Το BLM αποκαλύπτει το ρόλο της Αστυνοµίας σε µαζική κλίµακα

Είναι κοινά αποδεκτό πλέον ότι οι διαδηλώσεις και οι ταραχές στις ΗΠΑ έχουν εξελιχθεί σε κάτι πολύ ανώτερο από ένα «οργισµένο ξέσπασµα», αλλά και κάτι πολύ ριζοσπαστικότερο από παραδοσιακού τύπου «συντεταγµένες» κινητοποιήσεις που διαπραγµατεύονται κάποιες «ρεαλιστικές» αλλαγές.

Τίποτε δεν αποτυπώνει καλύτερα αυτήν την εξέλιξη από τη συνθηµατολογία των διαδηλωτών πάνω στο κεντρικό ζήτηµα της Αστυνοµίας. Αυτή έχει προχωρήσει πιο πέρα από το αυθόρµητο «Fuck the Police» που εκφράζει µόνο το αίσθηµα οργής. Ταυτόχρονα διαχωρίζεται από το «Reform the Police», την αυταπάτη για «µεταρρύθµιση της Αστυνοµίας» που ερχόταν πάντοτε να καλύψει το πολιτικό κενό της έλλειψης αιτηµάτων.

Ένα νέο τρίπτυχο, πολύ πιο συγκεκριµένο κι αιχµηρό, έχει κάνει την εµφάνισή του στις διαδηλώσεις: Disarm-Defund-Abolish! Αφοπλισµός-αποχρηµατοδότηση-κατάργηση. Τα τρία «αιτήµατα-κραυγές» συνυπάρχουν, είτε ως εναλλακτικές, είτε ως διαφορετικοί τρόποι να ειπωθεί το ίδιο περίπου πράγµα.

Αποχρηματόδηση

Στο επίκεντρο έχει βρεθεί κυρίως το αίτηµα για «αποχρηµατοδότηση», για µια σειρά λόγους. Κυρίως γιατί είναι ανοιχτό σε ερµηνείες και µπορεί να αποτελέσει «συνώνυµο» των άλλων αιτηµάτων: Ενοποιεί όσους θέλουν να δουν γενικά περιορισµό των αστυνοµικών προϋπολογισµών, όσους το ταυτίζουν µε τον «αφοπλισµό» (λιγότερα λεφτά για αγορά φονικών «παιχνιδιών») αλλά και όσους το ταυτίζουν µε την «κατάργηση» (υποχρηµατοδότηση µέχρι εξαφάνισης). Η µεγάλη αρετή αυτού του συνθήµατος βρίσκεται στο ότι ανοίγει το κοινωνικό ζήτηµα: Προτείνοντας δραστικό περιορισµό των αστυνοµικών προϋπολογισµών (που στις περισσότερες αµερικανικές Πολιτείες είναι θηριώδεις), παράλληλα προτείνει την «ανακατεύθυνση» των πόρων που θα απελευθερωθούν (σε υγεία, παιδεία, κοινωνικές υπηρεσίες κλπ). Κάνοντάς το αυτό, ανοίγει µια γενικότερη ιδεολογική αντιπαράθεση για τις προτεραιότητες της κοινωνίας. 

Η αντιπαράθεση έχει πάρει κεντρικό και µαζικό χαρακτήρα, όπως αποδεικνύεται µε µια σειρά τρόπους. Καταρχήν, από την κίνηση κάποιων τοπικών αρχών προς την (λιγότερο ή περισσότερο τολµηρή) ικανοποίηση του λαϊκού αισθήµατος: Από την ανακοίνωση της Πολιτείας του Λος Άτζελες για περικοπές στον αστυνοµικό προϋπολογισµό, µέχρι την εισήγηση του Δηµοτικού Συµβουλίου της Μινεάπολης για «διάλυση της Αστυνοµίας». Έπειτα, από την καταγραφή στο δηµόσιο διάλογο. Η αστική αρθρογραφία µελετά το νέο «Κίνηµα για την Αποχρηµατοδότηση της Αστυνοµίας». Τέλος, από το γεγονός ότι υποχρεώνονται να τοποθετηθούν οι «µεγάλοι παίκτες»: Με τον Τραµπ να ισχυρίζεται ότι «οι Δηµοκρατικοί θέλουν να σας πάρουν και τα όπλα και τους αστυνοµικούς σας» και τον Μπάιντεν να επιτίθεται δηµόσια στο σύνθηµα, εισηγούµενος… «περισσότερους πόρους» (για καλύτερη εκπαίδευση, καλύτερης ποιότητας επαγγελµατίες και άλλα κούφια ευχολόγια δεκαετιών…).

