Αποσπάσματα από το βιβλίο «L 'intempestif», που έχει επιμεληθεί ο François Sabado. Το κείμενο «Μάχομαι και σκέφτομαι» γράφτηκε από τους Charles Michaloux, François Sabado, Olivier Besancenot, και αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο από τη συλλογή κειμένων του βιβλίου.

Πο­λι­τι­κός και ακτι­βι­στής ο Daniel, από τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1960 ως τις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του 2010, κα­λύ­πτει σχε­δόν μισό αιώνα ιστο­ρί­ας και διε­θνούς πο­λι­τι­κής. Όπως για όλους εκεί­νους-ες που θέ­λουν να αλ­λά­ξουν τον κόσμο, είναι φορ­τω­μέ­νος με ελ­πί­δες, σχέ­δια, δο­κι­μα­σί­ες, επι­τεύγ­μα­τα, αλλά και πι­σω­γυ­ρί­σμα­τα, αυ­τα­πά­τες ακόμα και απο­γοη­τεύ­σεις. Το να ιχνη­λα­τή­σει κα­νείς αυτή τη δια­δρο­μή, χωρίς να χαθεί σε επου­σιώ­δη γε­γο­νό­τα, είναι ένα δύ­σκο­λο έργο.

Ακτι­βι­στής σε κα­θη­με­ρι­νή βάση ακού­ρα­στος οπα­δός της επα­να­στα­τι­κής σκέ­ψης της οποί­ας έβλε­πε, αλλά και επι­βε­βαί­ω­νε τη ζω­τι­κή ανά­γκη για ανα­νέ­ω­ση, ο Daniel χά­ρα­ξε ένα δρόμο μέσα από πο­λι­τι­κά και προ­σω­πι­κά εμπό­δια. Έχο­ντας συ­μπο­ρευ­τεί μαζί του στενά, σε διά­φο­ρα στά­δια της δια­δρο­μής αυτής, επι­λέ­ξα­με να ανα­δεί­ξου­με τις κύ­ριες φά­σεις της, προ­σέ­χο­ντας να μην ασχο­λη­θού­με πολύ με το πα­ρελ­θόν, υπό το πρί­σμα του πα­ρό­ντος και σε­βό­με­νοι την ανη­συ­χία του για αυ­στη­ρό­τη­τα ανα­με­μιγ­μέ­νη πάντα με το εύρος και την πε­ριέρ­γεια, την προ­θυ­μία του να αδρά­ξει κα­νείς τις ευ­και­ρί­ες για να τα­ρα­κου­νή­σει τον κομ­φορ­μι­σμό, ανοί­γο­ντας ακού­ρα­στα τα «σταυ­ρο­δρό­μια του δυ­να­τού».

Οι δε­κα­ε­τί­ες 1960 και 1970: η πνοή του Μαΐου

Από τα πρώτα χρό­νια του στην École Normale Supérieure του Saint-Cloud και ύστε­ρα στη Nanterre, πριν από το με­γά­λο σει­σμό του Μάη του 68, ο Daniel έχει κα­θιε­ρω­θεί ως κομ­μου­νι­στής μα­χη­τής, πι­στός στην παι­δι­κή του ηλι­κία μέσα σε ένα οι­κο­γε­νεια­κό πε­ρι­βάλ­λον  της Του­λού­ζης που του άρεσε να θυ­μά­ται με σε­βα­σμό και αγάπη (1). Γί­νε­ται μέλος της Κομ­μου­νι­στι­κής Νε­ο­λαί­ας (JC) και ύστε­ρα της Ένω­σης Κομ­μου­νι­στών Φοι­τη­τών του (UEK), αλλά έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος γρή­γο­ρα με την επί­ση­μη γραμ­μή του PCF (ΚΚΓ) η οποία ήδη μα­γεί­ρευε - πρώτη υπο­ψη­φιό­τη­τα Μι­τε­ράν- τη μελ­λο­ντι­κή ενό­τη­τα της Αρι­στε­ράς και που αρ­κού­νταν απλώς σε ένα «Ει­ρή­νη στο Βιετ­νάμ», απο­φεύ­γο­ντας κάθε ενερ­γή αλ­λη­λεγ­γύη με τους μα­χη­τές του FNL στην Ιν­δο­κί­να. Ανα­νε­ώ­νει τη στάση πού πήρε κατά τη διάρ­κεια του απε­λευ­θε­ρω­τι­κού πό­λε­μου της Αλ­γε­ρί­ας ενά­ντια στη γαλ­λι­κή αποι­κιο­κρα­τία, κατά την διάρ­κεια της οποί­ας το ΚΚ αρ­νή­θη­κε να υπο­στη­ρί­ξει τη νίκη του FLN. Ο Daniel λοι­πόν βρί­σκε­ται στην Αρι­στε­ρή Αντι­πο­λί­τευ­ση της UEC πριν να γίνει ο ίδιος η κι­νη­τή­ρια δύ­να­μη το 1966, στη δη­μιουρ­γία της Επα­να­στα­τι­κής Κομ­μου­νι­στι­κής Νε­ο­λαί­ας (JCR).

Εμ­ψυ­χω­τής του Κι­νή­μα­τος της 22ας Μαρ­τί­ου στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Nanterre το 1968, ο ίδιος προ­αι­σθά­νε­ται ότι η κα­τά­στα­ση θα γίνει εκρη­κτι­κή και απαι­τεί νέες μορ­φές πάλης. Έχει μια σί­γου­ρη αί­σθη­ση της πο­λι­τι­κής πρω­το­βου­λί­ας και όταν το κί­νη­μα ξέ­σπα­σε τον Μάη του 68, είναι στην πρώτη γραμ­μή στα οδο­φράγ­μα­τα, στην πρω­το­πο­ρία του κι­νή­μα­τος, στην ηγε­σία της JCR, ανα­ζη­τώ­ντας κάθε φορά την ιδέα, την πρό­τα­ση, τη δράση που μπο­ρεί να ανα­τρέ­ψει την κα­τά­στα­ση. Αλλά ο Daniel δεν είναι μόνο αυτός που μέσα στη φωτιά της δρά­σης, επι­διώ­κει ότι μπο­ρεί να επι­τα­χύ­νει τον ρου της ιστο­ρί­ας. Αλλά το βάζει σε μια ιστο­ρι­κή προ­ο­πτι­κή. Κα­τα­νο­ώ­ντας τη δυ­να­μι­κή των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των, ιδίως τη σχέση με­τα­ξύ του φοι­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος με την γε­νι­κή απερ­γία των ερ­γα­ζο­μέ­νων, αντι­λαμ­βά­νε­ται, επί­σης, την ανά­γκη για μια πο­λι­τι­κή ορ­γά­νω­ση, την ανά­γκη να συσ­σω­ρεύ­σει δυ­νά­μεις για να χτί­σει ένα επα­να­στα­τι­κό κόμμα.

