Το 2020 δεν είναι μία «κανονική» χρονιά: είναι η χρονιά της παγκόσμιας πανδημίας και ταυτόχρονα η χρονιά της μεγάλης οικονομικής κρίσης, για την εμφάνιση της οποίας η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης.
Η αστάθεια και η αβεβαιότητα που καθορίζει την περίοδο που ζούμε δε θα είναι βραχύβιες. Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός στην κούρσα για την εύρεση αποτελεσματικού εμβολίου είναι ενδεικτικός για τις νέες σχέσεις διεθνώς μεταξύ των ισχυρότερων οικονομιών και όχι μόνο.
Λίγους μήνες μετά το αρχικό ξέσπασμα, το προφίλ μιας δήθεν επιτυχημένης κυβέρνησης που κατάφερε να αντιμετωπίσει την πανδημία του κορονοϊού έχει δεχθεί σοβαρά πλήγματα. Περισσότερα κρούσματα κάθε μέρα (με νέα ρεκόρ μετά την περίοδο καραντίνας), καμία ενίσχυση του ΕΣΥ, κυβερνητικά σόου με μάσκες, συστηματική άρνηση για μαζικά και δωρεάν προληπτικά τεστ και πάνω από όλα (για άλλη μια φορά) το ζήτημα της ατομικής ευθύνης, με στόχο αυτή τη φορά τη νεολαία.
Η προσπάθεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη να παρουσιάσει το αφήγημα μίας νέας επιστροφής σε κάποια κανονικότητα είχε ως στόχο να προετοιμάσει το έδαφος για το άτακτο άνοιγμα του τουρισμού, «της βαριάς βιομηχανίας» της Ελλάδας. Φυσικά, αυτό το άνοιγμα επιχείρησε να διασφαλίσει ένα τμήμα των κερδών των ακτοπλοϊκών και αεροπορικών εταιρειών αλλά και μεγάλων τουριστικών-ταξιδιωτικών επιχειρήσεων και όχι να δώσει τη δυνατότητα σε εργαζόμενους/ες να πάνε τις απαραίτητες διακοπές για να ξεκουραστούν. Οι περισσότεροι/ες άλλωστε δεν είχαν αυτή την οικονομική δυνατότητα. Ο φόβος τόσο για την υγεία όσο και η οικονομική αβεβαιότητα καθήλωσε μεγάλο τμήμα εργαζομένων στα σπίτια ή και στις δουλειές. Αναγκαζόμενοι/ες να στιβάζονται στα ελάχιστα δρομολόγια των αστικών συγκοινωνιών, να παίζουν καθημερινά κορώνα-γράμματα την υγεία τους, όσο η κυβέρνηση διαφήμιζε την Ελλάδα ως covid-free τουριστικό προορισμό.
Η κυβέρνηση ακολουθεί μία εγκληματική πολιτική απέναντι στη δημόσια υγεία. Δεν υπάρχει καμία μέριμνα για το υγειονομικό προσωπικό. Το άνοιγμα των σχολείων χωρίς μέτρα προστασίας σε κάθε τάξη, μέσα σε αυτή την συγκυρία είναι σκέτος παραλογισμός και μία προδιαγεγραμμένη αποτυχία.
Στο βωμό του κέρδους, οι ανθρώπινες ζωές δε μετράνε. Οι άνθρωποι που χάνουν τη ζωή τους από τον κορονοϊό είναι παράπλευρες απώλειες. Όσο τα κέρδη είναι πάνω από την ανθρώπινη ζωή και τις κοινωνικές ανάγκες, κάθε συζήτηση είναι δευτερεύουσας σημασίας. Χρειάζεται εδώ και τώρα αποφασιστική ενίσχυση της δημόσιας υγείας με μαζικές προσλήψεις, άνοιγμα κλινών ΜΕΘ, μαζικά και δωρεάν τεστ για τον πληθυσμό, μέτρα προστασίας στους χώρους δουλειάς με ευθύνη της εργοδοσίας και όχι του κάθε εργαζόμενου ατομικά.
