Η προσχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυρίαρχη αστική, νεοφιλελεύθερη αντίληψη για την αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης, υπογράφοντας το 3ο Μνημόνιο λιτότητας στο όνομα του «κινδύνου» της εξόδου της χώρας από το ευρώ, έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα στην κοινωνία και σε όλη την Αριστερά.
Κανείς στην Αριστερά δεν έχει δικαιωθεί από τις εξελίξεις. Πολύ απλά γιατί δεν δικαιώνονται οι εργατικές, λαϊκές και νεολαιίστικες προσδοκίες και η διαδικασία της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης, που εκδηλώθηκε στην περίοδο της κρίσης και των μνημονίων. Μια περίοδος που χαρακτηρίστηκε από την επιμονή της κοινωνικής προσδοκίας ακόμη κι όταν η δεξιά πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «ορατή δια γυμνού οφθαλμού», αναδεικνύοντας τη διαθεσιμότητα ενός ευρύτατου κοινωνικού τμήματος για επιλογές ρήξης και ανατροπής. Η μαζική συμμετοχή της νεολαίας στο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, η μόνη μαζική επάνοδός της στην κοινωνική και πολιτική πάλη μετά τον Δεκέμβρη του 2008, αποτελεί αιχμηρή επιβεβαίωση της δυνατότητας.
Έχουν ήδη γραφτεί και θα υπάρξουν και άλλες απολογιστικές εκτιμήσεις για την περίοδο αυτή και μάλιστα για την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από το μικρό, «πλατύ κόμμα» της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη γραμμή της «κυβέρνησης της Αριστεράς» κι από κει στην κυβέρνηση της διαπραγμάτευσης και έπειτα του 3ου Μνημονίου.
Οποιαδήποτε προσέγγιση υποτιμά τη σημασία της κρίσης του καπιταλισμού, όπως είναι η προσπάθεια να ερμηνευτούν τα μνημόνια και η λιτότητα (και συνακόλουθα η πολιτική κρίση) αποκλειστικά στη βάση της νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ-ΕΕ, χάνει από τα μάτια της την πρωτεύουσα ταξική διάσταση που χαρακτηρίζει όλες τις εκδηλώσεις της κρίσης και μαζί χάνει το δρόμο για τις αριστερές απαντήσεις. Η σωστή διαπίστωση για την αδυναμία να μεταρρυθμιστεί η ΟΝΕ-ΕΕ σε «Ευρώπη των λαών», καθώς κλιμακώνεται η πορεία της σε κατεύθυνση αντιδημοκρατική και σκληρά ταξική, τεκμηριώνεται από το βάθος και την ένταση της καπιταλιστικής κρίσης.
Ένα χρήσιμο συμπέρασμα απ’ την κίνηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως αυτή επιδίωξε τον στόχο «πάση θυσία κυβέρνηση», ξεπερνώντας την πολιτική που όριζε ο στόχος «κυβέρνηση της Αριστεράς». Δεν καθορίστηκε αποκλειστικά από τους εκβιασμούς των δανειστών, αλλά και από την αποφασιστικότητά της όχι απλά να μην συγκρουστεί, αλλά να «πάρει το χρίσμα» από την εγχώρια άρχουσα τάξη και το κράτος της. Η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ και πολύ περισσότερο η επιλογή Παυλόπουλου για την προεδρεία της Δημοκρατίας ήταν πολιτικές επιλογές που αντιστοιχούσαν στις προσπάθειες κεντρικών στελεχών και του Α. Τσίπρα να εξασφαλίσουν τη συνεργασία με τον αστικό κόσμο της χώρας όλο το προηγούμενο διάστημα. Ωστόσο η εξέλιξη αυτή δεν ήταν «νομοτελειακή».
Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ σε διάφορες στιγμές της διαδρομής του, τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές του 2012, διατύπωσε στις αποφάσεις των οργάνων του, αλλά επίσης «εξέπεμψε» και δημόσια, προγραμματικές θέσεις ριζοσπαστικές με μεταβατικά χαρακτηριστικά, καθώς και επιλογές πολιτικών συμμαχιών προσανατολισμένες αυστηρά προς την Αριστερά. Ωστόσο ποτέ δεν ξεκαθάρισε την κατεύθυνση των κοινωνικών συμμαχιών και της ταξικής προτεραιότητας που άρρητα (και ενίοτε ρητά) καθορίστηκαν από την προτεραιότητα των μεσοστρωμάτων έναντι του κόσμου της μισθωτής εργασίας, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και τους αποκλεισμένους. Προτεραιότητα «κρυμμένη» μέσα σε μια γενικά, εκλογική αντιμετώπιση του κοινωνικού ακροατηρίου. Κάτι που χαρακτήριζε από το παρελθόν τη «φυσιογνωμία» του Συνασπισμού. Στην πορεία προς την κυβερνητική εξουσία το χαρακτηριστικό αυτό καθόρισε το σύνολο των επιλογών του, και στο πρόγραμμα και στις επιλογές των πολιτικών συμμαχιών, λειτουργώντας ως «σκαλοπάτι» για την απεύθυνσή του προς την ίδια την άρχουσα τάξη.
Εντούτοις η αντικατάσταση των παλαιών πυλώνων του πολιτικού συστήματος, και πιο συγκεκριμένα της σοσιαλδημοκρατίας, προϋποθέτει τη συντριβή των κοινωνικών αντιστάσεων και της Αριστεράς σε βαθμό που να λειτουργήσουν εκ νέου οι μηχανισμοί που επιβάλλουν την κοινωνική συναίνεση και μάλιστα μέσα σε μια διαδικασία σφοδρής και βαθιάς υποτίμησης της εργασίας και της συνεχιζόμενης λιτότητας.
Το πώς θα εξελιχθεί το πολιτικό σκηνικό είναι ένα ζήτημα ανοιχτό. Πέρα από την αδυναμία της κυβέρνησης, που «κρύβεται» μόνο πίσω από την αδυναμία του υπόλοιπου μνημονιακού πολιτικού συστήματος, είναι άγνωστο πώς θα συμπεριφερθεί η κοινωνία. Μπροστά στη μάχη του ασφαλιστικού, αλλά και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Η κοινωνική πλειοψηφία εξακολουθεί να βυθίζεται στη δίνη της κρίσης, οι εργαζόμενοι χάνουν ό,τι απέμεινε από τις κατακτήσεις δεκαετιών, η νεολαία σοκαρισμένη από την προδοσία του δημοψηφίσματος, στο οποίο πίστεψε και συμμετείχε μαζικά, και έρμαιο της απελπισίας που γεννά η ανεργία και όχι μόνο, όλος αυτός ο κόσμος βίωσε τα προηγούμενα πέντε χρόνια εμπειρίες πρωτόγνωρες και πυκνές και απέκτησε μια ορισμένη πείρα. Μπροστά στις νέες προκλήσεις που αναδύονται από την εφαρμογή του 3ου Μνημονίου, ποια γραμμή, ποια Αριστερά μπορεί να «συναντήσει» αποτελεσματικά αυτή την πείρα;
Η κοινωνική ανταπόκριση
Η υποχώρηση του κινήματος μετά την έντονη εργατική και λαϊκή κινητοποίηση του 2010-2013 και η κυριαρχία της εκλογικής λογικής και της ανάθεσης δεν επαρκούν για να δώσουν το χρήσιμο συμπέρασμα για την πολιτική ήττα των εργαζομένων, του λαού και της Αριστεράς. Εξάλλου το δημοψήφισμα (που προφανώς επέλεξε για άλλους λόγους ο πρωθυπουργός) δεν ταιριάζει με την εικόνα μιας «σπασμένης» δυναμικής της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης. Η απουσία έντονων, γενικευμένων ή/και κεντρικών αγώνων είναι, πάντα και μόνο, καίριο μειονέκτημα για την πολιτική πάλη από τη σκοπιά της Αριστεράς. Παρά ταύτα φάνηκε πως την άμπωτη της μεγάλης κοινωνικής κινητοποίησης της διετίας 2010-2012 (η οποία εν πολλοίς καθορίστηκε από την αδυναμία των συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων και όχι από τη διάθεση του κόσμου που μετά την κάμψη της πάλης των συνδικάτων ξαναπήρε «φωτιά» με τη μορφή των «πλατειών») δεν την ακολούθησε η εκλογική επίδοση της