Γιώργου Αλεξάτου: «Η εργατική τάξη στην Ελλάδα. Από την πρώτη συγκρότηση στους ταξικούς αγώνες του Μεσοπολέμου» - β΄ έκδοση αναθεωρημένη, Κουκκίδα 2015.

Ένα βι­βλίο για την κοι­νω­νι­κή ιστο­ρία της ερ­γα­τι­κής τάξης και μέσα απ’ αυτήν για την ιστο­ρία του κι­νή­μα­τός της και της Αρι­στε­ράς, είναι αναμ­φί­βο­λα ευ­πρόσ­δε­κτο και εν­δια­φέ­ρον. Πόσο μάλ­λον, όταν το βι­βλίο αυτό απο­πει­ρά­ται να κα­λύ­ψει ένα με­γά­λο κενό στην ελ­λη­νι­κή –συ­νο­λι­κό­τε­ρα, αλλά και τη μαρ­ξι­στι­κή- ιστο­ριο­γρα­φία, από την οποία απου­σιά­ζει μια ανά­λο­γη με­λέ­τη και όσα έχουν γρα­φτεί ανα­φέ­ρο­νται είτε σε πε­ριο­ρι­σμέ­νες χρο­νι­κά πε­ριό­δους είτε σε συ­γκε­κρι­μέ­νους ερ­γα­σια­κούς κλά­δους.

Το βι­βλίο του Γιώρ­γου Αλε­ξά­του βγήκε σε μια πρώτη έκ­δο­ση το 1997 και τώρα επα­νεκ­δί­δε­ται εμπλου­τι­σμέ­νο με στοι­χεία που τότε είτε δεν τα είχε υπόψη του ο συγ­γρα­φέ­ας είτε δεν υπήρ­χαν στη διά­θε­σή του. Οι­κο­δό­μος ο ίδιος, εκεί­να τα χρό­νια, με πο­λύ­χρο­νη ενερ­γό συμ­με­το­χή στο κομ­μου­νι­στι­κό και το ερ­γα­τι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κί­νη­μα, θέ­λη­σε με τη με­λέ­τη της ιστο­ρί­ας της ερ­γα­τι­κής τάξης να ανα­με­τρη­θεί με τα ερω­τή­μα­τα που έθετε η ιδε­ο­λο­γι­κή επί­θε­ση των απο­λο­γη­τών του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος κατά του μαρ­ξι­σμού, μετά από τα κο­σμοϊ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα του 1989-91.

Κύρια πρό­θε­σή του, όπως γρά­φει στην Ει­σα­γω­γή του βι­βλί­ου, ήταν η προ­σπά­θεια να δια­πι­στώ­σει το κατά πόσο η βα­σι­κή θέση του μαρ­ξι­σμού για την τα­ξι­κή πάλη, ως κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη της ιστο­ρί­ας, επα­λη­θεύ­ε­ται και στην ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη του ελ­λη­νι­κού κοι­νω­νι­κού σχη­μα­τι­σμού.

Μέσα από έναν εξαι­ρε­τι­κά με­γά­λο όγκο πηγών και ιστο­ρι­κών ανα­φο­ρών, ο Αλε­ξά­τος πα­ρα­κο­λού­θη­σε τη δια­δρο­μή της ερ­γα­τι­κής τάξης στην Ελ­λά­δα ήδη από τα χρό­νια της οθω­μα­νι­κής κυ­ριαρ­χί­ας μέχρι και την πε­ρί­ο­δο του Με­σο­πο­λέ­μου, σε συν­δυα­σμό με την εμ­φά­νι­ση, ανά­πτυ­ξη και κυ­ριαρ­χία των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής.

