Θα επιμείνω στην σκέψη ότι χρειαζόμαστε πολιτικές για την εργασία και για την αξιοπρεπή διαβίωση και όχι –τουλάχιστον όχι μετά από μια πολύ βραχεία μεταβατική περίοδο- πολιτικές για την «φτώχεια» και την «ανθρωπιστική κρίση».

Δεν υπάρ­χει κα­νείς ευαί­σθη­τος και κα­λο­προ­αί­ρε­τος άν­θρω­πος, ο οποί­ος να αντι­τί­θε­ται στην λήψη άμε­σων μέ­τρων κατά της φτώ­χειας και της «ακραί­ας φτώ­χειας», όσο και αν τα σταθ­μά για την τε­λευ­ταία έν­νοια είναι επι­κίν­δυ­να αυ­θαί­ρε­τα και πα­ρα­πέ­μπουν σε μνη­μο­νια­κές ρυθ­μί­σεις (όπως ο ν. 4093/2012) . Ούτε μπο­ρεί κά­ποιος να έχει αντίρ­ρη­ση στην άμεση (και συ­γκε­κρι­μέ­νη, όμως) εφαρ­μο­γή νο­μο­θε­τη­μά­των σαν αυτό που ψη­φί­στη­κε από την ελ­λη­νι­κή Βουλή. Υπάρ­χουν άμε­σες και αδή­ρι­τες ανά­γκες που απαι­τούν άμεση κά­λυ­ψη. Ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο, είναι απα­ρά­δε­κτο να συ­σχε­τί­ζε­ται η λήψη των μέ­τρων αυτών –των οποί­ων πά­ντως η δα­πά­νη έχει μειω­θεί ση­μα­ντι­κά, από τα αρ­χι­κά 2 δις ευρώ στα 200 εκα­τομ­μύ­ρια ευρώ- με ισο­δύ­να­μα ή αντι­σταθ­μι­στι­κά μέτρα ή να θε­ω­ρεί­ται ότι η σω­τη­ρία των συ­μπο­λι­τών μας πρέ­πει να σταθ­μί­ζε­ται ως «αρ­νη­τι­κό δη­μο­σιο­νο­μι­κό κό­στος». Η απο­δο­χή τέ­τοιων λο­γι­κών μας οδη­γεί στην καρ­διά της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης στρα­τη­γι­κής και λο­γι­κής.

Χρειά­ζε­ται, όμως, να σκά­ψου­με λίγο βα­θύ­τε­ρα, αν θέ­λου­με να πα­ρα­μεί­νου­με στο πεδίο μιας μαρ­ξι­στι­κής και κομ­μου­νι­στι­κής αντί­λη­ψης για τα πράγ­μα­τα. Δεν θα επα­να­λά­βω το κοι­νό­το­πο ότι η απο­πτώ­χευ­ση πε­ρί­που του ενός τε­τάρ­του της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας μετά το 2010 δεν είναι απο­τέ­λε­σμα μιας «αν­θρω­πι­στι­κής κα­τα­στρο­φής», δη­λα­δή μιας με­γά­λης φυ­σι­κής κα­τα­στρο­φής, ενός τσου­νά­μι  ή ενός ένο­πλου  πο­λέ­μου, εσω­τε­ρι­κού ή εξω­τε­ρι­κού, ή μιας κα­τά­στα­σης δια­λυ­τι­κής των κρα­τι­κών δομών (κατά το πα­ρά­δειγ­μα των failed states).  Η απο­πτώ­χευ­ση υπήρ­ξε συ­νει­δη­τό σχέ­διο αυτού που συ­νή­θως  λέμε «νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη επί­θε­ση» και που θα ήταν κα­λύ­τε­ρο να το ονο­μά­σου­με κα­πι­τα­λι­στι­κή ανα­διάρ­θρω­ση σε συν­θή­κες κρί­σης και με ακραί­ες μορ­φές ή και κοι­νω­νι­κό-τα­ξι­κό  πό­λε­μο από την άρ­χου­σα τάξη. Τα «μνη­μό­νια» υπήρ­ξαν το όχημα για έναν με­γά­λο κοι­νω­νι­κό πει­ρα­μα­τι­σμό κα­θή­λω­σης/υπο­τί­μη­σης  της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης και της ενερ­γού ζή­τη­σης, διά­λυ­σης του άμε­σου και του έμ­με­σου ερ­γα­τι­κού μι­σθού και πλή­ρους απα­ξί­ω­σης και κα­τα­στρο­φής των μι­κρών και με­σαί­ων επι­χει­ρη­μα­τι­κών δομών, που στη­ρί­ζο­νταν στην ερ­γα­τι­κή ζή­τη­ση. Με αυτήν την έν­νοια, οι άν­θρω­ποι δεν έπε­σαν θύ­μα­τα μιας αυ­τό­μα­της δια­δι­κα­σί­ας και μιας τυ­χαί­ας φυ­σι­κής  κα­τα­στρο­φής αλλά θύ­μα­τα μιας συ­νει­δη­τής κοι­νω­νι­κής στρα­τη­γι­κής. Την στρα­τη­γι­κή αυτήν σχε­δί­α­σαν και εκτέ­λε­σαν αυτοί οι φο­ρείς που σή­με­ρα τους ονο­μά­ζου­με «κοι­νω­νι­κοί εταί­ροι», «φο­ρείς της υγιούς και δη­μιουρ­γι­κής επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας», «εταί­ροι μας στην Ε.