Τα αποτελέσματα στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση για τους Δήμους και τις Περιφέρειες έφεραν ένα μούδιασμα στα μέλη και τους φίλους του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς είχε δοθεί σε αυτές, ομού με τις ευρωεκλογές, ένας δημοψηφικός χαρακτήρας, χωρίς τελικά το κόμμα να είναι έτοιμο να ανταποκριθεί πλήρως σε αυτή την πρόκληση.

ΤΙ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ;

Παρατηρήσαμε λοιπόν περιοχές στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αυξημένα ποσοστά (Β΄ Αθήνας π.χ.) να χάνει ή να αδυνατεί να κερδίσει  δήμους, με τα ποσοστά του να είναι εξαιρετικά δυσανάλογα σε σχέση με εκείνα των εθνικών εκλογών.

Ανάμικτα συναισθήματα ικανοποίησης και απογοήτευσης επικράτησαν μετά τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των εκλογών  ενώ «έγκριτοι» πολιτικοί αναλυτές προσπαθούν ακόμη να αποδώσουν την πραγματική σημασία τους, παρ΄ότι το ενδιαφέρον, σωστά και θεμιτά, έχει επικεντρωθεί  στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Η αίσθηση μας είναι ότι παρ’ όλα αυτά, τουλάχιστον από τη μεριά της Αριστεράς, δεν έχει αναλυθεί επαρκώς η πολιτική σημειολογία της αυτοδιοικητικής μάχης καθώς και οι διάφοροι παράμετροι που την επηρρέασαν και εξακολουθούν να την επηρρεάζουν.

Υπήρξαν μια σειρά άρθρων και αναλύσεων που επιδίωξαν να προσεγγίσουν  τις βασικές αιτίες που επέδρασαν στη διαμόρφωση του αρχικού αποτελέσματος, αρκετά διεισδυτικές  ομολογουμένως, οι οποίες εντόπισαν σε μεγάλο βαθμό τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διέπουν τη σχέση αυτοδιοικητικών πολιτικών και τοπικής κοινωνίας σε πανελλαδική κλίματα.

 Έτσι αναδείχτηκαν στοιχεία όπως οι παλαιοκομματικού τύπου σχέσεις που ακόμη ισχύουν, κυρίως στην επαρχία, οι οποίες βασίζονται σε προσωπικά, συγγενικά, ρουσφετολογικά και άλλα γνωρίσματα μαζί με τα κάθε είδους άμεσα τοπικά οικονομικά συμφέροντα. Αυτές σε γενικές γραμμές καθορίζονται και ως βασικές αιτίες των αρνητικών εκλογικών αποτελεσμάτων σε κάποιες περιοχές της επικράτειας, κυρίως στην επαρχία . 

Ωστόσο, αυτό που δεν απαντιέται συγκεκριμένα, είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζονται τα παραπάνω. Τα συγκεκριμένα φαινόμενα δηλαδή είναι κάτι το αξεπέραστο, αναντικατάστατο και αναπόφευκτο; Η δουλειά των κομμάτων της Αριστεράς στο χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ήταν ιδανική; Δεν επηρρέασε  το εκλογικό αποτέλεσμα; Η συγκεκριμένη δουλειά έχει κριθεί επαρκώς τελικά; Έχει γίνει ποτέ κάποια εκτίμηση για το μέγεθος και την ποιότητα της παρέμβασης μας στον συγκεκριμένο τομέα; Και βεβαίως, θα λογοδοτήσει κανένας υπεύθυνος για κάποιες αποτυχημένες επιλογές προσώπων ή για την οποιαδήποτε ανεπαρκή προεκλογική δουλειά;

Η  κατάσταση επιδιώκεται να εξηγηθεί αρχικά σαν «κατάλοιπο» των μηχανισμών που είχαν δημιουργήσει τα κόμματα εξουσίας καθ’  όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, όπου σαν αποτέλεσμα δημιούργησαν μια ισχυρή σχέση με τους δημότες ψηφοφόρους τους που βασίζεται σε προσωπικές εξυπηρετήσεις και η οποία εξακολουθεί να είναι ανθεκτική, παρ’ όλες τις αρνητικές γι αυτούς και για το «πόπολο» πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Σαν αυτή η σχέση δηλαδή να μην επηρρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες και επιδράσεις, άτρωτη και στεγανοποιημένη από τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις!

