Δύο χρόνια μετά το τραγικό έγκλημα των Τεμπών τίποτα δεν έχει αλλάξει.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει στη συγκάλυψη, η Hellenic Train συνεχίζει να κερδοσκοπεί, η δικαστική εξουσία εξακολουθεί να προκαλεί με την αδιαφορία της και τα συστημικά ΜΜΕ δεν σταματούν να αναπαράγουν το κυβερνητικό αφήγημα. Οι οικογένειες των 57 θυμάτων των Τεμπών βρίσκονται αντιμέτωπες με το πιο βάναυσο πρόσωπο του αστικού κράτους. Όμως δεν έχουν σκύψει το κεφάλι και ζητούν δικαίωση.
Δολοφονικές πολιτικές
Το έγκλημα των Τεμπών ξεγύμνωσε πλήρως τη ρητορική του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου στην Ελλάδα που σε κάθε ευκαιρία αποθεώνει την ιδιωτική πρωτοβουλία και ζητά την αποκρατικοποίηση των πάντων. Έδειξε με τον πιο σκληρό τρόπο την αδιαφορία του ιδιωτικού κεφαλαίου μπροστά στην ανθρώπινη ζωή. Η συνειδητοποίηση ότι οι αμαξοστοιχίες ανεβοκατέβαιναν τη χώρα με μοναδική εγγύηση το άγρυπνο βλέμμα του εκάστοτε σταθμάρχη υπήρξε κυριολεκτικά ανατριχιαστική και τρομαχτική. Παρά τα όσα φαιδρά ισχυριζόταν η κυβέρνηση, αυτή είναι η μοναδική αλήθεια. Τα συστήματα ασφαλείας ήταν ανύπαρκτα ή κατά πολύ ξεπερασμένα. Δε λειτουργούσαν ούτε τα φωτοσήματα, ούτε το σύστημα τηλεδιοίκησης και ελέγχου κυκλοφορίας, ούτε το σύστημα επικοινωνίας μεταξύ μηχανοδηγών και σταθμών.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της χρόνιας υποβάθμισης και υποχρηματοδότησης των σιδηροδρόμων στην Ελλάδα προκειμένου να συκοφαντηθεί ο δημόσιος χαρακτήρας τους και να εμφανισθεί ως από μηχανής θεός το ιδιωτικό χέρι που θα έδινε τη λύση. Μόνο που αυτή λύση δεν ήρθε ποτέ. Αντίθετα, προκλήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα σιδηροδρομικά δυστυχήματα στην Ευρώπη διαχρονικά. Όσοι είχαν την πολιτική ευθύνη για αυτό το μακελειό, λίγες μόλις ημέρες πριν τη σύγκρουση των τρένων, ωρύονταν στη βουλή για την ασφάλεια των σιδηρόδρομων και καταφέρονταν εναντίον των εκπροσώπων των εργαζομένων που επανειλημμένα με καταγγελίες τους έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου. Είναι οι ίδιοι που πανηγύριζαν κάποια χρόνια πριν για τις ιδιωτικοποιήσεις, που έχυσαν κροκοδείλια δάκρυα τις πρώτες ημέρες του δυστυχήματος και που συνέχισαν πανηγυρικά και προκλητικά τις πολιτικές τους καριέρες μέχρι σήμερα, πατώντας κυριολεκτικά επί πτωμάτων.
Αντίσταση και αλήθεια
Οι οικογένειες των θυμάτων από την πρώτη στιγμή επέδειξαν τεράστια δύναμη απέναντι σε ένα κράτος που με κάθε τρόπο επεδίωκε τη συγκάλυψη. Ξεκίνησαν έναν πολύμορφο αγώνα με μοναδικό σκοπό την αποκάλυψη της αλήθειας και τη δικαίωση των δικών τους ανθρώπων. Βασικό συστατικό αυτής της προσπάθειας ήταν η απεύθυνσή τους στην κοινωνία, η διάδοση των αιτημάτων τους σε κοινωνικούς χώρους και η συλλογική συσπείρωση απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οργάνωσαν τη νομική τους υπεράσπιση, προσέλαβαν πραγματογνώμονες, έδωσαν συνεντεύξεις, κάλεσαν συγκεντρώσεις και διοργάνωσαν πολιτιστικές εκδηλώσεις μνήμης. Όλες αυτές οι ενέργειες αγκαλιάστηκαν από τον κόσμο των κινημάτων και του αγώνα σε κάθε ευκαιρία. Πολιτικές συλλογικότητες της Αριστεράς, εργατικά σωματεία και φοιτητικοί σύλλογοι βρέθηκαν στο πλευρό των θυμάτων από την πρώτη στιγμή. Καρπός αυτής της συλλογικής προσπάθειας είναι η διαρκής εμφάνιση στοιχείων που επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τη στάση της κυβέρνησης.