Ε.. και την ευ­ρω­ζώ­νη» , «δα­νει­στές», «ηγέ­τες του κοι­νού μας ευ­ρω­παϊ­κού σπι­τιού», «με­γά­λες πνευ­μα­τι­κές μορ­φές της Ευ­ρώ­πης»  κλπ, κλπ. Οι σχε­δια­στές αυτής της στρα­τη­γι­κής είναι οι ίδιοι με αυ­τούς που θα «συ­ζη­τή­σου­με κα­λο­προ­αί­ρε­τα», που «θα κλη­θούν να μας δια­σώ­σουν» κλπ. Είναι οι ίδιοι που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τα μέτρα για την «αν­θρω­πι­στι­κή κρίση» μο­νο­με­ρείς  ενέρ­γειες. Πρό­κει­ται, βε­βαί­ως, για μια ακόμη πα­νουρ­γία της δια­λε­κτι­κής.

Τα στρώ­μα­τα που κα­τέ­στη­σαν άνερ­γοι  στην μνη­μο­νια­κή Ελ­λά­δα (γύρω στο 30 % ) ή που είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κάτω από το όριο της φτώ­χειας (γύρω στο ένα τέ­ταρ­το του πλη­θυ­σμού) είναι τμή­μα­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης με την σύγ­χρο­νη διευ­ρυ­μέ­νη έν­νοιά της ή είναι κα­τε­στραμ­μέ­να μι­κρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα. Έτσι ή αλ­λοιώς, ανή­κουν σε συλ­λο­γι­κά κοι­νω­νι­κά και τα­ξι­κά στρώ­μα­τα και σε κοι­νω­νι­κές τά­ξεις. Η πλη­βειο­ποί­η­σή/φτω­χο­ποί­η­σή τους  τους είναι μια δια­δι­κα­σία με πολ­λές και εν­δια­φέ­ρου­σες όψεις. Κατά πρώ­τον, είναι μια δια­δι­κα­σία που τεί­νει στην κα­τα­στρο­φή των μη αντα­γω­νι­στι­κών κε­φα­λαί­ων/επι­χει­ρή­σε­ων  και στην πλήρη υπο­τί­μη­ση της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης, ώστε μα­κρο­πρό­θε­σμα να αυ­ξη­θούν σε συν­θή­κες πα­ρα­τε­τα­μέ­νης και δο­μι­κής κρί­σης του κα­πι­τα­λι­σμού τα όρια κερ­δο­φο­ρί­ας του κε­φα­λαί­ου, ντό­πιου και ξένου (δεν είναι τυ­χαίο που οι μάγοι του «εκ­συγ­χρο­νι­σμού» εδώ και χρό­νια εμ­φα­νί­ζουν την «υψηλή» κα­τα­νά­λω­ση των μι­κρο­με­σαί­ων  και των ερ­γα­τι­κών στρω­μά­των ως την κύρια αιτία της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης). Κατά δεύ­τε­ρον, είναι μια δια­δι­κα­σία βα­θειάς διά­σπα­σης και εξα­το­μί­κευ­σης   της ερ­γα­τι­κής τάξης και των λαϊ­κών στρω­μά­των : όποιος βγαί­νει από την δια­δι­κα­σία πα­ρα­γω­γής και από την «αγορά ερ­γα­σί­ας» παύει να μπο­ρεί να διεκ­δι­κεί συλ­λο­γι­κά και να αγω­νί­ζε­ται. Ο «φτω­χός» ή ο «απο­κλει­σμέ­νος» («ωραία» έκ­φρα­ση που χρη­σι­μο­ποιούν οι κοι­νω­νι­κοί επι­στή­μο­νες για αυτόν που πλη­βειο­ποί­η­σαν οι κα­πι­τα­λι­στές ) δεν είναι πια φο­ρέ­ας και μέ­το­χος συλ­λο­γι­κών κοι­νω­νι­κών πρα­κτι­κών και αγώ­νων. Είναι ο «φτω­χός-άτο­μο» που δεν έχει τα­ξι­κή πε­ρη­φά­νεια, που δεν έχει κοι­νό­τη­τα υπα­γω­γής, που