Η δυναμική που ωθεί προς έναν πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ενισχύεται.
Η ρητορική τόσο των Δημοκρατικών του Προέδρου Τζον Μπάιντεν όσο και των Ρεπουμπλικάνων γίνεται όλο και πιο άγρια. Οι αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες βρίσκονται σε ανοδικό σπιράλ, ενώ επιβάλλεται ένα διαρκώς αυξανόμενο φάσμα εμπορικών περιορισμών και άλλων κυρώσεων σε κινεζικές εταιρίες και κινεζικά προϊόντα. Και δεν πρόκειται μόνο για τις ΗΠΑ.
Η Ιαπωνία εμπλέκεται σε μια ταχύτατη επέκταση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της, με τη θηριώδη αύξηση του τελευταίου εξοπλιστικού προϋπολογισμού της κατά 20%, στα 55 δισ. δολάρια. Η Νότια Κορέα, που ήδη δαπανά -αναλογικά- περισσότερα από την Ιαπωνία στο στρατό της, αυξάνει τις εξοπλιστικές δαπάνες κατά 6,8% ετησίως για τα επόμενα 5 χρόνια.
Σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες εξοπλίζονται επίσης ως τα δόντια. Η Αυστραλία δε μένει πίσω, με την απόφαση της κυβέρνησης Αλμπανίζ να σπαταλήσει ένα ποσό που θα είναι μάλλον πάνω από 400 δισ. δολάρια για τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια που προβλέπει η AUKUS.
Από τη μεριά της η Κίνα, δεν κρατιέται καθόλου πίσω. Εκσυγχρονίζει και ενισχύει αποφασιστικά τις μαχητικές τις δυνατότητες κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Αλλά πρόκειται πραγματικά να γίνει ένας μεγάλος πόλεμος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων; Ασφαλώς η τρομακτική κλίμακα θανάτων και καταστροφών που είναι αναπόφευκτη σε έναν μεγάλο πόλεμο, πόσο μάλλον σε έναν πυρηνικό πόλεμο, δεν είναι προς το συμφέρον ούτε της αμερικανικής ούτε της κινεζικής άρχουσας τάξης, σωστά; Ασφαλώς θα επικρατήσει η κοινή λογική και οι κραταιές δυνάμεις θα υποχωρήσουν λίγο πριν το χείλος του γκρεμού, βρίσκοντας κάποια διπλωματική λύση με υποχωρήσεις από όλες τις πλευρές, έτσι δεν είναι;
Αυτή είναι απολύτως κατανοητά η αίσθηση -και η ευχή και ελπίδα- δεκάδων εκατομμυρίων έντιμων καλών ανθρώπων που δίκαια τρομοκρατούνται από την προοπτική ενός ακόμα παγκοσμίου πολέμου. Πώς θα μπορούσε άλλωστε οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος να θέλει να δει έναν γενικευμένο πόλεμο σε κλίμακα που λογικά θα κάνει τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να μοιάζουν με μπουνιές σε σχολικό προαύλιο;
Το πρόβλημα είναι ότι ο καπιταλισμός καθοδηγείται από τον ανταγωνισμό μεταξύ εταιρειών και μεταξύ των κρατών που τις υποστηρίζουν, για κέρδη, μερίδια αγορών, προορισμούς για επενδύσεις, έλεγχο επί των εμπορικών διαδρομών και πρόσβαση σε πρώτες ύλες. Αυτός ο κανιβαλικός ανταγωνισμός δημιουργεί διαρκώς τις βάσεις για βάρβαρους πολέμους για την προώθηση ή την υπεράσπιση της ισχύος και του πλούτου των καπιταλιστικών εθνικών κρατών απέναντι στους αντιπάλους τους.
Το πιο πιθανό σενάριο δεν είναι αυτό ενός γενικευμένου πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα στα επόμενα 4-5 χρόνια. Αυτήν τη στιγμή καμιά από τις δυο πλευρές δεν αισθάνεται ακόμα έτοιμη για κάτι τέτοιο. Το πιο πιθανό σενάριο, που όμως παραμένει απίστευτα επικίνδυνο, είναι μια παρατεταμένη περίοδος κλιμάκωσης των εντάσεων, θωράκισης των συμμαχιών και στρατιωτικής προετοιμασίας και από τις δυο πλευρές -πράγματα που κάνουν μια αποφασιστική αναμέτρηση να δείχνει φαινομενικά αναπόφευκτη κάποια στιγμή στο μέλλον. Μια τέτοια αποφασιστική αναμέτρηση θα μπορούσε εύκολα να προκύψει από κάποιον λάθος υπολογισμό ή ένα απολύτως απρόβλεπτο γεγονός.
