Η παγκόσμια επιδημία του κοροναϊού είναι μια σοβαρότατη υγειονομική κρίση. Η πιο σοβαρή στην ιστορία του καπιταλισμού μετά το 1918-19, όταν η επιδημία της λεγόμενης «ισπανικής» γρίπης θέρισε κυριολεκτικά τις εξασθενημένες από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο νεότερες ηλικίες, προκαλώντας πολλά εκατομμύρια νεκρούς.
Αυτή τη στιγμή στην Ιταλία –μια χώρα των G7, δηλαδή μέσα στην κορυφή του διεθνούς συστήματος- και με επίκεντρο τη Λομβαρδία (μια περιοχή πλούσια, με σύστημα υγείας από τα καλύτερα στην Ευρώπη) πεθαίνουν από τον Cov-19 περίπου 15 άνθρωποι ανά ώρα. Οι σοβαροί επιδημιολόγοι –και μεταξύ τους οι ριζοσπάστες αντισυστημικοί επιστήμονες- προειδοποιούν ότι σε αυτήν τη τραγική κατάσταση βαδίζει ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης, όπως και ότι η σημερινή κατάσταση στην Ιταλία δεν αποτελεί την κορύφωση του δράματος αλλά ένα μεταβατικό «σκαλί» προς μια ακόμα μεγαλύτερη υγειονομική και τελικά κοινωνική κρίση.
Οι ευθύνες των αστικών ηγεσιών –εθνικών και διεθνικών- σε αυτήν την τραγική κλιμάκωση είναι ιστορικές.
Ο κοροναϊός δεν ήταν ένας «αιφνιδιασμός» της φύσης. Η προειδοποίηση υπήρξε πριν από χρόνια με τις επιδημίες SARS και MERS που σκότωσαν χιλιάδες ανθρώπους τη νοτιοανατολική Ασία και στη Μέση Ανατολή. Ο «αναπτυγμένος» κόσμος, η τάχα πολιτισμένη Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική, αντέδρασαν τότε «αναθέτοντας» στα αυταρχικά καθεστώτα εκείνων των περιοχών να αντιμετωπίσουν την απειλή κυρίως με μέτρα στρατιωτικοποιημένης καραντίνας, ενώ στο «κέντρο» συνεχίστηκε αμέριμνα η νεοφιλελεύθερη πορεία προς την τωρινή καταστροφή.
Σήμερα η Ευρώπη γίνεται μέρα με τη μέρα (μετά την Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Αυστρία, η Γερμανία και βέβαια η Ελλάδα…) το επίκεντρο της κρίσης του κοροναϊού. Είναι σαφές ότι ακολουθούν τρέχοντας οι ΗΠΑ του Τραμπ και η Βρετανία του Τζόνσον.
Ο εφησυχασμός στην έρευνα και στην πρόληψη –το γεγονός ότι ο SARS1 δεν λειτούργησε ως καμπάνα συναγερμού για την ιατρική του 21ου αιώνα- είναι μόνο μια πτυχή του προβλήματος. Είναι σαφές ότι νέες τεράστιας κλίμακας απειλές όπως ο Cov-19 συνδέονται με το γενικότερο μοντέλο «ανάπτυξης» που ονομάστηκε νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Τα σύνορα ανάμεσα στην «άγρια» φύση και το ανθρώπινο DNA δοκιμάζονται από την τρομακτική αποψίλωση των δασών, από την ανάπτυξη τεράστιων παραγκουπόλεων στις παρυφές των «μητροπόλεων» του παγκόσμιου Νότου, από τη μεγάλη βιομηχανοποιημένη γεωργία, κτηνοτροφία και πτηνοτροφία κ.ο.κ. Οι τεράστιες βιομηχανοποιημένες «φάρμες» -που λειτουργούν με απόλυτο κριτήριο το κέρδος- παράγουν νέους τεράστιους κινδύνους –μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν οι νέοι επικίνδυνοι ιοί- έγραψε πρόσφατα ένας μαρξιστής επιδημιολόγος. Αυτά τα επιχειρήματα είναι πολύ πιο κοντά στην αλήθεια για την αφετηρία της σημερινής συμφοράς, απότι οι κρυπτορατσιστικές ερμηνείες για τις κακές συνήθειες κάποιων ανθρώπων στις επαρχίες της Κίνας που κατανάλωσαν ως τροφή άγρια ζωά.
