Θα επιμείνω στην σκέψη ότι χρειαζόμαστε πολιτικές για την εργασία και για την αξιοπρεπή διαβίωση και όχι –τουλάχιστον όχι μετά από μια πολύ βραχεία μεταβατική περίοδο- πολιτικές για την «φτώχεια» και την «ανθρωπιστική κρίση».
Δεν υπάρχει κανείς ευαίσθητος και καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο οποίος να αντιτίθεται στην λήψη άμεσων μέτρων κατά της φτώχειας και της «ακραίας φτώχειας», όσο και αν τα σταθμά για την τελευταία έννοια είναι επικίνδυνα αυθαίρετα και παραπέμπουν σε μνημονιακές ρυθμίσεις (όπως ο ν. 4093/2012) . Ούτε μπορεί κάποιος να έχει αντίρρηση στην άμεση (και συγκεκριμένη, όμως) εφαρμογή νομοθετημάτων σαν αυτό που ψηφίστηκε από την ελληνική Βουλή. Υπάρχουν άμεσες και αδήριτες ανάγκες που απαιτούν άμεση κάλυψη. Ακόμη περισσότερο, είναι απαράδεκτο να συσχετίζεται η λήψη των μέτρων αυτών –των οποίων πάντως η δαπάνη έχει μειωθεί σημαντικά, από τα αρχικά 2 δις ευρώ στα 200 εκατομμύρια ευρώ- με ισοδύναμα ή αντισταθμιστικά μέτρα ή να θεωρείται ότι η σωτηρία των συμπολιτών μας πρέπει να σταθμίζεται ως «αρνητικό δημοσιονομικό κόστος». Η αποδοχή τέτοιων λογικών μας οδηγεί στην καρδιά της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής και λογικής.
Χρειάζεται, όμως, να σκάψουμε λίγο βαθύτερα, αν θέλουμε να παραμείνουμε στο πεδίο μιας μαρξιστικής και κομμουνιστικής αντίληψης για τα πράγματα. Δεν θα επαναλάβω το κοινότοπο ότι η αποπτώχευση περίπου του ενός τετάρτου της ελληνικής κοινωνίας μετά το 2010 δεν είναι αποτέλεσμα μιας «ανθρωπιστικής καταστροφής», δηλαδή μιας μεγάλης φυσικής καταστροφής, ενός τσουνάμι ή ενός ένοπλου πολέμου, εσωτερικού ή εξωτερικού, ή μιας κατάστασης διαλυτικής των κρατικών δομών (κατά το παράδειγμα των failed states). Η αποπτώχευση υπήρξε συνειδητό σχέδιο αυτού που συνήθως λέμε «νεοφιλελεύθερη επίθεση» και που θα ήταν καλύτερο να το ονομάσουμε καπιταλιστική αναδιάρθρωση σε συνθήκες κρίσης και με ακραίες μορφές ή και κοινωνικό-ταξικό πόλεμο από την άρχουσα τάξη. Τα «μνημόνια» υπήρξαν το όχημα για έναν μεγάλο κοινωνικό πειραματισμό καθήλωσης/υποτίμησης της εργατικής δύναμης και της ενεργού ζήτησης, διάλυσης του άμεσου και του έμμεσου εργατικού μισθού και πλήρους απαξίωσης και καταστροφής των μικρών και μεσαίων επιχειρηματικών δομών, που στηρίζονταν στην εργατική ζήτηση. Με αυτήν την έννοια, οι άνθρωποι δεν έπεσαν θύματα μιας αυτόματης διαδικασίας και μιας τυχαίας φυσικής καταστροφής αλλά θύματα μιας συνειδητής κοινωνικής στρατηγικής. Την στρατηγική αυτήν σχεδίασαν και εκτέλεσαν αυτοί οι φορείς που σήμερα τους ονομάζουμε «κοινωνικοί εταίροι», «φορείς της υγιούς και δημιουργικής επιχειρηματικότητας», «εταίροι μας στην Ε.Ε.. και την ευρωζώνη» , «δανειστές», «ηγέτες του κοινού μας ευρωπαϊκού σπιτιού», «μεγάλες πνευματικές μορφές της Ευρώπης» κλπ, κλπ. Οι σχεδιαστές αυτής της στρατηγικής είναι οι ίδιοι με αυτούς που θα «συζητήσουμε καλοπροαίρετα», που «θα κληθούν να μας διασώσουν» κλπ. Είναι οι ίδιοι που χαρακτηρίζουν τα μέτρα για την «ανθρωπιστική κρίση» μονομερείς ενέργειες. Πρόκειται, βεβαίως, για μια ακόμη πανουργία της διαλεκτικής.
