Όσες και όσοι βρεθήκαμε στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ αυτά τα τελευταία 11 χρόνια, και δη την τελευταία επταετία της κρίσης-επίθεσης, όσες και όσοι στηρίξαμε την υπόθεση της πρώτης μεταπολεμικής αριστερής κυβέρνησης στην Ευρώπη, και θεωρήσαμε ότι είναι δυνατό μια τέτοια κυβέρνηση να επιβιώσει στο νεοφιλελεύθερο σκοτάδι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω ως μετριοπαθώς αριστερή, σήμερα βρισκόμαστε στο εσωτερικό μιας συντριπτικής ήττας. Η ήττα αυτή (που πρέπει να αποτιμηθεί πολιτικά ως ήττα, και όχι ηθικά, ως «προδοσία»), η εξαναγκαστική δηλαδή συνθηκολόγηση της κυβέρνησης, είναι συλλογική μας αποτυχία, και μαζί προμήνυμα κινδύνου για την άνευ δημοκρατικών ορίων ιμπεριαλιστική επιβολή· είναι αποτυχία, που οφείλεται σε αντικειμενικούς αλλά και υποκειμενικούς παράγοντες – και ως προς τους δεύτερους, έχει υπεύθυνους, σε διαφορετικό βεβαίως βαθμό, σε όλη την κλίμακα της κυβερνητικής και κομματικής «ιεραρχίας», σε ολόκληρο το ιδεολογικοπολιτικό φάσμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι ήδη εμφανές: το τραύμα και οι συνέπειες της ήττας αυτής θα αφήσουν ανεξάλειπτο ίχνος. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι ποτέ πια αυτό που ήταν – και το κλείσιμο του κύκλου αυτού είναι ήδη η βασική παράμετρος της πολιτικής κρίσης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Η κρίση αυτή, συνέχεια σε μια κρίση εκπροσώπησης που πάει πίσω στο 2007, έχει ήδη επίδραση σε κάθε εκδοχή της Αριστεράς και στα κινήματα στην Ευρώπη, στον πολιτικό και κοινωνικό ανταγωνισμό της τρίτης μνημονιακής περιόδου που ξεκίνησε. Κι ενώ είναι νωρίς για να έχουμε βεβαιότητες ως προς το πώς η κρίση αυτή θα επιλυθεί (πολύ δε περισσότερο αισιοδοξία για την έκβασή της…), είναι επείγον να διατυπώσουμε ορισμένες «υποθέσεις εργασίας» για το αποδώ και στο εξής: για την υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας απέναντι στο τρίτο μνημόνιο, για να κρατηθεί ενεργό το ρήγμα που ανέδειξε το δημοψήφισμα – για να σκεφτεί η Αριστερά που έδωσε την μάχη του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, ποια θα είναι η Αριστερά της νίκης στη νέα εποχή.
Το δημοψήφισμα
Αναπόφευκτα, σημείο εκκίνησης για την αποτίμηση και τον σχεδιασμό του «μετά» είναι το νικηφόρο αποτέλεσμα της 5ης Ιουλίου, μιας ταξικής σύγκρουσης διεθνούς βεληνεκούς, που μέσα σε μια εβδομάδα μετατράπηκε στο αντίθετό του, στην ταπεινωτική δηλαδή συνθηκολόγηση της κυβέρνησης με την τρόικα.