Δια­βά­ζο­ντας και ξα­να­δια­βά­ζο­ντας τον Λένιν και τον Τρό­τσκι, ανα­ζη­τώ­ντας στα πο­νή­μα­τα των χρό­νων της ρω­σι­κής επα­νά­στα­σης το βα­θύ­τε­ρο νόημα της τρέ­χου­σας εμπει­ρί­ας, συ­νει­δη­το­ποιεί την ανά­γκη μιας στρα­τη­γι­κής σκέ­ψης, όπου η κα­τα­σκευή ενός πο­λι­τι­κού ερ­γα­λεί­ου είναι ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας για να κε­φα­λαιο­ποι­ή­σει την εμπει­ρία, και να ανα­νε­ώ­σει τους αγώ­νες, να  τους ανα­λύ­σει και να τους συν­θέ­σει για να χα­ρά­ξει τα μο­νο­πά­τια της ανα­τρο­πής της υπάρ­χου­σας τάξης πραγ­μά­των. Προς έκ­πλη­ξη πολ­λών, μετά το Μάη του 68, συ­νε­χί­ζει σαν να είναι φυ­σι­κό σε κάτι που του φαί­νε­ται προ­φα­νές: πρέ­πει να ξα­να­βρεί  το νήμα, που έχει σπά­σει από το στα­λι­νι­σμό, της με­γά­λης απε­λευ­θε­ρω­τι­κής και δη­μιουρ­γι­κής φι­λο­δο­ξί­ας του επα­να­στα­τι­κού μαρ­ξι­σμού. Το 1969, κατά τη διάρ­κεια της δη­μιουρ­γί­ας της Κομ­μου­νι­στι­κής Λί­γκας (LC), μά­χε­ται ενερ­γά και με όλες τις δυ­νά­μεις του να κα­τα­δεί­ξει και να πεί­σει ώστε να γίνει η Λίγκα το γαλ­λι­κό τμήμα της 4ης Διε­θνούς (SFQI) δια­δε­χό­με­νη το Διε­θνι­στι­κό Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα (PCI), στο οποίο είχε εντα­χθεί λίγο καιρό νω­ρί­τε­ρα. Είναι πε­πει­σμέ­νος για την ανα­γκαιό­τη­τα να υπάρ­χουν ρίζες που βυ­θί­ζο­νται στην εμπει­ρία του πα­ρελ­θό­ντος για να σφυ­ρη­λα­τη­θούν οι ιδέες, οι δρά­σεις και τα νέα ερ­γα­λεία για να αλ­λά­ξει ο κό­σμος.

Καθ 'όλη τη διάρ­κεια της φλο­γε­ρής δε­κα­ε­τί­ας του 1970, ο Daniel δεν φεί­δε­ται των δυ­νά­με­ών του για να κάνει εφι­κτό αυτό που αντι­λαμ­βά­νε­ται ότι φυ­τρώ­νει πάνω στο έδα­φος του Μάη του '68 στη Γαλ­λία, από το θερμό φθι­νό­πω­ρο στην Ιτα­λία ως την Άνοι­ξη της Πρά­γας, από την επί­θε­ση στο Tet στο Βιετ­νάμ ως την εξέ­γερ­ση των φοι­τη­τών στο Με­ξι­κό και τις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες. Τότε σί­γου­ρα δεν είναι ο μόνος που πι­στεύ­ει ότι η ιστο­ρία «πιά­νει από το λαιμό» μια ολό­κλη­ρη γενιά.

Από την αρχή ο Daniel το­πο­θε­τεί­ται σ' ένα πεδίο διε­θνούς και διε­θνι­στι­κής δρά­σης. Εκτός από τη συμ­με­το­χή του στις εσω­τε­ρι­κές και εξω­τε­ρι­κές μάχες της Λί­γκας (αρ­γό­τε­ρα LCR, μετά τη διά­λυ­ση το 1973 ύστε­ρα από τη με­γά­λη αντι­φα­σι­στι­κή δια­δή­λω­ση κατά της Νέας Τάξης προ­κά­το­χό του Εθνι­κού Με­τώ­που), γί­νε­ται ένας δρα­στή­ριος ηγέ­της της 4ης  Διε­θνούς μέσα σε μια τε­ρά­στια δια­δι­κα­σία για την οι­κο­δό­μη­ση και την επι­και­ρο­ποί­η­ση που τον οδη­γεί συχνά εκτός Γαλ­λί­ας. Στην Ισπα­νία, με την LCR που την βοηθά να οι­κο­δο­μη­θεί με όλη του την ψυχή, και αρ­γό­τε­ρα στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, όπου η Διε­θνής παίρ­νει μια τα­χεία ανά­πτυ­ξη σε συ­νερ­γα­σία με δυ­νά­μεις (ΣΜ: γκε­βα­ρι­κοί) προ­ση­λω­μέ­νες στην ακτι­νο­βο­λία της κου­βα­νι­κής επα­νά­στα­σης. Συγ­χρό­νως, ο Daniel δια­δρα­μα­τί­ζει καί­ριο ρόλο στην έναρ­ξη της έκ­δο­σης, στο τέλος του 1975,  της Rouze (Κόκ­κι­νο), εφη­με­ρί­δα της LCR, και στη δη­μιουρ­γία των Cahiers de la taupe (Τε­τρά­δια του Τυ­φλο­πό­ντι­κα), πο­λι­τι­κό πε­ριο­δι­κό ερ­γα­τι­κής πα­ρέμ­βα­σης, σε συ­νερ­γα­σία με τη Sophie τη σύ­ντρο­φο του. Ο Daniel συν­δυά­ζει θε­ω­ρία και πράξη, διαί­σθη­ση και πο­λι­τι­κή, ιδέες και ορ­γά­νω­ση. Μπο­ρεί, να διευ­θύ­νει την Ομάδα πε­ρι­φρού­ρη­σης και την ίδια στιγ­μή να γρά­φει θε­ω­ρη­τι­κές ερ­γα­σί­ες!