Απορ­ρί­πτο­ντας την πα­ρα­δο­σια­κή αρι­στε­ρή άποψη περί της κυ­ριαρ­χί­ας του φε­ου­δαρ­χι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής στην Οθω­μα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία –στην οποία, όπως υπο­στη­ρί­ζει, κυ­ρί­αρ­χος ήταν ο ανα­το­λι­κός (ασια­τι­κός) τρό­πος πα­ρα­γω­γής- επι­διώ­κει την τεκ­μη­ρί­ω­ση της θέσης ότι ο φε­ου­δαρ­χι­κός τρό­πος πα­ρα­γω­γής ήταν ανύ­παρ­κτος  στον ελ­λη­νι­κό κοι­νω­νι­κό σχη­μα­τι­σμό, ο οποί­ος, ήδη από τη συ­γκρό­τη­σή του, μετά την Επα­νά­στα­ση του 1821, κυ­ριαρ­χεί­ται από την αστι­κή τάξη. Μια αστι­κή τάξη που δρού­σε στον ευ­ρύ­τε­ρο χώρο της ανα­το­λι­κής Με­σο­γεί­ου και της ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης, ακόμη και σε χώρες δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊ­κές και κε­ντρο­ευ­ρω­παϊ­κές.

Εντού­τοις, η με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα του πλη­θυ­σμού του ελ­λη­νι­κού κρά­τους κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι και τις πρώ­τες δε­κα­ε­τί­ες του 20ού, δεν εντασ­σό­ταν στις κα­πι­τα­λι­στι­κές πα­ρα­γω­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες, αλλά στην απλή εμπο­ρευ­μα­τι­κή πα­ρα­γω­γή. Κι αυτό, ως συ­νέ­πεια τόσο της Επα­νά­στα­σης, που ενί­σχυ­σε τη μι­κροϊ­διο­κτη­σία, όσο και της μα­κρό­χρο­νης απο­τε­λε­σμα­τι­κής αντί­στα­σης των λαϊ­κών ερ­γα­ζό­με­νων τά­ξε­ων στην προ­ο­πτι­κή της προ­λε­τα­ριο­ποί­η­σής τους.

Αυτή η αντί­στα­ση στην προ­λε­τα­ριο­ποί­η­ση, που διε­ξά­γε­ται με έμ­με­σους τρό­πους -με κυ­ριό­τε­ρη τη με­τα­νά­στευ­ση μελών των αγρο­τι­κών οι­κο­γε­νειών προ­κει­μέ­νου να στη­ρι­χτεί η μι­κροϊ­διο­κτη­σία της γης, αλλά και με την επο­χια­κή και πε­ριο­δεύ­ου­σα ερ­γα­σία, ακόμη και με τη λη­στα­νταρ­σία- απο­τε­λεί, κατά τον συγ­γρα­φέα, και τη βα­σι­κή αιτία της κα­θυ­στέ­ρη­σης της βιο­μη­χα­νι­κής ανά­πτυ­ξης της χώρας. Οι όποιες από­πει­ρες του ισχυ­ρού ελ­λη­νι­κού κε­φα­λαί­ου των πα­ροι­κιών του εξω­τε­ρι­κού να επεν­δύ­σει στη βιο­μη­χα­νία, σκο­ντά­φτουν στην απου­σία ενός απα­ραί­τη­του πα­ρά­γο­ντα: της φτη­νής και άφθο­νης ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης.

Κατά συ­νέ­πεια, ο Αλε­ξά­τος υπο­στη­ρί­ζει ότι δεν ήταν κά­ποιοι «αντι­κει­με­νι­κοί οι­κο­νο­μι­κοί όροι εξέ­λι­ξης» που εμπό­δι­σαν τη με­τα­τρο­πή της Ελ­λά­δας σε μια χώρα ανά­λο­γη με αυτές της βιο­μη­χα­νι­κά ανα­πτυγ­μέ­νης Δύσης, αλλά η τα­ξι­κή πάλη, η οποία, σε όλη τη διάρ­κεια του 19ου αιώνα, εκ­φρα­ζό­ταν με την αντί­στα­ση του κό­σμου της απλής εμπο­ρευ­μα­τι­κής πα­ρα­γω­γής (των αγρο­τών, αλλά και των τε­χνι­τών κ.λπ.) στην απο­στέ­ρη­ση της ερ­γα­σια­κής του ανε­ξαρ­τη­σί­ας και την υπα­γω­γή του στην κα­πι­τα­λι­στι­κή εκ­με­τάλ­λευ­ση.

