Όλοι οι μνημονιακοί και αντεργατικοί νόμοι, που ψήφισαν ΝΔ-ΛΑΟΣ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και που καθυστέρησαν την εφαρμογή τους οι μεγάλοι αγώνες των εργαζομένων και του λαού, το προηγούμενο διάστημα βρήκαν το μεγαλύτερο υποστηρικτή τους στην κυβέρνηση Τσίπρα-Καμένου.

Η «αξιολόγηση» του φανατικού εχθρού του δημοσίου, Κυριάκου Μητσοτάκη, η κινητικότητα (θρυλούμενη ως εθελοντική), τα νέα οργανογράμματα κι η επαναξιολόγηση των δομών φορέων, υπουργείων και δημοσίων υπηρεσιών, επανέρχονται, από την κυβέρνηση που μαγάρισε το όνομα της αριστεράς και, αποδεχόμενη εξολοκλήρου την προηγούμενη μνημονιακή νομοθεσία, προχωρά σε ακόμα πιο νεοφιλελεύθερες θέσεις με στόχο το επιτελικό κράτος, υλοποιώντας τα πιο ακραία επιθετικά όνειρα των εργοδοτών του κεφαλαίου και της αγοράς των αρπακτικών.

Είναι χαρακτηριστικό συγκεκριμένο έγγραφο παραγωγικού υπουργείου, που ζητάει από τις Γενικές Διευθύνσεις του, αυτολεξεί, «να αποστείλουν λίστα με τους εξωτερικούς φορείς που συνεργάζονται ή/και που πιστεύουν ότι επηρεάζουν οι κανονιστικές πράξεις που εκδίδουν», ώστε «στα πλαίσια της ανοιχτής συζήτησης για την αναδιοργάνωση των δομών του υπουργείου, να διοργανωθούν σειρά συναντήσεων με εξωτερικούς φορείς (της αγοράς, επιστημονικούς, εκπαιδευτικούς συλλόγους κλπ)»…

Αγορά

Την αγορά δεν την είχε καλέσει τόσο ανοιχτά και ξεδιάντροπα ούτε ο Μητσοτάκης, που κάθε μέρα, ο Τσίπρας κι η κυβέρνηση του, τον «εμφανίζουν» ως επιχείρημα απέναντι στη βάρβαρη κι αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζουν κι  όταν έρθουν οι εκλογές θα τον βάλουν για τα καλά στο κάδρο προκειμένου να φοβηθεί ο λαός και να τους ψηφίσει, ως το λιγότερο κακό. Τη δεξιά τη νεκρανάστησε ο Τσίπρας και τους νόμους της, αυτή η κυβέρνηση είναι που τους σέβεται και…τιμά την υπογραφή των μνημονίων που μαζί ψήφισαν. Το κίνημα και η αριστερά, για άλλα πάλεψαν και για άλλα παλεύουν. Για τον τερματισμό των μνημονίων και της βάρβαρης λιτότητας, απέναντι στις νεοφιλελευθερες πολιτικές και στις λογικές της υποτέλειας και της διαχείρισης.

Όλοι οι πρόσφατα ψηφισμένοι νόμοι, για το δημόσιο, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, λειτουργούν συνδυαστικά με στόχο να εκχωρηθούν οι κερδοφόρες δραστηριότητες του δημοσίου στους ιδιώτες επιχειρηματίες, κρατώντας για το δημόσιο έναν λεγόμενο «επιτελικό» ρόλο, που στην ουσία θα κάνει όλη τη «λάντζα» που δεν συμφέρει τους ιδιώτες.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι θα «χρησιμοποιηθούν» αλά παλαιά, ως πελατειακό κοινό της κυβέρνησης, για να διατηρήσουν έστω μια «θεσούλα» στο δημόσιο, για να μην μετακινηθούν στου «διαόλου τη μάνα» ή και για να ανέλθουν σε κάποια θέση ευθύνης, αφού αυτές προικοδοτούνται με σχεδόν μισό μισθό επιπλέον!

Η αντίσταση στην προηγούμενη «αξιολόγηση» ήταν απολύτως επιτυχημένη, οργανώθηκε συλλογικά από σωματεία, ομοσπονδίες και την ΑΔΕΔΥ, με πρόταση για απεργία-ανυπακοή που με κόπο και έμπνευση είχε καταθέσει το ΜΕΤΑ, την περίοδο εκείνη και τελικά την αποδέχτηκαν όλες οι παρατάξεις, χωρίς οι περισσότερες να την πιστεύουν ειλικρινά, τότε. Εξάλλου και τώρα, η ΠΑΣΚΕ δηλώνει υπέρ της αξιολόγησης, η ΔΑΚΕ δεν μας κάνει την…τιμή να δηλώσει τίποτα και το ΠΑΜΕ δεν οργανώνει κάτι έγκαιρα και αποτελεσματικά, απλά διατυπώνει τις θέσεις του με έμπρακτη ηττοπάθεια, αφήνοντας όλο τον χρόνο να τον διαχειρίζεται η κυβέρνηση υπέρ της.