Για να μπούμε όμως στον πυρήνα του ζητήματος, πρέπει πρώτα να τοποθετηθούμε στο απλό ερώτημα αν έχει σημασία να κερδίσουμε τους δήμους και τις περιφέρειες ή είναι απλά ζήτημα πρεστίζ για εμάς και ένα απλώς πρόκριμα για μια περιφανή νίκη στις ευρωπαϊκές ή εθνικές εκλογές. 

Να πούμε κατ’ αρχήν ότι όπου είχε γίνει συστηματική παρέμβαση το προηγούμενο διάστημα, υπήρξε καλή προεκλογική καμπάνια και ακούστηκε καθαρός πολιτικός λόγος, είχαμε θετικά αποτελέσματα. Αυτό που πρέπει να δούμε τώρα είναι τι δεν κάναμε το προηγούμενο διάστημα και τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και πέρα. 

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΜΠΕΡΛΟΥΣΚΟΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ Τ.Α.

Οι τελευταίες εξελίξεις με την εκλογή Μώραλη στον Πειραιά και Μπέου στον Βόλο που σηματοδοτούν την προσπάθεια άλωσης των δήμων απ’ ευθείας από τα επιχειρηματικά συμφέροντα και όχι πια διά μέσου του πολιτικού τους προσωπικού, αποδεικνύουν ότι η παρέμβαση μας στο χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αποκτά τον χαρακτήρα του επείγοντος. Η Τ.Ο. που το πάλαι ποτέ χαρακτηρίζονταν ως «το τρίτο βάθρο της Δημοκρατίας», κινδυνεύει με πλήρη και οριστική απαξίωση. 

Πρέπει να επεξεργαστούμε μια συνολική πολιτική θέση για το ρόλο της Τ.Α. καθώς και κοινή τακτική στην παρέμβαση μας σε αυτή, ειδικά στις σημερινές συνθήκες που, παράλληλα με τα ντόπια αρπαχτικά, το «παρατηρητήριο» και η τρόικα απεργάζονται τα δικά τους σχέδια και έχουν εγκαταστήσει στη χώρα μας σαν άμεσο υπέυθυνο και «γκαουλάιτερ» της Τ.Α. τον Φούχτελ, στην προσπάθεια να αλώσουν το χώρο, να εξαλείψουν οποιονδήποτε κοινωνικό στοιχείο έχει η λειτουργία του, να επιβάλλουν σαν ανταποδοτική την προσφορά υπηρεσιών στους δημότες και να τον καταστήσουν αγωγό κερδών των δικών τους επιχειρηματικών συμφερόντων. 

Οι αυτοδιοικητικές εκλογές πρέπει να σταματήσουν να αντιμετωπίζονται από την Αριστερά με την προχειρότητα που τη διέκρινε το προηγούμενο διάστημα, ψαρεύοντας όπως-όπως σε θολά νερά για να βρεί υποψήφιους την τελευταία στιγμή. Απαιτείται σκληρή και μακρόπνοη δουλειά για να γίνεις αποδεκτός στις τοπικές κοινωνίες, στις οποίες πρυτανεύουν διαφορετικοί δεσμοί και κώδικες και όπου η γενικότερη πολιτική συνήθως προσωποποιείται. 

Δεν μπορείς πλέον να διεκδικείς δήμους και περιφέρειες κάνοντας  εκλογική κινητοποίηση λίγους μήνες προ των εκλογών και στηριζόμενος απλώς στο θετικό πολιτικό κλίμα που πιθανά έχει δημιουργηθεί υπέρ σου.