Όμως οι ευθύνες των ηγεσιών γίνονται ολοφάνερες μέσα από την εξέλιξη των δημόσιων συστημάτων υγείας και περίθαλψης στο «κέντρο» του καπιταλισμού. Στα 30 χρόνια της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης οι περικοπές στις δαπάνες και η συστηματική υποβάθμιση προς όφελος του ιδιωτικού τομέα, υπήρξαν μόνιμο και πάγιο χαρακτηριστικό της πολιτικής όλων των κυβερνήσεων απέναντι στα δημόσια νοσοκομεία.
Σήμερα ο Κόντι, ο Μακρόν και ο Μητσοτάκης έντρομοι στρέφονται προς τους «ήρωες και ηρωίδες» που εργάζονται στα δημόσια νοσοκομεία, καλώντας τους να υπερβούν τα όρια της ανθρώπινης αντοχής προκειμένου να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της κρίσης. Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία για τον ηρωισμό που θα επιδείξουν στη δουλειά οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες στα νοσοκομεία. Όμως αυτό σε τίποτα δεν απαλλάσσει όλους όσους κυβέρνησαν και κυβερνούν από τις εγκληματικές ευθύνες για τη μείωση του δυναμικού του δημόσιου συστήματος υγείας και περίθαλψης. Οι υποκρισίες της Μαρέβας Μητσοτάκη –για το ανέξοδο «χειροκρότημα» προς τους νοσηλευτικούς- δεν αρκούν για να κοροϊδέψουν κανένα. Στο μεταξύ, ο χιλιοτραγουδισμένος ιδιωτικός τομέας υγείας λουφάζει, χωνεύοντας τα κέρδη του, και περιμένει να περάσει η κρίση. Κανένα Ιατρικό και κανένα Metropolitan δεν βγήκε μπροστά για να ζητήσει να σηκώσει τμήμα του βάρους της κρίσης που πέφτει ολοκληρωτικά πάνω στα εξασθενημένα δημόσια νοσοκομεία.
Οι κυβερνήσεις με αυτές τις κοινωνικά εγκληματικές ευθύνες, αντέδρασαν στην κρίση του κοροναϊού με την κήρυξη γενικευμένης καραντίνας. Ο Τζόνσον και ο Τραμπ αποτελούν (για την ώρα…) εξαίρεση, υπολογίζοντας στο ότι μια ακραιφνής επιμονή στην πολιτική τους αξίζει παραπάνω από μερικές χιλιάδες θύματα, αλλά και έχοντας μια υπεροπτική εκτίμηση για την υπεροχή του δικού τους συστήματος υγείας.
Στην Ελλάδα ο Μητσοτάκης πήγε γρήγορα στη γενίκευση της καραντίνας, γνωρίζοντας το βαθμό διάβρωσης του δημόσιου συστήματος περίθαλψης κατά τη μνημονιακή δεκαετία. Οι προβλέψεις επιδημιολόγων ότι σε λίγες εβδομάδες είναι πιθανό να χρειαστούν πολλαπλάσιες κλίνες ΜΕΘ απ’ ότι μπορούμε να διαθέτουμε σήμερα, είναι μια «κομψή» περιγραφή του κινδύνου κατάρρευσης του δημόσιου συστήματος υγείας και μιας κρίσης που περιλαμβάνει μεγάλες αγριότητες.
Η κυβερνητική καμπάνια με το σύνθημα «μένουμε σπίτι» έχει δυό στόχους. Αφενός, να πέσει η κυβέρνηση στα κατά το δυνατόν πιο μαλακά, δηλαδή να περιορίσει τον αριθμό των θυμάτων, να καθυστερήσει τον κίνδυνο για το σύστημα υγείας, ελπίζοντας σε μια πιο ομαλή εξέλιξη της επιδημίας. Αφετέρου, να επιβάλλει την εξατομικοποίηση μέσα στην κρίση, να εμποδίσει τη διαμόρφωση συλλογικών αιτημάτων και διεκδικήσεων, να διευκολύνει την πολιτική διαχείριση της επερχόμενης κρίσης.