Αριστεράς. Αντίθετα, ήταν η καταδίκη του παλιού πολιτικού συστήματος, κυρίως της σοσιαλδημοκρατίας, που εκφράστηκε δυναμικά και κλιμακούμενα με την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ. Η δεξιά στροφή του δεν μπορεί να αποδοθεί (αποκλειστικά ή κυρίως) στην κάμψη του κινήματος, όποιο αρνητικό ρόλο κι αν αυτή έπαιξε. Η υποχώρηση και η δεξιά στροφή πραγματοποιήθηκαν ως αποτέλεσμα της ήττας της Αριστεράς μέσα στο πολιτικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Όσοι και όσες ζήσαμε την εσωκομματική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ακόμη και πολλοί και πολλές άλλοι/ες με αριστερό κριτήριο, βιώσαμε ήδη από νωρίς την αντίθεση και την πάλη εντός του κόμματος, μεταξύ του ριζοσπαστισμού και της τάσης για ενσωμάτωση στο συστημικό πλαίσιο. Ωστόσο η δημόσια εικόνα, αυτή που προσλάμβανε το κοινωνικό ακροατήριο, καθοριζόταν από το σύνθημα για την απαράβατη ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας. Αυτό το σύνθημα αποτέλεσε το «καύσιμο» της κοινωνικής πλειοψηφίας και τουλάχιστον μέχρι το 2012 δεν είχε στα μάτια της ορατούς «αστερίσκους»! Ακόμη όμως κι όταν οι «αστερίσκοι» είχαν γίνει ηχηρές δηλώσεις υποταγής, όπως η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, η κοινωνική δυναμική δεν υποχώρησε, όπως το ίδιο το δημοψήφισμα απέδειξε. Όταν ο «χώρος - ηγέτης» καλούσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, σ’ ένα ΟΧΙ που ντρεπόταν να ομολογήσει πως είναι ΝΑΙ, ο λαός, συγκλονίζοντας φίλους και εχθρούς σε διεθνή κλίμακα, δήλωσε έτοιμος για μια περιπέτεια χωρίς εγγυήσεις, προς την απελευθέρωση. Όμως η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός είχαν άλλο σχέδιο.
Καμία θυσία για το ευρώ
Η θέση «καμία θυσία για το ευρώ» ήταν και παραμένει σαφώς αριστερότερη από κάθε νομισματική θέση «πάση θυσία». Προφανέστατα σήμερα στο ευρώ, ακόμη όμως και στη δραχμή. Γιατί η θέση αυτή δεν αφορά στην επιλογή νομίσματος και συνακόλουθα εκδοχής της «ρεάλ» οικονομικής πολιτικής –πάντα μέσα στη βαθιά καπιταλιστική κρίση– αλλά στην επιλογή κατά απόλυτη προτεραιότητα του εργατικού-λαϊκού προγράμματος και στην αποφασιστικότητα να εφαρμοστεί αυτό «πάση νομισματική θυσία»! Η θέση αυτή εγκαταλείφτηκε συστηματικά από την ηγετική ομάδα μετά τον Ιούνη του 2012.
Η επιβολή του νομισματικού διλήμματος στην Αριστερά υπήρξε ο πρώτος, αλλά και ο σημαντικότερος θρίαμβος του συστήματος επί του διαφαινόμενου «πολιτικού κινδύνου». Οι (ταξικοί και πολιτικοί) αντίπαλοι γνώριζαν ότι η επιλογή της εξόδου από την ΟΝΕ εντός «ρεαλιστικού», αστικού οικονομικού πλαισίου αντιμετώπισης της κρίσης θα ήταν «ασύμφορη» και αδύνατη. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, κατά το 7μηνο της διαπραγμάτευσης, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε ουσιαστικά κανένα διαπραγματευτικό σχέδιο, καθώς απέρριπτε ομολογημένα τη σύγκρουση και τη ρήξη με τους δανειστές. Το μόνο σχέδιο που υπήρξε ήταν αυτό της εγχώριας οικονομικής ελίτ, του πολιτικού συστήματος και των δανειστών. Αντίθετα, όταν ο λαός ψήφιζε μαζικά ΟΧΙ στο δημοψήφισμα, ανέπτυσσε τη δυναμική της σύγκρουσης με τα αστικά επιτελεία και την κυρίαρχη στρατηγική, χωρίς να τον σταματά ο φόβος της εξόδου από την ΟΝΕ. Μ’ ένα κόμμα και μια πολιτική ηγεσία αντίστοιχη της πρόκλησης μπορούσε να πάει πολύ μακρύτερα από την «απειλή» της εξόδου από την ΟΝΕ, σαν συνέπεια μιας εντελώς διαφορετικής πορείας διεκδίκησης του αριστερού και ταξικού κυβερνητικού προγράμματος.
