Αρκετές εβδομάδες μετά την εισβολή του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, η μαύρη σκιά του πολέμου κάνει τον κόσμο πιο σκοτεινό.

Ασφαλώς το μεγαλύτερο δράμα βιώνει ο ουκρανικός λαός. Εκατομμύρια εγκαταλείπουν τη χώρα ή τα σπίτια τους (εσωτερικά εκτοπισμένοι), ενώ οι κάτοικοι των πολιορκημένων πόλεων βιώνουν συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης. Μαζί με την εισβολή, οι απλοί άνθρωποι στην Ουκρανία υποφέρουν πρώτοι και από όλα τα «παρελκόμενα» του πολέμου: Τις δυσκολίες καθημερινής επιβίωσης, που δεν αγγίζουν πχ τους ολιγάρχες, την περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων που φέρνει ο στρατιωτικός νόμος, την απειλή ενίσχυσης (ιδεολογικής και οργανωτικής) των πιο έξαλλων-ακροδεξιών εκδοχών του ουκρανικού εθνικισμού.    

Το άλλο θύμα του πολέμου που εξαπέλυσε ο Πούτιν είναι ο ρωσικός λαός. Αυτό δεν αφορά μόνο τους νέους που σκοτώνονται σε έναν κατακτητικό πόλεμο από τoν οποίο δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν, αλλά και τα «μετόπισθεν». Όπου η εργαζόμενη πλειοψηφία θα υπομείνει τις δυσκολίες που δημιουργούν οι οικονομικές κυρώσεις (ενώ οι αντίστοιχοι ολιγάρχες θα βρουν παρηγοριά στις αγκαλιές του Ισραήλ και του  Ντουμπάι για τις δυσκολίες που δημιουργούνται στην επιχειρηματική τους δράση), αντιμετωπίζει μια σαρωτική επίθεση στις δημοκρατικές ελευθερίες, στο όνομα της μη-υπονόμευσης της «πολεμικής προσπάθειας», και την απειλή ενίσχυσης του μεγαλορωσικού εθνικισμού. 

Ομως καθώς η πτυχή της ρωσικής ιμπεριαλιστικής επίθεσης στην Ουκρανία συνυπάρχει με τη δυναμική της ευρύτερης ενδοϊμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, οι συνέπειες αγγίζουν τους λαούς διεθνώς. Μπορεί να μη βιώνουμε τις φρικτές συνθήκες του άμεσου πολέμου, αλλά ήδη έχουμε μια ισχυρή «πρόγευση» των σκοτεινών συνθηκών που δημιουργεί η πολεμοκάπηλη ατμόσφαιρα. 

Η σαρωτική ομοφωνία στις δυτικές πρωτεύουσες υπέρ της ενίσχυσης του μιλιταρισμού και υλικά (με ό,τι σημαίνει αυτό για την σπατάλη πολύτιμων πόρων που θα μπορούσαν να καλύψουν πραγματικές κοινωνικές ανάγκες), αλλά και ιδεολογικά είναι μια μεγάλη πρόκληση. 

Η πίεση στα δημοκρατικά δικαιώματα -τάση που είχε ήδη ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη- επίσης αυξάνεται: Το κλείσιμο των ρωσικών ΜΜΕ και παραρτημάτων τους, αλλά και το γενικότερο κλίμα «μακαρθισμού» που βαφτίζει «πουτινόφιλους» (!) όσους κι όσες δεν υποκύπτουν στην επιχείρηση συλλογικής αμνησίας για τον χαρακτήρα και τα πεπραγμένα της «συλλογικής Δύσης» είναι μια ένδειξη. 

Η ίδια η ρωσική εισβολή, οι σαρωτικές δυτικές οικονομικές κυρώσεις και τα ρωσικά αντίμετρα, αφενός δημιουργούν πραγματικές οικονομικές πιέσεις, οι οποίες και πάλι πέφτουν στους ώμους της εργαζόμενης πλειοψηφίας, ενώ παράλληλα λειτουργούν ως πρόσχημα για να παρουσιαστούν ως ανεξέλεγκτο «φυσικό φαινόμενο» η ακρίβεια και η κερδοσκοπία που απειλούσε τα εργατικά εισοδήματα και πριν την ρωσική εισβολή. Ο πληθωρισμός -και ιδιαίτερα οι συνέπειες σε ενέργεια και τρόφιμα- απειλεί με δραματική υποβάθμιση των συνθηκών ζωής. 

Παράλληλα αντιμετωπίζουμε και εδώ την ενίσχυση του εθνικισμού -με την ευρύτερη έννοια της ιδεολογίας της «εθνικής ενότητας» και της πίεσης για συσπείρωση γύρω από τη «σημαία» («δυτική», «εθνική» ή και τα δύο ταυτόχρονα). Αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της ιδεολογικής-προπαγανδιστικής επιθετικότητας που ξεδιπλώνουν οι κυβερνήσεις του «δυτικού κόσμου» γύρω από τη ρωσική εισβολή. Οι κυρίαρχοι και τα επιτελεία τους γνωρίζουν καλά ότι επιφυλάσσουν δύσκολες μέρες για τις υποτελείς τάξεις -και επιστρατεύουν την πολεμοκάπηλη «ενότητα απέναντι στον εχθρό». 

Με αυτή την έννοια, ο Πούτιν προσέφερε καλές υπηρεσίες στις δυτικές κυβερνήσεις, που αποδείχθηκαν έτοιμες από καιρό να αξιοποιήσουν έναν τρομακτικό «μπαμπούλα», απέναντι στον οποίο θα επιχειρήσουν να συσπειρώσουν την κοινή γνώμη: όχι για να καταδικάσει την ρωσική εισβολή ή να σταθεί στο πλευρό της Ουκρανίας, αλλά για να αποδεχτεί τις πολεμικές δαπάνες ως «αναγκαίες», να υπομείνει στωικά το κόστος που απαιτεί η σταδιακή «από-παγκοσμιοποίηση» και η γενικότερη οικονομική κρίση ως «τίμημα που αξίζει να πληρώσει», παραμένοντας ικανοποιημένη στη σκέψη ότι -τουλάχιστον- ζει στον «ελεύθερο κόσμο»… 

Σε αυτό το υπόβαθρο, οι αντιδραστικές ιδέες γίνονται ακόμα πιο επικίνδυνες. Αφενός, ο ρατσισμός, που εμφανίζεται με δύο όψεις: Με τον γενικευμένο αντιρωσισμό, που στρέφεται κατά πάντων, αλλά και με την προκλητική προπαγανδιστική έμφαση στην «καλή ποιότητα» των Ουκρανών προσφύγων ή τη «συγγένεια μαζί τους», μην τυχόν και παρεξηγηθεί η πολιτική καλωσορίσματος ως γενικευμένη για κάθε κυνηγημένο, αλλά και για να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο ιδεολογικά η άποψη μιας «ευρωπαϊκής ταυτότητας» που απειλείται από τους σκουρόχρωμους και τους μουσουλμάνους.  

Αφετέρου, οι γενικότερες κοινωνικά αντιδραστικές απόψεις: Οι διεθνείς φίλοι και θαυμαστές του Πούτιν στην αμερικανική και ευρωπαϊκή ακροδεξιά, ξεπερνάνε την αμηχανία που τους δημιουργεί το κλίμα καταδίκης της εισβολής καταφεύγοντας σε ένα μήνυμα στις «δυτικές» κοινωνίες: Ενώ η Ρωσία δείχνει «πώς χτίζονται τα ισχυρά έθνη», εμείς εδώ γίναμε «αδύναμοι», συζητώντας για το κοινωνικό φύλο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλα απεχθή συμπτώματα «εκφυλισμού». 

Ολα αυτά αφορούν και τη χώρα μας, όπου διαθέτουμε μια κυβέρνηση που έχει σταθεί στο δεξί άκρο όλων των σχετικών διεργασιών στις αστικές τάξεις διεθνώς. Επιταχύνοντας τον τούρμπο-νεοφιλελεύθερο καλπασμό τη στιγμή που διάφορες ηγεσίες συζητούσαν «τροποποιήσεις» ή κατέφευγαν και σε κάποιες «ετερόδοξες» πολιτικές ως αναγκαίο συμπλήρωμα στο μίγμα που παραμένει νεοφιλελεύθερο. Από την όλη σχετική συζήτηση πιθανών επιμέρους «παραβιάσεων» των νεοφιλελεύθερων ιερών και οσίων της ΕΕ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει πρωτοστατήσει (και χρονικά και πολιτικά) κυρίως στο ζήτημα εξαίρεσης των… πολεμικών δαπανών από τον δημοσιονομικό κορσέ. Ενώ η πανδημία συνεχίζει να… υπάρχει, έχει «εξαφανιστεί» από τη δημόσια συζήτηση, για τις ανάγκες της τουριστικής βιομηχανίας αλλά και της προώθησης της ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ.  Το ότι και αυτή η κυβέρνηση υποχρεώνεται ενίοτε να κάνει ή να συζητά (πχ στο ζήτημα του ρεύματος) πράγματα που παραμένουν απολύτως ανεπαρκή, αλλά και απολύτως κόντρα στα «πιστεύω» της, δείχνει επίγνωση για το μέγεθος της κρίσης (και του πολιτικού κινδύνου που δημιουργεί).

Παράλληλα, δρούμε σε μια χώρα όπου το πρόβλημα του εθνικισμού και των ανταγωνισμών προϋπήρχε του σημερινού διεθνούς παροξυσμού, στα πλαίσια του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Ακόμα και η προοπτική «συνεννόησης», έχει ακόμα πολλές εκκρεμότητες που είναι άγνωστο πώς θα επιλυθούν και τι εντάσεις μπορεί να προκαλέσουν, ενώ δημιουργεί και το ερωτηματικό των πολιτικών συνεπειών που θα έχει αυτή η διαδικασία σε ένα τμήμα του πληθυσμού που «εκπαιδεύτηκε» διαχρονικά στο μαξιμαλισμό των «εθνικών δικαίων». 

Δρούμε επίσης σε μια χώρα που ακόμα και η δειλή ή υποκριτική «πράσινη» γλώσσα άλλων αστικών δυνάμεων ήταν στα γεννοφάσκια της, επισκιασμένη από τη «μαύρη» γλώσσα του εξορυκτισμού, ο οποίος σήμερα φαίνεται να παίρνει νέα πνοή μέσω της συζήτησης για «ενεργειακή επάρκεια» αλλά και των ακόμα πιο φιλόδοξων σχεδίων για «Ελλάδα-ενεργειακό κόμβο». Ίσως όχι με EastMed, αλλά με ένα πλήθος πιθανών «εναλλακτικών», εξίσου επιβλαβών για το περιβάλλον.

Παράλληλα, η ΕΛΑΣ αναλαμβάνει να υπογραμμίσει τα -λευκά, ευρωπαϊκά- όρια της κυβερνητικής «αλληλεγγύης στους πρόσφυγες», εξαπολύοντας στο κέντρο της Αθήνας επιχειρήσεις που στρέφονται αποκλειστικά κατά… σκουρόχρωμων κατοίκων του κέντρου. 

Στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία, οργανώνουν «πόλεμο στο εσωτερικό», εναντίον του βιοτικού μας επιπέδου, των δημοκρατικών μας δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος. Οι διαδηλώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών στις 8 Μάρτη, αυτές για τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών στις 19 Μάρτη, οι αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, η γενική απεργία για τα εργατικά δικαιώματα, ενάντια στη λιτότητα, ενάντια στον πόλεμο στις 6 Απρίλη, δείχνουν το δρόμο. Στον καιρό που ζούμε, οφείλουμε να θυμόμαστε ότι -όπως τόνιζε ο Γερμανός επαναστάτης Καρλ Λίμπκνεχτ- «ο πιο επικίνδυνος εχθρός κάθε λαού βρίσκεται μέσα στην ίδια του τη χώρα». Αυτό το «πνεύμα» οφείλει να χαρακτηρίσει τη δράση μας -και ιδιαίτερα την φετινή Πρωτομαγιά.  

Ετικέτες