Σπανίως σχολιάζω άρθρα, ιδίως όταν αυτά χαρακτηρίζονται από πομπώδεις εκφράσεις κι επιτηδευμένη γλώσσα, που σκοπό έχουν να αποκρύψουν την κενότητα, την ένδεια επιχειρημάτων και την ιστορική άγνοια του συντάκτη. Ωστόσο, νομίζω ότι το νέο απόσταγμα σοφίας της κ. Τριανταφύλλου, με τίτλο «Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και Ιακωβινισμός» αξίζει να αποτελέσει την εξαίρεση, κυρίως διότι, με την αλλοπρόσαλλη κι σοφιστική επιχειρηματολογία του, αποκαλύπτει παραστατικά πόσο σαθρά είναι πλέον τα θεμέλια της ιδεολογικής κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην Ελλάδα.
Από αυτή την άποψη, είναι σημαντικό να σταθεί κανείς σε δύο σημεία του κειμένου. Το πρώτο είναι η ισοπεδωτική ιστορική καταδίκη του ιακωβινισμού, της πλέον ριζοσπαστικής φάσης της Γαλλικής Επανάστασης, επειδή δήθεν, λόγω του εξισωτισμού του και της έμφασής του στην λαϊκή κινητοποίηση χωρίς «εγγράμματη ηγεσία», οδηγήθηκε στον αυταρχισμό και την ανεξέλεγκτη βία της «Τρομοκρατίας». Η οπτική αυτή της ταύτισης του ιακωβινισμού με τον ολοκληρωτισμό και τη δικτατορία, με παραλληλισμό μάλιστα προς την αρχαία Σπάρτη(!),είναι χονδροειδώς ανιστόρητη για δύο κυρίως λόγους: Αφενός, αγνοεί τις συνθήκες ανάδυσης του ιακωβίνικου κινήματος, που συνδυάζουν την κορύφωση των αντεπαναστατικών κινήσεων κλήρου κι αριστοκρατίας στο εσωτερικό, με την ταυτόχρονη στρατιωτική επέμβαση ξένων μοναρχών εναντίον της Επανάστασης, η οποία ακολούθησε την εκτέλεση της βασιλικής οικογένειας, αφού αποδείχθηκε η σύμπραξη του Λουδοβίκου με τη σχεδιαζόμενη εξωτερική εισβολή. Στις συνθήκες αυτές, ο ιακωβινισμός έσωσε την Επανάσταση εισάγοντας δύο ζωτικά και ριζοσπαστικά εργαλεία. Πρώτον, τον λαϊκό πόλεμο, δηλαδή τη γενική επιστράτευση όλων των Γάλλων πολιτών, χωρίς ταξικούς κι άλλους διαχωρισμούς, για την υπεράσπιση της Επανάστασης έναντι εσωτερικών κι εξωτερικών εχθρών. Και δεύτερον, την πατριωτική ιδεολογία που κινητοποίησε τον γαλλικό λαό και συνέβαλλε στην ήττα των αντεπαναστατών, ταυτίζοντας σωστά την εθνική περηφάνια και ανεξαρτησία με τις δημοκρατικές κατακτήσεις της Επανάστασης(δημοκρατικός πατριωτισμός). Αφετέρου, η «συγγραφέας» αγνοεί ηθελημένα ότι, ως άμεση συνέπεια του «λαϊκού πολέμου» και του δημοκρατικού πατριωτισμού, το Σύνταγμα του 1793 ήταν το μοναδικό επαναστατικό Σύνταγμα που καθιέρωνε την χωρίς περιουσιακούς περιορισμούς καθολική ψηφοφορία κι έθετε ρητά όρια στην ατομική ιδιοκτησία προς όφελος της ευημερίας του συνόλου. Αν και το Σύνταγμα αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη λόγω των πολεμικών συνθηκών έκτακτης ανάγκης και της ανατροπής των Ιακωβίνων την επόμενη χρονιά, εντούτοις υπήρξε η πιο προωθημένη δημοκρατική κατάκτηση παγκοσμίως μέχρι την εποχή των πρώτων συνταγμάτων των Ρώσων μπολσεβίκων. Εν ολίγοις, εδώ η κ. Τριανταφύλλου, με ιστορικά άλματα και σοφίσματα προσφιλή στην ίδια και τους ομοϊδεάτες της, ταυτίζει τον Ιακωβινισμό με την γκιλοτίνα, ώστε να απαξιώσει τα σημαντικότατα επιτεύγματα της περιόδου εκείνης, όπως ακριβώς η ταύτιση της ΕΣΣΔ με τα γκουλάγκ, χρησιμοποιείται για να πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων οι κεφαλαιώδεις πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις του σοβιετικού κομμουνισμού, με πρόσχημα τις αδυναμίες που τον οδήγησαν στην πτώση.