Το πολιτικό συμπέρασμα γίνεται πιο σαφές, εάν γενικεύσουμε την εικόνα πανευρωπαϊκά. Συγκροτείται σχέδιο για την ευρωπαϊκή, ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά; Πολιτικό σχέδιο που να διεκδικεί την έκφραση της αριστερής και λαϊκής, πανευρωπαϊκής και διεθνούς αλληλεγγύης στον λαό του ΟΧΙ –μέσω της «μάχης» της κυβέρνησης (όπως αυτή γινόταν αντιληπτή) με τους δανειστές (this is a coup)– με σημαία την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα; Η «σημαία» που γινόταν αντιληπτή αφορούσε στη σύγκρουση με το σύνολο των εκφράσεων της αντιδημοκρατικής, νεοφιλελεύθερης Ευρώπης –και διευρυμένα του νεοφιλελεύθερου, βάρβαρου και σε κρίση, καπιταλιστικού κόσμου– παρά η ενδεχόμενη αποχώρηση από την ευρωζώνη.
Είναι προφανές σε όποιον/α δεν επιμένει να συντηρεί αυταπάτες πως η αριστερή, ταξική διέξοδος στην ευρωπαϊκή κρίση απαιτεί τη σύγκρουση με την ΟΝΕ-ΕΕ. Ωστόσο χρειάζεται κάτι (πολύ) περισσότερο από την έξοδο από την Ευρωζώνη για να συγκροτήσει ένα σχέδιο ανατροπής με ταξικά χαρακτηριστικά και σοσιαλιστική προοπτική –δηλαδή να έχει δυναμική και προοπτική που να συντονίζει την Αριστερά και το κίνημα πανευρωπαϊκά.
Το χρήσιμο συμπέρασμα απ’ το σπουδαίο ιστορικό επεισόδιο του δημοψηφίσματος σαν κορύφωση μιας ολόκληρης κοινωνικής διαδρομής ριζοσπαστικοποίησης, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το προκάλεσε μια τυχοδιωκτική μπλόφα, είναι ότι οι μεταβατικοί στόχοι της Αριστεράς διαμορφώνονται μαζί με την κοινωνία, μαζί με τα πρωτοπόρα τμήματά της, στην κίνησή τους να υπερβούν την αθλιότητα και τη βαρβαρότητα του παρόντος και να οδηγηθούν σε ένα διαφορετικό μέλλον. Κτίζοντας μαζί τους όρους της σύγκρουσης και της ρήξης και όχι με προπαγανδιστικούς στόχους. Η υπέρβαση του φόβου της κοινωνικής πλειοψηφίας δεν ήταν προϊόν των επιχειρημάτων υπέρ του όποιου «σχεδίου Β», αλλά της θέλησης και της αποφασιστικότητας για την ανατροπή «μιας τάξης πραγμάτων», της ωμής καπιταλιστικής ταξικότητας, που συμπυκνώθηκε, ξεκαθαρίζοντας τα «στρατόπεδα», στην εβδομάδα που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος. Και βέβαια της εμπιστοσύνης στο κόμμα, στην πολιτική ηγεσία.