Στη μέση αυτής της ακού­ρα­στης δρα­στη­ριό­τη­τας, βρί­σκει το χρόνο να συ­νε­χί­σει τη θε­ω­ρη­τι­κή δου­λειά τόσο ση­μα­ντι­κή γι' αυτόν. Με τον Ερ­νέστ Μα­ντέλ και τον Charles-André Udry, ο Daniel συμ­βάλ­λει πλή­ρως, κυ­ρί­ως κατά τη διάρ­κεια σε­μι­να­ρί­ων στε­λε­χών της Διε­θνούς, σε αυτό το εγ­χεί­ρη­μα ιστο­ρι­κής επα­νοι­κειο­ποί­η­σης και ενη­μέ­ρω­σης. Με­λε­τώ­ντας  τη ρω­σι­κή, τη γερ­μα­νι­κή, την ιτα­λι­κή και την ισπα­νι­κή επα­νά­στα­ση, τα δι­δάγ­μα­τα των Λαϊ­κών Με­τώ­πων της δε­κα­ε­τί­ας του 1930 ή την τρα­γι­κή εμπει­ρία της Χιλής 1970-1973, ο Daniel συν­δυά­ζει την ιστο­ρία και το παρόν. Η συμ­βο­λή του στην ανά­πτυ­ξη προ­γραμ­μά­των δρά­σης και μα­νι­φέ­στων της Λί­γκας είναι εύ­κο­λα ανα­γνω­ρί­σι­μη γιατί είχε μια λα­μπρή πένα και μια απα­ρά­μιλ­λη ποιό­τη­τα γρα­φής. Όλοι όσοι συμ­με­τεί­χαν στις συ­νε­δριά­σεις στη Διε­θνή ή τη Λίγκα δια­τη­ρούν την ανά­μνη­ση της ικα­νό­τη­τάς του, όχι μόνο να πολ­λα­πλα­σιά­ζει τις ανα­φο­ρές, αλλά και να ανα­λύ­ει το πλαί­σιο της πο­λι­τι­κής ή στρα­τη­γι­κής συ­ζή­τη­σης, να πε­ρι­βά­λει τα διά­φο­ρα επι­χει­ρή­μα­τά του για να υπο­γραμ­μί­σει τον πλού­το και την πρω­το­τυ­πία των ιδεών αφο­μοιώ­νο­ντάς τα για να ται­ριά­ξουν σε μια συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τά­στα­ση. Το 1975-1976, με την πορ­το­γα­λι­κή επα­νά­στα­ση, και ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο το 1979 με την επα­νά­στα­ση των Σα­ντι­νί­στας στη Νι­κα­ρά­γουα, το απο­δει­κνύ­ει λα­μπρά δί­νο­ντας δύ­να­μη στις επα­να­στα­τι­κές μαρ­ξι­στι­κές θέ­σεις σε ρήξη με τις κοι­νο­το­πί­ες δια­φό­ρων που πα­ρα­δί­δουν μα­θή­μα­τα όλων των ειδών.

Η δε­κα­ε­τία του 1980: Η αρχή του τέ­λους του προη­γού­με­νου κό­σμου

Η κάπως πρώ­ι­μη υπό­σχε­ση -στο βι­βλίο-  Μάης του 1968. Μια γε­νι­κή πρόβα (2) δεν πραγ­μα­το­ποιεί­ται. Ο Daniel, ακόμα πριν από την αρχή αυτής της δε­κα­ε­τί­ας, αρ­χί­ζει ένα κρι­τι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό πάνω σε αυτό το οποίο ο ίδιος απο­κα­λεί, με χιού­μορ, «ανυ­πό­μο­νο λε­νι­νι­σμό». Δεν πρέ­πει να πε­τά­ξου­με το μωρό μαζί με τα νερά του μπά­νιου, αλλά να επι­στρέ­ψου­με στις πηγές της στρα­τη­γι­κής σκέ­ψης. Αν η πο­λι­τι­κή είναι η πρό­βλε­ψη των τρό­πων και των μέσων για να αλ­λά­ξει η υπάρ­χου­σα κα­τά­στα­ση με την αλ­λα­γή του συ­σχε­τι­σμού δυ­νά­μης, τότε λοι­πόν χρειά­ζε­ται κα­νείς ένα ενερ­γό και δη­μο­κρα­τι­κό ερ­γα­λείο για να συ­ζη­τή­σει για αυτές τις δια­με­σο­λα­βή­σεις με στόχο την ανά­λυ­ση της κα­τά­στα­σης - με λίγα λόγια, την ανά­πτυ­ξη μιας στρα­τη­γι­κής.

Η γενιά του 1968 έχει την τάση να θε­ω­ρεί ότι η ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­ση που βλέ­πει να πραγ­μα­το­ποιεί­ται μέσα σε όλη την κοι­νω­νία είναι καθ' εαυτή φο­ρέ­ας επι­θυ­μη­τών αλ­λα­γών και ότι οι κα­τάλ­λη­λες «πρω­το­βου­λί­ες μέσα στη δράση» μπο­ρούν να επι­τα­χύ­νουν τα πράγ­μα­τα. Μπο­ρεί όμως να απο­δει­χθεί ότι αυτές οι πρω­το­βου­λί­ες δεν είναι παρά υπο­κα­τά­στα­τα σε σχέση με τους ρυθ­μούς και τη δράση του μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος, και ιδιαί­τε­ρα στον τομέα των δρά­σε­ων των Ομά­δων πε­ρι­φρού­ρη­σης ή αυ­το­ά­μυ­νας. Επι­στρέ­φο­ντας εμ­μέ­σως, και ύστε­ρα όλο και πιο άμεσα πάνω σε αυτές τις σκέ­ψεις, κατά τη διάρ­κεια δια­φό­ρων συ­ζη­τή­σε­ων στο εσω­τε­ρι­κό της Λί­γκας και της Διε­θνούς, ο Ντά­νιελ ξα­να­πιά­νει το νήμα της ανά­πτυ­ξης της στρα­τη­γι­κής.

Στην ει­κο­στή επέ­τειο του Μάη του 68, δη­μο­σί­ευ­σε ένα βι­βλίο (με τον Alain Krivine) όπου επα­νέ­λα­βε τους προ­βλη­μα­τι­σμούς του για τον απο­λο­γι­σμό της εξέ­γερ­σης των φοι­τη­τών και της γε­νι­κής απερ­γί­ας χα­ράσ­σο­ντας εθνι­κές και διε­θνείς προ­ο­πτι­κές πάνω στη νέα κα­τά­στα­ση που ανοί­γε­ται από αυτά τα ση­μα­ντι­κά γε­γο­νό­τα (3) . Όλα αυτά δια­τη­ρούν την επι­και­ρό­τη­τά τους και πα­ρα­μέ­νουν ένα διε­γερ­τι­κό ανά­γνω­σμα στο λή­θαρ­γο των σύγ­χρο­νων συ­ζη­τή­σε­ων. Εμπλου­τί­ζει λοι­πόν αυτές τις αντι­λή­ψεις για να κάνει τον απο­λο­γι­σμό  του χρο­νι­κού δια­στή­μα­τος για κάθε επα­να­στα­τι­κή ωρί­μαν­ση, αυτό που αρ­γό­τε­ρα θα το ονο­μά­σει «μια αργή ανυ­πο­μο­νη­σία».

Με­λε­τά, λε­πτο­με­ρώς με τη βο­ή­θεια των βα­θιών ανα­λύ­σε­ων του Έρ­νεστ Μα­ντέλ, τη στρο­φή της πα­γκό­σμιας κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας που ξε­κί­νη­σε το 1973-1975, ημε­ρο­μη­νί­ες ορό­ση­μα που πέ­ρα­σαν σχε­δόν απα­ρα­τή­ρη­τα, αλλά ση­μα­το­δο­τούν το τέλος της πε­ριό­δου της με­τα­πο­λε­μι­κής επέ­κτα­σης υπό την ηγε­μο­νία των ΗΠΑ. Η ήττα των ΗΠΑ στο Βιετ­νάμ το 1975, είναι ο πο­λι­τι­κός δεί­κτης του τέ­λους αυτού, αλλά πέρα από αυτό ο διε­θνής κα­πι­τα­λι­σμός (με τους ηγέ­τες και τους ιδε­ο­λό­γους της) επι­διώ­κει να ανα­μορ­φώ­σει ένα σύ­στη­μα εκ­με­τάλ­λευ­σης που δεί­χνει εμ­φα­νή ση­μά­δια επι­βρά­δυν­σης.