Τα στρώματα που κατέστησαν άνεργοι στην μνημονιακή Ελλάδα (γύρω στο 30 % ) ή που είναι στην πραγματικότητα κάτω από το όριο της φτώχειας (γύρω στο ένα τέταρτο του πληθυσμού) είναι τμήματα της εργατικής τάξης με την σύγχρονη διευρυμένη έννοιά της ή είναι κατεστραμμένα μικροαστικά στρώματα. Έτσι ή αλλοιώς, ανήκουν σε συλλογικά κοινωνικά και ταξικά στρώματα και σε κοινωνικές τάξεις. Η πληβειοποίησή/φτωχοποίησή τους τους είναι μια διαδικασία με πολλές και ενδιαφέρουσες όψεις. Κατά πρώτον, είναι μια διαδικασία που τείνει στην καταστροφή των μη ανταγωνιστικών κεφαλαίων/επιχειρήσεων και στην πλήρη υποτίμηση της εργατικής δύναμης, ώστε μακροπρόθεσμα να αυξηθούν σε συνθήκες παρατεταμένης και δομικής κρίσης του καπιταλισμού τα όρια κερδοφορίας του κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου (δεν είναι τυχαίο που οι μάγοι του «εκσυγχρονισμού» εδώ και χρόνια εμφανίζουν την «υψηλή» κατανάλωση των μικρομεσαίων και των εργατικών στρωμάτων ως την κύρια αιτία της καπιταλιστικής κρίσης). Κατά δεύτερον, είναι μια διαδικασία βαθειάς διάσπασης και εξατομίκευσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων : όποιος βγαίνει από την διαδικασία παραγωγής και από την «αγορά εργασίας» παύει να μπορεί να διεκδικεί συλλογικά και να αγωνίζεται. Ο «φτωχός» ή ο «αποκλεισμένος» («ωραία» έκφραση που χρησιμοποιούν οι κοινωνικοί επιστήμονες για αυτόν που πληβειοποίησαν οι καπιταλιστές ) δεν είναι πια φορέας και μέτοχος συλλογικών κοινωνικών πρακτικών και αγώνων. Είναι ο «φτωχός-άτομο» που δεν έχει ταξική περηφάνεια, που δεν έχει κοινότητα υπαγωγής, που χρειάζεται την «βοήθεια» και «αρωγή» των εχόντων ή του κράτους. Είναι ο «άκληρος» που «ατύχησε στην ζωή» και που είναι αποδέκτης της κοινωνικής συμπάθειας. Αυτή η οπτική, στον βαθμό μάλιστα που είναι πολύ δύσκολη η κοινωνική και πολιτική οργάνωση των ανέργων και των φτωχών παρά τις όποιες προσπάθειες σε αυτήν την κατεύθυνση, ταιριάζει στον νεοφιλελευθερισμό, στις πιο σκληρές ή στις πιο ήπιες μορφές του. Ο νεοφιλελευθερισμός ως ο σύγχρονος επιθετικός καπιταλισμός δεν είναι μόνο ένα σύστημα κοινωνικής καταστροφής και εξάπλωσης της απελπισίας. Χρησιμοποιεί την εικόνα του «φτωχού» αφενός μεν για να τον κατανοήσει αφετέρου δε και διαπλαστικά για να τον συνδράμει. Στην κατανόηση προέχει η διάσταση είτε της κοινωνικής καταστροφής ως «φυσικής καταστροφής» ή ως φυσικού εν γένει φαινομένου χωρίς φταίχτες είτε της «ενοχοποίησης» του φτωχού. Γιατί τι άλλο είναι ο «φτωχός» παρά ο επιχειρηματίας του εαυτού του που δεν τα κατάφερε καλά στην καπιταλιστική κοινωνία ; Όπως έχει δείξει ο Φουκώ στο έργο του «Η γέννηση της βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας» (Αθήνα 2012, Πλέθρο), τόσο ο παλαιός όσο και ο νέος φιλελευθερισμός εντάσσουν και την εργατική τάξη στο πλαίσιο του «ανταγωνιστικού ατόμου» και στην κυριαρχία της αυθόρμητης τάξης του