Από την αριστερή πλειοψηφία, στην κινηματική κοινωνική άπνοια.
Σ’ ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία είναι πολυπληθείς οι περιπτώσεις ταξικών, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών αγώνων που πραγμάτωσαν τον εαυτό τους σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, με συντριπτικά ανώτερους αντιπάλους, και παρόλα αυτά δεν υποχώρησαν και αποδέχθηκαν ακόμη και την εξόντωση, τον ίδιο τον θάνατο και την εξαφάνιση της ανθρώπινης ύπαρξης, προκειμένου να αγωνιστούν για να πραγματώσουν τις επιδιώξεις της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας, της λαϊκής χειραφέτησης. Ιδιαίτερα μάλιστα στη νεώτερη εποχή και στους δύο τελευταίους αιώνες ανάπτυξης, επέκτασης και κυριαρχίας του καπιταλισμού, πάμπολλες υπήρξαν οι περιπτώσεις άνισων, από την άποψη του συσχετισμού των δυνάμεων, αντιπαραθέσεων και μαχών, όπου οι αγωνιστικές λαϊκές δυνάμεις, συλλογικά και ατομικά, με σαφή επίγνωση των δυσμενών και καταθλιπτικών συνθηκών, δεν υποχώρησαν, προώθησαν την διεκδίκηση των επιδιώξεών τους μέχρι τέλους, και γνώρισαν την ήττα και την ίδια τη φυσική εξόντωση.
Ανθρώπινο δυναμικό υπέρτερο των αστικών καταναγκασμών
Η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση είναι τέτοια που είναι σε θέση να ξεπεράσει ακόμη και το ίδιο το ένστικτο της στοιχειώδους αυτοσυντήρησης, όταν διακυβεύονται τα μείζονα ζητήματα που αφορούν την κοινωνική απελευθέρωση, την προστασία των δικαιωμάτων και των βασικών όρων ζωής, τις δημοκρατικές ελευθερίες, τους στόχους της κοινωνικής δικαιοσύνης, της γενικευμένης ισότητας, ό,τι συγκροτεί τους όρους της χειραφέτησης της ανθρώπινης υπόστασης στον κόσμο. Οι κομμουνάροι σφαγιάζονταν από τα αστικά στρατεύματα του Θιέρσου επί εβδομάδες στο Παρίσι, που πολιορκούνταν μάλιστα από τα πρωσικά στρατεύματα, παρόλο που είχαν επίγνωση ότι το απελευθερωτικό τους εγχείρημα μπορούσε να πνιγεί στο αίμα. Οι χιλιανοί κομμουνιστές και σοσιαλιστές γνώρισαν τα πιο φρικαλέα βασανιστήρια και την μαζική φυσική τους εξόντωση, στην προσπάθειά τους να κοινωνικοποιήσουν την καπιταλιστική ιδιοκτησία και να προωθήσουν την σοσιαλιστική οικοδόμηση, αν και είχαν επίγνωση της ισχύος των αντιδραστικών κατασταλτικών μηχανισμών και της ιμπεριαλιστικής αμερικανικής κυριαρχίας. Οι αγωνιστές του εαμικού και αριστερού κινήματος της δεκαετίας του 1940, στην προσπάθειά τους να απαλλαγούν από τη ναζιστική επιβολή και να ανοίξουν το δρόμο για τη λαοκρατική δημοκρατία, βρέθηκαν απέναντι στα εκτελεστικά αποσπάσματα κάθε είδους και στις πολύχρονες αιματηρές φυλακίσεις και εξορίες, πληρώνοντας με την ζωή τους την υπηρέτηση των στόχων μιας χειραφετημένης ζωής.