Αφοπλισμός

Η ανάγκη να αφοπλιστεί η αµερικανική Αστυνοµία αγγίζει δύο διαφορετικά ζητήµατα. Το ένα αφορά την καταστολή διαδηλώσεων. Είναι «συνήθης πρακτική» τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ, τα Αστυνοµικά Τµήµατα να παραλαµβάνουν το «περίσσευµα» του Αµερικανικού Στρατού –το οποίο περιλαµβάνει υπερσύγχρονα βαριά όπλα (που τα είδαµε σε πλήρη ανάπτυξη κατά την καταστολή της µαύρης εξέγερσης στην Βαλτιµόρη). Το δεύτερο αφορά την καθηµερινότητα. Η Αστυνοµία στις ΗΠΑ έχει ευρύτατες δικαιοδοσίες (η λεγόµενη «αστυνόµευση του σπασµένου παράθυρου»). Στη διάρκεια καθηµερινών καθηκόντων όπως έλεγχοι που εδώ θα έκανε πχ η Τροχαία ή συστάσεις για δυνατή µουσική κλπ, οι πανταχού παρόντες Αµερικάνοι µπάτσοι κυκλοφορούν µε το όπλο στο χέρι –µε τα γνωστά αποτελέσµατα. 

Κατάργηση

Η δηµόσια αντιπαράθεση έχει ανοίξει πάνω σε αυτό το ζήτηµα µε δύο διαφορετικούς τρόπους.

Από τα αριστερά, ως αίτηµα τµήµατος κυρίως µαύρων ακτιβιστών, όπου υπάρχει µια µακρά παράδοση «abolitionism» («υπέρ της κατάργησης»). Ο όρος είναι φορτισµένος ιστορικά -οι «abolitionists» ήταν οι οπαδοί της άµεσης κατάργησης της σκλαβιάς- και τον χρησιµοποιούν κοινωνικές συλλογικότητες ενάντια στις φυλακές και την αστυνοµία, που συµµερίζονται την ανάλυση περί «Νέου Τζιµ Κρόου» (όπου µετά την κατάκτηση δικαιωµάτων της δεκαετίας του ’60, οι φυλακές και η αστυνοµία λειτουργούν για να επιβάλουν ένα νέο καθεστώς καταπίεσης των µαύρων, χωρίς όµως να δηλώνεται ρητά αυτή η συστηµική ρατσιστική λειτουργία, όπως ακριβώς η νοµοθεσία «Τζιµ Κρόου» µετά τον Εµφύλιο διαιώνιζε την ανισότητα αλλά κρυβόταν πίσω από το «ίσοι µα διαχωρισµένοι»).   