Η γενιά μας έχει ονομαστεί κατά καιρούς «γενιά της Γένοβας», «του άρθρου 16», «του Δεκέμβρη», «των πλατειών»: κανείς μας δεν φανταζόταν ότι μπορούσε να υπάρξει και μεγαλύτερη τιμή από αυτές – όμως, το να είσαι η «γενιά της 5ης Ιουλίου», είναι μια ακόμα μεγαλύτερη. Όσες και όσοι δώσαμε αυτή τη μάχη ξέρουμε πως ο πολιτικός χρόνος δεν υπήρξε ποτέ τόσο πυκνός, πως η σύγκρουση δεν ήταν ποτέ στον ίδιο βαθμό «πραγματική» και υπαρξιακή, πως η χαρά γι' αυτή την κοινή μας νίκη δεν ήταν ποτέ τόσο μεγάλη. Όπως ξέρουμε, από την άλλη, κι ότι ποτέ δεν υπήρξε τόσο καθοριστικό το έλλειμμα ηγεσίας και σχεδιασμού για μια τέτοιου βεληνεκούς ταξική σύγκρουση: ως το μεσημέρι της Τετάρτης, θυμίζω, δεν ξέραμε καν αν την Κυριακή θα υπάρχει δημοψήφισμα, ως την Πέμπτη ακούγαμε υπουργούς και ευρωβουλευτές να κατευνάζουν ότι έτσι κι αλλιώς θα υπήρχε συμφωνία (ή να προτείνουν ακόμα και το ΝΑΙ...), για μια εβδομάδα δε, βλέπαμε την ουδετερότητα της ΕΡΤ, ενώ τα αστικά μέσα βυσσοδομούσαν, και τους ανθρώπους μας να εκβιάζονται στους χώρους δουλειάς και τις ουρές χωρίς να μπορούμε τους υπερασπιστούμε. Η κυβέρνηση κατήγγελλε –και σωστά– ευρωπραξικόπημα για την ανατροπή της· εκείνες τις μέρες όμως, ήταν σα να απειλούν τον Αλιέντε, κι εμείς της Λαϊκής Ενότητας απλώς να μοιράζουμε φυλλάδια.
Εδώ νομίζω ότι βρίσκεται ένα καθοριστικό σημείο για να σταθούμε. Το δημοψήφισμα, η εμπλοκή δηλαδή των μαζών, ήταν μια μη προσχεδιασμένη, σχεδόν ενστικτώδης επιλογή της κυβέρνησης για να σταματήσει το καθοδικό σπιράλ της διαπραγμάτευσης – ένα είδος τινάγματος επιβίωσης, στο παραένα πριν τον πνιγμό: η τομή στο συνεχές μιας τακτικής συμβιβασμού με τις κορυφές και διαρκούς κατευνασμού των από κάτω (η συμφωνία ήταν «θέμα ημερών» επί τέσσερις μήνες...), και μιας τακτικής που, από την 20η Φεβρουαρίου ήδη, δεν προέβλεπε κανέναν απολύτως ρόλο για τις μάζες, αναπόφευκτα λοιπόν ούτε και για τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα.
Από την (υπερ)συνέχεια του κράτους στην ταξική συνθηκολόγηση
Αν όμως οι πηγές ισχύος στις κοινωνίες μας είναι το χρήμα και η διάταξη των ανθρώπων, μην έχοντας χρήμα ή διεθνείς προσβάσεις σε αυτό, η κυβέρνηση απεμπόλησε επί πέντε μήνες το βασικό της πλεονέκτημα, να θέτει σε διάταξη μάχης τις μάζες, και τις κάλεσε στο προσκήνιο όταν η τακτική της είχε εμφανώς αποτύχει υπό έναν συντριπτικό συσχετισμό δύναμης: όταν οι «κόκκινες γραμμές»είχαν ήδη ξεθωριάσει με την πρόταση των «47 σελίδων», και η ίδια αδυνατούσε να υπερασπιστεί και αυτές ακόμα, ελλείψει ισχύος. Ήταν αυτός ο κύκλος που έκλεισε, με τις μάζες και πάλι στο περιθώριο του κυβερνητικού σχεδιασμού από το βράδυ ήδη της 5ης Ιουλίου, με την ηττοπαθή δηλαδή ερμηνεία του αποτελέσματος, και τη σύγκληση, έξω από οποιαδήποτε κομματική διαδικασία, του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών από τον πρωθυπουργό.