Πρόκειται για μερικές ελάχιστες περιπτώσεις, ανάμεσα σε πάρα πολλές άλλες (από τον ένοπλο αγώνα των μπολσεβίκων εργατών στον εμφύλιο πόλεμο μέχρι τους γερμανούς σπαρτακιστές, από ηγετικές φυσιογνωμίες του κομμουνιστικού κινήματος όπως η Ρ. Λούξεμπουργκ και ο Κ. Λίμπκνεχτ, από τον Α. Βελουχιώτη μέχρι τον Ν. Μπελογιάννη και τον Ν. Πλουμπίδη κλπ.), που παρέμειναν φωτεινά ορόσημα για τον μακρόχρονο αγώνα της ανθρώπινης και εργατικής χειραφέτησης, ανεξαρτήτως των όρων που δίνονταν, με όποιες μορφές και αν πραγματοποιούνταν. Ακόμη και στο επίπεδο του αστικού στρατοπέδου, και όταν το 1940 έμπαινε το κρίσιμο ζήτημα αντιμετώπισης της φασιστικής εκστρατείας για την κατάκτηση των ευρωπαϊκών λαών, και ενώ οι περισσότερες αστικές ηγεσίες παραδίνονταν ή κατέφευγαν σε ασφαλή καταφύγια άλλων χωρών, η περίπτωση της βρετανικής αντίστασης (και ανεξάρτητα από τις μεταπολεμικές ιμπεριαλιστικές τους επεμβάσεις), όπως τελευταία αναδεικνύεται και από την ταινία «Η πιο σκοτεινή ώρα» του Τζο Ράιτ με επίκεντρο τον Ου. Τσώρτσιλ και την αντιφασιστική στάση απέναντι στο ναζιστικό άξονα, είναι χαρακτηριστική.
Δεν πρόκειται για την «υπηρέτηση ιδανικών» που θέλει να προβάλλει συνήθως μια ορισμένη ποιητική παράδοση, όπως και διάφορες μορφές ενός κανονιστικού και ηθικοπλαστικού λόγου μιας μορφής Αριστεράς, που φτάνουν μέχρι του σημείου της «θυσίας» της ανθρώπινης ζωής, προκειμένου για την υπεράσπισή τους. Πρόκειται αντίθετα για την αγωνιστική επιδίωξη στόχων που αφορούν την λαϊκή χειραφέτηση και απελευθέρωση, και σε τελική ανάλυση για την προάσπιση της ανθρώπινης «αξιοπρέπειας», που αντιπροσωπεύουν τα κίνητρα για την διεξαγωγή μιας μάχης απέναντι σε ισχυρότερες δυνάμεις (πάντοτε οι αντίπαλοι είναι οικονομικά και στρατιωτικά ισχυρότεροι σε σχέση με τις υποτελείς τάξεις), που μπορεί να καταλήξει στην αποδοχή της αφαίρεσης ακόμη και της ίδιας της ανθρώπινης ζωής, σε σχέση με μια ζωή στέρησης, υποταγμένης και αλλοτριωμένης. Πρόκειται για ορισμένες αφετηριακές διαπιστώσεις που έχουν να κάνουν με την απέραντη ισχύ του ανθρώπινου δυναμικού όταν στην επιδίωξή του να πραγματώσει τη ζωή του σε ελευθερία, δικαιοσύνη και ισότητα, μπορεί να ξεπεράσει και αυτή την ίδια την φυσική, βιολογική ζωή των ανθρώπων, που είναι χρήσιμες για την αποτίμηση σημερινών καταστάσεων στις οποίες βρισκόμαστε και βιώνουμε.
«Καναπέδες» των υπουργείων και «ευνουχισμός» αγωνιστών
Σπάνιες είναι κυριολεκτικά οι περιπτώσεις όπου το αριστερό κίνημα βρέθηκε μπροστά σε πολυσήμαντες προκλήσεις, με δυσμενείς τους συσχετισμούς των δυνάμεων (πότε άλλωστε η Αριστερά είχε να αντιμετωπίσει «εύκολες» κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις;), αλλά έχοντας την πλειονότητα των λαϊκών τάξεων με το μέρος του, και να εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης, να μετέτρεψε τον κόσμο του σε «ριψάσπιδες», να «ευνούχησε» τις λαϊκές κινηματικές διαθεσιμότητες, να «πέταξε την μπάλα στην κερκίδα», να παραδόθηκε αμαχητί στις επιδιώξεις και στις διαθέσεις των ταξικών του αντιπάλων. Δυστυχώς στη νεοελληνική ιστορία δύο μαύρες κηλίδες οδήγησαν σε ανείπωτες κοινωνικές καταστροφές, στην στρέβλωση συνειδήσεων, στην διάψευση των εργατικών προσδοκιών κ.ά. Η πρώτη στάθηκε ο οικειοθελής αφοπλισμός του λαϊκού απελευθερωτικού στρατού μετά την μαζική αστική και ιμπεριαλιστική βία των Δεκεμβριανών, δηλαδή η Συνθήκη της Βάρκιζας, που έγινε στο όνομα της αποκατάστασης της «εθνικής ενότητας», δηλαδή της αστικής στρατιωτικής επιβολής στις ενεργοποιημένες λαϊκές τάξεις (αυτή είναι η έννοια της «ενότητας του έθνους»), τη στιγμή που μόνον η διατήρηση των σωμάτων του ένοπλου λαού σε εγρήγορση ήταν σε θέση να εξασφαλίσει τη λειτουργία της λαοκρατίας, και σε κάθε περίπτωση μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με ισχυρότατη την παρουσία των αριστερών δυνάμεων. Η δημοκρατία είναι καθεστώς ισορροπίας ταξικών δυνάμεων και όχι πολιτικό σύστημα που από μόνο του διασφαλίζει τις εργατικές ελευθερίες και τα λαϊκά δικαιώματα.