Για εμάς, το ΜΕΤΑ Δημοσίου, η ανυπακοή που εκφράστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Δ.Υ. τότε, αποτελεί πυξίδα και για τους αγώνες του σήμερα.

Τα νέα οργανογράμματα του δημοσίου στην υπηρεσία της αγοράς, η «νέα», διαρκής και δήθεν εθελοντική κινητικότητα, που θα επιχειρεί να καλύψει τις μνημονιακές τρύπες των δημοσίων υπηρεσιών με τα «ρετάλια» των εργαζομένων να πηγαίνουν όπου και όπως να ΄ναι και η αποκαλούμενη «αξιολόγηση» είναι αυτά που έχουμε μπροστά μας να μπλοκάρουμε και να μην επιτρέψουμε να χρησιμοποιηθούν για να αποτελειώσουν το όποιο δημοσίου απέμεινε χρήσιμο για την κοινωνία.

Σε ένα πλήρως διαλυμένο δημόσιο, υποστελεχωμένο και υποχρηματοδοτημένο, θεωρώντας δεδομένη την περικοπή σχεδόν όλων των κενών οργανικών θέσεων από τον αντίστοιχο νόμο του 2012, όπως και τον κανόνα 1:5 για τις προσλήψεις κι αποχωρήσεις, χωρίς δυνατότητα καμιάς πρόσληψης μόνιμου προσωπικού, με «τοποθετημένους» πολιτικά προϊσταμένους και διευθυντές – αφού κρίσεις έχουν να γίνουν στην πλειοψηφία των περιπτώσεων εδώ και 8 χρόνια, η κυβέρνηση εφαρμόζοντας τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές και την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, ετοιμάζεται να εφαρμόσει μια διαδικασία στοχοθεσίας και αξιολόγησης που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα και τις ανάγκες τόσο του δημοσίου, όσο και της κοινωνίας και του λαού. Ήδη από τον Μάιο έχει εκδώσει εγκύκλιο για την διαδικασία της στοχοθεσίας, με βάση την οποία από 10 Οκτώβρη κάθε έτους και για ένα 4μηνο σχεδόν, το σύνολο του δημοσίου θα βρίσκεται σε «οργασμό» στοχοθετώντας. Η στοχοθεσία βέβαια θα γίνεται από πάνω προς τα κάτω (με πρώτο «στοχοθέτη» τον υπουργό και την πολιτική ηγεσία) και με μια επίφαση δημοκρατίας θα εγκρίνεται από τις συνελεύσεις των τμημάτων. Η στοχοθεσία είναι και ατομική, θέτοντας τον κάθε υπάλληλο μόνο του, υπόλογο για την επίτευξη των ατομικών στόχων που φορτώνεται να φέρει σε πέρας. Στη συνέχεια και με την ίδια διαδρομή, θα εξετάζεται και το κατά πόσο επετεύχθησαν οι στόχοι με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων στο δημόσιο. Αυτό θα είναι και το βασικό κριτήριο της αξιολόγησης: ο βαθμός επίτευξης των στόχων! Επιπλέον, δημιουργούνται κάστες υπαλλήλων και διαχωριστικές γραμμές στο σώμα των συναδέλφων.  Είναι χαρακτηριστικό αυτό που ισχύει και σήμερα: εισαγωγικός βαθμός ΥΕ υπαλλήλου στο δημόσιο με 780€ μικτά, επίδομα διευθυντή: 450€ μικτά, δηλ. το 60% του βασικού μισθού. Τεράστιες ανισότητες.

Σε αυτήν τη διαδικασία της στοχοθεσίας, οφείλουμε να  παρέμβουμε δραστικά και να καλέσουμε σε απεργία αποχή διαρκείας όλους τους συναδέλφους, ανεξάρτητα από τη βαθμίδα ιεραρχίας στην οποία υπηρετούν, καθώς και σε απεργία-αποχή από τις αντίστοιχες διαδικασίες συνελεύσεων τμημάτων και διευθύνσεων και σε κάθε άλλο  στάδιο  που επικυρώνει και «δίνει» το δημοκρατικό άλλοθι της αποδοχής από τους εργαζόμενους αυτών των νεοφιλελευθέρων τερατουργημάτων.