Κυβέρνηση της Αριστεράς και επικαιρότητα του Σοσιαλισμού
Το ίδιο το σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς» υπογραμμίστηκε στα μάτια της κοινωνίας από μια πολύ σημαντική πολιτική κίνηση. Απορρίφθηκε το δίλημμα που τέθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του Μάη του ’12, ο εκβιασμός για πλατιές ακόμη και οικουμενικές συνεργασίες μπροστά στα «προβλήματα της χώρας» που δήθεν θα οξύνονταν από τις συνεχόμενες εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε, αλλά επιβραβεύτηκε από ένα ευρύτατο κοινωνικό τμήμα. Το οποίο «δήλωνε» –σε όποιον μπορούσε ν’ «ακούσει»– τη διαθεσιμότητά του για την ανάπτυξη μιας δυναμικής στον ίδιο δρόμο που επέλεξε αργότερα και σε πολύ δυσμενέστερες συνθήκες, στο δημοψήφισμα. Βέβαια η ηγετική ομάδα δεν ήθελε και δεν μπορούσε να καταλάβει το μήνυμα και ήταν ο ίδιος ο Α. Τσίπρας που, σε ανύποπτο χρόνο, σ’ ένα από τα πολλά αστικά φόρα που είχε αρχίσει να συχνάζει, χαρακτήρισε ως λάθος το σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς», εκτιμώντας ότι του στέρησε τη νίκη τον Ιούνη.
Σήμερα, ως προς το νόημα της «κυβέρνησης της Αριστεράς» ή της «πρώτη φορά Αριστεράς» διαμορφώνονται δύο τάσεις συμπερασμάτων. Η μία έχει στη βάση της το συμπέρασμα ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνησή του δεν είναι Αριστερά, όπως κι αν κανείς το εκφράζει. Η άλλη είναι αυτή που συμπεραίνει ότι μόνο μια πολιτική σαν του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να χαρακτηρίσει τη σύγχρονη, μαζική, κυβερνώσα Αριστερά. Το στοιχείο που τις διαχωρίζει δεν είναι η στάση απέναντι στην ΟΝΕ-ΕΕ! Αφορά στη φυσιογνωμία της Αριστεράς, στον στρατηγικό στόχο και πιο συγκεκριμένα στην επικαιρότητα του Σοσιαλισμού. Το στοιχείο που διεκδικεί την επικοινωνία μεταξύ τους είναι η αντιπολιτική ή αλλιώς το «όλοι είναι το ίδιο, όταν φτάσουν στην κυβέρνηση» και αντικατοπτρίζει τον θρίαμβο του «ΤΙΝΑ».
Σε μία από τις πρώτες συνεδριάσεις της γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ, αμέσως μετά τις εκλογές του Ιούνη του ’12, ο Γ. Δραγασάκης ξεκίνησε την εισήγησή του για τα διαβόητα «συμπλέγματα», που εκφωνήθηκαν στη ΔΕΘ ως η πρώτη σαφής, στροφή δεξιά, με την εκτίμηση ότι ο αρνητικός διεθνής συσχετισμός δεν επιτρέπει την ανάληψη ανεξάρτητων στρατηγικών επιλογών και ευθυνών από την Αριστερά στη «μικρή Ελλάδα».
Πίσω από την αρνητική εκτίμηση κρύβεται και αποσιωπάται μια σημαντική διαπίστωση. Η κλιμάκωση της ταξικής και πολιτικής πάλης στην «Ελλάδα πειραματόζωο» της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής διαμόρφωσε τους όρους ενός «αδύναμου κρίκου» της ευρωπαϊκής κρίσης. Έθεσε την πρόκληση για την Αριστερά να ηγηθεί μιας πολιτικής που, μαζί με τη λαϊκή στήριξη και συμμετοχή, θα μπορούσε να σπάσει τον αδύναμο κρίκο μετατρέποντάς τον σε αντιπαράδειγμα ανατροπής της λιτότητας, ρηγματώνοντας τη δεσπόζουσα διεθνώς στρατηγική απέναντι στην κρίση, ανοίγοντας τον δρόμο σε νέα επεισόδια έντασης της ταξικής και πολιτικής πάλης σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Ανανεώνοντας την υπόθεση της Αριστεράς ως χώρου αξιών, ιδεών, θεωρίας και πράξης με άμεσα ανατρεπτικό και αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, με ορατή τη σοσιαλιστική προοπτική και ταυτόχρονα με μαζικό κοινωνικό ακροατήριο και πρωτεύοντα ρόλο στο κεντρικό πολιτικό πεδίο.