Παρ’ όλα αυτά το γεγονός αυτής της συνθηκολόγησης, όπως είναι γνωστό, αντί να αποκαταστήσει την «εθνική δημοκρατική ομαλότητα» οδήγησε στο πογκρόμ των διώξεων, φυλακίσεων και δολοφονιών του αγωνιστικού λαϊκού κόσμου. Παράλληλα η μαζική αυτή βία των αστικών κρατικών μηχανισμών, βρίσκοντας τις λαϊκές τάξεις «άοπλες» και χωρίς διασφαλίσεις και εγγυήσεις, επέφερε τον αποδεκατισμό του ογκώδους πλειοψηφικού εαμικού κινήματος. Εντούτοις η αναγκαστική προσφυγή στον «εμφύλιο πόλεμο» ως έσχατη μορφή άμυνας του αγωνιστικού κομμουνιστικού κινήματος, παρόλο τον καταφανή συντριπτικό σε βάρος του συσχετισμό των δυνάμεων, οδήγησε στην στρατιωτική «ήττα», χωρίς αυτό να εκμηδενίσει το αγωνιστικό φρόνημα των λαϊκών τάξεων. Το ότι δόθηκε αυτή η αμυντική μάχη και προφανώς χάθηκε μπροστά στην στρατιωτική υπεροχή του αντιπάλου, παρόλες τις πολιτικές αντιφατικότητες που την σημάδεψαν, και παρόλο το ατελείωτο κύμα της τρομοκρατίας της «εθνικοφροσύνης», δεν εμπόδισε τις αριστερές δυνάμεις, μέσα σε μια μόλις δεκαετία να αναδειχθούν σε αξιωματική αντιπολίτευση (1949 – 1958).
Η μεταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ, η άτακτη εγκατάλειψη των πολιτικών του δεσμεύσεων (κατάργηση των δύο πρώτων μνημονίων, αποφυγή ψήφισης νέου μνημονίου, εφαρμογή του συνεδριακού του προγράμματος), η παράδοσή του στις δυνάμεις του αντιπάλου ταξικού στρατοπέδου (ελληνική αστική τάξη και ευρωπαϊκοί οικονομικοί και πολιτικοί μηχανισμοί), τη στιγμή που η πλειονότητα των λαϊκών δυνάμεων στήριζε και επικύρωνε την ριζοσπαστική αριστερή πολιτική, σηματοδότησε μια δίχως προηγούμενο περίπτωση «παράδοσης άνευ όρων» των πολιτικών λαϊκών εκπροσωπήσεων στις αρπακτικές διαθέσεις του αντιπάλου στρατοπέδου. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, επειδή έγινε «αμαχητί παράδοση» χωρίς την διεξαγωγή καμίας απολύτως (μα καμίας) μάχης με τον καπιταλιστικό επιχειρηματικό κόσμο και τα όργανα της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, καίτοι πλειοψηφικός φορέας των εργατικών εκπροσωπήσεων, προχώρησε σε βαθιές υποκλίσεις στις αντίπαλες δυνάμεις, γι’ αυτό και οι συνέπειες είναι πλέον βαρύτατες, γιατί έχουν επιφέρει τον αγωνιστικό «ευνουχισμό» των λαϊκών τάξεων. Έτσι, δεν είναι ο κόσμος που βρέθηκε στον «καναπέ», αλλά είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που στρογγυλοκάθισε στα έδρανα των «καναπέδων» της αστικής εξουσίας, στέλνοντας τον κόσμο στην μιζέρια της ιδιώτευσης, στην αδράνεια του κινήματος, στην ολοκληρωτική απέχθεια, στην ασφυκτική παραίτηση, στη ζωή στερημένη ελπίδας.