χρειά­ζε­ται την «βο­ή­θεια» και «αρωγή» των εχό­ντων ή του κρά­τους. Είναι ο «άκλη­ρος» που «ατύ­χη­σε στην ζωή» και που είναι απο­δέ­κτης της κοι­νω­νι­κής συ­μπά­θειας. Αυτή η οπτι­κή, στον βαθμό μά­λι­στα που είναι πολύ δύ­σκο­λη η κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή ορ­γά­νω­ση των ανέρ­γων και των φτω­χών παρά τις όποιες προ­σπά­θειες σε αυτήν την κα­τεύ­θυν­ση, ται­ριά­ζει στον νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό, στις πιο σκλη­ρές ή στις πιο ήπιες μορ­φές του. Ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός ως ο σύγ­χρο­νος επι­θε­τι­κός κα­πι­τα­λι­σμός  δεν είναι μόνο ένα σύ­στη­μα κοι­νω­νι­κής κα­τα­στρο­φής και εξά­πλω­σης της απελ­πι­σί­ας. Χρη­σι­μο­ποιεί την ει­κό­να του «φτω­χού» αφε­νός μεν για να τον κα­τα­νο­ή­σει αφε­τέ­ρου δε και δια­πλα­στι­κά  για να τον συν­δρά­μει. Στην κα­τα­νό­η­ση προ­έ­χει η διά­στα­ση είτε της κοι­νω­νι­κής κα­τα­στρο­φής ως «φυ­σι­κής κα­τα­στρο­φής» ή ως φυ­σι­κού εν γένει φαι­νο­μέ­νου χωρίς φταί­χτες είτε της «ενο­χο­ποί­η­σης» του φτω­χού. Γιατί τι άλλο είναι ο «φτω­χός» παρά ο επι­χει­ρη­μα­τί­ας του εαυ­τού του που δεν τα κα­τά­φε­ρε καλά στην κα­πι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία ; Όπως έχει δεί­ξει ο Φουκώ στο έργο του «Η γέν­νη­ση της βιο­πο­λι­τι­κής. Πα­ρα­δό­σεις στο Κολ­λέ­γιο της Γαλ­λί­ας» (Αθήνα 2012, Πλέ­θρο), τόσο ο πα­λαιός όσο και ο νέος φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός εντάσ­σουν και την ερ­γα­τι­κή τάξη στο πλαί­σιο του «αντα­γω­νι­στι­κού ατό­μου» και στην κυ­ριαρ­χία της αυ­θόρ­μη­της τάξης του αντα­γω­νι­σμού, ενώ ο νέος έχει και την φι­λο­δο­ξία να ασκή­σει κρα­τι­κές πο­λι­τι­κές που ανα­πα­ρά­γουν αυτήν την δήθεν «αυ­θόρ­μη­τη τάξη» . Στα πλαί­σια αυτών των κρα­τι­κών πο­λι­τι­κών, αφε­νός μεν διώ­κε­ται η «μη αντα­γω­νι­στι­κή ανά­πτυ­ξη» με κοι­νω­νι­κά βάη και η κοι­νω­νι­κή προ­στα­σία, η ύπαρ­ξη μορ­φών ερ­γα­σια­κής και κοι­νω­νι­κής προ­στα­σί­ας υπό την έν­νοια συλ­λο­γι­κών δι­καιω­μά­των, νο­μι­κά ανα­γνω­ρι­σμέ­νων και συ­ναγ­μα­τι­κά προ­βλε­πό­με­νων. Από την στιγ­μή που η ερ­γα­σια­κή προ­στα­σία χά­νε­ται και μαζί με αυτήν το δι­καί­ω­μα –ατο­μι­κό και συλ­λο­γι­κό- στην ερ­γα­σια­κή αξιο­πρε­πή δια­βί­ω­ση, ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός βγά­ζει άλλα «δι­καιώ­μα­τα» από το κα­πέ­λο. Ιδίως, ανα­δει­κνύ­ε­ται το δι­καί­ω­μα στην φι­λαν­θρω­πία, ιδιω­τι­κή ή κρα­τι­κή. Αυτός που «ατύ­χη­σε» (εν­δια­φέ­ρου­σα προ­σέγ­γι­ση της τύχης ως μιας απο­λύ­τως φυ­σι­κής δύ­να­μης και ορμής), αυτός που κα­τέ­στη ανα­ξιο­πα­θών, έχει δι­καί­ω­μα να ζη­τή­σει  ατο­μι­κή συν­δρο­μή, να γίνει «δι­καιού­χος σε μέτρα φι­λαν­θρω­πί­ας».  