Είναι εξοργιστικό και επικίνδυνο το πόσο έχει «ανέβει» μέσα στη συγκυρία ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός, ο οποίος οξύνεται διαρκώς. Οι κινήσεις του τουρκικού κράτους στη Μεσόγειο (σε διεθνή ύδατα) και τα αντίστοιχα τελεσίγραφα και οι αναβαθμισμένες απειλές της ελληνικής κυβέρνησης δημιουργούν ένα πολύ επικίνδυνο κλίμα, μέσα στο οποίο ένα θερμό επεισόδιο, όσο κι αν δεν φαίνεται συνειδητή επιλογή από καμία πλευρά προς το παρόν, έχει μπει δυστυχώς στην ημερήσια διάταξη.
Αυτή η αναβαθμισμένη αντιπαράθεση δεν αφορά ούτε σύνορα, ούτε εθνικά χωρικά ύδατα. Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση αφορά τα πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, χωρίς να ξέρει κανείς προς το παρόν τόσο εάν υπάρχουν όσο και εάν αυτά είναι αξιοποιήσιμα. Εάν υπάρχουν και είναι αξιοποιήσιμα, οι γαλλικές και αμερικάνικες πετρελαϊκές (Total και Exon Mobil) θα τρίβουν τα χέρια τους.
Η διαμάχη για τις ΑΟΖ είναι επί της ουσίας μία διαμάχη για το ποιος θα διασφαλίσει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των εταιρειών. Σε αυτό το παιχνίδι δεν παίζουν μόνο η Ελλάδα και η Τουρκία αλλά και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοι του καθενός. Αυτή τη στιγμή το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος έχει γεμίσει με πολεμικά πλοία, περισσότερα από κάθε άλλη φορά. Κάτι τέτοιο μόνο καλός οιωνός δεν είναι.
Το σύνολο σχεδόν των κομμάτων του κοινοβουλίου προσπαθούν περίπου να μας πείσουν ότι η ελληνική πλευρά έχει γενικά δίκιο, σε οποιοδήποτε ζήτημα. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ διαγκωνίζονται στο ποιος είναι πιο πατριώτης, αδιαφορώντας για τα πραγματικά προβλήματα των εργαζομένων και των φτωχών. Για όποιον/α μπορεί να διατηρούσε την παραμικρή αμφιβολία για τον Τσίπρα και το κόμμα του, τα πεπραγμένα του τελευταίου διαστήματος «ξεκαθαρίζουν» το τοπίο.
«Ειδικοί» παρελαύνουν στα τηλεοπτικά πάνελ επιχειρηματολογώντας για το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού για να δικαιολογήσουν τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες από τη μία αλλά και τις συμμαχίες με τους φονιάδες ιμπεριαλιστές από την άλλη. Οι πιο ακραίες φωνές απαιτούν πιο «αποφασιστικές» απαντήσεις απέναντι στην Τουρκία, (απαιτούν δηλαδή πολεμική ενέργεια) η οποία μπορεί να μην είναι μεν στην ημερήσια διάταξη, προετοιμάζουν όμως το έδαφος για την αποδοχή μιας τέτοιας προοπτικής εάν αυτή κριθεί αναγκαία.