Από τα δεξιά, καθώς πολλά στελέχη και αναλυτές για να επιτεθούν στο αίτηµα για αποχρηµατόδηση το ταυτίζουν µε την προοπτική διάλυσης: «Χωρίς πόρους, δεν θα υπάρχει αποτελεσµατική Αστυνοµία, προτείνετε να ζούµε χωρίς Αστυνοµία;». Σηκώνοντας το γάντι σε αυτήν την επίθεση, η συζήτηση πηγαίνει φυσιολογικά στο «για τί ακριβώς χρειαζόµαστε την Αστυνοµία;». Εκεί έχουν υπάρξει πολλές ενδιαφέρουσες απαντήσεις. Σε επίπεδο αρθρογραφίας, έχουν κατατεθεί εµπειρικές εικόνες ή και στατιστικές µελέτες που αποδεικνύουν ότι γενικά η Αστυνοµία δεν κυκλοφορεί εκεί έξω «αποτρέποντας κακουργήµατα». Σε επίπεδο πολιτικής συζήτησης, το προχωρηµένο παράδειγµα της Μινεάπολης έχει παρουσιάσει κάποιες πολύτιµες απαντήσεις, καθώς ακτιβιστές µπαίνουν στη συζήτηση «κι αν διαλυθεί η αστυνοµία, τί θα την αντικαταστήσει;»: «ψυχολόγοι για θύµατα βιασµού, γιατροί για τοξικοµανείς, κοινωνικοί λειτουργοί για περιθωριοποιηµένους, προγράµµατα στέγασης για αστέγους». Σε επίπεδο κινηµατικών πρακτικών, όσο διαρκεί η ανάταση της εξέγερσης, προσφέρει και «εικόνες από ένα διαφορετικό µέλλον»: Δηµοτικός σύµβουλος στη Μινεάπολη επικαλέστηκε το «κοινωνικό έργο» των διαδηλωτών (που στέγασαν αστέγους καταλαµβάνοντας κτίρια, διένειµαν πόρους -πολλοί εκ των οποίων είχαν «λεηλατηθεί»- σε άπορους) για να ισχυριστεί ότι «έδειξαν ότι ξέρουν πώς να αντιµετωπίζουν κοινωνικά προβλήµατα».

Μεταρρύθμιση;

Ένα άλλο πολύτιµο συµπέρασµα είναι ότι η απειλή της µαζικοποίησης και της δηµοφιλίας «µαξιµαλιστικών» αιτηµάτων είναι συνήθως ο πιο αποτελεσµατικός τρόπος να επιβληθούν και τα «µινιµαλιστικά». Μια σειρά περιορισµοί των πιο ακραίων εξουσιών κι ελευθεριών της αστυνοµίας συζητιούνται σε µια σειρά Πολιτείες και στο Κογκρέσο, κυρίως από φιλελεύθερους Δηµοκρατικούς που επιχειρούν να αµυνθούν απέναντι στις αριστερές κριτικές για την άρνησή τους να υιοθετήσουν την «αποχρηµατοδότηση», αντιπροτείνοντας µια «µεγάλη µεταρρύθµιση». Τα αυτονόητα µέτρα που προτείνονται περισσότερο λειτουργούν ως υπενθύµιση της θεσµικά κατοχυρωµένης ασυδοσίας που υπήρχε ως τώρα (βλ. σελ. 18-19). Ενώ η προσπάθεια να εφαρµοστούν κι αυτά αποκαλύπτουν την φύση του αστυνοµικού σώµατος. Πυκνώνουν τόσο πολύ οι αναφορές για µαζικές αστυνοµικές αντιδράσεις σε αυτές τις ελάχιστες «παρεµβάσεις στο έργο τους», που γκρεµίζεται οριστικά ο µύθος «κάποιων κακών µπάτσων».

Το λεγόµενο «Μπλε Τείχος» (που περιγράφει την «αδελφότητα» µεταξύ µπάτσων που πάντα «καλύπτει τους δικούς της») πυκνώνει τις γραµµές του απέναντι στις προσπάθειες στοιχειώδους εκδηµοκρατισµού. Στην Ατλάντα εξελίσσεται άτυπη «λευκή απεργία» ενάντια στη δίωξη του «συναδέλφου» που δολοφόνησε µαύρο πρόσφατα. Στο Μπάφαλο, κινήθηκαν διαδικασίες ενάντια στον µπάτσο που καταγράφηκε σε κάµερα να χτυπά εν ψυχρώ µε γκλοµπ 75χρονο και η διµοιρία του να τον εγκαταλείπει αιµόφυρτο στο έδαφος. Όλα τα µέλη της διµοιρίας εγκατέλειψαν το ειδικό σώµα στο οποίο υπηρετούσαν… «αηδιασµένα από τη δίωξη». Οι ειδήσεις για αύξηση του κύµατος «πρόωρων συνταξιοδοτήσεων» από το Σώµα, στο 99% των περιπτώσεων δεν αφορούν κάποια ηθική έκλαµψη για το ρόλο που επιτελεί, αλλά «πεσµένο ηθικό» από τον «διάχυτο στιγµατισµό» του. Η σπουδή διάφορων «σωµατείων» αστυνοµικών να µοιράσουν χρήµα στα µέλη τους για «να τονωθεί το ηθικό» υπενθυµίζει τον ρόλο αυτών των «σωµατείων» (που συνήθως αφιερώνουν τους τεράστιους πόρους τους στα δικαστικά έξοδα και στις εγγυήσεις των διωκόµενων µελών αυτής της καθόλα νόµιµης «µαφίας»). Είναι µια άλλη πτυχή που έχουν φέρει οι διαδηλώσεις στο φως, απαιτώντας από την εργατική συνοµοσπονδία AFL-CIO να διακόψει τους δεσµούς της µαζί µε αυτά τα «σωµατεία», υπενθυµίζοντας ότι «Δεν είναι Συνδικάτα – Δεν είναι απλοί εργαζόµενοι».