Η ερ­γα­τι­κή τάξη, αριθ­μη­τι­κά ανί­σχυ­ρη και με τα πιο εκ­με­ταλ­λευό­με­να τμή­μα­τά της να κι­νού­νται με­τα­ξύ της προ­λε­τα­ρια­κής ιδιό­τη­τας και της κοι­νω­νι­κής πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­σης, μα­ζι­κο­ποιεί­ται με εξαι­ρε­τι­κά αρ­γούς ρυθ­μούς, κυ­ρί­ως ως απο­τέ­λε­σμα εξω­οι­κο­νο­μι­κών πα­ρα­γό­ντων. Τα ανή­λι­κα ορ­φα­νά των θυ­μά­των της επι­δη­μί­ας χο­λέ­ρας που έπλη­ξε την Αθήνα και τον Πει­ραιά κατά τον απο­κλει­σμό τους από τους Αγ­γλο­γάλ­λους κατά τον Κρι­μαϊ­κό Πό­λε­μο (1854-57), οι κρη­τι­κοί πρό­σφυ­γες της απο­τυ­χη­μέ­νης Επα­νά­στα­σης του 1866-69, αλλά και αλ­λο­δα­ποί με­τα­νά­στες και πο­λι­τι­κοί πρό­σφυ­γες από διά­φο­ρες ευ­ρω­παϊ­κές και βαλ­κα­νι­κές χώρες, από την Αρ­με­νία κ.λπ., απο­τέ­λε­σαν τον πρώτο σχε­τι­κά μα­ζι­κό πυ­ρή­να της ερ­γα­τι­κής τάξης. Τότε ακρι­βώς, που η στρο­φή του πα­ροι­κια­κού κε­φα­λαί­ου προς το εθνι­κό κέ­ντρο και η αστι­κή εκ­συγ­χρο­νι­στι­κή πο­λι­τι­κή του Χα­ρί­λα­ου Τρι­κού­πη –που επι­διώ­κει και την κάμψη των αντι­στά­σε­ων του κό­σμου της απλής εμπο­ρευ­μα­τι­κής πα­ρα­γω­γής- δη­μιουρ­γού­σαν τους όρους για την πρώτη από­πει­ρα μιας έστω και πε­ριο­ρι­σμέ­νης βιο­μη­χα­νι­κής ανά­πτυ­ξης.

Με­λε­τώ­ντας την ανά­πτυ­ξη αυτής της πρώ­της σχε­τι­κά μα­ζι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης, ο συγ­γρα­φέ­ας επε­κτεί­νει την ανα­φο­ρά του και σε ζη­τή­μα­τα ιδε­ο­λο­γί­ας και πο­λι­τι­σμού, και μέσα σ’ αυτό το πλαί­σιο ανα­φέ­ρε­ται και στις πρώ­τες από­πει­ρες συ­γκρό­τη­σης του ελ­λη­νι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, τόσο από τις πρώ­τες ομά­δες και κι­νή­σεις σο­σια­λι­στι­κού, αναρ­χι­κού και χρι­στια­νο­σο­σια­λι­στι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού, όσο και από τις πρώ­τες συν­δι­κα­λι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις και τους πρώ­τους ερ­γα­τι­κούς διεκ­δι­κη­τι­κούς αγώ­νες, με­τα­ξύ των οποί­ων ξε­χω­ρί­ζουν οι εξε­γερ­σια­κού χα­ρα­κτή­ρα κι­νη­το­ποι­ή­σεις των με­ταλ­λω­ρύ­χων του Λαυ­ρί­ου.