Αυτό συνέβη στην περίπτωση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Γενάρη του 1914, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ούτε στα πιο τρελά του όνειρα ότι μόλις 6 μήνες αργότερα, ένας από τους πιο φονικούς πολέμους στην ανθρώπινη ιστορία με απολογισμό 15-22 εκατομμύρια νεκρούς θα πυροδοτούνταν από τη δολοφονία του Αυστριακού Αρχιδούκα Φερδινάνδου από έναν σχετικά άγνωστο Σέρβο εθνικιστή στην Βοσνιακή πρωτεύουσα στο Σαράγεβο. Αλλά τα γεγονότα βγήκαν γρήγορα εκτός ελέγχου. Οι άρχοντες της Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας απάντησαν επιδίδοντας ένα πολύ σκληρό τελεσίγραφο στη Σερβία, χωρίς να έχουν πρόθεση να προκληθεί ένας παγκόσμιος πόλεμος.
Η Γερμανική Αυτοκρατορία, σύμμαχος της Αυστρίας, πίστευε αρχικά ότι ο αγώνας θα περιοριζόταν σε μία ακόμα τοπική σύγκρουση στα Βαλκάνια και ότι η Βρετανία δεν θα εμπλεκόταν. Αλλά το τσαρικό Ρωσικό κράτος, το οποίο είχε αυτοανακηρυχτεί προστάτης των Σλάβων του νότου, διέταξε γενική πολεμική κινητοποίηση ενάντια στην Αυστρία.
Τότε η Γερμανία κήρυξε πόλεμο στη Ρωσία. Όταν η Γαλλία δεν απάντησε σε ένα γερμανικό τελεσίγραφο που απαιτούσε να μείνει ουδέτερη στη σύγκρουση, η Γερμανία κήρυξε πόλεμο και στη Γαλλία και εισέβαλε στο Βέλγιο.
Η γερμανική εισβολή στο Βέλγιο με τη σειρά της προκάλεσε τη Βρετανία, η οποία αυτοανακηρύχτηκε υποκριτικά προστάτιδα του πτωχού μικρού Βελγίου για να κηρύξει πόλεμο στη Γερμανία. Αυτό έσυρε άμεσα στον πόλεμο την Αυστραλία, τον Καναδά, την Ινδία και όλες τις άλλες χώρες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Και ούτω καθεξής συνέχισαν τα πράγματα, με την Τουρκία να υποστηρίζει τη Γερμανία και την Ιαπωνία να στηρίζει τη Βρετανία.
Η Ιταλία έμεινε απέξω για ένα διάστημα, αλλά τελικά δελεάστηκε να ενταχθεί στην πλευρά των συμμάχων με υποσχέσεις για ένα κομμάτι εδαφών της Αυστρίας.
Οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές, πάντοτε οπορτουνιστές, περίμεναν έως ότου φτάσουν κοντά στην πλήρη εξάντληση όλες οι άλλες μεγάλες δυνάμεις προτού μπουν στον πόλεμο -πράγμα που έδωσε στις ΗΠΑ έναν αποφασιστικό ρόλο στην τελική ιμπεριαλιστική μοιρασιά της Ευρώπης.
Ο παγκόσμιος πόλεμος προέκυψε μέσα από μια τεκτονική αλλαγή στον ιμπεριαλιστικό συσχετισμό δύναμης που με κάποιους τρόπους είναι παρόμοια με αυτό που συμβαίνει σήμερα. Η Βρετανία, το πρώτο υψηλά εκβιομηχανισμένο καπιταλιστικό κράτος, είχε δημιουργήσει μια τεράστια αποικιακή αυτοκρατορία που υποστηριζόταν από ένα ναυτικό που για πολύ καιρό «κυριαρχούσε στις θάλασσες». Αλλά από τη δεκαετία του 1890, βρέθηκε σε μια αργή, σχετική υποχώρηση -περίπου όπως οι ΗΠΑ σήμερα- και αντιμετώπιζε την πρόκληση των νέων αναδυομένων τότε δυνάμεων, των ΗΠΑ και της Γερμανία.