ανταγωνισμού, ενώ ο νέος έχει και την φιλοδοξία να ασκήσει κρατικές πολιτικές που αναπαράγουν αυτήν την δήθεν «αυθόρμητη τάξη» . Στα πλαίσια αυτών των κρατικών πολιτικών, αφενός μεν διώκεται η «μη ανταγωνιστική ανάπτυξη» με κοινωνικά βάη και η κοινωνική προστασία, η ύπαρξη μορφών εργασιακής και κοινωνικής προστασίας υπό την έννοια συλλογικών δικαιωμάτων, νομικά αναγνωρισμένων και συναγματικά προβλεπόμενων. Από την στιγμή που η εργασιακή προστασία χάνεται και μαζί με αυτήν το δικαίωμα –ατομικό και συλλογικό- στην εργασιακή αξιοπρεπή διαβίωση, ο νεοφιλελευθερισμός βγάζει άλλα «δικαιώματα» από το καπέλο. Ιδίως, αναδεικνύεται το δικαίωμα στην φιλανθρωπία, ιδιωτική ή κρατική. Αυτός που «ατύχησε» (ενδιαφέρουσα προσέγγιση της τύχης ως μιας απολύτως φυσικής δύναμης και ορμής), αυτός που κατέστη αναξιοπαθών, έχει δικαίωμα να ζητήσει ατομική συνδρομή, να γίνει «δικαιούχος σε μέτρα φιλανθρωπίας». Πρόκειται για μια εφαρμογή της κλασσικής λαϊκής ρήσης «να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι». Το καπιταλιστικό κράτος με γνώμονα την αναπαραγωγή του είναι υποχρεωμένο σε μικρή ή σε μεγάλη κλίμακα να λάβει μέτρα τέτοιου τύπου για να μην υπάρξουν μορφές κοινωνικής έκρηξης και για να «αποενοχοποιήσει» και τον δικό του ρόλο ως εργαλείου της αποπτώχευσης και της καταστροφικής καπιταλιστικής αναδιάρθωσης, της κατά τον Σουμπέτερ «δημιουργικής καταστροφής». Στον βαθμό που υπάρχει ακόμη μια δημοκρατική δημόσια σφαίρα, το καπιταλιστικό κράτος δεν μπορεί να φαίνεται ως «ανάλγητο». Οφείλει μαζί με το πλέγμα των εθελοντικών πρωτοβουλιών της «κοινωνίας των πολιτών» (ΜΚΟ, Εκκλησία, κανάλια, πολύ «γενναιόψυχοι» μονοπωλιακοί όμιλοι και λοιπά δεινά ) αλλά και μαζί με το πλέγμα γνήσιων φιλοκοινωνικών και τίμια εθελοντικών δικτύων να παίξει ρόλο σε αυτήν την διαδικασία. Ακόμη και ο πάπας του νεοφιλελευθερισμού, ο Χάγεκ, έχει μιλήσει θετικά για την φιλάνθρωπη συνδρομή, ως ηθικό χρέος της κοινωνίας και του κράτους.
Οι καλύτεροι διαχειριστές της εξατομίκευσης της φτώχειας μαζί με την συνδρομή στους «αναξιοπαθούντες» είναι οι κεντροαριστεροί, οι ήπιοι νεοφιλελεύθεροι ή, αν θέλετε, οι σοσιαλφιλελεύθεροι. Οι σοσιαλφιλελεύθεροι αναπτύσσουν εδώ και πολλά χρόνια μια στρατηγική «ένταξης» σε ατομική κλίμακα και «ανακούφισης» των φτωχών. Ιδίως χώρες όπως παλιότερα η Βρετανία του Μπλερ και πιο πρόσφατα η Βραζιλία της Ρούσεφ έχουν «αριστεύσει» σε αυτόν τον τομέα, όπως είχε επισημάνει και ο Α.Γκίντενς στο βιβλίο του γα τον «Τρίτο Δρόμο». Έχουν προχωρήσει σε πολιτικές που αφενός μεν επιδοματοποιούν με τον ένα τρόπο ή τον άλλο τους «φτωχούς» ή τους «ακραία φτωχούς» και τους καταγράφουν και ελέγχουν με ακραίο τρόπο. Σε πολιτικές, επίσης, που εξαρτούν τις συνδρομές ή τα επιδόματα όλο και περισσότερο από μορφές σχεδόν καταναγκαστικής και απλήρωτης εργασίας (μια κλασσική μορφή αυτού του πράγματος στην Ελλάδα είναι τα