Σύμ­φω­να με τον Αλε­ξά­το, σταθ­μός στην ανά­πτυ­ξη του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος υπήρ­ξε η πε­ρί­ο­δος που ακο­λού­θη­σε το στρα­τιω­τι­κό κί­νη­μα στο Γουδί, το 1909, όταν, πλέον, η σχε­τι­κά μα­ζι­κο­ποι­η­μέ­νη ερ­γα­τι­κή τάξη ει­σέρ­χε­ται στο ιστο­ρι­κό προ­σκή­νιο ως κοι­νω­νι­κή δύ­να­μη.

Αντι­τασ­σό­με­νος στην άποψη που εμ­φα­νί­ζει την αντι­πα­ρά­θε­ση με­τα­ξύ βε­νι­ζε­λι­σμού και αντι­βε­νι­ζε­λι­σμού σαν αντί­θε­ση αστι­κής τάξης και μιας (ανύ­παρ­κτης, κατά τον συγ­γρα­φέα) τάξης «φε­ου­δαρ­χών», υπο­στη­ρί­ζει –ακο­λου­θώ­ντας τη σχε­τι­κή ανά­λυ­ση του Σε­ρα­φείμ Μά­ξι­μου- ότι επρό­κει­το για αντι­πα­ρά­θε­ση με­τα­ξύ τμη­μά­των της ίδιας τάξης, της αστι­κής, και δύο δια­φο­ρε­τι­κών στρα­τη­γι­κών πο­λι­τι­κών κα­τευ­θύν­σε­ων. Από την αντι­πα­ρά­θε­ση αυτή σε ση­μα­ντι­κό βαθμό βγήκε ωφε­λη­μέ­νο το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα, καθώς και οι δύο αστι­κές πα­ρα­τά­ξεις επι­δί­ω­καν να το προ­σε­ται­ρι­στούν, ανε­ξαρ­τή­τως της ταυ­τό­χρο­νης βί­αι­ης κα­τα­σταλ­τι­κής πο­λι­τι­κής σε βάρος των διεκ­δι­κη­τι­κών του αγώ­νων.

Συ­νέ­πεια της ανά­δει­ξης της ερ­γα­τι­κής τάξης σε κοι­νω­νι­κή δύ­να­μη υπήρ­ξε το 1918 και η πα­νελ­λα­δι­κή ενο­ποί­η­ση των δυ­νά­με­ων του σο­σια­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος, με την ίδρυ­ση του Σο­σια­λι­στι­κού Ερ­γα­τι­κού Κόμ­μα­τος Ελ­λά­δας (ΣΕΚΕ), και του συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος,  με την ίδρυ­ση της Γε­νι­κής Συ­νο­μο­σπον­δί­ας Ερ­γα­τών Ελ­λά­δας (ΓΣΕΕ).

Ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία έχει η ανα­φο­ρά στο βι­βλίο στη στάση που κρά­τη­σε η ερ­γα­τι­κή τάξη ένα­ντι της εμπλο­κής της Ελ­λά­δας στον Α΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, που χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε από τις αντι­πο­λε­μι­κές δια­θέ­σεις της με­γά­λης πλειο­νό­τη­τάς της. Η στάση της αυτή κα­θό­ρι­σε και την κυ­ριαρ­χία στο εσω­τε­ρι­κό του σο­σια­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος των αντι­πο­λε­μι­κών από­ψε­ων, που συν­δέ­ο­νται και με τον προ­σα­να­το­λι­σμό του νε­ο­σύ­στα­του ΣΕΚΕ προς την Γ΄ Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνή.  Ανά­λο­γη στάση κρα­τή­θη­κε και κατά την επε­κτα­τι­κή εξόρ­μη­ση στη Μικρά Ασία, στα 1919-22, που έληξε με την τρα­γω­δία της Μι­κρα­σια­τι­κής Κα­τα­στρο­φής.