Η Βρετανία και οι άλλες παλιές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις -Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Πορτογαλία- είχαν μοιράσει τον κόσμο μεταξύ τους. Αυτό σήμαινε ότι η Γερμανία, η ευρωπαϊκή δύναμη με την πιο γρήγορη βιομηχανική ανάπτυξη, είχε μείνει χωρίς αυτοκρατορία και με ελάχιστο χώρο στον οποίο να μπορούσε να κερδίσει νέες αγορές και μεγαλύτερα κέρδη. Καθώς ο γερμανικός ιμπεριαλισμός έσπρωχνε προς τα έξω -επιχειρώντας να δημιουργήσει δικές του αποικίες, κράτη-πελάτες και εμπορικούς εταίρους- αναπόφευκτα έπεφτε πάνω στις παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις, παρόμοια με αυτό που συμβαίνει σήμερα με την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Για να κατοχυρώσουν την «θέση τους στον κόσμο», οι κυβερνήτες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, παρακινούμενοι από τους μεγάλους Γερμανούς καπιταλιστές, συνειδητοποίησαν ότι θα έπρεπε να επεκτείνουν σημαντικά τον στρατό τους. Δεν μπορούσαν να στηρίζονται αποκλειστικά στη διπλωματία, ή σε «ειρηνικό» εμπόριο κι επενδύσεις.
Συνεπώς, η Γερμανία κατεύθυνε τη βιομηχανική της δύναμη προς τη δημιουργία ενός πολεμικού στόλου ικανού να αμφισβητήσει την Βρετανική κυριαρχία στις θάλασσες και στη συνέχεια ενός πλήθους υποβρυχίων που να μπορούν να επιτίθενται στα βρετανικά εμπορικά πλοία. Η Βρετανία ανταπέδωσε κατασκευάζοντας τα θωρηκτά πολεμικά πλοία τύπου «dreadnought».
Η Γαλλία αύξησε τη στρατιωτική θητεία από τα 2 χρόνια στα 3 για να είναι αντίστοιχη με του γερμανικού στρατού. Η Ρωσία δημιούργησε τα δικά της κρατικά εργοστάσια όπλων και σχεδίασε το σιδηροδρομικό της δίκτυο με βάση τις ανάγκες πιθανών πολέμων ενάντια στη Γερμανία, την Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στρωνόταν ο δρόμος προς τον πόλεμο.
Μια σειρά από αναζωπυρώσεις, διπλωματικά επεισόδια, αλλαγές συμμαχιών και τοπικοί πόλεμοι διαμόρφωναν ακόμα περισσότερο το σκηνικό: Οι Πόλεμος των Μποερς το 1899-1902. Οι κρίσεις του Μαρόκου το 1905 και το 1911, όπου η Γερμανία αμφισβήτησε τον γαλλικό έλεγχο. Ο ιταλο-τουρκικός πόλεμος το 1911-12, που πυροδότησε δύο ακόμα μεγάλους πολέμους στα Βαλκάνια, στη διάρκεια των οποίων οι μεγάλες δυνάμεις ενθάρρυναν τους τοπικούς ευνοούμενούς τους.
Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, η γενίκευση του πολέμου αποτράπηκε και τελικά προέκυψαν διπλωματικές συμφωνίες, αν και στους Βαλκανικούς πολέμους χάθηκαν πάρα πολλές ζωές. Όμως οι κυνικές διπλωματικές συμφωνίες κι ανταλλαγές δεν μπορούσαν να αποτρέπουν μια αποφασιστική σύγκρουση για πάντα. Οι γραμμές μεταξύ των ανταγωνιστών χαράσσονταν όλο και πιο έντονα. Όλη η συσσωρευμένη πίεση, που θα μπορούσε εύκολα να εκραγεί και νωρίτερα, τελικά ξέσπασε σε ολοκληρωτικό πόλεμο με τη δολοφονία του αρχιδούκα στο Σαράγεβο.
Η καπιταλιστική παγκόσμια τάξη πραγμάτων έχει αναμφίβολα αλλάξει ουσιαστικά μετά το 1914. Ο συσχετισμός μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι πολύ διαφορετικός: Νέες δυνάμεις αναδύθηκαν, οι παλιές αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες έχουν χαθεί από καιρό, ενώ έχουν αναπτυχθεί ασύγκριτα πιο καταστροφικά οπλικά συστήματα.
