Αμπελόκηποι, 16/6/2014.
Α. Η πολιτική επιλογή του τύπου κόμματος
Ένα από τα πολύ σημαντικά θέματα που θίγει η απόφαση της ΚΕ είναι η λειτουργία του κόμματος. Το πώς βλέπει κανείς τη λειτουργία του κόμματος αποτελεί πολιτική επιλογή. Το βλέπει σαν σύνολο από στελέχη/πολιτικούς που συμπαρασύρουν ψηφοφόρους ή σαν ένα πλέγμα από ΟΜ που συμπυκνώνεται πολιτικά στα διάφορα ιεραρχημένα κομματικά όργανα (ΝΕ, ΚΕ, ΠΓ).
Η αντίληψη του κόμματος πολιτικών που εκπροσωπούν ψηφοφόρους, είναι η αντίληψη του παραδοσιακού αστικού κόμματος. Είναι αναμενόμενο η αντίληψη αυτή να θέλει το άνοιγμα του κόμματος σε στελέχη/πολιτικούς της ΔΗΜΑΡ, του ΠΑΣΟΚ κ.λπ. (εσχάτως ανανύψαντες μεν, αλλά μέρος του υπάρχοντος συστήματος και συνεργάτες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής λιτότητας δε).
Στην ουσία η αντίληψη αυτή εκφράζεται στην τρέχουσα συγκυρία ως «κοινοβουλευτική αριθμητική». Το κόστος όμως αυτής της προσέγγισης αγνοείται ή αποκρύπτεται: Η λογική αυτή οδηγεί στη απίσχναση της ριζοσπαστικής αριστερής πολιτικής τόσο σε επίπεδο ποιότητας πολιτικής ζωής (δημοκρατία, λαϊκή εξουσία κλπ, όχι κομματάρχες) όσο και σε επίπεδο της ρήξης με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη πολιτική (διαχείριση της πολιτικής λιτότητας ή ανατροπή της;).
Το κόστος αυτό έχει επίσης σχέση με την αντίληψη περί εσωκομματικών διαδικασιών, οι οποίες στη λογική του κόμματος παραγόντων, παρακάμπτονται, όπως έγινε στις υποψηφιότητες Βουδούρη, Καρυπίδη. Αυτά στο κείμενο «εξηγούνται» είτε ως «αστοχίες, σε συνθήκες «έκτακτης ανάγκης» λόγω των τριπλών εκλογών και της επείγουσας λήψης κρίσιμων αποφάσεων», είτε ως «παραγοντισμός». Δεν πρόκειται για «αστοχία», ούτε απλά «παραγοντισμό», πρόκειται για πολιτική επιλογή σε σύγκρουση με το ριζοσπαστικό χαρακτήρα του κόμματος. Αυτή η επιλογή, οδηγεί αντικειμενικά στη διολίσθηση του κόμματος από κόμμα ρίξης σε κόμμα διαχείρισης. Επομένως οι «παραγοντισμοί», «αστοχίες» κ.λπ. πρέπει να αντιμετωπισθούν ως μια υφέρπουσα υπαρκτή πολιτική λογική η οποία πρέπει να απορριφθεί ως ξένη προς τη φυσιογνωμία και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Β. Η πολιτική επιλογή του λόγου του κόμματος
Με τα παραπάνω προβλήματα σχετίζονται άμεσα οι ασάφειες και γενικολογίες στις αποφάσεις των οργάνων του κόμματος. Αποτελούν το παράθυρο που επιτρέπει να διαιωνίζεται η ερμηνεία των αποφάσεων κατά το δοκούν από τα ηγετικά στελέχη και να υποσκελίζονται τα εκλεγμένα όργανα του κόμματος. Παραδείγματος χάριν η απόφαση της ΚΕ δεν ξεκαθαρίζει τι εννοεί με το «Απευθυνόμαστε στις δυνάμεις και τα πρόσωπα που απεγκλωβίζονται από τις μνημονιακές πολιτικές και τους καλούμε να συναντηθούμε στους κοινωνικούς αγώνες και τις πολιτικές διεργασίες της Αριστεράς». Εννοεί να συμμαχήσουμε με συγκροτημένα κόμματα, ή να τους εντάξουμε ως στελέχη/πολιτικούς στο ΣΥΡΙΖΑ; Κατά περίπτωση και κατά το δοκούν;
Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο άρθρο του προέδρου (Εφ. Συν. 23/6), όπου ερμηνεύει την απόφαση της ΚΕ σχετικά με την κεντροαριστερά (ΔΗΜΑΡ, ΠΑΣΟΚ), λέγοντας ότι «Δεν ζητάμε πιστοποιητικό [...] πολιτικής καθαρότητας από κανέναν. Δεν κρατάμε πολιτικό μητρώο για το παρελθόν».
Η ΚΕ δίνει ουσιαστικά στον πρόεδρο το δικαίωμα, την ευχέρεια και τελικά την εξουσία να ερμηνεύει τις αποφάσεις της κατά την κρίση του. Αν πράγματι η ΚΕ επιθυμεί «τη συγκρότηση ενός ισχυρού, πραγματικά δημοκρατικού και συλλογικού, αριστερού κόμματος, [...], του οποίου οι οργανώσεις και τα μέλη θα συμμετέχουν ουσιαστικά στη λήψη των αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα», όπως διακηρύσσει, καθώς και την «πλήρη και διαφανή λειτουργία των εκλεγμένων οργάνων, τη δημοκρατική αντιπαράθεση απόψεων και το σεβασμό στις αποφάσεις που θα λαμβάνονται με αυτόν τον τρόπο, την ενιαία δημόσια εκφορά του κεντρικού πολιτικού μας λόγου, ώστε να μη δίνουμε αφορμές για επιθέσεις εξαιτίας αυθαίρετων ερμηνειών της πολιτικής μας γραμμής», τότε θα πρέπει πρώτη, αυτή η ίδια, να παίρνει την ευθύνη πολιτικά σαφών αποφάσεων.
Πιστεύουμε ότι στην τρέχουσα συγκυρία που χαρακτηρίζεται από σκληρή ταξική πόλωση, απαιτείται να προταχθεί ένας σαφής και λιτός προγραμματικός λόγος, επικεντρωμένος στο επίδικο της ανατροπής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Όταν αντίθετα προτάσσουμε έναν ασαφή λόγο, με στόχο να δημιουργηθούν γέφυρες προς άλλες πολιτικές δυνάμεις και να καθησυχάσουμε αμφιταλαντευόμενες κοινωνικές ομάδες, συσκοτίζουμε το πολιτικό επίδικο. Έτσι παραγνωρίζουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας αναγνωρίζει το συμφέρον της στην ανατροπή αυτή, αμφιβάλλει όμως για το εφικτό της ανατροπής και την ικανότητα και πρόθεση του ΣΥΡΙΖΑ να την φέρει σε πέρας. Μόνο σαφείς και ξεκάθαρα ριζοσπαστικές δεσμεύσεις μπορούν να συγκροτήσουν την ευρεία κοινωνική συμμαχία που είναι απαραίτητη για την ανατροπή. Μόνον έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναδειχθεί σε ηγεμονική δύναμη.