Ασφαλώς δεν αναφερόμαστε σε μια δυνατότητα με «εθνικά» όρια. Η υπόθεση για τον «Σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα» είναι εντελώς παρωχημένη στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα και φυσιολογικά κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό με χίλιους εμπειρικούς τρόπους από την ίδια την κοινωνία. Η πρόκληση αφορούσε στην ανάληψη της ευθύνης για μια πορεία ανατροπών και ρήξεων με ευρωπαϊκό και διεθνή αντίκτυπο. Μαζί βέβαια με όλα τα συνακόλουθα ρίσκα, καθώς δεν υπάρχει δρόμος προδιαγεγραμμένος –ούτε ασφαλής ρήξη του «αδύναμου κρίκου» και τ’ αποτελέσματα εδώ γίνονται φανερά μόνο εάν επιχειρηθεί το διάβημα.
Σ’ αυτή την πρόκληση είπε ξεκάθαρα «όχι» η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Συναντώντας το αντίστοιχο «όχι» του ΚΚΕ, που διατυπωνόταν από διαφορετική διαδρομή, αυτή της σεχταριστικής ακύρωσης των ιδεών και των στρατηγικών στόχων ως δύναμη και πυξίδα για την κίνηση των μαζών. Μετατρέποντας την υπόθεση του Σοσιαλισμού από υπόθεση της κοινωνίας σε θρησκευτικό στόχο-φετίχ, για να οργανώνεται γύρω του το ιερατείο της κομματικής γραφειοκρατίας.
Η απόρριψη της επικαιρότητας του Σοσιαλισμού (αλλά ακόμη και η κατανόησή του ως εκδοχή της αγοράς με κρατικό έλεγχο) οδηγεί αναπόδραστα στο δρόμο του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ που ανακαλύπτει εκ νέου την Αριστερά ως εκδοχή της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας. Ειδάλλως μένει να αναζητιέται ουτοπικά το νόημα του Σοσιαλισμού στη «Νέα Οικονομική Πολιτική», παραβλέποντας τον «Οκτώβρη». Κι όμως σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι επίκαιρη και χρήσιμη η «κλασική» προσέγγιση που θα ανακαλύπτει τα χαρακτηριστικά της νέας κοινωνίας μέσα στα βήματα της ανατροπής της παλιάς, με προσήλωση στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός είναι πάνω απ’ όλα κοινωνική σχέση.
Μια θετική στάση οφείλει να απορρίπτει μεθοδολογικά τόσο τη διεκδίκηση του Σοσιαλισμού ως «απειλή» για την επίτευξη συμβιβασμού (το δεξιό λάθος) όσο και την «αριστερίστικη» ντετερμινιστική αναγόρευσή του ως αναπόδραστου μέλλοντος απέναντι στη δήθεν μόνιμα κλιμακούμενη καπιταλιστική βαρβαρότητα. Το ζητούμενο βρίσκεται πάντα στην αναγνώριση των ευκαιριών που οι αντιφάσεις του συστήματος (τις οποίες η κρίση παροξύνει) προσφέρουν, για τη συνειδητή, υποκειμενική παρέμβαση που μπορεί ν’ αλλάξει την πορεία της Ιστορίας –ενάντια σε μια αφηρημένη «ρεαλιστική» εκτίμηση της εξέλιξής της.
Ο παράγων «κόμμα»
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από το 2010, όπου είχε φτάσει ως ένα πείραμα «πλατιού κόμματος» της Αριστεράς με μικρά ποσοστά, στο 2012, ως ένα κόμμα που διεκδίκησε την «κυβέρνηση της Αριστεράς», κρύβει ένα πολύ σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, συμπέρασμα: ανέδειξε τη δυνατότητα άσκησης μαζικής ριζοσπαστικής και δυνάμει αντικαπιταλιστικής (με τη μεταβατική έννοια) πολιτικής. Ταυτόχρονα ολοκλήρωσε μια φάση στη συζήτηση περί των «πλατιών κομμάτων» της Αριστεράς –εργαστήρια συνύπαρξης, αντιπαράθεσης και ανασύνθεσης συλλογικοτήτων, αλλά και ατόμων απ’ όλο το φάσμα των ρευμάτων της, «από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία ως την επαναστατική Αριστερά». Μια συνύπαρξη «μεταρρυθμιστικών και επαναστατικών απόψεων», παρότι η διάκριση αυτή, αν και υπαρκτή, δεν είναι πολιτικά και οργανωτικά διαυγής. Και δεν θα μπορούσε να είναι στις σύγχρονες συνθήκες, αφού ούτε οι «επαναστάτες» εμφανίζονται ενιαίοι και συγκροτημένοι σε προγραμματικό και οργανωτικό πλαίσιο, ούτε όμως και οι «μεταρρυθμιστές».
