστική εκσυγχρονιστική πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη –που επιδιώκει και την κάμψη των αντιστάσεων του κόσμου της απλής εμπορευματικής παραγωγής- δημιουργούσαν τους όρους για την πρώτη απόπειρα μιας έστω και περιορισμένης βιομηχανικής ανάπτυξης.
Μελετώντας την ανάπτυξη αυτής της πρώτης σχετικά μαζικής εργατικής τάξης, ο συγγραφέας επεκτείνει την αναφορά του και σε ζητήματα ιδεολογίας και πολιτισμού, και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αναφέρεται και στις πρώτες απόπειρες συγκρότησης του ελληνικού εργατικού κινήματος, τόσο από τις πρώτες ομάδες και κινήσεις σοσιαλιστικού, αναρχικού και χριστιανοσοσιαλιστικού προσανατολισμού, όσο και από τις πρώτες συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους πρώτους εργατικούς διεκδικητικούς αγώνες, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι εξεγερσιακού χαρακτήρα κινητοποιήσεις των μεταλλωρύχων του Λαυρίου.
Σύμφωνα με τον Αλεξάτο, σταθμός στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος υπήρξε η περίοδος που ακολούθησε το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, το 1909, όταν, πλέον, η σχετικά μαζικοποιημένη εργατική τάξη εισέρχεται στο ιστορικό προσκήνιο ως κοινωνική δύναμη.
Αντιτασσόμενος στην άποψη που εμφανίζει την αντιπαράθεση μεταξύ βενιζελισμού και αντιβενιζελισμού σαν αντίθεση αστικής τάξης και μιας (ανύπαρκτης, κατά τον συγγραφέα) τάξης «φεουδαρχών», υποστηρίζει –ακολουθώντας τη σχετική ανάλυση του Σεραφείμ Μάξιμου- ότι επρόκειτο για αντιπαράθεση μεταξύ τμημάτων της ίδιας τάξης, της αστικής, και δύο διαφορετικών στρατηγικών πολιτικών κατευθύνσεων. Από την αντιπαράθεση αυτή σε σημαντικό βαθμό βγήκε ωφελημένο το εργατικό κίνημα, καθώς και οι δύο αστικές παρατάξεις επιδίωκαν να το προσεταιριστούν, ανεξαρτήτως της ταυτόχρονης βίαιης κατασταλτικής πολιτικής σε βάρος των διεκδικητικών του αγώνων.
Συνέπεια της ανάδειξης της εργατικής τάξης σε κοινωνική δύναμη υπήρξε το 1918 και η πανελλαδική ενοποίηση των δυνάμεων του σοσιαλιστικού κινήματος, με την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), και του συνδικαλιστικού κινήματος, με την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ).
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αναφορά στο βιβλίο στη στάση που κράτησε η εργατική τάξη έναντι της εμπλοκής της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που χαρακτηρίστηκε από τις αντιπολεμικές διαθέσεις της μεγάλης πλειονότητάς της. Η στάση της αυτή καθόρισε και την κυριαρχία στο εσωτερικό του σοσιαλιστικού κινήματος των αντιπολεμικών απόψεων, που συνδέονται και με τον προσανατολισμό του νεοσύστατου ΣΕΚΕ προς την Γ΄ Κομμουνιστική Διεθνή. Ανάλογη στάση κρατήθηκε και κατά την επεκτατική εξόρμηση στη Μικρά Ασία, στα 1919-22, που έληξε με την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί, σύμφωνα με τον συγγραφέα, καθοριστική τομή στην ιστορία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, καθώς η ανακοπή της επεκτατικής πολιτικής του ελληνικού καπιταλισμού και η αδυναμία συνέχισης των δραστηριοτήτων της ελληνικής αστικής τάξης σε χώρες όπως η Ρωσία και η Τουρκία, υποχρεώνουν σε συγκέντρωσή της στον ελλαδικό χώρο. Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου υπήρξε μια χώρα με μεγάλους ρυθμούς οικονομικής –και βιομηχανικής- ανάπτυξης, ενώ δραστηριότητες σε παγκόσμιο επίπεδο συνεχίζει να αναπτύσσει το εφοπλιστικό κεφάλαιο, που έχει κατακτήσει μια από τις πρώτες θέσεις στον διεθνή ανταγωνισμό.
Η μεσοπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη συνδέεται άμεσα με τη μαζική προλεταριοποίηση μεγάλων τμημάτων του ντόπιου, αλλά και του προσφυγικού πληθυσμού. Το ελληνικό κεφάλαιο έχει στη διάθεσή του, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, άφθονη και φτηνή εργατική δύναμη, αποτελούμενη σε σημαντικό ποσοστό και από γυναίκες, αλλά και ανήλικους και των δύο φύλων.