Στις μέρες μας, ο χώρος  της Τ.Α. αποκτά μια ιδιαίτερη σημασία. Ανάλογα με την εξέλιξη, μπορεί να μετατραπεί είτε σε αντιμνημονιακό μετερίζι ενάντια στις προθέσεις της τρόικα και των ξένων δανειστών, είτε σε αντιδραστικό θύλακα ελεγχόμενο πλήρως από επιχειρηματικά συμφέροντα ή και κυκλώματα του υποκόσμου ακόμη. 

Μπερλουσκονισμός στην πραγματικότητα σημαίνει ότι δεν χρειάζεται πλέον να εξαγοράζονται (πιθανώς ακριβά μερικές φορές) δημοτικοί άρχοντες και σύμβουλοι για την προώθηση των  συμφερόντων κάποιων νόμιμων ή παράνομων επιχειρηματικών κύκλων αλλά τον έλεγχο σε καίριους τομείς όπως λιμάνια, μαρίνες, οικοδομήσιμα οικόπεδα κλπ τον ασκούν οι ίδιοι οι «επιχειρηματίες», είτε εκλεγόμενοι απ’ ευθείας σαν τον Μπέο είτε εκλέγοντας αχυρανθρώπους σαν τον Μώραλη. Το πλέον ανησυχητικό βέβαια είναι η αποδοχή τους από ένα μεγάλο κομμάτι των τοπικών κοινωνιών, που στρεβλά θεωρεί ότι εκλέγοντας τους συγκεκριμένους, τιμωρεί τους πολιτικούς που τους κορόιδευαν επί χρόνια.

ΝΑ ΕΞΑΛΕΙΨΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΠΟΤΥΧΙΑΣ

Υπάρχουν ακόμη μια σειρά παράγοντες που επηρρέασαν το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών όπως είναι η γενικότερη πολιτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ το προηγούμενο διάστημα και η οποία χαρακτηρίστηκε από μετριοπάθεια, πολυγωσσία, αντιφατικότητα μαζί με συγκεκριμένες λανθασμένες επιλογές υποψηφίων σε καίριους δήμους και περιφέρειες.

Αυτή η στάση δεν ενέπνευσε εμπιστοσύνη και ενθουσιασμό στον κόσμο, πράγμα που οδήγησε και την αποχή σε υψηλά επίπεδα. Ένας άλλος σοβαρός παράγοντας υπήρξε η πρότερη δράση των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ στις περιοχές. Όπου οι οργανώσεις του το προηγούμενο διάστημα ανέπτυξαν αξιόλογη δράση, υπήρξαν θετικά εκλογικά αποτελέσματα. 

Τέλος καθοριστικός παράγοντας υπήρξε και η επιτυχημένη ή μη επιλογή των προσώπων. Όποτε τα κριτήρια αποδείχτηκαν σωστά, το αποτέλεσμα ήταν συνήθως ικανοποιητικό. Η θετική έκβαση στη μεγαλύτερη περιφέρεια  και το μεγαλύτερο δήμο της χώρας, αυτά της Αττικής και της Αθήνας (που αν και δεν κερδήθηκε ο τελευταίος, δόθηκε μια σοβαρή μάχη με ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα), οφείλεται εν πολλοίς στην επιτυχή επιλογή της Δούρου και του Σακελλαρίδη, δύο νέων και άφθαρτων σχετικά προσώπων. 

Για να δώσεις συνεπώς νικηφόρα τη μάχη της αυτοδιοίκησης, απαιτείται ένας συνδυασμός διαφορετικών δράσεων, ορθών εκτιμήσεων  και σωστών επιλογών. Κυρίως όμως απαιτείται, όπως και στα υπόλοιπα επίπεδα, να κατορθώσουμε να κινητοποιήσουμε την ίδια την κοινωνία, να την κάνουμε αρωγό στις δικές μας προσπάθειες κι εμείς με τη σειρά μας να γίνουμε αρωγοί στον αγώνα για επιβίωση και αξιοπρέπεια που η ίδια δίνει. Τη χρειαζόμαστε μαζί μας τόσο όσο μας χρειάζεται και εκείνη.