Η άνο­δος στην εξου­σία του Ρή­γκαν στις ΗΠΑ και σύ­ντο­μα της Θά­τσερ στη Μ.Βρε­τα­νία ση­μα­το­δο­τούν την έναρ­ξη μιας νέας πε­ριό­δου που τρέ­φε­ται στους κόλ­πους του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού και της οι­κο­νο­μι­κής πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, με τις πρώ­τες με­γά­λες κοι­νω­νι­κές ήττες (ελεγ­κτές ενα­έ­ριας κυ­κλο­φο­ρί­ας στις ΗΠΑ το 1981, Βρε­τα­νοί αν­θρα­κω­ρύ­χοι το 1985). Στη Γαλ­λία, η εκλο­γή του Μι­τε­ράν το 1981, μας κάνει να πι­στέ­ψου­με σε μια αντί­θε­τη τάση. Αλλά δια­λύ­ε­ται γρή­γο­ρα στο νέο τοπίο με την επι­στρο­φή της λι­τό­τη­τας που ξε­κί­νη­σε το 1983. Πα­ράλ­λη­λα, στον κόσμο του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου, το σο­βιε­τι­κό μπλοκ συ­γκλο­νί­στη­κε από την εξέ­γερ­ση των Πο­λω­νών ερ­γα­ζό­με­νων υπό το ανε­ξάρ­τη­το συν­δι­κά­το Αλ­λη­λεγ­γύη στις αρχές του 1980. Ο κό­σμος αρ­χί­ζει να αλ­λά­ζει. Και ανα­τρέ­πε­ται ορι­στι­κά με την πτώση του Τεί­χους του Βε­ρο­λί­νου το 1989, ση­μα­το­δο­τώ­ντας την κα­τάρ­ρευ­ση της ΕΣΣΔ το 1991 και την πε­ραι­τέ­ρω επέ­κτα­ση του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος σε όλο τον κόσμο, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της Κίνας, υπό την ηγε­σία του Ντενγκ Χσιάο Πινγκ.

Στις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του 1990, ο Daniel κα­τα­λή­γει στο τρί­πτυ­χο «Νέα πε­ρί­ο­δος, νέο πρό­γραμ­μα, νέο κόμμα».
Αυτή η πε­ρί­ο­δος λοι­πόν είναι για τον Daniel, συγ­χρό­νως μια κρι­τι­κή επα­νε­ξέ­τα­ση της προη­γού­με­νης, και μια επι­στρο­φή στις πηγές - στο Μαρξ για να διεκ­δι­κή­σει τα κλει­διά για μια πιο βαθιά κα­τα­νό­η­ση της κα­τά­στα­σης - και, όπως συ­νή­θως μια αντι­πα­ρά­θε­ση στην πρα­κτι­κή του μα­χη­τι­κού ακτι­βι­σμού (militantisme). Αφιε­ρώ­νει πολύ ενέρ­γεια στις πλού­σιες συ­ζη­τή­σεις της Διε­θνούς Σχο­λής στε­λε­χών του Άμ­στερ­νταμ (που δη­μιουρ­γή­θη­κε το 1982) προ­σεγ­γί­ζο­ντας όλα αυτά τα θέ­μα­τα. Εν τω με­τα­ξύ, κα­θη­με­ρι­νά πε­ριο­ρί­ζει  τη συμ­με­το­χή του στη γαλ­λι­κή ηγε­σία για να επι­κε­ντρω­θεί στις διε­θνείς επε­ξερ­γα­σί­ες, τις οποία ο ίδιος θε­ω­ρεί ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας. Είναι το ερ­γα­στή­ριο για νέες προ­σεγ­γί­σεις.

Η σχε­δόν μό­νι­μη συμ­με­το­χή του στη δια­μόρ­φω­ση της κα­θη­με­ρι­νής δου­λειάς στις μάζες που έμελ­λε να γεν­νή­σει το Ερ­γα­τι­κό Κόμμα στη Βρα­ζι­λία το 1982 είναι υπο­δειγ­μα­τι­κή στον τομέα αυτό. Βρί­σκει εκεί την ευ­και­ρία να ανα­λο­γι­στεί και να ερ­γα­στεί στην οριο­θέ­τη­ση νέων στρα­τη­γι­κών πα­ρα­μέ­τρων που προ­κα­λού­νται από την κα­τά­στα­ση, όχι μια επι­στρο­φή στα λε­γό­με­να κλα­σι­κή πρό­τυ­πα (ποια είναι αυτά άλ­λω­στε;), αλλά, την οι­κο­δό­μη­ση ενός επα­να­στα­τι­κού μαρ­ξι­στι­κού ρεύ­μα­τος («τα­ξι­κού», όπως λένε στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή) το οποίο βα­σί­ζε­ται πάνω στην αριθ­μη­τι­κή ενί­σχυ­ση και αγκα­λιά­ζει την ταυ­τό­χρο­νη κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή της ερ­γα­τι­κής τάξης σε πα­γκό­σμιο κα­πι­τα­λι­στι­κό επί­πε­δο, όντας σε θέση να επε­ξερ­γα­στεί τις προ­γραμ­μα­τι­κές και στρα­τη­γι­κές απα­ντή­σεις για την αλ­λα­γή ενός κό­σμου που και ο ίδιος βρί­σκε­ται σε αλ­λα­γή.

Προ­σεγ­γί­ζει αυτό το φι­λό­δο­ξο εγ­χεί­ρη­μα με­λε­τώ­ντας χι­λιά­δες σε­λί­δες στα γαλ­λι­κά φυ­σι­κά, αλλά και στα αγ­γλι­κά, ισπα­νι­κά, πορ­το­γα­λι­κά, ιτα­λι­κά (για τον Γκράμ­σι), στα γερ­μα­νι­κά (για τον Μαρξ). Και όλα αυτά χωρίς ποτέ να πα­ρα­με­λεί τον πιο πεζό ακτι­βι­σμό!
Στις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του 1990, η έναρ­ξη της νόσου η οποία έμελ­λε να τον κα­τα­βά­λει, τον ωθεί να κα­θο­ρί­σει τις προ­τε­ραιό­τη­τές του, για να επι­κε­ντρω­θεί σε αυτό που ο ίδιος πε­ρι­γρά­φει ως το έργο του ως «οδοι­πό­ρου» ενός δη­μιουρ­γι­κού και γό­νι­μου μαρ­ξι­σμού.

Οι δε­κα­ε­τί­ες 1990 και 2000: ξα­να­πιά­νο­ντας το νήμα από την αρχή

Στα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, όταν η νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη αντι­με­ταρ­ρύθ­μι­ση χτυπά ήδη τα τύ­μπα­να των media πριν να κη­ρύ­ξει τα οφέλη της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, δια­πι­στώ­νει: «Ακόμα και η ιδέα της επα­νά­στα­σης η οποία μέχρι χθες ακτι­νο­βο­λού­σε από ευ­τυ­χι­σμέ­νη ου­το­πία απε­λευ­θέ­ρω­σης και γιορ­τής, φαί­νε­ται να έχει μαυ­ρί­σει». Η δε­κα­ε­τία του 1990 ήταν τα χρό­νια της έντο­νης ιδε­ο­λο­γι­κής αντί­δρα­σης στο πλαί­σιο της ανό­δου της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης. Ο Daniel έχει δου­λέ­ψει σκλη­ρά, χωρίς οι­κο­νο­μία δυ­νά­με­ων, μέχρι να πε­ρά­σουν τα γκρί­ζα χρό­νια.