Ο κόσμος έχει επίγνωση του κινδύνου κατάρρευσης του δημόσιου συστήματος υγείας. Ο φόβος αυτός δίνει στην καραντίνα μια κατ’ αρχήν κοινωνική αποδοχή. Αυτό έχει μια αυθεντικότητα, είναι μια εκδήλωση κοινωνικότητας: παραβιάζοντας κανείς σήμερα τα μέσα προφύλαξης δεν θέτει σε κίνδυνο μόνο τον εαυτό του, αλλά και πολλούς άλλους. Μέσα στις υπάρχουσες σήμερα συνθήκες, η καθυστέρηση του «σημείου καμπής» έχει σημασία για το αντίτιμο που τελικά θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές τάξεις.
Όμως κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι η καραντίνα δεν είναι μακροχρόνια βιώσιμη, ότι είναι απολύτως ταξικά άνιση, ότι δημιουργεί μεγάλους κινδύνους για μια ακόμα μεγαλύτερη διάβρωση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η καραντίνα δεν πρέπει να επιτραπεί να λειτουργήσει ως άλλοθι για άλλες καθυστερήσεις στην επείγουσα ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αρχικά μίλησε για «ενίσχυση» ύψους… 15 εκατομμυρίων, τελικά αποφάσισε να διαθέσει 100 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για ασπιρίνες. Οι μαζικοί διορισμοί προσωπικού τώρα, η αποφασιστική αύξηση πόρων για προμήθεια υλικού, η επίταξη των ιδιωτικών κλινικών, τα μέτρα ανακούφισης και προστασίας του νοσηλευτικού προσωπικού κλπ είναι κυριολεκτικά μέτρα ζωής ή θανάτου για την κοινωνική πλειοψηφία.
Η καραντίνα δεν είναι βιώσιμη για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Οι συνταξιούχοι –έχοντας χάσει το 40% του εισοδήματός τους στη μνημονιακή περίοδο- δεν μπορούν να επιβιώσουν κλεισμένοι στο σπίτι για μακρό διάστημα. Οι εργατικές οικογένειες δεν μπορούν να συντηρηθούν χωρίς το μεροκάματο. Νέα προβλήματα γίνονται απίστευτα πιεστικά: αλήθεια ποιος θα «κρατήσει» τα παιδιά, έξω από το σχολείο; Η άμεση ενίσχυση του εισοδήματος των εργατικών και λαϊκών νοικοκυριών –η αύξηση σε μισθούς και συντάξεις, τα επιδόματα ενίσχυσης όσο κρατά η κρίση κλπ είναι απολύτως επείγουσες ανάγκες.
Η καραντίνα δεν πρέπει να αφεθεί να λειτουργήσει ως βάση για επέλαση της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Όλα τα μέτρα του Σταϊκούρα (αύξηση τηλεεργασίας, σχετικοποίηση ωραρίου, σχετικοποίησηπρουποθέσεων απόλυσης, σχετικοποίησητηςυποχρεωτικής ασφάλισηςκ.ο.κ.) κινούνται σε αυτήν την κατεύθυνση.
Η καραντίνα δεν πρέπει να αφεθεί να διαβρώσει τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες. Είναι κυριολεκτικά εξοργιστικό ότι κανείς δεν μιλά για μέτρα προστασίας των προσφύγων μέσα στα άθλια στρατόπεδα, ότι κανείς δεν τολμά να βάλει χέρι στην ελληνορθόδοξη εκκλησία που παίζει ζάρια με τη δημόσια υγεία, ενώ ο Χρυσοχοΐδης και άλλοι κυβερνητικοί προειδοποιούν για έκτακτα μέτρα κατά των διαδηλώσεων με πρόσχημα τη δημόσια υγεία. Το πάγιο ερώτημα και «που θα βρεθούν τα λεφτά;», μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες ειίναι προκλητικό, πολύ περισσότερο όταν το κράτος έχει μόλις παραγγείλει μια σειρά πανάκριβα όπλα και τις μαζικές προσλήψεις συνοριοφυλάκων και αστυνομικών ΔΙΑΣ.