Αναφερόμενος στην εργατική τάξη της μεσοπολεμικής περιόδου, ο συγγραφέας καταγράφει τα χαρακτηριστικά μαζικών κλάδων, όπως ο καπνεργατικός (που βρίσκεται στην πρωτοπορία των εργατικών αγώνων), οι εργαζόμενοι στις μεταφορές (ναυτεργάτες, σιδηροδρομικοί, τροχιοδρομικοί – τραμβαγέρηδες), οι οικοδόμοι, οι λιμενεργάτες, οι μεταλλωρύχοι, οι αρτεργάτες, το βιομηχανικό προλεταριάτο, οι εργάτες-τριες γης κ.ά., αναζητώντας τους ιδιαίτερους λόγους της συνδικαλιστικής συμπεριφοράς καθενός απ’ αυτούς, όπως και τις αιτίες που κάποιοι βρίσκονται υπό την επιρροή του ΚΚΕ, άλλοι υπό την επιρροή των σοσιαλδημοκρατών και άλλοι υπό την επιρροή των συντηρητικών «εργατοπατέρων».
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην ιδεολογική διαμόρφωση της εργατικής τάξης της περιόδου, καθώς και στην πολιτισμική και πολιτιστική συμπεριφορά της, σε μια εποχή κατά την οποία μορφοποιείται και το ρεμπέτικο τραγούδι, ως μουσική έκφραση του κόσμου που βρίσκεται στα όρια μεταξύ των πιο εκμεταλλευόμενων τμημάτων της εργατικής τάξης και του κοινωνικού περιθωρίου.
Καθώς στα χρόνια αυτά υπάρχει ήδη συγκροτημένη Αριστερά, οι αναφορές στο ΚΚΕ, στη σοσιαλδημοκρατία και στις τάσεις που διαμορφώνονται στ’ αριστερά του ΚΚΕ (αρχειομαρξιστές, τροτσκιστές κ.ά.) γίνονται σε άμεση σχέση και με τους δεσμούς που αναπτύσσονται με την εργατική τάξη. Στον ανταγωνισμό για την πολιτική της εκπροσώπηση, ο Αλεξάτος υποστηρίζει ότι τόσο η ελληνική όσο και η διεθνής πραγματικότητα ευνοούσαν το ΚΚΕ, το οποίο -όπως έγραφε ο Eric Hobsbawm για τα Κ.Κ. της εποχής και αναφέρεται και στο βιβλίο (σ. 197)- είχε υπέρ του ένα ακαταμάχητο πλεονέκτημα: «το να είναι κανείς κοινωνικός επαναστάτης όλο και περισσότερο σήμαινε να είναι οπαδός του Λένιν και της Οκτωβριανής Επανάστασης, μέλος ή οπαδός κάποιου Κομμουνιστικού Κόμματος προσδεμένου στη Μόσχα».
Εκτιμώντας πως αντικειμενικοί λόγοι –με κυριότερο την αδυναμία άσκησης κοινωνικής πολιτικής παροχών προς τους εργαζόμενους, οι διεκδικητικοί αγώνες των οποίων αντιμετωπίζονταν με άγρια και βίαιη καταστολή, με συνέπεια δεκάδες νεκρούς όλα αυτά τα χρόνια- δεν επέτρεπαν τη συγκρότηση μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, ο Αλεξάτος υποστηρίζει ότι η κυριαρχία του ΚΚΕ στην Αριστερά καθορίστηκε από τις εξελίξεις στο εσωτερικό του κατά την περίοδο που αναπτύχθηκαν μεγάλοι ταξικοί-κοινωνικοί αγώνες, μετά το 1931. Αυτή ακριβώς την περίοδο, το ΚΚΕ, έχοντας ξεπεράσει τις μακρόχρονες εσωκομματικές του κρίσεις, διαμορφώνεται σε «τυπικό σταλινικό κόμμα», ικανό να δρα ως μονολιθικός αποτελεσματικός οργανισμός, αλλά, ταυτόχρονα, υπόκειται σε διαδικασίες γραφειοκρατικοποίησης, εξάρτησης της πολιτικής του από τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, αλλά και μιας δογματικής αντίληψης για τον «μαρξισμό-λενινισμό», έτσι όπως αυτός γίνεται αντιληπτός από την υπό σταλινικό έλεγχο Κομμουνιστική Διεθνή.
Κρίσιμη περίοδος για την ιδεολογικοπολιτική διαμόρφωση του ΚΚΕ αποτελεί, κατά τον συγγραφέα, η περίοδος 1934-35, όταν εγκαταλείπεται η στρατηγική της σοσιαλιστικής («εργατοαγροτικής») επανάστασης και υιοθετείται η στρατηγική των σταδίων μετάβασης στον σοσιαλισμό, με πρώτο στάδιο την αστικοδημοκρατική επανάσταση. Επιπλέον, εγκαταλείποντας την αδιέξοδη σεχταριστική πολιτική της «Τρίτης Περιόδου», η πολιτική συμμαχιών του κόμματος για την αντιμετώπιση του φασιστικού κινδύνου καθορίζεται από την πολιτική του «Λαϊκού Μετώπου», με την επιδίωξη συνεργασίας με δυνάμεις του αστικού πολιτικού φάσματος, οι οποίες, εντούτοις, ερωτοτροπούν με το ενδεχόμενο αντιδημοκρατικής εκτροπής.