Ποτέ δεν θε­ώ­ρη­σε το έργο που έχει ανα­λά­βει σαν έργο συ­ντη­ρη­τή μου­σεί­ου. Αλλά μέσα σε αυτή την κα­ται­γί­δα όπου ο κα­πι­τα­λι­σμός φαί­νε­ται να θριαμ­βεύ­ει και ο σο­σια­λι­σμός να έχει απα­ξιω­θεί με τη μα­ζι­κή και δι­καιο­λο­γη­μέ­νη απόρ­ρι­ψη αυτών που ισχυ­ρί­ζο­νταν ότι είναι «πραγ­μα­τι­κά υπαρ­κτός» μέσα από κα­θε­στώ­τα τόσο δε­σπο­τι­κά όσο και ανί­κα­να. Ο Daniel πα­ρα­μέ­νει προ­ση­λω­μέ­νος στη ση­μα­σία της στιγ­μής: Δεν πρέ­πει να αφή­νου­με την ανά­λυ­ση αυτού του απο­λο­γι­σμού σε εκεί­νους που υπο­στη­ρί­ζουν τις αρε­τές της αγο­ράς ή τους συ­νο­δοι­πό­ρους τους. Πρέ­πει να σώ­σου­με από την ιστο­ρι­κή κα­τάρ­ρευ­ση του στα­λι­νι­σμού τις ιδέες του σο­σια­λι­σμού, του κομ­μου­νι­σμού, την ίδια την ιδέα της επα­νά­στα­σης. Για το σκοπό αυτό, είναι απα­ραί­τη­το να γίνει ο απο­λο­γι­σμός του αιώνα, να ανα­γνω­ρι­στεί το μέ­γε­θος της στα­λι­νι­κής αντε­πα­νά­στα­σης, η οποία υπε­ρέ­βαι­νε κατά πολύ οτι­δή­πο­τε θα μπο­ρού­σε κα­νείς να φα­ντα­στεί. Υπάρ­χει ένας κίν­δυ­νος: να προ­κα­λέ­σου­με εμείς οι ίδιοι μια πτώση, που την ελ­πί­ζα­με τόσο πολύ- αλλά στη αντί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση τη μορφή που τε­λι­κά πήρε! Ο Daniel μοι­ρά­ζε­ται μαζί μας μια με­γά­λη απαί­τη­ση: να ξα­να­δού­με τη Ρω­σι­κή Επα­νά­στα­ση, από τις απαρ­χές της, για να αντλή­σου­με όλα τα πι­θα­νά δι­δάγ­μα­τα, ει­δι­κά στα δη­μο­κρα­τι­κά ζη­τή­μα­τα. Είναι μια ζω­τι­κή ανα­γκαιό­τη­τα να κά­νου­με το δια­χω­ρι­σμό στα επα­να­στα­τι­κά κε­κτη­μέ­να των ετών 1917-1924 και της στα­λι­νι­κής αντε­πα­νά­στα­σης που αρ­χί­ζει με το τέλος της φο­βε­ρής δε­κα­ε­τία του εί­κο­σι. Μια κοινή κα­τα­νό­η­ση των γε­γο­νό­των και των κα­θη­κό­ντων είναι απα­ραί­τη­τη για να αντι­με­τω­πί­σου­με τη νέα ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο.

«Νέα εποχή, νέο πρό­γραμ­μα, νέο κόμμα» λοι­πόν. Όμως, πολλά ερω­τή­μα­τα πα­ρα­μέ­νουν ανοι­χτά. Οι δρό­μοι και τα μο­νο­πά­τια της επα­νά­στα­σης πρέ­πει να επα­νε­φευ­ρε­θούν. Ο Daniel είναι πε­πει­σμέ­νος για την ανά­γκη οι επα­να­στά­τες να προ­σεγ­γί­σουν τη νέα κα­τά­στα­ση έχο­ντας πλή­ρως συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τα ση­μεία ανα­φο­ράς και τα κε­κτη­μέ­να που προ­έρ­χο­νται από τους τα­ξι­κούς αγώ­νες του πα­ρελ­θό­ντος. Κα­νείς δεν αρ­χί­ζει ποτέ από το μηδέν. Πρέ­πει πάντα να ξε­κι­νά «από τη μέση», για να δα­νει­στώ μια φράση από φι­λό­σο­φο Ζιλ Ντε­λέζ τον οποίο ο Daniel του άρεσε να πα­ρα­θέ­τει.

 Μετά τις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας που κυ­ριάρ­χη­σαν οι θε­ω­ρί­ες του Φου­κου­γιά­μα για τον κα­πι­τα­λι­σμό ως τέλος της ιστο­ρί­ας, οι αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες εξε­γέρ­σεις στη Γαλ­λία το 1995, με κο­ρυ­φή τη με­γά­λη απερ­γία των σι­δη­ρο­δρό­μων, η άνο­δος του κι­νή­μα­τος κατά της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης με τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες του Σιάτλ, όπως και οι εξαι­ρε­τι­κές κοι­νω­νι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις στη Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή, αλ­λά­ζουν το πα­γκό­σμιο πο­λι­τι­κό κλίμα. Η ώρα της αντί­στα­σης ενά­ντια στις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες αντι­με­ταρ­ρυθ­μί­σεις έφτα­σε.

Εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες νέων μέσω του Πα­γκό­σμιου Κοι­νω­νι­κού Φό­ρουμ, φω­νά­ζουν: «Ένας άλλος κό­σμος είναι εφι­κτός». Ο Daniel προ­σθέ­τει: «Ναι, αλλά πρέ­πει να ξέ­ρου­με ποιος είναι αυτός ο κό­σμος και πώς να τον απο­κτή­σου­με». Επι­μέ­νει πάνω στο στρα­τη­γι­κό ερώ­τη­μα: ποιοι είναι οι προ­γραμ­μα­τι­κοί άξο­νες; Ποιες είναι οι κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις; Ποιές είναι οι σχέ­σεις με­τα­ξύ των θε­σμών και της κι­νη­το­ποί­η­σης; Ποιες είναι οι προ­ο­πτι­κές της εξου­σί­ας; Ο Daniel αντι­με­τω­πί­ζει αυτά τα ζη­τή­μα­τα σε πολ­λές πα­ρεμ­βά­σεις κατά τη διάρ­κεια των συ­ζη­τή­σε­ων με τους Ζα­πα­τί­στας στο Με­ξι­κό ή σε πο­λε­μι­κές με τις άλλες δυ­νά­μεις της ρι­ζο­σπα­στι­κής αρι­στε­ράς. Δεν είναι τυ­χαίο το γε­γο­νός ότι η ισπα­νι­κή εφη­με­ρί­δα Publico τι­τλο­φο­ρεί το αφιέ­ρω­μά της στον Daniel γρά­φο­ντας: «Η επα­νά­στα­ση έχασε το στρα­τη­γό της».