Η Μι­κρα­σια­τι­κή Κα­τα­στρο­φή απο­τε­λεί, σύμ­φω­να με τον συγ­γρα­φέα, κα­θο­ρι­στι­κή τομή στην ιστο­ρία του ελ­λη­νι­κού κοι­νω­νι­κού σχη­μα­τι­σμού, καθώς η ανα­κο­πή της επε­κτα­τι­κής πο­λι­τι­κής του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού και η αδυ­να­μία συ­νέ­χι­σης των δρα­στη­ριο­τή­των της ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης σε χώρες όπως η Ρωσία και η Τουρ­κία,  υπο­χρε­ώ­νουν σε συ­γκέ­ντρω­σή της στον ελ­λα­δι­κό χώρο. Η Ελ­λά­δα του Με­σο­πο­λέ­μου υπήρ­ξε μια χώρα με με­γά­λους ρυθ­μούς οι­κο­νο­μι­κής –και βιο­μη­χα­νι­κής- ανά­πτυ­ξης, ενώ δρα­στη­ριό­τη­τες σε πα­γκό­σμιο επί­πε­δο συ­νε­χί­ζει να ανα­πτύσ­σει το εφο­πλι­στι­κό κε­φά­λαιο, που έχει κα­τα­κτή­σει μια από τις πρώ­τες θέ­σεις στον διε­θνή αντα­γω­νι­σμό.

Η με­σο­πο­λε­μι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη συν­δέ­ε­ται άμεσα με τη μα­ζι­κή προ­λε­τα­ριο­ποί­η­ση με­γά­λων τμη­μά­των του ντό­πιου, αλλά και του προ­σφυ­γι­κού πλη­θυ­σμού. Το ελ­λη­νι­κό κε­φά­λαιο έχει στη διά­θε­σή του, για πρώτη φορά σε τέ­τοια έκτα­ση, άφθο­νη και φτηνή ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη, απο­τε­λού­με­νη σε ση­μα­ντι­κό πο­σο­στό και από γυ­ναί­κες, αλλά και ανή­λι­κους και των δύο φύλων.

Ανα­φε­ρό­με­νος στην ερ­γα­τι­κή τάξη της με­σο­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, ο συγ­γρα­φέ­ας κα­τα­γρά­φει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μα­ζι­κών κλά­δων, όπως ο κα­πνερ­γα­τι­κός (που βρί­σκε­ται στην πρω­το­πο­ρία των ερ­γα­τι­κών αγώ­νων), οι ερ­γα­ζό­με­νοι στις με­τα­φο­ρές (ναυ­τερ­γά­τες, σι­δη­ρο­δρο­μι­κοί, τρο­χιο­δρο­μι­κοί – τραμ­βα­γέ­ρη­δες), οι οι­κο­δό­μοι, οι λι­με­νερ­γά­τες, οι με­ταλ­λω­ρύ­χοι, οι αρ­τερ­γά­τες, το βιο­μη­χα­νι­κό προ­λε­τα­ριά­το, οι ερ­γά­τες-τριες γης κ.ά., ανα­ζη­τώ­ντας τους ιδιαί­τε­ρους λό­γους της συν­δι­κα­λι­στι­κής συ­μπε­ρι­φο­ράς κα­θε­νός απ’ αυ­τούς, όπως και τις αι­τί­ες που κά­ποιοι βρί­σκο­νται υπό την επιρ­ροή του ΚΚΕ, άλλοι υπό την επιρ­ροή των σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών και άλλοι υπό την επιρ­ροή των συ­ντη­ρη­τι­κών «ερ­γα­το­πα­τέ­ρων».

Ιδιαί­τε­ρη ανα­φο­ρά γί­νε­ται στην ιδε­ο­λο­γι­κή δια­μόρ­φω­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης της πε­ριό­δου, καθώς και στην πο­λι­τι­σμι­κή και πο­λι­τι­στι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά της, σε μια εποχή κατά την οποία μορ­φο­ποιεί­ται και το ρε­μπέ­τι­κο τρα­γού­δι, ως μου­σι­κή έκ­φρα­ση του κό­σμου που βρί­σκε­ται στα όρια με­τα­ξύ των πιο εκ­με­ταλ­λευό­με­νων τμη­μά­των της ερ­γα­τι­κής τάξης και του κοι­νω­νι­κού πε­ρι­θω­ρί­ου.