Πρό­κει­ται για μια εφαρ­μο­γή της κλασ­σι­κής λαϊ­κής ρήσης «να σε κάψω Γιάν­νη, να σε αλεί­ψω λάδι». Το κα­πι­τα­λι­στι­κό κρά­τος με γνώ­μο­να την ανα­πα­ρα­γω­γή του είναι υπο­χρε­ω­μέ­νο σε μικρή ή σε με­γά­λη κλί­μα­κα να λάβει μέτρα τέ­τοιου τύπου για να μην υπάρ­ξουν μορ­φές κοι­νω­νι­κής έκρη­ξης και για να «απο­ε­νο­χο­ποι­ή­σει» και τον δικό του ρόλο ως ερ­γα­λεί­ου της απο­πτώ­χευ­σης και της κα­τα­στρο­φι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής ανα­διάρ­θω­σης, της κατά τον Σου­μπέ­τερ «δη­μιουρ­γι­κής κα­τα­στρο­φής». Στον βαθμό που υπάρ­χει ακόμη μια δη­μο­κρα­τι­κή δη­μό­σια σφαί­ρα, το κα­πι­τα­λι­στι­κό κρά­τος δεν μπο­ρεί να φαί­νε­ται ως «ανάλ­γη­το». Οφεί­λει μαζί με το πλέγ­μα των εθε­λο­ντι­κών πρω­το­βου­λιών της «κοι­νω­νί­ας των πο­λι­τών» (ΜΚΟ, Εκ­κλη­σία, κα­νά­λια, πολύ «γεν­ναιό­ψυ­χοι» μο­νο­πω­λια­κοί όμι­λοι  και λοιπά δεινά )  αλλά και μαζί με το πλέγ­μα γνή­σιων φι­λο­κοι­νω­νι­κών και τίμια εθε­λο­ντι­κών δι­κτύ­ων να παί­ξει ρόλο σε αυτήν την δια­δι­κα­σία. Ακόμη και ο πάπας του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, ο Χάγεκ, έχει μι­λή­σει θε­τι­κά για την φι­λάν­θρω­πη συν­δρο­μή, ως ηθικό  χρέος της κοι­νω­νί­ας και του κρά­τους.

Οι κα­λύ­τε­ροι δια­χει­ρι­στές της εξα­το­μί­κευ­σης της φτώ­χειας μαζί με την συν­δρο­μή στους «ανα­ξιο­πα­θού­ντες» είναι οι κε­ντρο­α­ρι­στε­ροί, οι ήπιοι νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ροι ή, αν θέ­λε­τε, οι σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ροι. Οι σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ροι ανα­πτύσ­σουν εδώ και πολλά χρό­νια μια στρα­τη­γι­κή «έντα­ξης» σε ατο­μι­κή κλί­μα­κα και «ανα­κού­φι­σης» των φτω­χών. Ιδίως χώρες όπως πα­λιό­τε­ρα η Βρε­τα­νία του Μπλερ και πιο πρό­σφα­τα η Βρα­ζι­λία της Ρού­σεφ έχουν «αρι­στεύ­σει» σε αυτόν τον τομέα, όπως είχε επι­ση­μά­νει και ο Α.Γκί­ντενς στο βι­βλίο του γα τον «Τρίτο Δρόμο». Έχουν προ­χω­ρή­σει σε πο­λι­τι­κές που αφε­νός μεν επι­δο­μα­το­ποιούν με τον ένα τρόπο ή τον άλλο τους «φτω­χούς» ή τους «ακραία φτω­χούς» και τους κα­τα­γρά­φουν και ελέγ­χουν με ακραίο τρόπο. Σε πο­λι­τι­κές, επί­σης, που εξαρ­τούν τις συν­δρο­μές ή τα επι­δό­μα­τα όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο από μορ­φές σχε­δόν κα­τα­να­γκα­στι­κής και απλή­ρω­της ερ­γα­σί­ας (μια κλασ­σι­κή μορφή αυτού του πράγ­μα­τος στην Ελ­λά­δα  είναι τα λε­γό­με­να «κοι­νω­φε­λή προ­γράμ­μα­τα» ή πα­λαιό­τε­ρα τα stage κλπ).  Με πρό­τυ­πο τις ΗΠΑ του Ομπά­μα ή τα προ­γράμ­μα­τα Harz στην Γερ­μα­νία, ανα­πτύσ­σε­ται μια στρα­τη­γι­κή που και δια­τη­ρεί τους άνερ­γους-«φτω­χούς» εντός του δι­κτύ­ου ασφα­λεί­ας και τους απο­μα­κρύ­νει από μορ­φές αυ­τορ­γά­νω­σης-διεκ­δί­κη­σης-αγώ­να (από αυτό που θα έπρε­πε να είναι αλλά δεν είναι η «κοι­νω­νι­κή αλ­λη­λεγ­γύη» στην Ελ­λά­δα) και δια­τη­ρεί κά­ποιες ερ­γα­σια­κές τους δε­ξιό­τη­τες   αλλά και τους κα­θι­στά πολύ επω­φε­λείς για το