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εδώ και δεκαετίες δεν οδηγούν τον αυθόρμητο εργατικό και κοινωνικό μεταρρυθμισμό σε μεταρρυθμιστικά προγράμματα με σοσιαλιστική αναφορά. Αντίθετα έχουν ενσωματωθεί πλήρως στην «ενιαία σκέψη» του νεοφιλελευθερισμού. Εναλλάσσονται με τα «καθαρόαιμα» δεξιά, αστικά κόμματα στην κυβερνητική διαχείρισή του και ενίοτε συγκυβερνούν. Αυτή η ιστορική εξέλιξη διαβάζεται και «ανάποδα», ως αδυναμία ύπαρξης φιλολαϊκής και πιο δημοκρατικής διαχείρισης του συστήματος στη νεοφιλελεύθερη, παγκοσμιοποιημένη εποχή και ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα, μέσα στη βαθιά κρίση.
Η απόρριψη οποιασδήποτε πολιτικής συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία στα πλαίσια της λεγόμενης «κεντροαριστεράς» αποτέλεσε ιδρυτικό όρο των πλατιών κομμάτων. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Η καταστροφή της ελπιδοφόρας πορείας της ιταλικής Κομουνιστικής Επανίδρυσης στα χρόνια της Γένοβας και της Φλωρεντίας μετά από την επιλογή της συγκυβέρνησης με τον Πρόντι, επιβεβαίωσε την κρισιμότητα αυτής της διαπίστωσης. Εντούτοις η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει, μέσα από μια διαφορετική διαδρομή, ότι η αντίσταση στον «κυβερνητισμό» και την ενσωμάτωση στους συστημικούς μονόδρομους δεν μπορεί να περιοριστεί σε «φορμαλιστικές» αντιμετωπίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έγινε ο «φτωχός» κυβερνητικός εταίρος της σοσιαλδημοκρατίας. Διεκδικεί πλέον ο ίδιος τον ρόλο του σοσιαλφιλελεύθερου πυλώνα.
Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων αριστερών σχηματισμών, όπως του πορτογαλικού Μπλόκου και των Ποδέμος στην Ισπανία, αλλά και η ανάδειξη προσωπικοτήτων όπως ο Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών στη Βρετανία ή ακόμη και ο Σάντερς στη μάχη των υποψηφίων για την προεδρεία στις ΗΠΑ, ήταν και είναι έκφραση μιας αριστερόστροφης κοινωνικής δυσαρέσκειας, εάν και όπου αυτή βρίσκει εκλογική διέξοδο. Η δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ κινείται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης λειτουργεί ανασχετικά στην «αριστερή στροφή» στο πολιτικό πεδίο πανευρωπαϊκά. Όχι μόνο δεν ευνοεί αριστερά σπασίματα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και κεντροαριστερά, αλλά μάλλον «φρεσκάρει» το προφίλ του σοσιαλφιλελευθερισμού.
Ο «ρεφορμισμός» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν άνοιξε κανένα «νέο δρόμο» μεταξύ μιας μετωπικής σύγκρουσης με τη συμμαχία εγχώριας άρχουσας τάξης και ιμπεριαλιστών-δανειστών και μιας υποταγής άνευ όρων. Απλά γιατί σήμερα τέτοιος δρόμος δεν υπάρχει. Υποτάχτηκε και υπέγραψε το 3ο Μνημόνιο, περνώντας στη θέση του σοσιαλφιλελευθερισμού.
Μετά την εμπειρία της διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να ξεκινήσει και πάλι απ’ την αρχή. Προκύπτουν νέα κριτήρια για τους όρους συγκρότησης του «πλατιού κόμματος» της Αριστεράς, στην επιμονή για μαζική πολιτική.