Καθώς στα χρό­νια αυτά υπάρ­χει ήδη συ­γκρο­τη­μέ­νη Αρι­στε­ρά, οι ανα­φο­ρές στο ΚΚΕ, στη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία και στις τά­σεις που δια­μορ­φώ­νο­νται στ’ αρι­στε­ρά του ΚΚΕ (αρ­χειο­μαρ­ξι­στές, τρο­τσκι­στές κ.ά.) γί­νο­νται σε άμεση σχέση και με τους δε­σμούς που ανα­πτύσ­σο­νται με την ερ­γα­τι­κή τάξη. Στον αντα­γω­νι­σμό για την πο­λι­τι­κή της εκ­προ­σώ­πη­ση, ο Αλε­ξά­τος υπο­στη­ρί­ζει ότι τόσο η ελ­λη­νι­κή όσο και η διε­θνής πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ευ­νο­ού­σαν το ΚΚΕ, το οποίο -όπως έγρα­φε ο Eric Hobsbawm για τα Κ.Κ. της επο­χής και ανα­φέ­ρε­ται και στο βι­βλίο (σ. 197)- είχε υπέρ του ένα ακα­τα­μά­χη­το πλε­ο­νέ­κτη­μα: «το να είναι κα­νείς κοι­νω­νι­κός επα­να­στά­της όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο σή­μαι­νε να είναι οπα­δός του Λένιν και της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης, μέλος ή οπα­δός κά­ποιου Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος προσ­δε­μέ­νου στη Μόσχα».

Εκτι­μώ­ντας πως αντι­κει­με­νι­κοί λόγοι –με κυ­ριό­τε­ρο την αδυ­να­μία άσκη­σης κοι­νω­νι­κής πο­λι­τι­κής πα­ρο­χών προς τους ερ­γα­ζό­με­νους, οι διεκ­δι­κη­τι­κοί αγώ­νες των οποί­ων αντι­με­τω­πί­ζο­νταν με άγρια και βίαιη κα­τα­στο­λή, με συ­νέ­πεια δε­κά­δες νε­κρούς όλα αυτά τα χρό­νια- δεν επέ­τρε­παν τη συ­γκρό­τη­ση μα­ζι­κού σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού κόμ­μα­τος, ο Αλε­ξά­τος υπο­στη­ρί­ζει ότι η κυ­ριαρ­χία του ΚΚΕ στην Αρι­στε­ρά κα­θο­ρί­στη­κε από τις εξε­λί­ξεις στο εσω­τε­ρι­κό του κατά την πε­ρί­ο­δο που ανα­πτύ­χθη­καν με­γά­λοι τα­ξι­κοί-κοι­νω­νι­κοί αγώ­νες, μετά το 1931. Αυτή ακρι­βώς την πε­ρί­ο­δο, το ΚΚΕ, έχο­ντας ξε­πε­ρά­σει τις μα­κρό­χρο­νες εσω­κομ­μα­τι­κές του κρί­σεις, δια­μορ­φώ­νε­ται σε «τυ­πι­κό στα­λι­νι­κό κόμμα», ικανό να δρα ως μο­νο­λι­θι­κός απο­τε­λε­σμα­τι­κός ορ­γα­νι­σμός, αλλά, ταυ­τό­χρο­να, υπό­κει­ται σε δια­δι­κα­σί­ες γρα­φειο­κρα­τι­κο­ποί­η­σης, εξάρ­τη­σης της πο­λι­τι­κής του από τις προ­τε­ραιό­τη­τες της εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής της ΕΣΣΔ, αλλά και μιας δογ­μα­τι­κής αντί­λη­ψης για τον «μαρ­ξι­σμό-λε­νι­νι­σμό», έτσι όπως αυτός γί­νε­ται αντι­λη­πτός από την υπό στα­λι­νι­κό έλεγ­χο Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνή.