ατο­μι­κό ή το συλ­λο­γι­κό κα­πι­τα­λι­στι­κό συμ­φέ­ρον. Επί­σης, συχνά τους εντάσ­σει στην λε­γό­με­νη «κοι­νω­νι­κή οι­κο­νο­μία», η οποία-πλην κά­ποιων εξαι­ρέ­σε­ων- είναι μα ευ­φυ­ής για το σύγ­χρο­νο κε­φά­λαιο  μορφή συ­νε­ται­ρι­στι­κού ή και μη συ­νε­ται­ρι­στι­κού/απλώς κο­μπι­να­δό­ρι­κου  κα­πι­τα­λι­σμού. Η στρα­τη­γι­κή επι­δο­μα­το­ποί­η­ση-φι­λαν­θρω­πία- κα­τα­να­γκα­στι­κή ερ­γα­σία δεν είναι μια στρα­τη­γι­κή που έστω και κάπως έχει αντι­συ­στη­μι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Ακόμη και αν κά­ποια αφε­ντι­κά στην Ελ­λά­δα ή αλλού το­πο­θε­τού­νται πρα­κτι­κά υπέρ της φυ­σι­κής εξό­ντω­σης των «φτω­χών», τα αφε­ντι­κά αυτά δεν είναι οι κα­λύ­τε­ροι και οι πιο σώ­φρο­νες εκ­πρό­σω­ποι της τάξης τους. Όπως  και οι «όμι­λοι φι­λο­πτώ­χων κυ­ριών» στον 19ο αιώνα έτσι και ο κοι­νω­νι­κά ευαί­σθη­τος νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός του 21ου αιώνα συ­ντε­λεί στην ανα­πα­ρα­γω­γή του συ­στή­μα­τος αλλά και στην νο­μι­μο­ποί­η­σή του με πιο πρό­σφο­ρο τρόπο από την αδιαλ­λα­ξία. Ο με­γα­λό­ψυ­χος ηγε­μών ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο από τον εκ­δι­κη­τι­κό ηγε­μό­να.

Θα τεθεί εδώ το ερώ­τη­μα αν η «αν­θρω­πι­στι­κή επί­λυ­ση» στην Ελ­λά­δα είναι μέρος της σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρης δια­χεί­ρι­σης της φτώ­χειας ή είναι κάτι το ρι­ζο­σπα­στι­κό­τε­ρο. Η απά­ντη­ση είναι : εξαρ­τά­ται. Στον βαθμό που τα άμεσα μέτρα για τους «φτω­χούς» δεν μεί­νουν μόνα τους αλλά συν­δυα­σθούν – σε αντί­θε­ση με τα όρια που θέτει η Ε.Ε. και το ελ­λη­νι­κό κε­φά­λαιο- με μέτρα αλ­λα­γής του τα­ξι­κού συ­σχε­τι­σμού δυ­νά­με­ων  και με ένα συ­νο­λι­κό φι­λερ­γα­τι­κό με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό πρό­γραμ­μα, η «άμεση ανα­κού­φι­ση» δεν θα κα­τα­στεί φι­λαν­θρω­πία. Τε­λεί­ως αντί­θε­τα, θα είναι κα­θα­ρή φι­λε­λεύ­θε­ρη φι­λαν­θρω­πία, αν τε­λι­κά πα­γιω­θεί το μνη­μο­νια­κό κα­θε­στώς και αν συ­νε­χι­στεί η πο­λι­τι­κή που δο­μι­κά πα­ρά­γει «φτω­χούς» και «απελ­πι­σμέ­νους» , για να τους «σώζει» μετά με την συν­δρο­μή του ΣΚΑΙ και της Ιεράς Αρ­χιε­πι­σκο­πής.  Επί­σης, κρί­σι­μο ζή­τη­μα είναι το αν οι απο­κλει­σμέ­νοι από την πα­ρα­γω­γή και τον κοι­νω­νι­κό πλού­το άν­θρω­ποι εν­θαρ­ρύ­νο­νται να αυ­το­ορ­γα­νω­θούν και να διεκ­δι­κή­σουν πράγ­μα­τα ή αν νο­ού­νται ως οι απο­δέ­κτες της από­πει­ρας «αν­θρω­πι­στι­κής επί­λυ­σης». Από το αν θα υπάρ­ξει πραγ­μα­τι­κά –και όχι ως αντή­χη­ση ενός ψέ­μα­τος- μια φι­λο­λαϊ­κή πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση της χώρας, όπου οι άν­θρω­ποι θα ζουν αξιο­πρε­πώς με μισθό, με συλ­λο­γι­κές κοι­νω­νι­κές πα­ρο­χές και με συλ­λο­γι­κά κοι­νω­νι­κά δι­καιώ­μα­τα. Αυτή η ανα­συ­γκρό­τη­ση έχει φανεί πια κα­θα­ρά  ότι δεν χω­ρά­ει στα όρια της ευ­ρω­ζώ­νης και της Ε.Ε.