Είναι αυτή ακριβώς η μνημονιακή μεταστροφή που σταδιακά αλλά σταθερά προετοιμάστηκε από την ηγεμονική μικροαστική εκσυγχρονιστική τεχνοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο Ιούνιος 2012 – Αύγουστος 2015, δηλαδή η πλήρης αποποίηση της όποιας λαϊκής ριζοσπαστικής φυσιογνωμίας, η «αμαχητί παράδοση», που προκάλεσε την απονεύρωση της ελληνικής εργατικής τάξης, της νεολαίας και των συνταξιούχων, την εξουδετέρωση των λαϊκών αντανακλαστικών, που χαρακτηρίζει την τελευταία περίοδο το εργατικό κίνημα. Γι’ αυτό και οι αναφορές που γίνονται από πολλές πλευρές του τύπου της «προσφυγής των εργαζομένων στον καναπέ», της απουσίας «μαζικής αντίδρασης» στο τρίτο μνημόνιο και στα μέτρα των συνεχών αξιολογήσεων, τη στιγμή που ο ακροδεξιός εθνικισμός και συντηρητισμός «γεμίζει πλατείες», κλπ. είναι εξολοκλήρου χωρίς θεμελίωση και σοβαρό έρεισμα. Στο σύστημα της αστικής κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης που λειτουργεί, αλλά και των ταξικών πανεργατικών απεργιών, οι λαϊκές τάξεις έδωσαν αποφασιστικά το παρόν με δυναμικότητα :
Άλλο ήττα μετά από μάχη και άλλο παράδοση άνευ όρων
Α) Εκατοντάδες χιλιάδες στις πολλαπλές πανελλαδικές απεργίες (όπου η πλειοψηφία των εργαζομένων κινδύνευε με απόλυση εφόσον συμμετείχε στις κινητοποιήσεις) την περίοδο 2010 – 12, με την συνοδεία προβοκατόρικων δολοφονικών ενεργειών (Μαρφίν) και αστυνομικής καταστολής.
Β) Δεκάδες χιλιάδες αγωνιστικής παρουσίας επί ολόκληρες εβδομάδες στην Πλατεία Συντάγματος το Καλοκαίρι του 2011, με αμείωτη επιμονή, και με την κήρυξη του χημικού πολέμου από τους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Γ) Πανηγυρική κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τον ΣΥΡΙΖΑ (Ιανουάριος 2015) με το πρωτοφανές 36% και συνολικά 42% της Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ + ΚΚΕ + Ανταρσύα), που είχε βαθιά λαϊκά, εργατικά και νεολαιίστικα χαρακτηριστικά, και έστελνε την ελληνική σοσιαλδημοκρατία στα αζήτητα της Ιστορίας.
Δ) Απόλυτη πλειοψηφία σχεδόν των δύο τρίτων (62%) στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 ενάντια στο τρίτο μνημόνιο που είχαν προτείνει και επιχειρούσαν να επιβάλλουν τα οικονομικά όργανα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, και μάλιστα με την δηλωμένη αποχή του ΚΚΕ από τις διαδικασίες του δημοψηφίσματος.
Είναι δυνατό να συγκριθούν αυτές οι λαϊκές αγωνιστικές κινητοποιήσεις και επιλογές των λαϊκών τάξεων (τις οποίες η πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ τις πήρε και τις γκρέμισε στα τάρταρα), με τις ανέξοδες συγκεντρώσεις των όποιων εθνικιστικών συλλαλητηρίων για την «ελληνικότητα της Μακεδονίας», με τη δεσπόζουσα θέση της εγκληματικής συμμορίας της Χρυσής Αυγής, την ασφυκτική παρουσία του ακροδεξιού συντηρητικού εσμού της ΝΔ, την μαζική παρέμβαση των αντιπροσώπων της «αυτοκρατορίας των ευνούχων» του εκκλησιαστικού σκοταδισμού, του «Μαύρου Μετώπου» της ελληνικής κοινωνίας, που έχουν εκθρέψει δικτατορικά καθεστώτα και σαρωτικές συντηρητικές πολιτικές, έχουν δημιουργήσει οι κρατικοί και παρακρατικοί νεοναζιστικοί μηχανισμοί της «εθνικοφροσύνης»; Είναι άλλο το ζήτημα, και αυτό είναι το σημαντικό, ότι η αφαίμαξη του κινήματος από το πλήγμα της αστικής μεταστροφής του ΣΥΡΙΖΑ έχει επιφέρει τον θρυμματισμό της συλλογικής εργατικής κοινωνικής συνοχής και έτσι διαμόρφωσε αυτός ο ίδιος το έδαφος για την επώαση του «αυγού του φιδιού». Και δεν είναι μόνον αυτό, αλλά και το σημερινό γεγονός ότι είναι αυτός ο ίδιος ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ που ωθεί με νύχια και με δόντια προς την δημιουργία νέου ακροδεξιού κόμματος, «σφήνα» μεταξύ ΝΔ και Χρυσής Αυγής, προκειμένου να «παίξει το κοινοβουλευτικό παιχνίδι» με τη νεοσυντηρητική και νεοναζιστική δεξιά παράταξη.