Κατά τη διάρ­κεια αυτών των ετών, συ­νέ­χι­σε τη συ­νερ­γα­σία του με Βρα­ζι­λιά­νους ακτι­βι­στές για να οι­κο­δο­μή­σουν μια επα­να­στα­τι­κή τάση μέσα στο Κόμμα των Ερ­γα­τών (PT) της Βρα­ζι­λί­ας. Πρό­κει­ται για τη συ­νά­θροι­ση ακτι­βι­στών και ομά­δων με δια­φο­ρε­τι­κά υπό­βα­θρα για το σχη­μα­τι­σμό μιας ενιαί­ας τάσης. Εκεί αφιε­ρώ­νει όλη την ενέρ­γειά του. Ο Λούλα εξε­λέ­γη Πρό­ε­δρος της Δη­μο­κρα­τί­ας το 2003. Όταν η πλειο­ψη­φία των συ­ντρό­φων μας στην ηγε­σία του PT απο­φά­σι­σε να συμ­με­τά­σχει στην σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρη κυ­βέρ­νη­ση του Λούλα, ο Daniel προ­σπα­θεί πρώτα να τους πεί­σει για το λάθος τους και, αφού απέ­τυ­χε, να ανα­λά­βει την πρω­το­βου­λία για τη ρήξη. Είναι γι' αυτόν ένα πο­λι­τι­κό, ηθικό και προ­σω­πι­κό πλήγ­μα, όμως μέσα σε αυτή την κρίση, ούτε μια στιγ­μή δεν προ­δί­δει τις πο­λι­τι­κές αρχές που θε­ω­ρεί ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας: την πλήρη ανε­ξαρ­τη­σία απέ­να­ντι στην αστι­κή εξου­σία, απόρ­ρι­ψη κάθε Realpolitik, κάθε συμ­βι­βα­σμό με την κα­θε­στη­κυία τάξη.

Έκτο­τε, θα δώσει προ­τε­ραιό­τη­τα στη σκέψη και τη θε­ω­ρη­τι­κή και προ­γραμ­μα­τι­κή επε­ξερ­γα­σία: την ιστο­ρία των πο­λι­τι­κών ιδεών, το ξα­να­διά­βα­σμα του Κε­φα­λαί­ου  του Καρλ Μαρξ, τον απο­λο­γι­σμό του αιώνα και των επα­να­στά­σε­ών του και κυ­ρί­ως της Ρω­σι­κής Επα­νά­στα­σης. Όμως δεν αρ­κεί­ται σ' αυτό. Ερ­γά­ζε­ται, επί­σης, πάνω στην οι­κο­λο­γία, το φε­μι­νι­σμό, τις ταυ­τό­τη­τες και το εβραϊ­κό ζή­τη­μα, την ανά­πτυ­ξη μιας νέας πο­λι­τι­κής για την επα­να­στα­τι­κή αρι­στε­ρά ενά­ντια στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση. Συμ­με­τέ­χει τα­κτι­κά στο Πα­γκό­σμιο Κοι­νω­νι­κό Φό­ρουμ του κι­νή­μα­τος για την εναλ­λα­κτι­κή πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση. Είναι συ­νε­χώς σε δράση και εκ­συγ­χρο­νί­ζο­ντας  το όραμά του για τον κόσμο, προ­σπα­θώ­ντας να με­τα­δώ­σει την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και τη δίψα του να κα­τα­νο­ή­σει και να δρά­σει.

Χρειά­στη­καν τε­λι­κά πε­ρί­που εί­κο­σι χρό­νια για να αλ­λά­ξει ο αιώ­νας από τον 20ο στον 21ο, ανά­με­σα στην κα­τάρ­ρευ­ση του σο­βιε­τι­κού μπλοκ, το 1992 και το ανά­λο­γο αυτού του σει­σμού με τη συ­στη­μι­κή κρίση του κα­πι­τα­λι­σμού που ξε­κί­νη­σε το 2008. Ο Daniel είχε την ικα­νο­ποί­η­ση να δει να ενώ­νο­νται οι δύο αυτοί σει­σμοί ανοί­γο­ντας νέα πεδία για προ­βλη­μα­τι­σμό, αλλά και δράση. Στη Γαλ­λία, η επι­τυ­χία της προ­ε­δρι­κής εκ­στρα­τεί­ας του 2002 οδή­γη­σε στην ίδρυ­ση του NPA το 2009. Ο Daniel παί­ζει ένα κε­ντρι­κό ρόλο, χάρη στην δια­νοη­τι­κή του θέση, αλλά εμπλέ­κε­ται επί­σης με συ­γκε­κρι­μέ­νο τρόπο για να νι­κή­σει τους δι­σταγ­μούς και να χα­ρά­ξει το δρόμο μιας ανα­νέ­ω­σης που τόσο πολύ επι­θυ­μού­σε. Δεν θέλει να κα­τα­λά­βει καμία ευ­θύ­νη δια­χεί­ρι­σης, πι­στός στον ρόλο του προ­σε­κτι­κού οδοι­πό­ρου. Ο Daniel απο­φα­σί­ζει να συν­δυά­σει την έναρ­ξη της νέας ορ­γά­νω­σης επα­νεκ­δί­δο­ντας το πε­ριο­δι­κό  «Contretemps» (Κό­ντρα στον καιρό) και ιδρύ­ο­ντας το ιν­στι­τού­το Louise Michel, πλαί­σιο συ­ζή­τη­σης και προ­βλη­μα­τι­σμού για τη ρι­ζο­σπα­στι­κή σκέψη.

Ο Daniel συχνά μιλά για «μαρ­ξι­σμούς» (ή «τρο­τσκι­σμούς») στον πλη­θυ­ντι­κό. Ο δικός του, τρο­φο­δο­τεί­ται με την ιστο­ρία των πο­λι­τι­κών ιδεών, απαλ­λαγ­μέ­νος από κάθε ντε­τερ­μι­νι­σμό. Δίνει έναν κε­ντρι­κό ρόλο στην πα­ρέμ­βα­ση μέσα στην τα­ξι­κή πάλη, και στην πο­λι­τι­κή βού­λη­ση. Επα­να­φέ­ρει στο φως την πε­ρί­φη­μη φράση του Μαρξ: «Στις δε­δο­μέ­νες συν­θή­κες, οι άν­θρω­ποι φτιά­χνουν οι ίδιοι την ιστο­ρία τους». Ο Daniel εξα­σφα­λί­ζει τόσο την ιστο­ρι­κή συ­νέ­χεια ενός κρι­τι­κού, ανοι­χτού, δη­μιουρ­γι­κού επα­να­στα­τι­κού μαρ­ξι­σμού και την προ­σαρ­μο­γή στις αλ­λα­γές της νέας επο­χής, με ορί­ζο­ντα τον επα­να­στα­τι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό της κοι­νω­νί­ας. Η κλη­ρο­νο­μιά του είναι απα­ραί­τη­τη για να άρει την σύγ­χυ­ση με­τα­ξύ στα­λι­νι­σμού και κομ­μου­νι­σμού, απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας τους ζω­ντα­νούς από το βάρος των νε­κρών, γυ­ρί­ζο­ντας σε­λί­δα στην απο­γο­ή­τευ­ση.