Θα ήθελα να επι­μεί­νω λίγο πα­ρα­πά­νω στις λε­γό­με­νες «ενερ­γη­τι­κές πο­λι­τι­κές» για την φτώ­χεια και τον «κοι­νω­νι­κό απο­κλει­σμό». Οι πο­λι­τι­κές αυτές ωθούν σε μορ­φές σκλη­ρής από­σπα­σης από­λυ­της υπε­ρα­ξί­ας, δη­λα­δή υπε­ρα­ξί­ας που προ­κύ­πτει από την εντα­τι­κο­ποί­η­ση της ερ­γα­σί­ας ή την αύ­ξη­ση του ερ­γά­σι­μου χρό­νου. Η ερ­γα­σία αυτή ορια­κά είναι ερ­γα­σία δίχως δι­καιώ­μα­τα, κα­τα­να­γκα­στι­κή ερ­γα­σία και δου­λι­κή ερ­γα­σία. Πολύ πριν από τον σύγ­χρο­νο  ολο­κλη­ρω­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό, πα­ρό­μοια προ­γράμ­μα­τα λάν­σα­ρε με επι­τυ­χία το «οι­κο­νο­μι­κό επι­τε­λείο» του να­ζι­σμού υπό τον τρα­πε­ζί­τη Γιάλ­μαρ Σαχτ στα 1933-1936. Με­γά­λα δη­μό­σια έργα, όπως ιδίως οι Autobahnen-με­γά­λοι αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μοι,  φτιά­χτη­καν ου­σια­στι­κά αμι­σθί  από εκα­τομ­μύ­ρια πρώην ανέρ­γους και «φτω­χούς» και ήδη τότε «υπε­ρή­φα­νους Γερ­μα­νούς ερ­γά­τες». Ίδιον της τότε προ­σπά­θειας- που έχει πολλά κοινά με τις σύγ­χρο­νες «ενερ­γη­τι­κές πο­λι­τι­κές» κατά της ανερ­γί­ας με πρό­τυ­πο τις ΗΠΑ- είναι όχι μόνο η επι­δο­μα­το­ποί­η­ση για σκλη­ρή και σχε­δόν απλή­ρω­τη ερ­γα­σία αλλά και η πρόσ­δε­ση αυτών των «φτω­χών» στο κρά­τος τους και κατά κά­ποιο τρόπο και σε έναν «δεξιό» ή «αρι­στε­ρό» εθνι­κι­σμό, υπό την έν­νοια της «χαράς μέσα από την ερ­γα­σία» και της «εθνι­κής υπε­ρη­φά­νειας» σε βάρος της τα­ξι­κής υπε­ρη­φά­νειας. Επί­σης, η πρόσ­δε­ση σε «δί­κτυα» ευ­πό­ρων κατά του απο­κλει­σμού, τα οποία συ­νε­πά­γο­νται και πό­ρους πε­ρισ­σό­τε­ρο για τους δια­με­σο­λα­βη­τές παρά για τους «απο­κλει­σμέ­νους»  Σή­με­ρα, τις πο­λι­τι­κές αυτές δεν τις εφαρ­μό­ζει ο Σαχτ αλλά οι fans του πει­ρά­μα­τος Ομπά­μα ή του πει­ρά­μα­τος Harz στην Γερ­μα­νία. Έχω την αί­σθη­ση ότι η πα­ρού­σα κυ­βέρ­νη­ση, δυ­στυ­χώς, δεν έχει με­γά­λη έλ­λει­ψη από στε­λέ­χη, ιδίως τε­χνι­κά στε­λέ­χη,  τέ­τοιων πε­ποι­θή­σε­ων με πρό­τυ­πο τις ΗΠΑ του Ομπά­μα ή την  Βρα­ζι­λία της Ρού­σεφ, στε­λέ­χη που λα­τρεύ­ουν τις «ενερ­γη­τι­κές πο­λι­τι­κές» ή τον «εθε­λο­ντι­σμό των φτω­χών». Αυτό, άλ­λω­στε,  είναι και το ζή­τη­μα που κάνει τα πράγ­μα­τα πιο ανη­συ­χη­τι­κά εν όψει και των ορίων της συμ­φω­νί­ας της 20 Φε­βρουα­ρί­ου, η οποία συ­νε­χώς «επι­βε­βαιώ­νε­ται» στο όνομα της ανα­γκαί­ας ει­σα­γω­γής σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρων ή και κλασ­σι­κών νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων «αντι­με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων».

