Όλες οι ευρωπαϊκές έρευνες που αφορούν τη δυνατότητα των ανθρώπων να βγάλουν το μήνα με το εισόδημά τους, τη στεγαστική κρίση, την ενεργειακή φτώχεια, αποτυπώνουν ότι οι συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων στην Ελλάδα βρίσκονται στον πάτο της κατάταξης.
Η ερμηνεία είναι απλή. Η εποχή των μνημονίων προκάλεσε μια θηριώδη κοινωνική οπισθοδρόμηση –στα εισοδήματα, στα δικαιώματα, στο κοινωνικό κράτος. Η «έξοδος από τα μνημόνια» σήμαινε τη διατήρηση όλων των –τάχα– «έκτακτων» μέτρων της μνημονιακής εποχής και τη δέσμευση του ελληνικού κράτους στην σκληρή πολιτική των «πλεονασμάτων». Ξεκινώντας από αυτό το χαμηλό επίπεδο, μετά από χρόνια σκληρής λιτότητας κι επιθέσεων, οι άνθρωποι που ζουν από τη δουλειά τους αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια την διαρκή πίεση του πληθωρισμού και της ακρίβειας. Αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της πολιτικής μιας κυβέρνησης που όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται να πάρει μέτρα «ανακούφισης», αλλά παίρνει μέτρα επιδείνωσης της κατάστασης.
Έχοντας κάνει την καθαρή επιλογή να τα δώσει όλα στους εργοδότες, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κάνει συστηματικά τους φτωχούς φτωχότερους, με μια πολιτική αναδιανομής του πλούτου εις βάρος αυτών που τον παράγουν.
Οι μέρες του μήνα ασφαλώς παραμένουν… 30, αλλά για την πλειοψηφία των εργαζομένων, είναι κοινή διαπίστωση και βιωμένη εμπειρία ότι πλέον μοιάζουν αγχωτικά πολλές.
Ο κατώτατος μισθός αυξάνεται με το σταγονόμετρο και η κυβέρνηση προωθεί νομοθεσία που θα κλειδώσει και θα θωρακίσει αυτήν την αθλιότητα απέναντι στις εργατικές διεκδικήσεις. Ο αλγόριθμος που θα καθορίζει πλέον το ύψος του κατώτατου, διαφημίζεται ως εγγύηση ότι αυτός δεν θα… ξαναμειωθεί. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς «να μειωθεί και να φτάσει πού;». Αλλά τα πράγματα είναι χειρότερα κι από αυτό. Γιατί το νέο σύστημα είναι τόσο ταξικά μεροληπτικό (προϋποθέσεις παραγωγικότητας, ανταγωνιστικότητας, δημοσιονομικών «αντοχών» κ.ο.κ.) που μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε –πραγματική– μείωση αν το απαιτεί η πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας. Αντίθετα, το νέο σύστημα είναι «κέρβερος» απέναντι σε πιθανές αναπροσαρμογές προς τα πάνω, και –κυρίως!– δεν επιτρέπει στα συνδικάτα να διεκδικήσουν αυξήσεις του με τις κλαδικές τους συμβάσεις. Εν τω μεταξύ, με τους μισθούς παγωμένους επί χρόνια, όλο και μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής τάξης σπρώχνεται προς το επίπεδο του κατώτατου.
Άθλια είναι η κατάσταση στο δημόσιο τομέα, που δυσφημίστηκε ως «προνομιούχος» επί μνημονίων και δέχτηκε συντριπτικά χτυπήματα (40% μείωση). Έχοντας υποστεί τις σημαντικότερες μειώσεις, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι εξακολουθούν να στερούνται τον 13ο και 14ο μισθό, ένα ακόμα αυτονόητο δικαίωμα δεκαετιών, απολύτως αναγκαίο για αξιοπρεπή διαβίωση, το οποίο ξήλωσαν τα μνημόνια και επιχειρείται πλέον να χαθεί στη λήθη και να γίνει η απουσία του «κανονικότητα». Συνολικά το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ έχει μειωθεί (το 2023) στο 48%. Η κοινωνική πλειοψηφία που παράγει όλο τον πλούτο, διαθέτει λιγότερο και από τον μισό!
Σήμερα η κυβέρνηση ανακοινώνει ότι τα μέτρα «παροχών» θα ανασταλούν για το… 2027. Είναι προειδοποίηση της πιο βάναυσης λιτότητας, αν σκεφτεί κανείς πόσο «σφιχτός» ήταν ήδη ο Μητσοτάκης όταν διαφήμιζε προπαγανδιστικά την «πολιτική παροχών» του. Είναι επίσης προκλητική υποκρισία. Κατά σατανική σύμπτωση, εδώ και πολλά χρόνια, οι «παροχές» αναστέλλονται πάντα για το έτος διεξαγωγής των εκλογών…
Για να παρουσιάσει μέτρα αντι-λιτότητας, η κυβέρνηση έχει κάνει σημαία τις μειώσεις φόρων. Αυτές ασφαλώς αφορούν εργοδότες κι επιχειρήσεις, που καταβάλουν όλο και λιγότερους φόρους (αν και όταν φιλοτιμηθούν να τους καταβάλουν) ενώ απολαμβάνουν συστηματική μείωση του «μη-μισθολογικού κόστους», δηλαδή αποσύρονται από την υποχρέωσή τους να στηρίζουν το σύστημα ασφάλισης και περίθαλψης.