Το δεύτερο σημείο του λιβελογραφήματος της «διανοούμενης» κ. Τριανταφύλλου, που είναι πολιτικά σημαντικότερο κι αξίζει προσοχής, είναι η βαθύτατη εχθρότητά της προς τις επαναστάσεις, και γενικότερα προς τις ριζικές κοινωνικές αλλαγές με πρωταγωνιστή το λαϊκό παράγοντα. Γιατί, αν αντιπαρέλθει κανείς την πρωτοφανή παράνοια της σύγκρισης της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τους Ιακωβίνους, αυτό που απομένει, και το διατυπώνει κι η ίδια ξεκάθαρα, είναι ο θεμελιακός της ελιτισμός(«Για να προχωρήσουν οι κοινωνίες, οι ηγεσίες τους πρέπει να βρίσκονται σε κάποιου είδους πρωτοπορία: να έχουν, λόγου χάρη, οράματα και προγράμματα που δεν μπορούν, εκ των πραγμάτων, να έχουν οι μάζες. Στον πλανήτη του υπερπληθυσμού και των ΜΜΕ, ο πολίτης είναι το ανενημέρωτο μέλος μιας τεράστιας, δυσκίνητης, συχνά απαθούς μάζας: όταν αναδεικνύουμε στην ηγεσία ανθρώπους της μάζας –όχι πολιτικούς με προωθημένα οράματα και προγράμματ – οι κοινωνίες ακινητοποιούνται ή οπισθοχωρούν.», γράφει). Ο δε παραλληλισμός της σημερινής κυβέρνησης με τους Ιακωβίνους, είναι η αφορμή για να εκφράσει το μίσος και την περιφρόνησή της για τον ελληνικό λαό, κρίνοντας την δημοκρατικά εκπεφρασμένη βούλησή του. («Η σημερινή κυβέρνηση καθρεφτίζει τον ελληνικό λαό: την αμορφωσιά του, τον εθνικισμό του, την προσκόλληση στις ρίζες, τους στενούς ορίζοντες, τον αντι-ευρωπαϊσμό, τον αντι-δυτισμό, την ψευτο-σοφία, το γλεντζέδικο πνεύμα, την αλαζονεία, το σύμπλεγμα κατωτερότητας, τη μανία καταδιώξεως, την τάση για εύκολες (πλην όμως επιπόλαιες) λύσεις. Τα έχουμε ξαναπεί. Το ζήτημα μετά τη συγκρότηση της ακροαριστερής-ακροδεξιάς κυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα είναι ότι η τέλεια αντιπροσωπευτικότητά της θεωρείται αρετή: να, επιτέλους, μια κυβέρνηση που είναι απολύτως εξομοιωμένη με τις μάζες.»)
Η «σύγκλιση των άκρων», η απόρριψη της «αριστείας» των ελίτ και αντίληψη της παιδείας ως εργαλείου επιδίωξης της ισότητας και προαγωγής του γενικού συμφέροντος, είναι τα στοιχεία που η κ. Τριανταφύλλου θεωρεί ότι μοιράζεται η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τους Ιακωβίνους «προγόνους» της. Στοιχεία που η ίδια απεχθάνεται, όπως κάθε ελιτιστής αντιδημοκράτης. Υπερασπίζεται την «αριστεία» που έχει επιβάλλει ως πρότυπο η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, από την βαθμοθηρία και την μετατροπή των μαθητών σε μηχανές στείρας απομνημόνευσης, την κρατική εθνικιστική προπαγάνδα του «ανάδελφου έθνους», μέχρι και την κατασυκοφάντηση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου και την εργολαβική προβολή των ιδιωτικών πανεπιστημίων στις ΗΠΑ, όπου κάθε τόσο ψυχασθενείς εκτελούν αδιακρίτως αθώους πολίτες, μαθητές και φοιτητές.