Αν και ο Αλεξάτος θεωρεί ότι η στροφή του ΚΚΕ σε μια πολιτική πλατιών κοινωνικών συμμαχιών συνέβαλε στην ενίσχυση των δεσμών του με ευρύτερα λαϊκά στρώματα, αποτελώντας και τη βάση για την ανάπτυξη του εαμικού κινήματος μερικά χρόνια αργότερα, εντοπίζει ως κύρια αιτία της αδυναμίας αξιοποίησης των συνθηκών που διαμορφώθηκαν κατά τον Μάιο-Ιούνιο 1936, όταν το εργατικό και λαϊκό κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής του, ακριβώς τον προσανατολισμό του στην πάση θυσία συνεργασία με αστικές πολιτικές δυνάμεις. Η αδυναμία αυτή είναι που εμπόδισε το εργατικό και λαϊκό κίνημα να αντιμετωπίσει τελικά και την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της οποίας το εργατικό κίνημα αποδιοργανώθηκε.
Αυτά τα κρίσιμα χρόνια της ανόδου της επιρροής του ΚΚΕ, αλλά και της ανάπτυξης μεγάλων ταξικών-κοινωνικών αγώνων, συμπίπτουν με τη μεγάλη κρίση στις γραμμές της «αριστερής διαφωνίας». Η κύρια δύναμή της, η αρχειομαρξιστική οργάνωση (ΚΟΜΛΕΑ), η οποία είχε αναγνωριστεί από τον Τρότσκι ως το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Αριστερής Αντιπολίτευσης, καθώς διέθετε σημαντικές προσβάσεις στο εργατικό κίνημα, θα διασπαστεί το 1934, με το ένα τμήμα της να απορρίπτει τον προσανατολισμό προς την ίδρυση νέας (4ης) Διεθνούς και ένα άλλο να παραμένει σταθερά στο τροτσκιστικό κίνημα. Εντούτοις και παρά το ότι στις γραμμές του ελληνικού τροτσκισμού συντελούνται σοβαρές ιδεολογικές διεργασίες, με τον καθοριστικό ρόλο του Παντελή Πουλιόπουλου (που επιχειρεί μια τεκμηριωμένη αντίκρουση των νέων προσανατολισμών του ΚΚΕ στη στρατηγική των σταδίων και στη συμμαχία με αστικές δυνάμεις), η κρίση του 1933-34 θα έχει ως συνέπεια τον περιορισμό της επιρροής στην εργατική τάξη και στο εργατικό κίνημα. Στις εκλογές του Ιανουαρίου 1936, όταν το ΚΚΕ, με 73.500 ψήφους και 15μελή κοινοβουλευτική ομάδα, αναδεικνύεται ρυθμιστική δύναμη στην πολιτική ζωή της χώρας, το Κομμουνιστικό Αρχειομαρξιστικό Κόμμα Ελλάδας περιορίστηκε στις 1.150 ψήφους και οι συνεργαζόμενες τροτσκιστικές οργανώσεις (ΚΔΕΕ και ΟΚΔΕ) συγκέντρωσαν μόλις 200, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Αναμφίβολα, το βιβλίο του Αλεξάτου αξίζει να διαβαστεί. Ανεξαρτήτως των όποιων διαφωνιών μπορεί να προκύπτουν σε επιμέρους εκτιμήσεις των ιστορικών γεγονότων στα οποία αναφέρεται, αποτελεί μια δουλειά απαραίτητη για μια πρώτη εξοικείωση με τους όρους συγκρότησης και ανάπτυξης της εργατικής τάξης, και μέσα από αυτήν με τους όρους συγκρότησης και ανάπτυξης του εργατικού κινήματος.
Συγγραφέας ο ίδιος, μεταξύ άλλων βιβλίων του, του «Ιστορικού λεξικού του ελληνικού εργατικού κινήματος», βασίζει και το βιβλίο για την κοινωνική ιστορία της εργατικής τάξης σ’ ένα μεγάλο πλήθος πηγών και πληροφοριών, έτσι ώστε να επιδιώκεται η τεκμηριωμένη παράθεση στοιχείων, ιδιαίτερα χρήσιμων σε όποιον-α καταπιάνεται όχι μόνο με την ιστορία της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος, αλλά και γενικότερα με τη νεοελληνική ιστορία.