Κρί­σι­μη πε­ρί­ο­δος για την ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κή δια­μόρ­φω­ση του ΚΚΕ απο­τε­λεί, κατά τον συγ­γρα­φέα, η πε­ρί­ο­δος 1934-35, όταν εγκα­τα­λεί­πε­ται η στρα­τη­γι­κή της σο­σια­λι­στι­κής («ερ­γα­το­α­γρο­τι­κής») επα­νά­στα­σης και υιο­θε­τεί­ται η στρα­τη­γι­κή των στα­δί­ων με­τά­βα­σης στον σο­σια­λι­σμό, με πρώτο στά­διο την αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κή επα­νά­στα­ση. Επι­πλέ­ον, εγκα­τα­λεί­πο­ντας την αδιέ­ξο­δη σε­χτα­ρι­στι­κή πο­λι­τι­κή της «Τρί­της Πε­ριό­δου», η πο­λι­τι­κή συμ­μα­χιών του κόμ­μα­τος για την αντι­με­τώ­πι­ση του φα­σι­στι­κού κιν­δύ­νου κα­θο­ρί­ζε­ται από την πο­λι­τι­κή του «Λαϊ­κού Με­τώ­που», με την επι­δί­ω­ξη συ­νερ­γα­σί­ας με δυ­νά­μεις του αστι­κού πο­λι­τι­κού φά­σμα­τος, οι οποί­ες, εντού­τοις, ερω­το­τρο­πούν με το εν­δε­χό­με­νο αντι­δη­μο­κρα­τι­κής εκτρο­πής.

Αν και ο Αλε­ξά­τος θε­ω­ρεί ότι η στρο­φή του ΚΚΕ σε μια πο­λι­τι­κή πλα­τιών κοι­νω­νι­κών συμ­μα­χιών συ­νέ­βα­λε στην ενί­σχυ­ση των δε­σμών του με ευ­ρύ­τε­ρα λαϊκά στρώ­μα­τα, απο­τε­λώ­ντας και τη βάση για την ανά­πτυ­ξη του εα­μι­κού κι­νή­μα­τος με­ρι­κά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, εντο­πί­ζει ως κύρια αιτία της αδυ­να­μί­ας αξιο­ποί­η­σης των συν­θη­κών που δια­μορ­φώ­θη­καν κατά τον Μάιο-Ιού­νιο 1936, όταν το ερ­γα­τι­κό και λαϊκό κί­νη­μα έφτα­σε στο απο­κο­ρύ­φω­μα της ανά­πτυ­ξής του, ακρι­βώς τον προ­σα­να­το­λι­σμό του στην πάση θυσία συ­νερ­γα­σία με αστι­κές πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις. Η αδυ­να­μία αυτή είναι που εμπό­δι­σε το ερ­γα­τι­κό και λαϊκό κί­νη­μα να αντι­με­τω­πί­σει τε­λι­κά και την επι­βο­λή της δι­κτα­το­ρί­ας της 4ης Αυ­γού­στου, κατά τη διάρ­κεια της οποί­ας το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα απο­διορ­γα­νώ­θη­κε.

