Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποδεικνύεται σαν μια ιδιαίτερα επικίνδυνη κυβέρνηση.
Με τη συνενοχή του πρώην ΠΑΣΟΚ της Φ. Γεννηματά ψήφισε το νόμο που πετσοκόβει το δικαίωμα στη διαδήλωση.
Προκειμένου να αφήσει ανοιχτά τα περιθώρια κερδοφορίας στο μαζικό τουρισμό αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα για το δεύτερο κύμα του κοροναϊού. Ενώ την ίδια στιγμή αποδεικνύεται ότι ο χρόνος που κερδήθηκε κατά τη σκληρή καραντίνα πήγε κυριολεκτικά χαμένος, αφού στο ΕΣΥ δεν έχει χρηματοδοτηθεί καμία ουσιαστική αναβάθμιση.
Τα στελέχη της Δεξιάς οργανώνονται στο πώς θα «απορροφήσουν» τα 32 δισ. ευρώ των επιχορηγήσεων και δανείων της ΕΕ, στο όνομα της αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης. Οργανώνουν μια «κεϊνσιανή» στροφή για το κεφάλαιο (με επιχορηγήσεις και θαλασσοδάνεια προς τους αναξιοπαθούντες βιομηχάνους) και, ταυτόχρονα, μια άκαμπτη επιμονή στις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους. Η στρατηγική τους είναι σαφής: οι πλούσιοι να γίνουν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
Σε αυτό το αντιδραστικό πρόγραμμα λογοδοτεί η αντιδημοκρατική κατρακύλα που παρουσιάζεται με το νόμο για τις διαδηλώσεις και την «υπερθέρμανση» των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους.
Απέναντι σε αυτή την πολιτική, ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να παραπαίει, αναζητώντας προοπτικές με όλο και μεγαλύτερη μετατόπιση προς συντηρητικές κατευθύνσεις. Το σοκ του 2015, η βύθιση ενός κόμματος που αποκαλούσε τον εαυτό του ριζοσπαστική Αριστερά στις μνημονιακές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ούτε είναι εύκολο, ούτε πρόκειται να ξεπεραστεί.
Τα καλά είναι στην πύκνωση των κινητοποιήσεων αντίστασης και στην αυξητική τάση της συμμετοχής σε αυτές. Ο κόσμος της εργασίας –παρά τις προφανείς δυσκολίες της απειλής του κορονοϊού– σταδιακά «ξεπαγώνει», προετοιμάζει τις δυνάμεις του για τις αποφασιστικές αναμετρήσεις που όλοι γνωρίζουν ότι θα έρθουν από το φθινόπωρο.
Οι νοσηλευτικοί, οι εκπαιδευτικοί, οι εργαζόμενοι στους Δήμους, οι φοιτητές και οι μαθητές, οι περιβαλλοντικές κινητοποιήσεις, οι τοπικές πρωτοβουλίες, τα αντιρατσιστικά και αντισεξιστικά μέτωπα, οι διαδηλωτές για τα πολιτικά δικαιώματα κ.ο.κ., είναι μόνο τα προκεχωρημένα «αποσπάσματα» μιας δραστηριότητας που πρέπει να αγκαλιάσει το σύνολο της τάξης μας.
Οι αγώνες από τα κάτω θα είναι η αντιπολίτευση στο Μητσοτάκη. Για την καλύτερη και ταχύτερη ανάπτυξή τους, είναι αναγκαία η ενότητα στη δράση της πραγματικά ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Οι δυσκολίες είναι υπαρκτές και –εν πολλοίς– φυσιολογικές. Όμως θα πρέπει να αντιμετωπιστούν συστηματικά με στόχο να ξεπεραστούν. Η αναβίωση ενός διεθνούς κλίματος ανάκαμψης των κινητοποιήσεων –με κορυφαίο «σημείο» σήμερα το μεγάλο αντιρατσιστικό ξεσηκωμό στις ΗΠΑ– θα είναι μια σημαντική βοήθεια.
Ομως η πολιτική ενότητας στη δράση της μαχόμενης ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν αφορά μόνο τα «κινηματικά» καθήκοντα. Αφορά και τις πολιτικές εναλλακτικές. Η ταχύτατη σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ δεν πρέπει να αφεθεί να μοιάζει ως η κυρίαρχη διαθέσιμη απάντηση στον κανιβαλισμό του Μητσοτάκη.
Η διαμόρφωση κοινών πολιτικών και προγραμματικών στόχων, η ενοποίηση εργατικών και νεολαιίστικων σχημάτων δράσης, η διαμόρφωση κοινών τακτικών στο δρόμο, η συνδιοργάνωση της αναγκαίας πολιτικής συζήτησης, είναι βήματα που βάζουν θεμέλια για ένα νέο μετωπικό πολιτικό ρεύμα που, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί από τη συγκυρία να στηρίξει πολιτικές απαντήσεις.
Σε αυτά τα καθήκοντα πρέπει να συγκεντρωθεί η προσοχή.