Οι εργαζόμενοι/ες σε Ελλάδα και Τουρκία δεν έχουν τίποτα θετικό να περιμένουν από μία τέτοια προοπτική, η οποία ξεζουμίζει τους κρατικούς προϋπολογισμούς σε μία κούρσα εξοπλισμών κι πολεμικών δαπανών για χάρη των πετρελαϊκών. Δεν υπάρχει κάτι «δικό μας» να υπερασπιστούμε. Αντίθετα υπάρχει ένας «δικός μας» εχθρός εδώ που πρέπει να πολεμήσουμε: η κυρίαρχη τάξη και η φιλοπόλεμη πολιτική. Για αυτό χρειάζεται από τη μεριά της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, μία αποφασιστική στάση ενάντια στον πόλεμο και τον εθνικισμό, βάζοντας μπροστά τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες ενάντια στους εξοπλισμούς και τις στρατιωτικές δαπάνες. Χρειαζόμαστε δημόσια υγεία και παιδεία και όχι όπλα και φρεγάτες.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει μοιράσει απλόχερα λεφτά σε καναλάρχες και καπιταλιστές ενώ έχει δώσει ψίχουλα για επιδόματα, μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές ανάγκες. Ταυτόχρονα, η πανδημία αποτέλεσε ευκαιρία για την εργοδοσία (με τη βοήθεια βεβαίως της κυβέρνησης) για τη διεύρυνση και επέκταση ελαστικών σχέσεων εργασίαςγια πολύ μεγάλο μεγάλο τμήμα των εργαζομένων. Η επιτροπή Πισσαρίδη προτείνει τη διάλυση του ασφαλιστικού συτήματος. Και σα να μην ήταν αρκετά αυτά, ακούγονται ήδη φωνές ακόμα και τη διακοπή καταβολής συντάξεων για ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυση της εθνικής άμυνας, δηλαδή για ακόμα μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες.
Μπορεί αυτό το τοπίο να μοιάζει ασφυκτικό και οι δυνάμεις που αντιστέκονται ή θέλουν ν αντισταθούν να φαίνονται μειοψηφικές. Είναι όμως υπαρκτές. Πριν τη θερινή «ανακωχή» και αμέσως μετά το τέλος της καραντίνας, εμφανίστηκαν οι πρώτες αντιστάσεις από εκπαιδευτικούς και φοιτητές-μαθητές, καλλιτέχνες, εργαζόμενους σε πολλούς κλάδους. Επιπλέον οι κινητοποιήσεις ενάντια στο αντιδημοκρατικό νομοσχέδιο για τον περιορισμό του δικαιώματος στη διαδήλωση, έστειλαν σαφές μήνυμα ότι θα υπάρξει συνέχεια της αντιπαράθεσης. Ήδη, οι κινητοποιήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης ενάντια στην κυβερνητική πολιτική που δε θέλει να δώσει ούτε ένα ευρώ στην παιδεία, έχουν ξεκινήσει. Σε αυτές τις δυνάμεις βρίσκεται η δυνατότητα μιας ισχυρής κοινωνικής αντιπολίτευσης, που θα μπορέσει να έχει νικηφόρες διεκδικήσεις.
Πρώτος σταθμός θα είναι οι κινητοποιήσεις στη Θεσσαλονίκη, ενόψει του οικονομικού φόρουμ που θα γίνει στη θέση της ΔΕΘ. Η αγωνιστική ενωτική παρουσία του κινήματος και της Αριστεράς θα είναι ένα πρώτο «μέτρημα» και ένα πρώτο μήνυμα προς την κυβέρνηση.
Το πολιτικό κενό που υπάρχει στην Αριστερά είναι μεγάλο. Η αναγκαιότητα μίας ενωτικής μαζικής ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι πιεστική και είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να λυθεί με «μαγικές» λύσεις ούτε μπορεί να απαντηθεί με βάση την καθαρή άποψη της μίας ή της άλλης δύναμης. Αντίθετα, χρειάζονται ενωτικές πρωτοβουλίες γύρω από τα κεντρικά ζητήματα της περιόδου, για να μπορέσει να συγκεντρώσει δύναμη αλλά και να βοηθήσει στην ανάπτυξη των αγώνων. Από τη μεριά μας δεσμευόμαστε ότι θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε συστηματικά για αυτή την προοπτική.
(Το σκίτσο του πρωτοσέλιδου είναι του Βασίλη Παπαγεωργίου, από το ΠΡΙΝ)