Αυτά τα κρί­σι­μα χρό­νια της ανό­δου της επιρ­ρο­ής του ΚΚΕ, αλλά και της ανά­πτυ­ξης με­γά­λων τα­ξι­κών-κοι­νω­νι­κών αγώ­νων, συ­μπί­πτουν με τη με­γά­λη κρίση στις γραμ­μές της «αρι­στε­ρής δια­φω­νί­ας». Η κύρια δύ­να­μή της, η αρ­χειο­μαρ­ξι­στι­κή ορ­γά­νω­ση (ΚΟΜ­ΛΕΑ), η οποία είχε ανα­γνω­ρι­στεί από τον Τρό­τσκι ως το ελ­λη­νι­κό τμήμα της Διε­θνούς Αρι­στε­ρής Αντι­πο­λί­τευ­σης, καθώς διέ­θε­τε ση­μα­ντι­κές προ­σβά­σεις στο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα, θα δια­σπα­στεί το 1934, με το ένα τμήμα της να απορ­ρί­πτει τον προ­σα­να­το­λι­σμό προς την ίδρυ­ση νέας (4ης) Διε­θνούς και ένα άλλο να πα­ρα­μέ­νει στα­θε­ρά στο τρο­τσκι­στι­κό κί­νη­μα. Εντού­τοις και παρά το ότι στις γραμ­μές του ελ­λη­νι­κού τρο­τσκι­σμού συ­ντε­λού­νται σο­βα­ρές ιδε­ο­λο­γι­κές διερ­γα­σί­ες, με τον κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο του Πα­ντε­λή Που­λιό­που­λου (που επι­χει­ρεί μια τεκ­μη­ριω­μέ­νη αντί­κρου­ση των νέων προ­σα­να­το­λι­σμών του ΚΚΕ στη στρα­τη­γι­κή των στα­δί­ων και στη συμ­μα­χία με αστι­κές δυ­νά­μεις), η κρίση του 1933-34 θα έχει ως συ­νέ­πεια τον πε­ριο­ρι­σμό της επιρ­ρο­ής στην ερ­γα­τι­κή τάξη και στο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα. Στις εκλο­γές του Ια­νουα­ρί­ου 1936, όταν το ΚΚΕ, με 73.500 ψή­φους και 15με­λή κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ομάδα, ανα­δει­κνύ­ε­ται ρυθ­μι­στι­κή δύ­να­μη στην πο­λι­τι­κή ζωή της χώρας, το Κομ­μου­νι­στι­κό Αρ­χειο­μαρ­ξι­στι­κό Κόμμα Ελ­λά­δας πε­ριο­ρί­στη­κε στις 1.150 ψή­φους και οι συ­νερ­γα­ζό­με­νες τρο­τσκι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις (ΚΔΕΕ και ΟΚΔΕ) συ­γκέ­ντρω­σαν μόλις 200, σε Αθήνα και Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Αναμ­φί­βο­λα, το βι­βλίο του Αλε­ξά­του αξί­ζει να δια­βα­στεί. Ανε­ξαρ­τή­τως των όποιων δια­φω­νιών μπο­ρεί να προ­κύ­πτουν σε επι­μέ­ρους εκτι­μή­σεις των ιστο­ρι­κών γε­γο­νό­των στα οποία ανα­φέ­ρε­ται, απο­τε­λεί μια δου­λειά απα­ραί­τη­τη για μια πρώτη εξοι­κεί­ω­ση με τους όρους συ­γκρό­τη­σης και ανά­πτυ­ξης της ερ­γα­τι­κής τάξης, και μέσα από αυτήν με τους όρους συ­γκρό­τη­σης και ανά­πτυ­ξης του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος.

Συγ­γρα­φέ­ας ο ίδιος, με­τα­ξύ άλλων βι­βλί­ων του, του «Ιστο­ρι­κού λε­ξι­κού του ελ­λη­νι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος», βα­σί­ζει και το βι­βλίο για την κοι­νω­νι­κή ιστο­ρία της ερ­γα­τι­κής τάξης σ’ ένα με­γά­λο πλή­θος πηγών και πλη­ρο­φο­ριών, έτσι ώστε να επι­διώ­κε­ται η τεκ­μη­ριω­μέ­νη πα­ρά­θε­ση στοι­χεί­ων, ιδιαί­τε­ρα χρή­σι­μων σε όποιον-α κα­τα­πιά­νε­ται όχι μόνο με την ιστο­ρία της ερ­γα­τι­κής τάξης και του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, αλλά και γε­νι­κό­τε­ρα με τη νε­ο­ελ­λη­νι­κή ιστο­ρία.

Ετικέτες