λεγόμενα «κοινωφελή προγράμματα» ή παλαιότερα τα stage κλπ). Με πρότυπο τις ΗΠΑ του Ομπάμα ή τα προγράμματα Harz στην Γερμανία, αναπτύσσεται μια στρατηγική που και διατηρεί τους άνεργους-«φτωχούς» εντός του δικτύου ασφαλείας και τους απομακρύνει από μορφές αυτοργάνωσης-διεκδίκησης-αγώνα (από αυτό που θα έπρεπε να είναι αλλά δεν είναι η «κοινωνική αλληλεγγύη» στην Ελλάδα) και διατηρεί κάποιες εργασιακές τους δεξιότητες αλλά και τους καθιστά πολύ επωφελείς για το ατομικό ή το συλλογικό καπιταλιστικό συμφέρον. Επίσης, συχνά τους εντάσσει στην λεγόμενη «κοινωνική οικονομία», η οποία-πλην κάποιων εξαιρέσεων- είναι μα ευφυής για το σύγχρονο κεφάλαιο μορφή συνεταιριστικού ή και μη συνεταιριστικού/απλώς κομπιναδόρικου καπιταλισμού. Η στρατηγική επιδοματοποίηση-φιλανθρωπία- καταναγκαστική εργασία δεν είναι μια στρατηγική που έστω και κάπως έχει αντισυστημικό χαρακτήρα. Ακόμη και αν κάποια αφεντικά στην Ελλάδα ή αλλού τοποθετούνται πρακτικά υπέρ της φυσικής εξόντωσης των «φτωχών», τα αφεντικά αυτά δεν είναι οι καλύτεροι και οι πιο σώφρονες εκπρόσωποι της τάξης τους. Όπως και οι «όμιλοι φιλοπτώχων κυριών» στον 19ο αιώνα έτσι και ο κοινωνικά ευαίσθητος νεοφιλελευθερισμός του 21ου αιώνα συντελεί στην αναπαραγωγή του συστήματος αλλά και στην νομιμοποίησή του με πιο πρόσφορο τρόπο από την αδιαλλαξία. Ο μεγαλόψυχος ηγεμών ζει περισσότερο από τον εκδικητικό ηγεμόνα.
Θα τεθεί εδώ το ερώτημα αν η «ανθρωπιστική επίλυση» στην Ελλάδα είναι μέρος της σοσιαλφιλελεύθερης διαχείρισης της φτώχειας ή είναι κάτι το ριζοσπαστικότερο. Η απάντηση είναι : εξαρτάται. Στον βαθμό που τα άμεσα μέτρα για τους «φτωχούς» δεν μείνουν μόνα τους αλλά συνδυασθούν – σε αντίθεση με τα όρια που θέτει η Ε.Ε. και το ελληνικό κεφάλαιο- με μέτρα αλλαγής του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων και με ένα συνολικό φιλεργατικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, η «άμεση ανακούφιση» δεν θα καταστεί φιλανθρωπία. Τελείως αντίθετα, θα είναι καθαρή φιλελεύθερη φιλανθρωπία, αν τελικά παγιωθεί το μνημονιακό καθεστώς και αν συνεχιστεί η πολιτική που δομικά παράγει «φτωχούς» και «απελπισμένους» , για να τους «σώζει» μετά με την συνδρομή του ΣΚΑΙ και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής. Επίσης, κρίσιμο ζήτημα είναι το αν οι αποκλεισμένοι από την παραγωγή και τον κοινωνικό πλούτο άνθρωποι ενθαρρύνονται να αυτοοργανωθούν και να διεκδικήσουν πράγματα ή αν νοούνται ως οι αποδέκτες της απόπειρας «ανθρωπιστικής επίλυσης». Από το αν θα υπάρξει πραγματικά –και όχι ως αντήχηση ενός ψέματος- μια φιλολαϊκή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, όπου οι άνθρωποι θα ζουν αξιοπρεπώς με μισθό, με συλλογικές κοινωνικές παροχές και με συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα. Αυτή η ανασυγκρότηση έχει φανεί πια καθαρά ότι δεν χωράει στα όρια της ευρωζώνης και της Ε.Ε.