Σε πρώτο στάδιο αποκαλύφθηκαν όλες οι ενέργειες απόκρυψης στοιχείων στην αρχική φάση της έρευνας. Εξαφανίστηκε βιντεοληπτικό υλικό από τις κάμερες των σταθμών, μπαζώθηκε ο χώρος του δυστυχήματος με αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικών τεκμηρίων και δεν εξετάστηκαν ενδελεχώς τα ευρήματα με αποτέλεσμα να πεταχτούν κυριολεκτικά ανθρώπινα μέλη και υπολείμματα σε οικόπεδο του ΟΣΕ στο Κουλούρι. Αυτά μάλιστα βρέθηκαν πολλούς μήνες μετά τη μοιραία σύγκρουση από εξειδικευμένη ομάδα που όρισαν οι συγγενείς. Σε δεύτερο στάδιο όμως επιβεβαιώνονται οι χειρότεροι φόβοι που εξέφραζαν από την πρώτη στιγμή οι οικογένειες των θυμάτων. Στο τελικό πόρισμα που κατέθεσε στον Εφέτη ανακριτή Λάρισας ο τεχνικός σύμβουλος του Συλλόγου Οικογενειών Θυμάτων Δυστυχήματος Τεμπών, αναφέρεται πως 30 από τα 57 θύματα γλίτωσαν από τη φονική σύγκρουση, κάηκαν όμως ζωντανά από τους υδρογονάνθρακες που αναφλέγηκαν. Η ποσότητα που κάηκε στην ατμόσφαιρα έκαψε 140.000 κυβικά μέτρα αέρα και υπολογίζεται σε 15 έως 20 τόνους καυσίμων συνολικά.
Η διαπίστωση αυτή οδηγεί μονοσήμαντα στο τελικό συμπέρασμα ότι «το φονικό μανιτάρι» τη στιγμής της σύγκρουσης των δύο τρένων οφείλεται σε ύποπτο παράνομο φορτίο που μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία και όχι απλώς στη σύγκρουση των δύο τρένων. Αυτός είναι και ο λόγος που οι οικογένειες ζητούν να ενταχθεί στο κατηγορητήριο η μεταφορά επικίνδυνων υλικών, γιατί μόνο τότε θα εξεταστεί και ελεγχθεί νομικά η προέλευση των καυσίμων. Τα επίσημα πορίσματα των ειδικών συγκλίνουν σε αυτό το συμπέρασμα, γεγονός που δίνει στην υπόθεση άλλη τελείως διάσταση. Η στάση της κυβέρνηση μαρτυρά ακόμη περισσότερο την ενοχή της. Κορυφαία κυβερνητικά στελέχη αναπαράγουν τα κλισέ της «πολιτικής αξιοποίησης μιας τραγωδίας» χωρίς όμως να απαντούν στα πραγματικά ερωτήματα που θέτει όχι κάποιος άσχετος, αλλά οι ίδιες οι εκθέσεις των ειδικών.
Απέναντι σε αυτό το απύθμενο θράσος και την έλλειψη σεβασμού μπροστά στον πόνο των συγγενών, απέναντι σε αυτές τις εγκληματικές πολιτικές που δολοφονούν ανθρώπους στο όνομα του κέρδους, απέναντι σε αυτό το βρώμικο σύστημα που αποκρύπτει στοιχεία και τροφοδοτεί τη συγκάλυψη, οφείλουμε να αντιδράσουμε συλλογικά και πολιτικά. Οφείλουμε να αξιοποιήσουμε τη δύναμη της αντίστασης και της αλληλεγγύης στην κατεύθυνση της τιμωρίας των υπαιτίων και της σύγκρουσης με τις πολιτικές που γεννούν θάνατο. Μόνο τότε θα χάσουν τον ύπνο τους, αυτοί που νομίζουν ότι εμείς κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου.