Ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, οι άρχουσες τάξεις έχουν αποδειχτεί απρόθυμες ή ανίκανες να προστατεύσουν τους πληθυσμούς.
Χωρίς το ελαφρυντικό του «αιφνιδιασμού» που θα μπορούσε να ισχύει τον περασμένο Φλεβάρη-Μάρτη, μια σειρά κυβερνήσεις παραμένουν στο δρόμο της διαρκούς εναλλαγής μεταξύ lockdown και «ανοίγματος». Μια στρατηγική που δεν μπορεί να «τελειώσει» την πανδημία, πλήττει τις οικονομίες (και ιδιαίτερα τους «από κάτω»), περιορίζει τα δημοκρατικά δικαιώματα και προκαλεί πλέον αυξανόμενη «κόπωση» στους πληθυσμούς.
Αν και υπάρχουν διαφοροποιήσεις κι αποχρώσεις (στο ύψος της κρατικής παρέμβασης, στο «μερίδιο» των «από κάτω», σε κινήσεις στοιχειώδους στήριξης των συστημάτων υγείας, στη σκληρότητα ή την κατεύθυνση των περιοριστικών μέτρων κ.ο.κ.), η γενική εικόνα –ιδιαίτερα στην Ευρώπη και την Αμερική- είναι αυτή της αδιαφορίας για τις ανθρώπινες ζωές και μια στρατηγική μετατροπής της πανδημίας σε ευκαιρία.
Αυτή η αλήθεια υπογραμμίζεται σήμερα και από τη διαχείριση του ζητήματος του εμβολιασμού. Η έλευση των εμβολίων υπερπροβλήθηκε ως πανάκεια, αφενός απογειώνοντας τις προοπτικές των εταιρειών που ανέλαβαν την παραγωγή τους και αφετέρου δίνοντας άλλοθι στα κράτη να μην προχωρήσουν σε άλλα αναγκαία μέτρα στήριξης των κοινωνιών και των συστημάτων υγείας, απλά «κλωτσώντας το τενεκεδάκι» του χορού με την πανδημία και τα lockdown ως τη μέρα του μαζικού εμβολιασμού.
Η διαδικασία είχε προβλήματα εξαρχής, όπως η σπουδή των ισχυρότερων οικονομιών να εξασφαλίσουν προκαταβολικά μαζικές δόσεις, χωρίς καμία μέριμνα για τις φτωχότερες χώρες, αλλά και το γεγονός ότι ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρείες πήραν το ελεύθερο να παρασιτίσουν πάνω στην πρωτοπόρα έρευνα δημόσιων θεσμών και ιδρυμάτων (που έκανε εφικτή την γρήγορη ανακάλυψη του εμβολίου), αναλαμβάνοντας το κομμάτι της παραγωγής για το εμπόριο, πουλώντας στα κράτη εμβόλια τα οποία δημιουργήθηκαν από δικούς τους δημόσιους πόρους.
Σήμερα, αυτός ο συνδυασμός του «εθνικισμού των εμβολίων», της κυριαρχίας του κριτηρίου του κέρδους και της ασυδοσίας του ιδιωτικού τομέα, έχει «σκάσει στα μούτρα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης που καλείται να διαχειριστεί τις μεγάλες προσδοκίες που καλλιέργησε στα τέλη του 2020, με αποτέλεσμα το σημερινό γαϊτανάκι αντεγκλήσεων με εταιρίες κλπ. Πολιτικά στελέχη υπεράνω πάσης υποψίας για μαρξισμό ή έστω για σοσιαλδημοκρατική ευαισθησία, καταγγέλουν αγανακτισμένα τις κερδοσκοπικές πρακτικές των φαρμακευτικών, ενώ οι κυβερνήσεις παραμένουν στην ουσία στο έλεός τους.
Αυτή η κατάσταση ασφαλώς δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την Ελλάδα. Η διαχείριση της προετοιμασίας για εμβολιασμούς είναι τόσο τραγική που θα υπήρχαν σοβαρά προβλήματα ακόμα και σε ένα σχετικά ανέφελο τοπίο. Συνολικότερα, μέσα στο γενικότερο τοπίο που έχει διαμορφώσει η πανδημία και η διαχείρισή της, έχουμε και μια κυβέρνηση που στέκεται στο δεξί άκρο των «διαφοροποιήσεων κι αποχρώσεων» που γράψαμε παραπάνω.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όχι μόνο υστερεί όσον αφορά τη στήριξη των πληττόμενων από τα lockdown μαζών, αλλά δεν ακολουθεί και μια «ουδέτερη» γραμμή «εκεχειρίας» -αντίθετα στη διάρκεια της πανδημίας και του εγκλεισμού οργανώνει διαρκώς νέες επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα, στα δημόσια πανεπιστήμια, ακόμα και στα δημόσια νοσοκομεία! Για να εμπεδωθούν αυτές οι άγριες νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε ένα τοπίο σκληρής οικονομικής κρίσης, κλιμακώνει κατακόρυφα και τον κρατικό αυταρχισμό –με τα νέα αστυνομικά σώματα «δια πάσα νόσο», τις απαγορεύσεις διαδηλώσεων, την εμπέδωση μιας ασφυκτικής καθημερινότητας «δουλειά-σπίτι-ύπνος» υπό την εποπτεία της ΕΛΑΣ που κυνηγά «απείθαρχους» σε πλατείες και δημόσιους χώρους καθώς ο ιός αφήνεται να αλωνίζει στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και στους μεγάλους εργασιακούς χώρους.
Το μεγάλο μερίδιο της όποιας «κρατικής στήριξης» κατευθύνεται στη στήριξη των επιχειρήσεων, η κυβερνητική διαχείριση πριμοδοτεί ανοιχτά τους ιδιώτες της υγείας αλλά και την ιδιωτική πρωτοβουλία στην παιδεία, ενώ θηριώδεις πόροι κατευθύνονται στο εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ, την «άλλη όψη του νομίσματος» των ελληνοτουρκικών διερευνητικών επαφών, κάτι που λέει πολλά για τις «αγαθές προθέσεις» αυτής της διαπραγμάτευσης. Κάπως έτσι, την ώρα της στήριξης της κοινωνίας και του κοινωνικού κράτους, «δεν υπάρχουν λεφτά».
Απέναντι σε αυτή την πολιτική ξεδιπλώνονται σταδιακά αντιστάσεις. Η εκπαιδευτική κοινότητα βρίσκεται σε αναβρασμό απέναντι στη μετωπική επίθεση που οργανώνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι κινητοποιήσεις της υπήρξαν οι πρώτες τόσο μαζικές διαδηλώσεις σε αυτό το δεύτερο γύρο πανδημίας και περιοριστικών-κατασταλτικών μέτρων και η μάχη θα συνεχιστεί.
Οι υγειονομικοί παραμένουν στο δρόμο των κινητοποιήσεων. Οι παραστάσεις διαμαρτυρίας στις πύλες των νοσοκομείων, οι δράσεις έξω από τα Κέντρα Υγείας και η απεργία στις 16 Φλεβάρη επιχειρούν να υψώσουν «ασπίδα προστασίας» για τη δημόσια υγεία, απέναντι στην κοροϊδία ή και τις διώξεις που επιφυλάσσει η κυβέρνηση στους «ήρωες» της περασμένης άνοιξης…
Πρόκειται για αγώνες που αμφισβητούν έμπρακτα την προσπάθεια να επιβληθεί «σιωπητήριο» στην κοινωνία. Ταυτόχρονα, κινητοποιήσεις όπως αυτή της 6ης Φλεβάρη, «για το δικαίωμα στους αγώνες, ενάντια σε διώξεις και πρόστιμα» επιχειρούν να εκφράσουν την ανάγκη αλληλεγγύης σε όσους-ες κινητοποιούνται για μια σειρά κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα και αντιμετωπίζουν την κλιμάκωση της καταστολής.
Μαζί με τα θέματα της υγείας, της παιδείας, της αντικατασταλτικής πάλης, «ανεβαίνει» και η διάθεση για αγώνα ενάντια στο σεξισμό. Η φετινή 8 Μάρτη θα είναι ένα σημαντικό κινηματικό «ραντεβού», καθώς στα ζητήματα της πανδημίας και της κοινωνικής αναπαραγωγής και στις επιθέσεις στα γυναικεία δικαιώματα από την κυβέρνηση, προστίθεται το ελληνικό #MeToo που μπορεί να ρίξει φως στην «αθέατη» σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν καθημερινά χιλιάδες γυναίκες στους χώρους δουλειάς.
Για υγεία, παιδεία και δημοκρατικά δικαιώματα, ενάντια στην εγκληματική διαχείριση της πανδημίας, τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις, τη σεξιστική βία, μόνος δρόμος είναι οι συλλογικές κινητοποιήσεις.
Σε μια εποχή κλιμάκωσης του αυταρχισμού και κατάφωρης υποτίμησης των ζωών μας από το σύστημα του κέρδους, μόνο φάρμακο είναι οι αγώνες μας.