Θα ήθελα να επιμείνω λίγο παραπάνω στις λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές» για την φτώχεια και τον «κοινωνικό αποκλεισμό». Οι πολιτικές αυτές ωθούν σε μορφές σκληρής απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, δηλαδή υπεραξίας που προκύπτει από την εντατικοποίηση της εργασίας ή την αύξηση του εργάσιμου χρόνου. Η εργασία αυτή οριακά είναι εργασία δίχως δικαιώματα, καταναγκαστική εργασία και δουλική εργασία. Πολύ πριν από τον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, παρόμοια προγράμματα λάνσαρε με επιτυχία το «οικονομικό επιτελείο» του ναζισμού υπό τον τραπεζίτη Γιάλμαρ Σαχτ στα 1933-1936. Μεγάλα δημόσια έργα, όπως ιδίως οι Autobahnen-μεγάλοι αυτοκινητόδρομοι, φτιάχτηκαν ουσιαστικά αμισθί από εκατομμύρια πρώην ανέργους και «φτωχούς» και ήδη τότε «υπερήφανους Γερμανούς εργάτες». Ίδιον της τότε προσπάθειας- που έχει πολλά κοινά με τις σύγχρονες «ενεργητικές πολιτικές» κατά της ανεργίας με πρότυπο τις ΗΠΑ- είναι όχι μόνο η επιδοματοποίηση για σκληρή και σχεδόν απλήρωτη εργασία αλλά και η πρόσδεση αυτών των «φτωχών» στο κράτος τους και κατά κάποιο τρόπο και σε έναν «δεξιό» ή «αριστερό» εθνικισμό, υπό την έννοια της «χαράς μέσα από την εργασία» και της «εθνικής υπερηφάνειας» σε βάρος της ταξικής υπερηφάνειας. Επίσης, η πρόσδεση σε «δίκτυα» ευπόρων κατά του αποκλεισμού, τα οποία συνεπάγονται και πόρους περισσότερο για τους διαμεσολαβητές παρά για τους «αποκλεισμένους» Σήμερα, τις πολιτικές αυτές δεν τις εφαρμόζει ο Σαχτ αλλά οι fans του πειράματος Ομπάμα ή του πειράματος Harz στην Γερμανία. Έχω την αίσθηση ότι η παρούσα κυβέρνηση, δυστυχώς, δεν έχει μεγάλη έλλειψη από στελέχη, ιδίως τεχνικά στελέχη, τέτοιων πεποιθήσεων με πρότυπο τις ΗΠΑ του Ομπάμα ή την Βραζιλία της Ρούσεφ, στελέχη που λατρεύουν τις «ενεργητικές πολιτικές» ή τον «εθελοντισμό των φτωχών». Αυτό, άλλωστε, είναι και το ζήτημα που κάνει τα πράγματα πιο ανησυχητικά εν όψει και των ορίων της συμφωνίας της 20 Φεβρουαρίου, η οποία συνεχώς «επιβεβαιώνεται» στο όνομα της αναγκαίας εισαγωγής σοσιαλφιλελεύθερων ή και κλασσικών νεοφιλελεύθερων «αντιμεταρρυθμίσεων».
Μια βασική διάσταση της μετάβασης από την αξιοπρεπή διαβίωση στην «αλληλεγγύη» και περαιτέρω στην κλασσική φιλανθρωπία είναι η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε είδος. Δεν εννοώ εδώ την εθελοντική παροχή υπηρεσιών από άτομα ή συλλογικές κοινωνικές πρωτοβουλίες, οι οποίες γνήσια πιστεύουν σε κάποια μορφή αλληλεγγύης-αυτές τις «προσφορές» τις εκτιμώ ως κοινωνικά γνήσιες και χρήσιμες. Εννοώ την παροχή αγαθών στους «φτωχούς» από την πολιτεία είτε με άμεση μορφή σε είδος είτε με μορφή «εκπτωτικών κουπονιών». Ακόμη και αν αυτό είναι βραχυπρόθεσμα αναγκαίο και πρέπει τώρα να γίνει, η παγίωσή του , πέρα από την «πληβειοποίηση» και το ρατσιστικό «ετικετάρισμα» των φτωχών, οδηγεί στην κοινωνική αναξιοπρέπεια και την κοινωνική καστοποίηση. Σε μια κοινωνία, η οποία λειτουργεί απολύτως αγοραία και εμπορευματικά, η παροχή του μισθού ή ακόμη και του επιδόματος σε χρήματα, ακόμη και αν η αξία της εργατικής δύναμης υπερβαίνει την πρακτική τιμή της, διασφαλίζει την προσωπική ανεξαρτησία και αυτοσεβασμό αυτού που τα λαμβάνει. Το να του παρέχεις μονίμως είδη επιβίωσης (π.