Δίνει στο τε­λευ­ταίο του έργο τον τίτλο ενός μα­νι­φέ­στου: «Δυ­νά­μεις του κομ­μου­νι­σμού». Επι­στρέ­φει στις ρίζες του αγώνα για την χει­ρα­φέ­τη­ση, τις θε­με­λιώ­δεις προ­γραμ­μα­τι­κές ιδέες του Μαρξ, απε­λευ­θε­ρω­μέ­νες από την υλι­στι­κή ή μη­χα­νι­στι­κή πρω­το­γε­νή μήτρα τους, για να ξα­να­βρεί το επα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα.

Χτυ­πη­μέ­νος από τη νόσο, κυ­ριαρ­χεί απάνω της, σκε­πτό­με­νος γρά­φο­ντας δου­λεύ­ο­ντας τις ιδέες του, χωρίς ποτέ να τις χει­ρί­ζε­ται σαν μια κλη­ρο­νο­μιά ει­σο­δη­μα­τία, χωρίς να αρ­νεί­ται ούτε τα­ξί­δια, ούτε συ­σκέ­ψεις, ούτε απλές συ­να­ντή­σεις. Ο Daniel όρισε στον εαυτό του το κα­θή­κον να επι­βε­βαιώ­σει την ευ­ρω­στία των βα­σι­κών θέ­σε­ών μας και να τις με­τα­δώ­σει στην νε­ό­τε­ρη γενιά. Το κάνει με όλη την καρ­διά και τις δυ­νά­μεις του. Οι πα­ρεμ­βά­σεις του στο Διε­θνές Ιν­στι­τού­το του Άμ­στερ­νταμ, στις κα­τα­σκη­νώ­σεις των νέων της 4ης  Διε­θνούς, στα θε­ρι­νά πα­νε­πι­στή­μια της LCR και ύστε­ρα του NPA, σε πολλά δη­μό­σια συ­νέ­δρια, πα­ρα­μέ­νουν ζω­ντα­νά στη μνήμη μας. Η πρό­σκλη­ση για δράση είναι πάντα πα­ρού­σα, αλλά πήρε μια ώριμη μορφή σε σύ­γκρι­ση με τον εν­θου­σια­σμό της νε­ό­τη­τας. Ως το τέλος η σκέψη του πα­ρα­μέ­νει αυ­στη­ρή και διεισ­δυ­τι­κή.

Ο σε­βα­σμός και η αγάπη, μέσα και έξω από το κόμμα του, τον πε­ριέ­βαλ­λαν μέχρι το θά­να­τό του. Θε­ω­ρού­με με­γά­λη τύχη που μπο­ρέ­σα­με να έχου­με πλάι μας ένα τόσο αξιο­ση­μεί­ω­το, ακέ­ραιο και απο­φα­σι­σμέ­νο άν­θρω­πο. Ήταν πάντα μια γιορ­τή να τον δια­βά­ζου­με, να τον ακού­με, να συ­ζη­τά­με επί μα­κρόν μαζί του. Ήταν ζε­στός, εν­δια­φε­ρό­ταν για τους άλ­λους, ανή­συ­χος να μοι­ρα­στεί τον εν­θου­σια­σμό του, ακα­τά­βλη­τος από τις αντι­ξο­ό­τη­τες, και η επι­θυ­μία του ήταν να μην χάσει κα­νέ­να από τα «σταυ­ρο­δρό­μια του πι­θα­νού» όπως του άρεσε να λεει. Πα­ρα­μέ­νει παρόν με το χα­μό­γε­λό του, τα μάτια του το διεισ­δυ­τι­κό του βλέμ­μα, την οξυ­μέ­νη του εξυ­πνά­δα.

«Αγα­να­κτι­σμέ­νος» κάθε στιγ­μή

 Η «συ­νέ­χεια» είναι η φλο­γε­ρή υπο­χρέ­ω­ση που μας αφή­νει, η συ­νέ­χεια πέρα από τις δυ­σκο­λί­ες και τις κοι­νω­νι­κές πο­λι­τι­κές πα­λίρ­ροιες. Του Daniel του άρεσε να εμπνέ­ε­ται από τους αι­ρε­τι­κούς του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και της κυ­ρί­αρ­χης σκέ­ψης. Γνω­ρί­ζου­με το δέ­σι­μό του με τον Walter Benjamin και τη «μεσ­σια­νι­κή φρου­ρά» του, με τον Charles Peguy οπαδό από την αρχή του Ντρέϊ­φους, χρι­στια­νό αντι­κλη­ρι­κό και αυ­θε­ντι­κό σο­σια­λι­στή. Είναι λι­γό­τε­ρο γνω­στή η αγάπη του για τον Αύ­γου­στο Μπλαν­κί, «αι­ρε­τι­κό κομ­μου­νι­στή», όπως τον απο­κα­λού­σε, με τον Michael Löwy, στενό του συ­νερ­γά­τη. Τον πα­ρέ­θε­τε συχνά: «Πάντα ο αγώ­νας, προ­πά­ντων ο αγώ­νας, αγώ­νας μέχρι το τέλος», αφή­νο­ντας τα χνά­ρια του μαζί με άλ­λους ανυ­πό­τα­κτους ενά­ντια στους «μοι­ρο­λά­τρες της ιστο­ρί­ας» και άλ­λους «λά­τρεις των τε­τε­λε­σμέ­νων γε­γο­νό­των».