Μια βα­σι­κή διά­στα­ση της με­τά­βα­σης από την αξιο­πρε­πή δια­βί­ω­ση στην «αλ­λη­λεγ­γύη» και πε­ραι­τέ­ρω στην κλασ­σι­κή φι­λαν­θρω­πία είναι η πα­ρο­χή αγα­θών ή υπη­ρε­σιών σε είδος. Δεν εννοώ εδώ την εθε­λο­ντι­κή πα­ρο­χή υπη­ρε­σιών από άτομα ή συλ­λο­γι­κές  κοι­νω­νι­κές πρω­το­βου­λί­ες, οι οποί­ες γνή­σια πι­στεύ­ουν σε κά­ποια μορφή αλ­λη­λεγ­γύ­ης-αυ­τές τις «προ­σφο­ρές» τις εκτι­μώ ως κοι­νω­νι­κά γνή­σιες και χρή­σι­μες. Εννοώ την πα­ρο­χή αγα­θών στους «φτω­χούς» από την πο­λι­τεία είτε με άμεση μορφή σε είδος  είτε με μορφή «εκ­πτω­τι­κών κου­πο­νιών». Ακόμη και αν αυτό είναι βρα­χυ­πρό­θε­σμα ανα­γκαίο και πρέ­πει τώρα  να γίνει, η πα­γί­ω­σή του , πέρα από την «πλη­βειο­ποί­η­ση» και το ρα­τσι­στι­κό «ετι­κε­τά­ρι­σμα» των φτω­χών, οδη­γεί στην κοι­νω­νι­κή ανα­ξιο­πρέ­πεια και την κοι­νω­νι­κή κα­στο­ποί­η­ση. Σε μια κοι­νω­νία, η οποία λει­τουρ­γεί απο­λύ­τως αγο­ραία και εμπο­ρευ­μα­τι­κά, η πα­ρο­χή του μι­σθού ή ακόμη και του επι­δό­μα­τος  σε χρή­μα­τα, ακόμη και αν η αξία της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης υπερ­βαί­νει την πρα­κτι­κή τιμή της, δια­σφα­λί­ζει την προ­σω­πι­κή ανε­ξαρ­τη­σία και αυ­το­σε­βα­σμό αυτού που τα λαμ­βά­νει. Το να του πα­ρέ­χεις μο­νί­μως είδη επι­βί­ω­σης (π.χ. τρό­φι­μα, φάρ­μα­κα κλπ) ή κου­πό­νια που οδη­γούν σε συ­γκε­κρι­μέ­νες κα­τη­γο­ρί­ες ειδών συ­νε­πά­γε­ται ότι τον κρί­νεις «ανώ­ρι­μο» να ορί­σει τις ανά­γκες του ή πά­ντως ότι επι­λέ­γεις εσύ ποιες είναι ή θα είναι οι βα­σι­κές βιο­τι­κές του ανά­γκες. Μοιά­ζει με την πα­ρο­χή τρο­φί­μων σε έναν οπιο­μα­νή, για να μην πάνε τα τυχόν προ­σφε­ρό­με­να χρή­μα­τα στην αγορά οπιοει­δών.  Υπό την έν­νοια αυτήν, ο απο­δέ­κτης των ειδών αυτών είναι πια ένας «πα­θη­τι­κός πο­λί­της», όπως θα έλε­γαν τον 19ο αιώνα ή ένας πο­λί­της χωρίς επι­λο­γές. Το κρά­τος ή οι «φι­λάν­θρω­πες ομά­δες» και δί­κτυα υπο­κα­θι­στούν το κοι­νω­νι­κό κρά­τος και ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο υπο­κα­θι­στούν την ανά­γκη για κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη και για αξιο­πρε­πή δια­βί­ω­ση. Βε­βαί­ως, η εθε­λο­δου­λεία είναι κάτι κα­λύ­τε­ρο από την πείνα. Αλλά, ας μην έχου­με την αυ­τα­πά­τη ότι πρό­κει­ται για κάτι κα­λύ­τε­ρο από μια νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη δι­κτα­το­ρία πάνω στις ανά­γκες ή από  ένα βήμα προς τον «κορ­πο­ρα­τι­σμό των φτω­χών». Ένα αντε­πι­χεί­ρη­μα στα πα­ρα­πά­νω θα μπο­ρού­σε να είναι αυτό του ότι και το κοι­νω­νι­κό