χ. τρόφιμα, φάρμακα κλπ) ή κουπόνια που οδηγούν σε συγκεκριμένες κατηγορίες ειδών συνεπάγεται ότι τον κρίνεις «ανώριμο» να ορίσει τις ανάγκες του ή πάντως ότι επιλέγεις εσύ ποιες είναι ή θα είναι οι βασικές βιοτικές του ανάγκες. Μοιάζει με την παροχή τροφίμων σε έναν οπιομανή, για να μην πάνε τα τυχόν προσφερόμενα χρήματα στην αγορά οπιοειδών. Υπό την έννοια αυτήν, ο αποδέκτης των ειδών αυτών είναι πια ένας «παθητικός πολίτης», όπως θα έλεγαν τον 19ο αιώνα ή ένας πολίτης χωρίς επιλογές. Το κράτος ή οι «φιλάνθρωπες ομάδες» και δίκτυα υποκαθιστούν το κοινωνικό κράτος και ακόμη περισσότερο υποκαθιστούν την ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη και για αξιοπρεπή διαβίωση. Βεβαίως, η εθελοδουλεία είναι κάτι καλύτερο από την πείνα. Αλλά, ας μην έχουμε την αυταπάτη ότι πρόκειται για κάτι καλύτερο από μια νεοφιλελεύθερη δικτατορία πάνω στις ανάγκες ή από ένα βήμα προς τον «κορπορατισμό των φτωχών». Ένα αντεπιχείρημα στα παραπάνω θα μπορούσε να είναι αυτό του ότι και το κοινωνικό κράτος παρέχει υπηρεσίες σε είδος και όχι σε χρήμα. Αυτό είναι ένα παράλογο και λαθεμένο επιχείρημα : οι παροχές σε είδος ως υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους είναι υπηρεσίες που ήδη –πέρα από την συνεργατική και αλληλέγγυα μορφή τους-τις έχουμε πληρώσει σε χρήμα είτε υπό την έννοια των ασφαλιστικών εισφορών είτε υπό την έννοια της φορολόγησης. Άρα, δεν παίρνουμε σε καμία περίπτωση «εξαναγκαστικές» υπηρεσίες ή αγαθά σε είδος. Εκεί , άλλωστε, παρά τα όποια προβλήματά του (καταγραφή, έλεγχος, διαβάθμιση κλπ) , διαφέρει το κεϋνσιανό κοινωνικό κράτος από την νεοφιλελεύθερη αγαθοεργία. Και εκεί ακριβώς δεν κατανοώ το «υπεραριστερό» επιχείρημα κατά του κλασσικού κεϋνσιανισμού : αν η βραχυπρόθεσμη χρήση του από την Αριστερά πάει μαζί με την αντικαπιταλιστική υπέρβασή του, πάει καλά. Αν η λογική του «χωρίς επιστροφή» συνεπάγεται ότι θα πάμε από το καθολικό κοινωνικό κράτος και τα κοινωνικά δικαιώματα στο μόνιμα «επιλεκτικό» κοινωνικό κράτος, δηλαδή στο άθροισμα επιδότηση της φτώχειας- καταναγκαστική «εθελοντική εργασία»- ετικετάρισμα- κρατική επαιτεία, αυτοί οι «ριζοσπάστες» δεν μου φαίνονται και πολύ αντινεοφιλελεύθεροι. Δεν θέλουμε να γυρίσουμε στο 2009 αλλά και δεν θέλουμε να μεταβούμε –και κυρίως υφολογικά- στην κοινωνία του «1984» του Όργουελ.
Ολοκληρώνοντας το σημείωμα αυτό, θα επιμείνω στην σκέψη ότι χρειαζόμαστε πολιτικές για την εργασία και για την αξιοπρεπή διαβίωση και όχι –τουλάχιστον όχι μετά από μια πολύ βραχεία μεταβατική περίοδο- πολιτικές για την «φτώχεια» και την «ανθρωπιστική κρίση». Εδώ ανοίγει και το πρόβλημα με όσους/ες υποκριτικά λένε ότι πάμε στην ανακούφιση της φτώχειας και όχι στον σοσιαλισμό. Στον δεδομένο κοινωνικό συσχετισμό όπου έχουμε «μπλέξει» , δεν μπορούμε να ξαναπάμε στο κοινωνικό κράτος και στην αξιοπρεπή διαβίωση, αν δεν πάρουμε μέτρα που ανοίγουν τον δρόμο στην έξοδο από το διεθνές καπιταλιστικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην σοσιαλιστική και αντικαπιταλιστική ρήξη με τις δομές εξουσίας και παραγωγής. Ή μήπως όχι;