Προς μεγάλη απογοήτευση της κ.Τριανταφύλλου, δε χρειάζεται να είναι κανείς ιστοριοδίφης για να καταλάβει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τόση σχέση με τους Ιακωβίνους όση κι ο Πλάτωνας με τον κομμουνισμό. Ωστόσο, τα ιστορικά άλματα που πραγματοποιεί με τόση ευκολία αυτό το κακέκτυπο διανοούμενου, είναι αποκαλυπτικά, καθώς φανερώνουν μια ταύτιση στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος. Την ταύτιση της ρητορικής της κ. Τριανταφύλλου με τη ρητορική και τα επιχειρήματα των αντιδραστικών βασιλοφρόνων και πλέον φανατικών έχθρων της Επανάστασης, αυτών που ονειρεύονταν την επιστροφή στο «παλαιό καθεστώς»(Ντε Μεστρ κτλ). Η ταύτιση αφορά κυρίως την ανθρωπολογική απαισιοδοξία, την περιφρόνηση των «μαζών» και την εξύμνηση των «πρωτοπόρων» ελίτ. Και η εξήγησή της είναι σχετικά απλή: Το καθεστώς που υπερασπίζεται η «συγγραφέας» και οι όμοιοί της, δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός, είναι μια μοντέρνα εκδοχή φεουδαρχίας, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών υφίσταται βίαιη φτωχοποίηση και περιορισμό των πολιτικών της δικαιωμάτων προς όφελος μιας ολιγαρχίας η οποία μονοπωλεί την πολιτική κι οικονομική εξουσία. Τα στοιχεία που διαφοροποιούν αυτή τη σύγχρονη από την παραδοσιακή φεουδαρχία του «παλαιού καθεστώτος», είναι ότι σήμερα η κυβερνώσα ολιγαρχία δεν είναι γαιοκτητική αλλά χρηματοπιστωτική(τραπεζίτες, καναλάρχες), και η εξουσία της δε νομιμοποιείται μέσω της θρησκείας, αλλά μέσω τυπικά δημοκρατικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών(εκλογές κτλ), εξ’ ου και ο όρος «φιλελεύθερη ολιγαρχία». Σε κάθε περίπτωση, η κυριαρχία και η ευημερία αυτής της νέας ολιγαρχίας εις βάρος των πολλών, προϋποθέτει την αμφισβήτηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που καθιέρωσε η Γαλλική Επανάσταση, και ιδιαίτερα το εξισωτικό δημοκρατικό πνεύμα του Ιακωβινισμού. Αυτή την αμφισβήτηση την έχουν αναλάβει οι «οργανικοί διανοούμενοι» του νεοφιλελευθερισμού, όπως η Σώτη Τριανταφύλλου.
Οι θιασώτες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης επιτίθενται λυσσαλέα στην ισότητα και τη λαϊκή κυριαρχία υιοθετώντας την επιχειρηματολογία των αντεπαναστατών του 18ου αιώνα, γιατί έχουν κατανοήσει πλήρως ότι τα ταξικά τους συμφέροντα έναντι της διαφαινόμενης αμφισβήτησης των «ιερών και οσίων» του νεοφιλελευθερισμού συμπίπτουν με αυτά των φιλομοναρχικών της εποχής εκείνης έναντι της Γαλλικής Επανάστασης. Είναι ώρα λοιπόν κι η Αριστερά, να ανατρέξει στις αρχές και τις μεθόδους της Επανάστασης, για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων. Απέναντι στον ολοκληρωτικό πόλεμο και την κοινοβουλευτική δικτατορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ο κόσμος της εργασίας οφείλει να αντιτάξει τον «λαϊκό πόλεμο» και τον δημοκρατικό πατριωτισμό των Ιακωβίνων, μια από τις πλέον αυθεντικές και ριζοσπαστικές εκφράσεις του Διαφωτισμού και του διαχρονικού αγώνα για πολιτική και κοινωνική ισότητα.