Παράγει συμπεράσματα για τη ριζοσπαστική, την αντικαπιταλιστική και την επαναστατική Αριστερά. Ότι η διαχωριστική με τον ρεφορμισμό δεν είναι «φορμαλιστικά» σαφής και δεδομένη.
Στη διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ χαράχτηκε σε αρκετές στιγμές η γραμμή ενάντια στην κεντροαριστερά και στο σοσιαλφιλελευθερισμό με πιο «ηχηρή» στιγμή την αποχώρηση της «ανανεωτικής πτέρυγας» του ΣΥΝ και μετέπειτα ΔΗΜΑΡ. Το δίπολο πάντα αναπαράχθηκε.
Η διαχωριστική μεταξύ επαναστατικής και ρεφορμιστικής στρατηγικής είναι καίριας σημασίας, τεκμηριωμένη στο επίπεδο της θεωρίας, αλλά και της ιστορικής εμπειρίας και καθοριστική στον σχεδιασμό της τακτικής, όχι όμως μια «φόρμουλα» που λύνει όλα τα προβλήματα. Η εμπειρία των «πλατιών κομμάτων» και ιδιαίτερα και πιο συγκεκριμένα η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, ανέδειξε τη δυνατότητα της μαζικής αριστερής ριζοσπαστικής και δυνάμει αντικαπιταλιστικής πολιτικής και ταυτόχρονα μια πρόκληση. Του πολιτικού υποκειμένου που αντιστοιχεί για τη συνεπή υλοποίησή της. Για τους αντικαπιταλιστές-επαναστάτες σημαίνει την υποχρέωση, αλλά και τη δυνατότητα για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας εντός των «πλατιών» σχηματισμών. Στη βάση της επεξεργασίας της μεταβατικής αντίληψης και των μεταβατικών στόχων σε συνδυασμό με τον τρόπο παρέμβασης και οικοδόμησης ουσιαστικών και όχι (κυρίως ή μόνο) εκλογικών σχέσεων με τα συγκεκριμένα κοινωνικά ακροατήρια. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τη νεολαία, τους αποκλεισμένους/ες. Για τη μαρξιστική, επαναστατική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, που δεν επιλέγει τον δρόμο της απομόνωσης και την εγκατάλειψη της μαζικής πολιτικής, προκύπτει η ανάγκη για μετασχηματισμούς, που θα επιτρέψουν την ανάληψη της ιστορικής της ευθύνης και ρόλου. Δηλαδή την ανάπτυξη της υποκειμενικής δυνατότητας να προσελκύσει τον αυθόρμητο εργατικό και λαϊκό μεταρρυθμισμό σε αντικαπιταλιστική τροχιά με μαζικούς όρους. Είναι σήμερα επίκαιρος ο στόχος για τη συσπείρωση όλων των αντικαπιταλιστών-επαναστατών στο ίδιο πολιτικό υποκείμενο, στην ίδια «αντικαπιταλιστική συνιστώσα» της «πλατιάς διαδικασίας». Αυτής της διαδικασίας που αποτελεί ενιαιομετωπική συγκέντρωση δυνάμεων και διεκδικεί τη μαζική πολιτική και την κοινωνική ακροαματικότητα.
Σήμερα απέναντι στις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του στο συστημικό πλαίσιο, όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να δηλώσουν τα συμπεράσματά τους, διατυπώνοντας εκ νέου το σχέδιό τους. Πρώτα απ’ όλους η Λαϊκή Ενότητα, καθώς, παρά την εκλογική της αποτυχία, είναι ο βασικός χώρος που συντηρεί και υπερασπίζεται την «πλατιά διαδικασία» και την αναγκαιότητα της συγκέντρωσης και συσπείρωσης διαφορετικών δυνάμεων και ρευμάτων της Αριστεράς. Με στόχο τη συγκρότηση ενός πολιτικού υποκειμένου της ριζοσπαστικής Αριστεράς και μιας εναλλακτικής, μεταβατικής πρότασης, που θα συνδεθεί με την κοινωνία και θα βρει μαζική ανταπόκριση. Στον παρόντα χρόνο. Στην τρέχουσα περίοδο.
*Δημοσιεύτηκε στη Σοσιαλιστική Διεθνιστική Επιθεώρηση «Κόκκινο»-τ.3