Η εικόνα είναι πολύ διαφορετική για τους εργαζόμενους. Τα διαδοχικά ρεκόρ σε φορολογικά έσοδα, τα διαδοχικά ρεκόρ σε πλεονάσματα του προϋπολογισμού, προέρχεται συντριπτικά από τους εργαζόμενους και από τη λαϊκή κατανάλωση, μέσω του πανύψηλου ΦΠΑ που «αυγατίζει» τα έσοδα του κράτους εν μέσω εξουθενωτικής ακρίβειας.
Κι όμως, ενώ οι εργαζόμενοι καταβάλουν περισσότερους από φόρους από ποτέ, η ανταποδοτικότητα είναι μικρότερη από ποτέ. Κάποτε η φορολόγηση (και) των μισθωτών, αλλά κυρίως των επιχειρήσεων, στήριζε τον «κοινωνικό μισθό», με τις παροχές υγείας, παιδείας, κοινωνικής πρόνοιας. Σήμερα οι κοινωνικές δαπάνες μένουν παγωμένες σε τραγικά επίπεδα, χαμηλότερα της προμνημονιακής εποχής, υπονομεύοντας κι απειλώντας στοιχειώδη δικαιώματα που είτε μετατρέπονται σε εμπόρευμα είτε καταργούνται. Όχι μόνο το μερίδιο των φόρων των εργαζομένων έχει αυξηθεί δραματικά, αλλά οι φόροι αυτοί δεν χρηματοδοτούν το κοινωνικό κράτος.
Χρηματοδοτούν κατά βάση το χρέος. «Θέλουμε πάντα να εκπλήσσουμε ευχάριστα τις αγορές» δήλωσε ο Μητσοτάκης, καμαρώνοντας για το νέο αιματηρό υπερπλεόνασμα. Και τα τελευταία χρόνια, χρηματοδοτούν όλο και περισσότερο τις πολεμικές βιομηχανίες. Έχουμε γράψει πολλές φορές για το κόστος των Ραφάλ, των Μπελχάρα, των F-35, των πυραυλικών συστημάτων, των σχεδίων για Iron Dome κ.ο.κ.
Και όλα δείχνουν ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί. Στα χρόνια που το ΝΑΤΟ θεωρούσε το 2% ως ένα «ταβάνι» το οποίο «πρότεινε» (μάταια) στα κράτη-μέλη του, το ελληνικό κράτος ήταν από τα ελάχιστα που δαπανούσε σταθερά περισσότερα. Σήμερα που το 2% αντιμετωπίζεται ως «ελάχιστο όριο» και η «σύσταση» μετατρέπεται σε εφαρμοσμένη πολιτική από πολλά ευρωπαϊκά κράτη, η Ελλάδα έχει φτάσει να δαπανά πλέον πάνω από το 3% (!) του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες και βρίσκεται στην 10η θέση παγκοσμίως. Η ντροπιαστική και βαμμένη στο αίμα Παλαιστίνιων στρατηγική συνεργασία με το Κράτος του Ισραήλ, ενώ αυτό κλιμακώνει την εθνοκάθαρση στη Γάζα, δείχνει πού θέλει να «μοιάσει» το ελληνικό κράτος.
Με την ΕΕ να αναβαθμίζει τους στρατιωτικούς στόχους της και τον Δένδια να ανακοινώνει την «Ατζέντα 2030» για τον εκσυχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων αυτή η αφαίμαξη κοινωνικών πόρων θα συνεχιστεί. Αλλά θα αυξήσει και τον κίνδυνο να… αξιοποιηθεί η «επένδυση» σε έναν κόσμο γεμάτο ενεργά μέτωπα (Λίβανος, Ουκρανία, Συρία) που μπορούν εύκολα να «διεθνοποιηθούν» και με την εκλογή Τραμπ να σημαίνει απρόβλεπτες εξελίξεις στον Περσικό Κόλπο ή/και στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Η σύγκρουση με την πολιτική της λιτότητας, η μάχη για μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες και η σύνδεσή της με την πάλη ενάντια στους εξοπλισμούς, ενάντια στον πόλεμο, στο πλευρό της Παλαιστίνης είναι υπόθεση μιας αναγκαίας κινηματικής κλιμάκωσης. Τίποτα δεν έχουμε να περιμένουμε από τη ψοφοδεή και διαλυμένη κεντροαριστερή αντιπολίτευση. Η ενότητα στη δράση και ο πολιτικός συντονισμός της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρξει απάντηση στον Μητσοτάκη, για να μην πάρουν οι πολιτικές εξελίξεις την σκοτεινή κατεύθυνση του ανέμου που έρχεται από τις αμερικανικές εκλογές. Ξεκινώντας από την οργάνωση των κοινωνικών αντιστάσεων, με σημαία την απαίτηση να μπουν οι ανάγκες μας πάνω από το χρέος και τους εξοπλισμούς.