κρά­τος πα­ρέ­χει υπη­ρε­σί­ες σε είδος και όχι σε χρήμα. Αυτό είναι ένα πα­ρά­λο­γο και λα­θε­μέ­νο επι­χεί­ρη­μα : οι πα­ρο­χές σε είδος ως υπη­ρε­σί­ες του κοι­νω­νι­κού κρά­τους είναι υπη­ρε­σί­ες που ήδη –πέρα από την συ­νερ­γα­τι­κή και αλ­λη­λέγ­γυα μορφή τους-τις έχου­με πλη­ρώ­σει σε χρήμα είτε υπό την έν­νοια των ασφα­λι­στι­κών ει­σφο­ρών είτε υπό την έν­νοια της φο­ρο­λό­γη­σης. Άρα, δεν παίρ­νου­με σε καμία πε­ρί­πτω­ση «εξα­να­γκα­στι­κές» υπη­ρε­σί­ες ή αγαθά σε είδος. Εκεί , άλ­λω­στε, παρά τα όποια προ­βλή­μα­τά του (κα­τα­γρα­φή, έλεγ­χος, δια­βάθ­μι­ση κλπ) , δια­φέ­ρει το κεϋν­σια­νό κοι­νω­νι­κό κρά­τος από την νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη αγα­θο­ερ­γία. Και εκεί ακρι­βώς δεν κα­τα­νοώ το «υπε­ρα­ρι­στε­ρό» επι­χεί­ρη­μα κατά του κλασ­σι­κού κεϋν­σια­νι­σμού : αν η βρα­χυ­πρό­θε­σμη χρήση του από την Αρι­στε­ρά  πάει μαζί με την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή υπέρ­βα­σή του, πάει καλά. Αν η λο­γι­κή του «χωρίς επι­στρο­φή» συ­νε­πά­γε­ται ότι θα πάμε από το κα­θο­λι­κό κοι­νω­νι­κό κρά­τος και τα κοι­νω­νι­κά δι­καιώ­μα­τα στο μό­νι­μα «επι­λε­κτι­κό» κοι­νω­νι­κό κρά­τος, δη­λα­δή στο άθροι­σμα επι­δό­τη­ση της φτώ­χειας- κα­τα­να­γκα­στι­κή «εθε­λο­ντι­κή ερ­γα­σία»- ετι­κε­τά­ρι­σμα- κρα­τι­κή επαι­τεία, αυτοί οι «ρι­ζο­σπά­στες» δεν μου φαί­νο­νται και πολύ αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ροι. Δεν θέ­λου­με να γυ­ρί­σου­με στο 2009 αλλά και δεν θέ­λου­με να με­τα­βού­με –και κυ­ρί­ως υφο­λο­γι­κά- στην κοι­νω­νία του «1984» του Όρ­γου­ελ.

Ολο­κλη­ρώ­νο­ντας το ση­μεί­ω­μα αυτό, θα επι­μεί­νω στην σκέψη ότι χρεια­ζό­μα­στε πο­λι­τι­κές για την ερ­γα­σία και  για την αξιο­πρε­πή δια­βί­ω­ση και όχι –του­λά­χι­στον όχι μετά από μια πολύ  βρα­χεία με­τα­βα­τι­κή πε­ρί­ο­δο- πο­λι­τι­κές για την «φτώ­χεια» και την «αν­θρω­πι­στι­κή κρίση». Εδώ ανοί­γει και το πρό­βλη­μα με όσους/ες υπο­κρι­τι­κά  λένε ότι πάμε στην ανα­κού­φι­ση της φτώ­χειας και όχι στον σο­σια­λι­σμό. Στον δε­δο­μέ­νο κοι­νω­νι­κό συ­σχε­τι­σμό όπου έχου­με «μπλέ­ξει» , δεν μπο­ρού­με να ξα­να­πά­με στο κοι­νω­νι­κό κρά­τος και στην αξιο­πρε­πή δια­βί­ω­ση, αν δεν πά­ρου­με μέτρα που ανοί­γουν τον δρόμο στην έξοδο από το διε­θνές κα­πι­τα­λι­στι­κό και χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό σύ­στη­μα και στην σο­σια­λι­στι­κή και αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή ρήξη με τις δομές εξου­σί­ας και πα­ρα­γω­γής. Ή μήπως όχι;