Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα ποιοτικό βήμα προς την κατεύθυνση ενός ενιαίου ριζοσπαστικού αριστερού σχηματισμού, ο οποίος θα δυναμώσει την πάλη των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων ενάντια στις καπιταλιστικές πολιτικές και θα ανοίξει τον δρόμο όχι μόνο για την κυβέρνηση της Αριστεράς και την μεταμνημονιακή εποχή - πράγμα απολύτως αναγκαίο- αλλά και για την λαϊκή- εργατική εξουσία και τον σοσιαλισμό.

Πράγματι, η εμβέλεια της παρέμβασής μας και η όλη αρχιτεκτονική, πλέον, της πολιτικής ταξικής πάλης επιβάλλουν έναν ΣΥΡΙΖΑ ενιαίο, δημοκρατικό και αποτελεσματικό. Άρα, την υπέρβαση του συνομοσπονδιακού σχήματος και την διαμόρφωση ενός ενιαίου κόμματος.

Όμως, η αποτελεσματικότητα και η ενότητα δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση την ομοφωνία του στρατοπέδου και την σιωπή του νεκροταφείου. Προξενεί εντύπωση μια  φοβική λογική, η οποία εκφράσθηκε ιδίως την Κυριακή και κατευθυνόταν κατά της καταγραφής διαφορετικών προγραμματικών και πολιτικών θέσεων αλλά και κατά της ύπαρξης διακριτών λιστών στην εκλογή των μελών της Κεντρικής Επιτροπής.  Φοβική, καθώς κατανοούσε την ανάδυση διαφωνιών ως αυτόματα καταστρεπτική για την ενότητα και αποτελεσματικότητα του χώρου. Οι δημοκρατικές και πλουραλιστικές  παραδόσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς –περιλαμβανομένου και του Συνασπισμού-  πάντοτε ευνοούσαν ή πάντως δέχονταν την καταγραφή διαφορετικών πολιτικών και ιδεολογικών  ρευμάτων και μάλιστα ανεξάρτητα από την σοβαρότητα της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας. Αλλά και ιστορικά στην ελληνική Αριστερά, οι περισσότερες εσωκομματικές κρίσεις οξύνθηκαν και οδήγησαν σε διασπαστικά φαινόμενα όχι επειδή υπήρχαν σοβαρές διαφωνίες αλλά   ακριβώς επειδή επικρατούσε μια αντίληψη –ιδίως στα ηγετικά κλιμάκια- μη αποδοχής της διαφορετικότητας και του πλουραλισμού αλλά και κατανόησης της ενότητας ως μονολιθικότητας. Ας θυμηθουμε, εδώ, την διάσπαση του ιστορικού ΚΚΕ το 1968, την κρίση της Πανελλαδικής το 1978 στο ΚΚΕ Εσωτερικού, την  διπλή κρίση του 1989-1991 στο ΚΚΕ κλπ. Η άρνηση της διαφωνίας λειτούργησε ως το θερμοκήπιο των διασπάσεων. Παρ’όλα αυτά,  φθάσαμε στο σημείο να συζητάμε στην Συνδιάσκεψη  για το αν θα αποκλείσουμε δια πλειοψηφίας την δυνατότητα/ δικαίωμα  όποιων συντρόφων/ισσών το επιλέγουν να συγκροτούν δημόσια διακριτή λίστα. Και όλα αυτά σε ένα κόμμα που πριμοδοτεί με χίλιους διαφορετικούς τρόπους τον δικαιωματικό λόγο. Σε ένα κόμμα που αρέσκεται να αναφέρει την Ρόζα Λούξεμπουργκ και μάλιστα συχνά σε σχέση με την κλασσική ρήση της ότι η ελευθερία ανήκει σε όσους σκέφτονται διαφορετικά.           

Η άρση αυτού του ιδεολογικού εμποδίου και η σαφής  καταγραφή των διαφορετικών  απόψεων και συνακόλουθα και των διακριτών λιστών σήμανε μια μεγάλη πολιτική νίκη για τον ΣΥΡΙΖΑ. Καταδείχθηκε ότι είναι ένα μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα που προχωρά μπροστά χωρίς να φοβάται  να βουλεύεται, να διαφωνεί, να  συνθέτει, να δημοσιοποιεί τους δισταγμούς ακόμη και τα συγκυριακά  «ρήγματα» στο εσωτερικό του. Ότι δεν προσαρμόζεται, λοιπόν, σε επιταγές μονολιθικότητας, οι οποίες δεν απορρέουν πια από κάποια σταλινική καθοδήγηση αλλά από έλλειψη αυτοπεποίθησης απέναντι  στον λαό και από μια λογική ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ ως ενός τεχνοκρατικού, μεταϊδεολογικού κυβερνητικού σχηματισμού. Ότι δεν αποδέχεται την παγίωση χαρακτηριστικών ενός «πολυσυλλεκτικού» κόμματος  ( με την έννοια του catch all party) , ιδεολογικά ασπόνδυλου και οργανωτικά μεταμοντέρνου, όπου το «χάρισμα» θα υποκαθιστά την συλλογική διαδικασία. Η ανησυχία και ο εκνευρισμός πολλών συνέδρων απέναντι στην έκφραση της πολιτικής διαφωνίας εξέφρασε –δυστυχώς- ελλείψεις ή και μεταστροφές  στην δημοκρατική μας πολιτική κουλτούρα και πλημμέλειες/ανεπάρκειες   απέναντι στην επίθεση που εξασκεί εναντίον μας το κεφάλαιο.  

Και επί της ουσίας, όμως. Καταγράφηκε, μέσα από την σύγκλιση διαφορετικών ιδεολογικών ριζοσπαστικών  υπορευμάτων , η διάθεση να προχωρήσει η πολιτική  ταξική σύγκρουση  σε βάθος, να προχωρήσουν οι ρήξεις της εργατικής τάξης και του λαού  με το ελληνικό  κεφάλαιο και τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς συνεταίρους του. Ιδίως η σχεδόν υπερψήφιση της τροπολογίας για το χρέος και το ευρώ που κατέθεσαν το Αριστερό Ρεύμα και η Αριστερή Ανασύνθεση με ποσοστό κοντά στο 50 % αποτελεί ένα καταλυτικό και ισχυρό μήνυμα προς τα επιτελεία του κεφαλαίου και της Ε.Ε. , προς το καταρρέον πολιτικό σύστημα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αλώσιμος, αναλώσιμος και χειραγωγήσιμος. Ότι κάθε προσπάθεια ολομέτωπης  πίεσης πάνω σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς  από τους κυρίαρχους είναι δυνατόν να αποκρουστεί, ότι κάθε τάση αναδίπλωσης, συμβιβασμού, υποχώρησης είναι δυνατόν να ανασχεθεί και να νικηθεί. Ο φόβος και η αμηχανία  των καθεστωτικών ΜΜΕ απέναντι σε αυτό το μήνυμα υπήρξε εμφανής-άραγε τους έχει πιάσει και αυτούς ο «πόνος» για την ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ ; To ζήτημα ότι το ευρώ δεν είναι το κοινωνικό και πολιτικό όριό μας, ότι σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης η ρήξη με την ευρωζώνη μπορεί να καταστεί απαραίτητη για την εργατική τάξη και τον λαό, ότι προβάλλεται και ένα εναλλακτικό σχέδιο,  λειτουργεί ως ένα «πολιτικό σκάνδαλο» για το κεφάλαιο και τους συμμάχους του –δεδομένου ότι το ευρώ και η ένταξη στην «οικογένεια των ισχυρών»  αποτελούν βασική «εθνική αφήγηση» για την αστική μας τάξη από το 1980 μέχρι και σήμερα Δεδομένου ότι η σχέση με το ευρώ συμπυκνώνει εθνικούς και διεθνείς συσχετισμούς δύναμης σε βάρος της εργασίας και δεν συνιστά απλώς μια νομισματική επιλογή. Αλλά και πέρα από το ευρώ- η τάση βαθέματος της σύγκρουσης περιλαμβάνει και άλλα σημεία όπως το ενδεχόμενο μονομερούς διαγραφής του χρέους και παύσης πληρωμών, η αναγκαία εθνικοποίηση των τραπεζών, η αναγκαία επαναεθνικοποίηση και κοινωνικοποίηση των ΔΕΚΟ και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, η ανασυγκρότηση της οικονομίας με μοχλό τον δημόσιο τομέα και με όρους κοινωνικού και εργατικού ελέγχου.  Η δική μας «έκτακτη ανάγκη» απέναντι στην δική τους.  Όλα αυτά συνεπάγονται την προετοιμασία του λαού για μεγάλες κοινωνικές  συγκρούσεις και όχι την διάχυση μιας αντίληψης ότι όλα θα αλλάξουν «ομαλά» , ότι θα «αλλάξουν όλα για να μην αλλάξει τίποτε» κατά την γνωστή έκφραση του Λαμπεντούζα. Την προετοιμασία του λαού για να μην καταντήσουμε ένα ελληνικό ΑΚΕΛ.

Αλλά και η καταγραφή ειδικότερα  της «Αριστερής Πλατφόρμας» με 25,7 % παρά τις τεράστιες επιθέσεις και πιέσεις, στις οποίες υπεβλήθη, είναι ένα κορυφαίο –θετικά- πολιτικό γεγονός. Δείχνει τις ιστορικές δυνατότητες ενός πλατιού και πολύμορφου ρεύματος ριζοσπαστικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ,  ενός ρεύματος, το οποίο έρχεται από το μέλλον και όχι από το παρελθόν, ενός ρεύματος του οποίου η «Αριστερή Πλατφόρμα» αποτελεί τον πυρήνα και την αφετηρία και όχι το ιστορικό του όριο. Ενός ρεύματος που περιλαμβάνει δυνάμει και πολλές δυνάμεις, που καταγράφηκαν τώρα στο Ενιαίο Ψηφοδέλτιο κάτω από τους συγκεκριμένους όρους αυτής της διαδικασίας.

Τέλος, μια παρατήρηση για το ζήτημα των γραφειοκρατιών και των μηχανισμών. Η άποψη που πρότεινε την λίστα της «Αριστερής Πλατφόρμας» λοιδωρήθηκε ως γραφειοκρατική και ως προϊόν μηχανισμών, προερχόμενων από τις παλιές «συνιστώσες». Κατά πρώτον, γραφειοκρατικά φαινόμενα έχουν υπάρξει σε όλες τις ως τώρα συνιστώσες (και αυτές του «Ενιαίου Ψηφοδελτίου» και εκείνες της «Αριστερής Πλατφόρμας») . Κατά δεύτερον, η πολιτικοποίηση των απόψεων και των διαφωνιών  και η μη συγκάλυψή τους πάντοτε ενισχύει την δημοκρατία και αποδυναμώνει τον γραφειοκρατισμό.  Κατά τρίτον, τα μορφώματα της πολυκομματικής δημοκρατίας πάντοτε συνοδεύονται και από όψεις ολιγαρχίας ή γραφειοκρατισμού. Αυτό, όμως, δεν μας κάνει να επιλέγουμε την γραφειοκρατία του μονοκομματικού κράτους, όχι αυτού που (δεν) υπάρχει σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά εκείνου που θα μπορούσε να δημιουργηθεί  κατά προβολή των απόψεων της «ομοφωνίας».