Μολονότι οι ευθύνες γι' αυτές τις επιλογές έχουν διαβάθμιση και ονοματεπώνυμα, μολονότι τα ιδρυτικά ντοκουμέντα του ΣΥΡΙΖΑ είχαν προβλέψει ότι η διαπραγμάτευση δεν θα ήταν μια φιλική συζήτηση μεταξύ εταίρων, και μολονότι δεν ήταν επιλογή όλων μας ένα μη συμμετοχικό μοντέλο διακυβέρνησης, που για το κόμμα προέβλεπε τη θέση της πλήρους υπαγωγής στην κυβέρνηση, οι αποτιμήσεις των αριστερών δεν μπορεί να γίνονται καταρχήν με βάση μεμονωμένες στιγμές ή στο επίπεδο των προσώπων, αλλά στη βάση ευρύτερων διαδικασιών, και τελικά στο επίπεδο της πάλης των τάξεων. Το λέω γιατί μου φαίνεται πιο γόνιμο, αντί να μιλάμε για «προδοσίες» και «προδότες» του λαού στα ηγετικά κλιμάκια, να λέμε ότι η ελληνική αστική τάξη έδωσε έναν υπαρξιακό αγώνα για το ΝΑΙ απέναντι σε ένα αρραγές διεθνές μπλοκ, ενεργοποιώντας μηχανισμούς και συμμαχίες προκειμένου να υπερασπιστεί την εξίσου υπαρξιακή γι' αυτήν παραμονή στη ζώνη του ευρώ· κι ότι για την κυβέρνηση, στον αντίποδα, στο βαθμό που ο εκβιασμός ήταν «Μνημόνιο ή άτακτη χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ», και που ο εκβιασμός αυτός υπήρξε απολύτως αξιόπιστος, ο σχεδιασμός της απαιτούσε να είναι έτοιμη για μια κατάσταση οιονεί επαναστατική. Ήταν για την αποφυγή αυτής της κατάστασης, που το όποιο σχέδιο της κυβέρνησης περιορίστηκε εντέλει στη μετάθεση της σύγκρουσης, στη μετατόπισή της, από το πεδίο της οικονομικής και πολιτικής ισχύος στο εσωτερικό της χώρας και της Ε.Ε, στο πεδίο της «εθνικής σωτηρίας» και της «κοινής ευρωπαϊκής λογικής»: είναι γι' αυτό που η κυβερνητική πολιτική έφτασε τελικά να αρκείται απλώς στην αποφυγή των χειρότερων διά της επιλογής του μικρότερου κακού.
Η μετατόπιση, και τελικά η αποφυγή της σύγκρουσης, ήταν αυτές που υπαγόρευσαν α) τις προγραμματικές ασάφειες και την εθνικολαϊκή ρητορική για να κερδηθούν οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, β) τις επιλογές Παυλόπουλου, ΑΝΕΛ και ΔΗΜΑΡ σε νευραλγικά υπουργεία, καθώς και «τεχνικών» του καθεστώτος σε καίριες θέσεις στην κυβέρνηση και τους κρατικούς οργανισμούς και γ) τον πανηγυρισμό ως «νίκης» της συμφωνίας στις 20 Φεβρουαρίου, ενώ η κυβέρνηση δεσμευόταν για το αδιανόητο: να αποπληρώσει «στο ακέραιο και έγκαιρα» ένα μη βιώσιμο χρέος, αλλά και να απόσχει «από την ακύρωση μέτρων και μονομερείς αλλαγές των πολιτικών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα επηρέαζαν αρνητικά τους δημοσιονομικούς στόχους, την ανάκαμψη της οικονομίας ή τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όπως αυτά αξιολογούνται από τους θεσμούς».
Η πολιτική κρίση
Αν έχει κάποια αξία η αναδρομή στο πώς φτάσαμε στη συνθηκολόγηση της 12ης Ιουλίου, είναι ότι μας επιτρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα απ' όλη αυτή τη σχεδιολογία που κατακλύζει το δημόσιο λόγο των αριστερών: να δούμε ότι το εκάστοτε «σχέδιο» πριν απ' όλα απαιτεί ένα υποκείμενο – αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν ανέλαβε να οικοδομήσει. Ένα υποκείμενο που να αντιλαμβάνεται όρια και δυνατότητες της συγκυρίας, να κατανοεί την ανυπαρξία ενδιάμεσης θέσης εν μέσω κρίσης και σφοδρής ταξικής σύγκρουσης χωρίς επιστροφή – και πάνω σ' αυτές τις προκείμενες να σχεδιάσει τακτική και στρατηγική, αντί να υποκαθιστά τη μία με την άλλη.
Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ έμπαινε σ' αυτή την υπόθεση, θα κέρδιζε τις εκλογές του Ιανουαρίου – ούτε, πολύ περισσότερο, ότι θα μπορούσε να εξισορροπήσει τις πιέσεις μιας απολυταρχικής Ευρωπαϊκής Ένωσης που, πέρα από εσωτερικούς ανταγωνισμούς, ενοποιείται στη βάση του ταξικού ορθολογισμού της υπερλιτότητας. Είναι ωστόσο απολύτως βέβαιο ότι αν η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν τόσο μονοκόμματα στραμμένη στο κοινοβουλευτικό πεδίο, αν είχε φροντίσει να δώσει βάθος στην επιφανειακή τεχνική συζήτηση για το νόμισμα αντί να την απαγορεύσει εκεί που χαράσσονταν το όποιο σχέδιο και λαμβάνονταν αποφάσεις, αν είχε προχωρήσει σε μονομερείς ενέργειες στο τραπεζικό σύστημα για να αντιμετωπίσει τις εκροές, και στη φορολογία για να χρηματοδοτήσει μια πολιτική στήριξης των στρωμάτων που εκπροσωπεί, αν δεν είχε αποσυρθεί από το δρόμο κι αν είχε πάρει τοις μετρητοίς όσα διακήρυττε ο ίδιος στις θέσεις του για την Ε.Ε. και το ευρώ – αν τέλος πάντων έδινε τη μάχη στο πραγματικό πεδίο, αυτό της ισχύος, αντί του φαντασιακού κόσμου της αμοιβαία επωφελούς λύσης για λύκους και πρόβατα, τα πράγματα σήμερα θα ήταν διαφορετικά.
Στη θέση όλων αυτών των «αν», σήμερα βρίσκεται μια κυβέρνηση που όλο και πιο καταθλιπτικά πια θυμίζει τη συγχωρεμένη ΔΗΜΑΡ, και ένα κόμμα που, καλούμενο να υιοθετήσει το τρίτο μνημόνιο ως πρόγραμμά του και να «χαλαρώσει», ιδεολογικά και οργανωτικά, βρίσκεται στα πρόθυρα της ανεπίστρεπτης ρήξης. Το τρίτο μνημόνιο έχει σχεδιαστεί χειρουργικά ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να πνίξει με τα χέρια του μία προς μία τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις που κέρδισε από το 2010 μέχρι σήμερα – και να το κάνει σε πλαίσια αυστηρής επιτήρησης, που δεν αφήνουν περιθώρια ρωγμών και ελιγμών. Κι όλα αυτά, ενώ όλοι βλέπουν ότι το πρόγραμμα «δεν βγαίνει» κι ενώ η απειλή της εξόδου από το ευρώ θα επικρέμεται διαρκώς – τόσο ως μέσο πειθάρχησης της κυβέρνησης (επίσπευσης δηλαδή της μνημονιακής της μετάλλαξης...), όσο και ως δυνητική κατάληξη της νέας διαδρομής.
Όρια, ανάγκες και δυνατότητες
Σήμερα, η εξοικείωση τμημάτων της κοινωνίας με τη μνημονιακή κανονικότητα, η πεποίθηση ότι αυτή η κυβέρνηση αν μη τι άλλο το πάλεψε, η υπεροχή του πρωθυπουργού στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και του πολιτικού συστήματος, ο εγκλωβισμός ακόμα και ριζοσπαστικών ρευμάτων στο πραγματικό αδιέξοδο (αλλά και η επιθετική δικαιολόγηση του μνημονίου ως δρόμου χωρίς εναλλακτική από ένα δυναμικό της κυβέρνησης και του κόμματος που εξωθεί τα πράγματα στα άκρα, συνεπικουρούμενο από την τρόικα και τον ελληνικό αστισμό), δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας: το τραύμα στο σώμα του κόμματος που στήριξε το Δεκέμβρη, τις πλατείες και τη μάχη του δημοψηφίσματος, θα επουλωθεί δύσκολα και αργά – αν επουλωθεί. Ενώ όμως ισχύει αυτό, ισχύει εξίσου ότι ο πυκνός πολιτικός χρόνος απαιτεί ανασύνταξη το συντομότερο.