Ζητήματα στρατηγικής

Χρειάζεται µικρό καλάθι για τον στόχο της «κατάργησης». Προϋποθέτει συνθήκες που ανοίγουν το δρόµο στην αντικατάσταση της υπάρχουσας κοινωνικής οργάνωσης από µια άλλη. Όσο δεν υπάρχουν αυτές, η όποια υλοποίηση «κατάργησης» θα αφορά παιχνίδι µε τις λέξεις. Πολλοί φιλελεύθεροι δηλώνουν ότι «θα πρέπει να καταργηθεί… για να αλλάξει». Έχει την αξία της η περιγραφή: όποιος είναι στοιχειωδώς έντιµος φιλελεύθερος που θέλει όντως να προσφέρει µια ειλικρινή απόπειρα «µεταρρύθµισης», υποχρεώνεται να παραδεχτεί ότι «αυτό το πράγµα δεν µεταρρυθµίζεται» και κάθε «αλλαγή» µπορεί να γίνει µόνο στα ερείπιά του. Αλλά ταυτόχρονα υπενθυµίζει ότι τελικός στόχος τους παραµένει η «αλλαγή». Αυτός -στην σηµερινή κοινωνία- έχει όρια. Στη σηµερινή συζήτηση στις ΗΠΑ, συχνά υπενθυµίζονται οι ρίζες της Αστυνοµίας -συγκροτήθηκε ως µόνιµο, επαγγελµατικό σώµα λόγω της ανόδου του εργατικού ριζοσπαστισµού και της ανάγκης να παραµένει υποταγµένος ο µαύρος πληθυσµός. Είναι µια σπουδαία υπενθύµιση ότι η ανθρωπότητα «έχει ζήσει και χωρίς αστυνοµία», όπως και ότι ως Σώµα υπάρχει ιδρυτικά για να «υπηρετεί και προστατεύει» τους πλούσιους κι όχι γενικώς τους πολίτες. Αλλά ταυτόχρονα υπενθυµίζει ότι δεν µπορούµε να απαλλαγούµε από αυτήν, αν δεν απαλλαγούµε από τα αφεντικά της.

Ως τότε, κάθε µέτρο που µειώνει την δύναµή της, κάνει τη ζωή των ανθρώπων πιο εύκολη και τη ζωή των µαύρων πιο ασφαλή και είναι καλοδεχούµενο. Ταυτόχρονα, ο τρόπος και η επιχειρηµατολογία µε την οποία διεκδικούνται αυτά τα µέτρα, έχουν τη δική τους πολιτική σηµασία. Η «µεταρρύθµιση» ιστορικά είχε ως στόχο «να αποκατασταθεί η εµπιστοσύνη στα σώµατα ασφαλείας». Η σηµερινή συζήτηση, στοχεύει  ακριβώς στο ανάποδο, στην αποκάλυψη και το στιγµατισµό του ρόλου τους. Εµφανίζεται µια συλλογιστική που λέει «λιγότεροι µπάτσοι = ασφαλέστεροι δρόµοι», η οποία είναι καθαρή στο µαύρο πληθυσµό που έχει συσσωρεύσει δεκαετίες πικρής, φονικής πείρας «µεταρρυθµισµένης», «πολυφυλετικής», «καλύτερα εκπαιδευµένης» κ.ο.κ. αστυνοµίας. Για όλα αυτά, το «disarm-defund» αλλά και το «abolish» είναι παραπάνω από καλοδεχούµενα…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες