Η αναβάθμιση της διαπραγμάτευσης σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο (Σύνοδος, Βερολίνο) είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ειπωθούν τα πράγματα με τ’ όνομά τους: ακόμη κι ένας «έντιμος συμβιβασμός» προϋποθέτει λύση για το χρέος τώρα, ξεκινώντας από τα τοκοχρεολύσια του 2015. Αν δεν υπάρξει η λύση αυτή, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το δίλημμα ή να φθαρεί σε ένα αδιέξοδο παζάρι ή να προχωρήσει στις δικές της αναπόφευκτες «μονομερείς ενέργειες». Για τις οποίες απαιτείται σχέδιο και κοινωνική εγρήγορση. Ελπίζει κανείς ότι αυτό το σχέδιο κάπου εκπονείται...
Ας υποθέσουμε ότι όλα βαίνουν κατ’ ευχήν. Ποια είναι η ευχή, είναι βέβαια ένα μεγάλο ερώτημα. Αλλά ο συνδυασμός των προεκλογικών-προγραμματικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης και των μετά τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου πρωτοβουλιών κατατείνει στο συμπέρασμα ότι η ευχή είναι οι δανειστές να αποδεσμεύσουν τη δανειακή δόση των 7,2 δισ. ευρώ ή μέρος της και να αποκαταστήσουν κάποια κανονικότητα στην παροχή ρευστότητας μέσω της ΕΚΤ, ενδεχομένως και με την έγκριση μιας έκτακτης επέκτασης του εσωτερικού δανεισμού διά του προγράμματος εντόκων γραμματίων.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, ιδιαίτερα με το δεδομένο ότι τα τεχνικά κλιμάκια επέστρεψαν στην Αθήνα σαν να μην έχει συμβεί τίποτα και αναγνωρίζουν μνημόνιο και μόνο μνημόνιο, η ευχή ενδέχεται να καταλήξει σε αδιέξοδο ή σε μια άγνωστης έκβασης διαπραγμάτευση σε επίπεδο Συνόδου Κορυφής (19-20 του μηνός) ή στο επίπεδο της συνάντησης Μέρκελ-Τσίπρα στο Βερολίνο, την προσεχή Δευτέρα.
Ωστόσο, ας επιμείνουμε στην αρχική υπόθεση. Οι δανειστές βάζουν νερό στο κρασί τους, δεν επιμένουν στο εξόφθαλμο σχέδιο ανατροπής ή «πειθάρχησης» της κυβέρνησης διά του χρηματοδοτικού στραγγαλισμού της χώρας, αποδεσμεύουν μέρος του δανεισμού, χαλαρώνουν κάπως τη ρευστότητα κι αφήνουν τα πράγματα να προχωρήσουν μέχρι τον επόμενο σκόπελο, με πρώτο σταθμό την 20ή Απριλίου και απώτατο τον Ιούλιο. Οι δανειακές ανάγκες του Απριλίου είναι 794 εκατ. ευρώ, του Μαΐου 977 εκατ., του Ιουνίου 2,3 δισ., του Ιουλίου 4,9 δισ. και του Αυγούστου 3,7 δισ. Συνολικά, μέχρι και τον Αύγουστο, η κυβέρνηση πρέπει να ανταποκριθεί σε δανειακές υποχρεώσεις άνω των 14 δισ., από τα οποία περίπου 12 δισ. αφορούν κεφάλαιο ή τόκους προς ΔΝΤ, ΕΚΤ και δάνειο πρώτου μνημονίου. Στο ίδιο εξάμηνο, με εκκίνηση το Μάρτιο, τρέχουν πάγιες μηνιαίες δαπάνες για μισθούς, συντάξεις, κοινωνική ασφάλιση περίπου 2,7 δισ., σύνολο πάνω από 16 δισ. ευρώ. Άρα, η διακηρυσσόμενη φιλοδοξία να πληρωθούν και οι δανειστές και οι μισθοί-συντάξεις στοιχίζει 30 δισ. μέχρι και τον Αύγουστο. Το ίδιο διάστημα τρέχουν ανάγκες αναχρηματοδότησης του εσωτερικού δανεισμού μέσω εντόκων γραμματίων ύψους 14,5 δισ. ευρώ, πράγμα που πιέζει το όλο «ισοζύγιο» από άποψη ρευστότητας.
Η παγίδα του πλεονάσματος
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι όλα πάνε κατ’ ευχήν. Η ΕΚΤ χαλαρώνει τη στρόφιγγα της ρευστότητας, οι δανειστές εκταμιεύουν ακόμη και στο σύνολό της την εκκρεμούσα δόση, έτσι το κράτος πορεύεται με έσοδα τακτικού προϋπολογισμού περίπου 21 δισ. (στο υπό εξέταση εξάμηνο) συν τα 7 του δανεισμού για να αντιμετωπίσει δαπάνες περίπου 30 δισ. το ίδιο διάστημα. Υπάρχει ένα κενό περίπου 3 δισ., αλλά αυτό είναι μόνο το ταμειακό. Ένα μεγαλύτερο κενό μπορεί να προκύψει αν πάρουμε τοις μετρητοίς την κυβερνητική δέσμευση για πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 1,5%, που κι αυτή προς το παρόν τελεί υπό την έγκριση των δανειστών. Ποια, όμως, είναι η εκκίνηση για τον υπολογισμό τού, έστω μετριασμένου σε σχέση με τον αρχικό μνημονιακό στόχο, πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2015; Το 1,5% του ΑΕΠ που υποτίθεται ότι θα επιτύγχανε ως πλεόνασμα η κυβέρνηση Σαμαρά το 2014 ή το 0,3% που τελικώς έχει επιτευχθεί, λόγω απόκλισης στα έσοδα άνω των 2 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την τελευταία ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών; Πώς θα διανυθεί η απόσταση από το πλεόνασμα 0,3% του 2014 στο 1,5% του 2015; Θα αθροιστούν αυτά σε ένα δημοσιονομικό κενό ύψους τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ (περίπου 3% του ΑΕΠ), ή το κενό αυτό θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο κατά την «εμπόλεμη διαπραγμάτευση» με τα τεχνικά κλιμάκια των δανειστών;
Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι υπόθεση αριθμολαγνείας, αλλά αποτέλεσμα ενός λογικού συνειρμού: αν η πρόθεση της κυβέρνησης κατά την αβέβαιη διαπραγμάτευση με τους δανειστές είναι πράγματι να μην πάρει «υφεσιακά μέτρα», πώς θα προκύψει αυτό χωρίς να καλυφθεί με κάποιον τρόπο το τρομοκρατικό δημοσιονομικό και ταμειακό κενό; Διότι από το δημοσιονομικό ισοζύγιο, βάσει του καλού σεναρίου –δηλαδή στην περίπτωση που οι δανειστές εκταμιεύσουν τη δανειακή δόση– προκύπτουν δύο εναλλακτικές λύσεις: ή πρόσθετη λιτότητα ύψους μέχρι 5 δισ. ευρώ ή μη πληρωμή μέρους των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι, προς το παρόν φαίνεται αδύνατο. Αυτό είναι και το πρόβλημα με την αυτοδέσμευση της κυβέρνησης στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου. Ακόμη και τεχνικά, είναι λάθος η δημοσιονομική της εκκίνηση, η αποδοχή της υποχρέωσης παραγωγής πλεονασμάτων.
Η ευκαιρία και το σχέδιο
Για να αποφύγει η κυβέρνηση να προσθέσει έστω και ένα ευρώ λιτότητας, μέσω περικοπών στις δαπάνες ή πρόσθετων φόρων, θα πρέπει να συντελεστεί ένα μικρό θαύμα στο σκέλος των εσόδων, για παράδειγμα μέσω της ρύθμισης των 100 δόσεων, ή να γίνει ένα μεγάλο θαύμα, για παράδειγμα μια έκρηξη γενναιοδωρίας των δανειστών στο θέμα του χρέους. Το πρώτο είναι υψηλού ρίσκου, παρά τα κίνητρα της ρύθμισης. Για το δεύτερο όλες οι ενδείξεις συνηγορούν για το αντίθετο. Το χρέος και οι εξ αυτού τρέχουσες υποχρεώσεις είναι το βασικό εργαλείο εκβιασμού της κυβέρνησης και εξώθησής της σε έναν οδυνηρό, πολιτικά και κοινωνικά, συμβιβασμό.
Επομένως, η αναβάθμιση της διαπραγμάτευσης σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο (Σύνοδος, Βερολίνο) είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ειπωθούν τα πράγματα με τ’ όνομά τους: ακόμη κι ένας «έντιμος συμβιβασμός» προϋποθέτει λύση για το χρέος τώρα, ξεκινώντας από τα τοκοχρεολύσια του 2015. Αν δεν υπάρξει η λύση αυτή, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το δίλημμα ή να φθαρεί σε ένα αδιέξοδο παζάρι ή να προχωρήσει στις δικές της αναπόφευκτες «μονομερείς ενέργειες». Για τις οποίες απαιτείται σχέδιο και κοινωνική εγρήγορση. Ελπίζει κανείς ότι αυτό το σχέδιο κάπου εκπονείται...