Πρέ­πει να συ­νε­χί­σου­με να αντι­με­τω­πί­ζου­με τις τε­ρά­στιες προ­κλή­σεις που τί­θε­νται από την έκρη­ξη της χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής κρί­σης το 2008. Η πα­γκό­σμια κρίση του συ­στή­μα­τος εγκυ­μο­νεί κοι­νω­νι­κές, οι­κο­νο­μι­κές, πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κές και πο­λι­τι­κές ανα­τα­ρα­χές. Αυτά τα τε­λευ­ταία χρό­νια, ο Daniel πα­ρα­κο­λου­θού­σε πυ­ρε­τω­δώς κάθε επει­σό­διο. Από τις συ­νέ­πειες της κα­τάρ­ρευ­σης της αμε­ρι­κα­νι­κής τρά­πε­ζας Lehman Brothers μέχρι την απο­τυ­χία της διά­σκε­ψης κο­ρυ­φής της Κο­πεγ­χά­γης για την υπερ­θέρ­μαν­ση του πλα­νή­τη, κα­νέ­να γε­γο­νός δεν του ξε­φεύ­γει. Διέ­βλε­ψε την αναγ­γε­λία της ιστο­ρι­κής με­τά­βα­σης που συμ­βαί­νει μπρο­στά στα μάτια μας. Η κα­πι­τα­λι­στι­κή μη­χα­νή ελ­πί­ζει να ξε­πε­ρά­σει την υπερ­πα­ρα­γω­γή και υπερ­συσ­σώ­ρευ­ση του κε­φα­λαί­ου με τί­μη­μα την κοι­νω­νι­κή οπι­σθο­δρό­μη­ση, αυτή είναι η ανα­διορ­γά­νω­ση του κό­σμου με το στα­δια­κό τέλος της ηγε­μο­νί­ας των δύο υπερ­δυ­νά­με­ων, των ΗΠΑ και της Ευ­ρώ­πης, είναι ο τρό­πος πα­ρα­γω­γής και κα­τα­νά­λω­σης που βρί­σκε­ται στο τέλος του έχο­ντας πρώτα εξα­ντλή­σει τους φυ­σι­κούς πό­ρους. Ο Daniel ένιω­θε ότι αυτή η ιστο­ρι­κή εξέ­λι­ξη θα άνοι­γε την πόρτα σε νέες δυ­να­τό­τη­τες και αντι­στά­σεις. Δεν χαι­ρό­ταν, παρ' όλα αυτά, με την κα­τά­στα­ση, έχο­ντας επί­γνω­ση ότι απου­σία ρι­ζο­σπα­στι­κών πο­λι­τι­κών αλ­λα­γών, οι λαοί θα επω­μι­στούν το κύριο βάρος της κρί­σης. Ωστό­σο, δεν έπαυε, να απο­λαμ­βά­νει τις πο­λι­τι­κές με­τα­στρο­φές και τα ακρο­βα­τι­κά των «νι­κη­τών του χθες» μι­λώ­ντας στο εξής για μια κρίση σε θέση να βου­λιά­ξει το σύ­στη­μα σαν ένα κά­στρο από άμμο, ενώ χρό­νια πριν, οι ίδιοι θα στοι­χη­μά­τι­ζαν στο «τέλος της ιστο­ρί­ας» και σε έναν κα­πι­τα­λι­σμό «ανυ­πέρ­βλη­το ορί­ζο­ντα της αν­θρω­πό­τη­τας». Ο Daniel ανα­λο­γι­ζό­ταν την δια­δρο­μή του...

Αντι­μέ­τω­πος με τους αλα­ζο­νι­κούς και πε­ρι­φρο­νη­τι­κούς υπο­στη­ρι­κτές της μο­να­δι­κής σκέ­ψης, ο Daniel άντε­ξε ως φωνή της αντί­στα­σης στα ση­μεία των και­ρών. Ανα­πτύσ­σο­ντας μιας ανοι­χτή και διο­ρα­τι­κή σκέψη, υπε­ρα­σπί­στη­κε την ανά­γκη για ένα σχέ­διο χει­ρα­φέ­τη­σης ενά­ντια στο δί­καιο της κα­πι­τα­λι­στι­κής ζού­γκλας με έξυ­πνα και κα­τα­νοη­τά επι­χει­ρή­μα­τα. Έτσι πέ­τυ­χε το διπλό άθλο του να ξα­να­δώ­σει σε πολ­λούς ακτι­βι­στές οι οποί­οι είχαν δί­καια κλο­νι­στεί, την χα­μέ­νη υπε­ρη­φά­νεια τους να είναι μαρ­ξι­στές και κομ­μου­νι­στές και στους νέους ακτι­βι­στές νέα όπλα, μέσα σε έναν κόσμο όπου αυτές οι αρε­τές πε­ρι­φρο­νού­νταν, προ­κει­μέ­νου να τους πα­ρο­τρύ­νει να συ­νε­χί­σουν. Στα μάτια αυτής της νέας πο­λι­τι­κής γε­νιάς που συμ­με­τέ­χει στην ανα­βί­ω­ση των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των, ο Daniel είναι ο βαρ­κά­ρης των ιδεών, ο αδά­μα­στος κόκ­κι­νος επα­να­στά­της με την πνευ­μα­τι­κή δύ­να­μη, η οποία, παρά τις δυ­σκο­λί­ες, συ­νέ­βα­λε στο να στε­ρή­σει από τους νι­κη­τές του χθες, τους πα­νη­γυ­ρι­σμούς για την  ολο­κλη­ρω­τι­κή νίκη. Φυ­σι­κά, ο Daniel θα υπο­στη­ρί­ξει με το διε­θνι­στι­κό και αντι­ι­μπε­ρια­λι­στι­κό πάθος που είχε τις αρα­βι­κές επα­να­στά­σεις. Το κί­νη­μα των αγα­να­κτι­σμέ­νων κέ­ντρι­σε τον προ­βλη­μα­τι­σμό και τη δράση του. Η μάτια του και τα γρα­πτά του σ' αυτά τα θέ­μα­τα μας λεί­πουν ήδη οδυ­νη­ρά.

Ση­μειώ­σεις:

1. Daniel Bensaid,  Μια αργή ανυ­πο­μο­νη­σία , Une lente impatience, Stock, Paris, 2004.
2. Daniel Bensaid, Henri Weber,  «Μάιος 1968. Μια γε­νι­κή πρόβα» , Mai 1968. Une répétition générale, Maspero, Paris, 1969. 3. Daniel Bensaid, Alain Krivine, «Εξε­γερ­μέ­νοι και με­τα­νοη­μέ­νοι» Mai si! Rebelles et repentis, La Brèche, Paris, 1988.

 

Τα πε­ριε­χό­με­να του βι­βλί­ου

François Sabado, (dir.), Daniel Bensaïd, l'intémpestif, Paris, éd. La Découverte, coll. «Cahiers libres» 2012. (σε­λί­δες: 200, τιμή: 17 €)
1. Μά­χο­μαι και σκέ­φτο­μαι, των Charles Michaloux, François Sabado, Olivier Besancenot
2. Ένας αι­ρε­τι­κός κομ­μου­νι­στής, του Michael Löwy
3. Δια­δρο­μή και πο­ρεία, με Samy Johsua
4. Η έν­νοια της ενό­χλη­σης, από τον Philippe Pignarre
5. Η επι­και­ρό­τη­τα μια ρι­ζο­σπα­στι­κής φι­λο­σο­φί­ας απέ­να­ντι στις προ­κλή­σεις της φι­λο­σο­φί­ας του εδώ και τώρα (presentism), του Philippe Corcuff
6. Ο θρυμ­μα­τι­σμέ­νος χρό­νος της πο­λι­τι­κής, του Alex Callinicos
7. «Η γυ­ναί­κα είναι το μέλ­λον του φά­σμα­τος;» Με Cinzia Arruzza
8. Το ζή­τη­μα του φε­μι­νι­σμού, από Josette Trat
9. Η διαρ­κής επα­νά­στα­ση, από τον Pierre Rousset
10. Βρα­ζι­λία, του João Machado
11. Στην υπε­ρά­σπι­ση του κομ­μου­νι­σμού, της Catherine Samary
12. Σχε­τι­κά με τους αγα­να­κτι­σμέ­νους, της Esther Vivas
13. Η Διε­θνής, του François Sabado
14. Όταν η ιστο­ρία μας απο­γοη­τεύ­ει: Μια συ­νέ­ντευ­ξη με τον Daniel Bensaid

Διά­θε­ση: http://​www.​edi​tion​slad​ecou​vert​e.​fr/​catalogue/​index-​Daniel_​Bensaid__​l_​int...

 

Ετικέτες