Να υπενθυμίσουμε ότι ο νόμος για την αξιολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμένου δεν αναφέρει την απόλυση του 15% των εργαζομένων που θα πάρουν «κακό βαθμό», όπως ίσχυε στο νόμο του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά δεν συγκεκριμενοποιεί κιόλας τι θα γίνει με τους «κακούς μαθητές» του νέου νόμου.

Παράλληλα, η κινητικότητα συνδέεται και με την αξιολόγηση και με τη στοχοθεσία και κινείται πάνω στην ίδια φιλοσοφία. Το δίλημμα για τους εργαζόμενους δεν είναι μια απλή σύγκριση του ισχύοντος συστήματος μετατάξεων-μεταθέσεων και του προτεινόμενου, για το ποιο είναι καλύτερο ή όχι, αλλά στο αν αυτό απαντάει στα πραγματικά προβλήματα και τις ανάγκες της δημόσιας διοίκησης.

Να υπενθυμίσουμε ότι το 2011 η τότε κυβέρνηση κατάργησε σχεδόν όλες τις κενές οργανικές θέσεις και δρομολόγησε την αξιολόγηση των δομών, των υπηρεσιών και του προσωπικού του δημοσίου με στόχο τη συγχώνευσή τους και την απόλυση εργαζομένων, στόχος που δεν ολοκληρώθηκε λόγω της αντίστασης των εργαζομένων και παρέμεινε ως μνημονιακή υποχρέωση  που ανέλαβε να ολοκληρώσει με το 3ο μνημόνιο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με την καθιέρωση ενός «μόνιμου μηχανισμού κινητικότητας», εθελοντικού για αρχή, αλλά έπεται συνέχεια.

Πιο συγκεκριμένα, δημιουργείται το Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας (ΕΣΚ) που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο από εδώ και στο εξής θα διενεργούνται οι μετατάξεις και οι αποσπάσεις των υπαλλήλων του δημόσιου κι ευρύτερου δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο πάντα της εφαρμογής των ισχυουσών μνημονιακών διατάξεων.

Έτσι, οι φορείς του Δημοσίου είναι υποχρεωμένοι να προχωρήσουν στην αξιολόγηση των δομών και στη συνένωση – συγχώνευση και κατάργηση υπηρεσιών, κινούμενοι στο πλαίσιο τους αναγκαστικού «κουρέματος» των οργανικών τους θέσεων που έγινε το 2011, σεβόμενοι τη ρήτρα της αυτοδίκαιης κατάργησης, όσων θέσεων με οποιονδήποτε τρόπο κενώνονται και την πρόσληψη 1 εργαζομένου ανά 5 που αποχωρούν από την εργασία.

Προσήλωση

Χαρακτηριστικό της ευλαβικής προσήλωσης της κυβέρνησης στην υλοποίηση των μνημονιακών δεσμεύσεων είναι και η εγκύκλιος του υφυπουργού Εσωτερικών Γιάννη Μπαλάφα, με την οποία στέλνει πίσω τον προγραμματισμό προσλήψεων των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού για το έτος 2016 σε όσους ΟΤΑ και ΝΠΔΔ «…δεν έχουν προβεί ως όφειλαν στην κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ.1α του άρθρου 33 του ν.4024/2011, όπως ισχύει, διαδικασία κατάργησης/διατήρησης των κενών οργανικών θέσεών τους».

Είναι προφανές ότι όλη αυτή η νομοθεσία δεν απαντάει στα προβλήματα της Δημόσιας Διοίκησης που εστιάζονται στη γραφειοκρατική της λειτουργία και την αδιαφάνεια, στον κομματισμό και την κάθε φορά κυβερνητική – πελατειακή της σχέση και παρέμβαση, στα οποία προστέθηκαν με έντονο τρόπο στην μνημονιακή περίοδο η υποστελέχωση και υποχρηματοδότησή της.

Αντιθέτως, συνεχίζεται και από τη σημερινή κυβέρνηση η πολιτική της σταδιακής απαξίωσης των δομών και των υπηρεσιών της, το πέρασμά τους σε ιδιώτες και η διεύρυνση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, ενώ ο παραγόμενος πλούτος και η σκληρή υπερφορολόγηση των εργαζομένων θα καταλήγουν στα θησαυροφυλάκια των δανειστών. 

Ετικέτες