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ανταποκριθεί στον πολιτικό ρόλο τον οποίο και επικύρωσε η πλειοψηφική λαϊκή ετυμηγορία (στις βουλευτικές εκλογές και στο δημοψήφισμα), ακόμη και αν στη συνέχεια οδηγούνταν στην ήττα, από υπέρτερες οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις (έλληνες κεφαλαιοκράτες και νεοφιλελεύθεροι ευρωκράτες), θα είχε διατηρηθεί ένα υψηλό λαϊκό φρόνημα, θα είχε παραμείνει ισχυρή η ελπίδα, και ο ίδιος ο αριστερός λαϊκός κόσμος θα είχε την αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια του ότι έδωσε τη μάχη για τα δίκαιά του και την έχασε, ωστόσο δεν θα είχε χάσει τον πόλεμο. Άλλωστε αν ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοζε ευθύς εξ αρχής τις πιο στοιχειώδεις προγραμματικές του δεσμεύσεις (αναδιανομή εισοδήματος, αποκατάσταση μισθών, υπεράσπιση συντάξεων, κατάργηση ΕΝΦΙΑ, τερματισμός ιδιωτικοποιήσεων, παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους και απαίτηση διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του, κατάργηση των δρακόντειων περιορισμών της δημοσιονομικής πολιτικής κλπ.), και έχοντας διακηρυγμένα και με τη βούλα την υποστήριξη των δύο τρίτων του εκλογικού σώματος το καλοκαίρι 2015, θα είχε κλονίσει συθέμελα το εγχώριο αστικό κατεστημένο και τις υπερεθνικές ευρωπαϊκές γραφειοκρατίες, οδηγώντας τους σε άτακτη υποχώρηση, και διαμορφώνοντας όρους πραγματικής λαϊκής νίκης.
Το ότι υπό την πλειοψηφική ηγεμονία των δυνάμεων του μικροαστικού εκσυγχρονισμού και τεχνοκρατίας, που αποτελούν τον ισχυρό βραχίονα της αστικής πολιτικής, παραιτήθηκε των δεσμεύσεών του, δεν κατάργησε τα δύο πρώτα μνημόνια και επιπρόσθετα ψήφισε ένα τρίτο υπέρ – μνημόνιο, αυτό σήμαινε ολοσχερή προσχώρηση στο ταξικό στρατόπεδο του αντιπάλου, και μάλιστα εφαρμογή της αντίπαλης πολιτικής. Από μια μάχη που δίνεται με όρους πλειοψηφικούς και χάνεται μέσα από μια ήττα, το λαϊκό αριστερό κίνημα μπορεί να βγεί πληγωμένο αλλά με αξιοπρέπεια και φρόνημα, με όρους ανασυγκρότησης και αντεπίθεσης, ενώ από μια παράδοση άνευ όρων προκύπτουν μηδενιστικές τάσεις, η απέχθεια, η αποστασιοποίηση, η εξατομίκευση, η ιδιώτευση, η απόσυρση, η αδρανοποίηση των εργατικών διαθεσιμοτήτων, η απονεύρωση των κινηματικών εξάρσεων. Και επόμενο είναι μετά από ένα τέτοιο τριετές συνεχές πλήγμα στα λαϊκά συμφέροντα, και μάλιστα στο όνομά τους, η αριστερή πλειοψηφία να δίνει τη θέση της στην σημερινή «κοινωνική έρημο», που να επιχειρεί να την αλώσει ο ακροδεξιός εθνικισμός και η συντηρητική και νεοναζιστική δεξιά. Μετά από μια τέτοια παράδοση δίχως μάχη ας μην αναρωτιόμαστε «Τι απέγινε η Έλλυ» (στην ομώνυμη ιρανική ταινία του Ασγκάρ Φαραντί) και τι έγινε με την εξαφάνιση του ακροβάτη Άμπελ Ρόζενμπεργκ στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στο «Αυγό του φιδιού» του Ίγκμαρ Μπέρκμαν.