Είναι εμφανές ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει ΔΗΜΑΡ, αν δηλαδή υιοθετήσει το αποτέλεσμα ενός πραξικοπήματος ως πρόγραμμά του, κι απ'το «καμιά θυσία για το ευρώ» προσαρμοστεί στο «πάση θυσία κυβέρνηση, μνημόνιο και ευρώ», μεσοπρόθεσμα θα εξαφανιστεί. Είναι επίσης σαφές ότι ο ίδιος δεν μπορεί να υποσχεθεί μια «ακόμα πιο σκληρή διαπραγμάτευση», σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεδειγμένα πια εχθρική προς κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας. Αναπόφευκτα, λοιπόν, η διατήρηση των σχέσεων εκπροσώπησης που εγκατέστησε αυτά τα χρόνια, μπροστά μάλιστα στην απολύτως υπαρκτή νεοναζιστική απειλή, προϋποθέτει τη σύγκρουση με τα μνημόνια, τον ελληνικό αστισμό και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προϋποθέτει, δηλαδή, να γίνει ό,τι δεν έγινε όταν ο συσχετισμός δύναμης ήταν πιο ευνοϊκός: την κρατικοποίηση των τραπεζών υπό κοινωνικό έλεγχο, τη βαριά φορολογία του κεφαλαίου, τη διασφάλιση της πολιτικής και υλικής αλληλεγγύης από την κοινότητα που αναγνώρισε τη 12η Ιουλίου ως πραξικόπημα («This is A Coup»), τη διεθνοποίηση του αγώνα ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την επιστροφή στους δρόμους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μια μνημονιακή κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο αντίπαλος που προτιμά η Αριστερά του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, έναντι του συρφετού που λυμαίνονταν την εξουσία μέχρι τον περασμένο Γενάρη. Δεν υπάρχει όμως και αμφιβολία ότι η Αριστερά του ΟΧΙ πρέπει να δει πολύ παραπέρα: στη συγκρότηση του υποκειμένου, και δι' αυτού του σχεδίου, για έναν άλλο δρόμο. Μέχρι σήμερα, το σχέδιο αυτό περισσότερο προπαγανδίστηκε, συχνά για τις ανάγκες της ενδοαριστερής και ενδοσυριζικής αντιπαράθεσης, παρά δουλεύτηκε σε βάθος, είτε με όρους οικονομικο-τεχνικούς (πώς προσαρμόζονται τα ΑΤΜ, πώς αλλάζουν τα συμβόλαια σε ευρώ, τι γίνεται με πληθωρισμό και τις αναγκαίες εισαγωγές), είτε κυρίως με όρους πολιτικούς και κοινωνικούς. Αυτή είναι η δουλειά ενός μετώπου της Αριστεράς του ΟΧΙ, που να σέβεται επιμέρους διαδρομές και υποκειμενικότητες, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τους όρους για κοινούς αγώνες και τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα. Με την τελευταία δημοκρατική λύση να εξουδετερώνεται υπό τους εκβιασμούς της τρόικας, με τα επίδικα του αγώνα να είναι πια τα βασικά (το νερό, το σπίτι, το ρεύμα, η δημοκρατία), ο κοινός μας αγώνας θα είναι αγώνας υπαρξιακός: πρέπει να τον προετοιμάσουμε μαζί το συντομότερο, και κυρίως, πρέπει να τον κερδίσουμε.
Παρέμβαση στην εκδήλωση με τίτλο «Το δημοψήφισμα, η συνθηκολόγηση και η πολιτική κρίση που διαρκεί», που οργάνωσε ο Τομέας Νεολαίας της Αριστερής Ανασύνθεσης στο πολιτικό-πολιτιστικό κάμπινγκ της οργάνωσης στο Λιτόχωρο (7.8.2015).
_______________
Σχετικά κείμενα
Χρήστος Λάσκος, «Να τολμήσουμε ό,τι απαιτείται από την Αριστερά», Δελτίο Θυέλλης, Ιούλιος 2015
Νίκος Νικήσιανης, «Eνάντια στην Ευρώπη», RedNotebook 21.7.2015
Αντώνης Νταβανέλος, ΣΥΡΙΖΑ: «Πώς φτάσαμε ως εδώ», Κόκκινο τχ 1, καλοκαίρι 2015
Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, «'Πάμε και βλέπουμε' ή αντικαπιταλιστική πολιτική»; (με το Χρήστο Λάσκο), Κυρακάτικη Αυγή 29.3.2015·«Tι έχει να αντιπαραθέσει η κυβέρνηση στην απειλή των εταίρων, Η εποχή 17.5.2015
Πέτρος Σταύρου, «Η λιτότητα, το Grexit και η διαπραγμάτευση», RedNotebook16.3.2015