Μέσα σε νέες και δύσκολες συνθήκες έχουμε να διαμορφώσουμε νέα και επείγοντα αιτήματα, να βρούμε τους τρόπους διεκδίκησης κι επιβολής τους. Όπως σε πολλές άλλες μεγάλες κρίσεις, αυτό αρχικά μοιάζει δύσκολο. Όμως, όπως πάντα, το αρχικό μούδιασμα δεν θα είναι διαρκείας. Η πίεση μεγάλων προβλημάτων πάνω στους ανθρώπους εγκυμονεί αλλαγές στις συνειδήσεις, μετατοπίσεις, πανίσχυρα αιτήματα για αλλαγές, αιφνίδιες μετατροπές στους πολιτικούς συσχετισμούς.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο η επιδημία του κοροναϊού καταγράφει μια τεράστια κρίση πολιτικής ηγεσίας και προσανατολισμού των κυρίαρχων τάξεων. Ο νεοφιλελευθερισμός, αυτή η επίμονη και διαρκής επιλογή του υπαρκτού καπιταλισμού στα τελευταία 30 χρόνια, βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη δοκιμασία. Πριν ακόμα το ξέσπασμα της επιδημίας, ήταν σαφές ότι η παγκόσμια οικονομία βάδιζε προς μια νέα βαθειά επιδείνωση. Στο πολιτικό πεδίο, αυτή η διαπίστωση οδηγούσε στην ενίσχυση του ρεύματος του «εθνο-φιλελευθερισμού» ή νεοφιλελευθερισμού «εθνικής προτεραιότητας». Οι συνέπειες της επιδημίας στην Κίνα και της παράλυσης της οικονομίας στην Ιταλία θα είναι καταλυτικές στην παγκόσμια «ανάπτυξη» και στο διεθνές εμπόριο. Η κρατική παρέμβαση μεγάλης κλίμακας θα αποδειχθεί ξανά βασικό αποκούμπι των καπιταλιστών. Αν και πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν μια στροφή στη συστηματοποίηση και μονιμοποίηση του κρατικού παρεμβατισμού όσον αφορά τα συμφέροντα των «από πάνω», παραμένει ισχυρή η ομοφωνία για τη διατήρηση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων και της διαρκούς απορρύθμισης, όσον αφορά τα συμφέροντα των εργαζομένων και των φτωχών μαζών. Το σταμάτημα αυτού του κατήφορου θα είναι αντικείμενο σκληρής πάλης διεθνώς.
Η αντίθεση στο νεοφιλελευθερισμό, η ειλικρινής απαίτηση για την ανατροπή του, είναι στην πράξη αντικαπιταλιστική πολιτική. Είναι κακόγουστο ανέκδοτο η εμφάνιση του ΣΥΡΙΖΑ με «απαίτηση» για μια αντινεοφιλελεύθερη στροφή σε εθνικό και πανευρωπαϊκό επίπεδο. Αλήθεια, πότε ανακάλυψε ο Αλ. Τσίπρας τη δυνατότητα μιας «συναινετικής» λύσης σε πανευρωπαικό επίπεδο για τη διάθεση σημαντικών πόρων για την ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων; Γιατί δεν την επιδίωξε ο ίδιος μεταξύ 2015-2019; Γιατί συνέχισε «ομαλά» τη μνημονιακή-νεοφιλελεύθερη πολιτική των αντιμεταρρυθμίσεων;
Η υπεράσπιση των απλών ανθρώπων από τις συνέπειες της καπιταλιστικής απληστίας, είναι υπόθεση βαθιών πολιτικών και κοινωνικών ανατροπών. Αυτό το νήμα οφείλουμε να ξεδιπλώσουμε μέσα στις δύσκολες, αλλά και εκρηκτικές συνθήκες, που έχει δημιουργήσει η μεγάλη κρίση της πανδημίας.
Η υπαρκτή οργανωμένη πολιτική Αριστερά έχει να παίξει κρίσιμο ρόλο. Χωρίς να παραβιάζει τα όρια των συγκεκριμένων συνθηκών, συνυπολογίζοντας την τάση των ανθρώπων για αυτοπροστασία, οφείλει να πρωτοστατήσει στο πέρασμα από το «μούδιασμα» και το φόβο στην οργανωμένη πολιτική έκφραση της οργής, στην απαίτηση για βαθιές και ουσιαστικές κατακτήσεις. Με άμεση αιχμή το αίτημα για ενίσχυση στο μαχόμενο δημόσιο νοσοκομείο, αλλά και ξεδιπλώνοντας στη συνέχεια το σύνολο των αιτημάτων που προκύπτουν από τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες μέσα στις συνθήκες ρευστότητας που πάντα δημιουργεί μια σοβαρή κρίση.