Ωστόσο, η υποκείμενη ανταγωνιστική λογική του καπιταλισμού παραμένει εδραιωμένη στη θέση της. Ο καπιταλισμός παραμένει ένα σύστημα που στηρίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας των εργαζομένων και στο οποίο η επιδίωξη του κέρδους θριαμβεύει εις βάρος όλων των ανθρώπινων αναγκών. Η αδυσώπητη ανταγωνιστική λογική του καπιταλισμού οδηγεί σε φτώχεια και υποβάθμιση, σε επαναλαμβανόμενες οικονομικές κρίσεις, στην καταστροφή του περιβάλλοντος και σε διαρκείς συγκρούσεις για αγορές, επενδυτικές ευκαιρίες και πρόσβαση σε πρώτες ύλες. Η συνέπεια είναι οι επαναλαμβανόμενοι πόλεμοι.
Οι αναρίθμητοι καταστροφικοί πόλεμοι που έχουν διεξαχθεί από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, δεν οδήγησαν ως τώρα σε μια γενικευμένη πυρκαγιά με τη συμμετοχή όλων. Επίσης λέγεται συχνά ότι στην πυρηνική εποχή, η «αμοιβαία εγγυημένη καταστροφή» (MAD) κάνει εξαιρετικά απίθανο έναν ακόμα παγκόσμιο πόλεμο ανάμεσα σε δυνάμεις με πυρηνικά όπλα.
Η «αμοιβαία εγγυημένη καταστροφή» πράγματι συνέβαλε υποστηρικτικά στην λεγόμενη «πολιτική της ύφεσης» ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, Ρωσία και ΗΠΑ, με τις σχετικά ισοδύναμες καταστροφικές δυνατότητες. Αλλά ένας πυρηνικός πόλεμος αποφεύχθηκε πολύ οριακά κατά την κρίση των πυραύλων στην Κούβα τον Οκτώβρη του 1962. Ο παραμικρός λάθος υπολογισμός θα μπορούσε να έχει οδηγήσει στον Αρμαγεδόνα.
Με τη σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ και την άνοδο της Κίνας, ο ιμπεριαλιστικός συσχετισμός δύναμης έχει αλλάξει αποφασιστικά κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες και αυτό διευκολύνει την ανάδυση μιας πολύ πιο ασταθούς και αβέβαιης κατάστασης. Η αμερικανο-σοβιετική «ύφεση» που άρχισε το 1969 έχει λήξει από καιρό.
Και ακόμα κι αν η «αμοιβαία εγγυημένη καταστροφή» κάνει τις μεγάλες δυνάμεις ακραία διστακτικές στο να εξαπολύσουν πυρηνικά όπλα η μία στην άλλη, δεν εμπόδισε το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία -της μεγαλύτερης στρατιωτικής σύγκρουσης στην καρδιά της Ευρώπης μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ουκρανικός πόλεμος έδειξε πόσο θηριωδώς καταστροφικά έχουν γίνει τα λεγόμενα συμβατικά όπλα. Και ενώ μέχρι τώρα δεν έχει πυροδοτήσει έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό πόλεμο ή έναν πυρηνικό πόλεμο, ένας άλλος μελλοντικός μεγάλος συμβατικός πόλεμος θα μπορούσε να το κάνει.
Η Κίνα δεν είναι έτοιμη για πόλεμο με τις ΗΠΑ. Και ως μια δύναμη σε ανοδική πορεία έχει φαινομενικά κάθε λόγο να κινηθεί με υπομονή και μακροπρόθεσμη στόχευση. Αλλά η κινεζική αστική τάξη μπορεί να κάνει κάποιον λάθος υπολογισμό ή να αποκτήσει υπερβολική αυτοπεποίθηση ή να αισθανθεί ότι πιέζεται πολύ ασφυκτικά από τις ΗΠΑ (όπως αισθάνονταν οι κυβερνώντες της Ιαπωνίας στην περίοδο που οδήγησε στο Περλ Χάρμπορ). Ή οι κυβερνώντες της Κίνας μπορεί να εξωθηθούν να λάβουν μέτρα με ρίσκο, όπως μια εισβολή στην Ταϊβάν, λόγω εσωτερικών πολιτικών εντάσεων.
Όσο για την αμερικανική άρχουσα τάξη, θα μπορούσε να αποφασίσει κάποια στιγμή ότι είναι καλύτερα να χτυπήσει πριν η Κίνα γίνει υπερβολικά ισχυρή, ή θα μπορούσε να πιέσει την Κίνα [να αντιδράσει] πολύ σκληρά με τις εμπορικές κυρώσεις ή θα μπορούσε να πάει σε πόλεμο για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους.
Οι πόλεμοι δεν είναι υποχρεωτικά πολύ καλά προμελετημένοι και σχεδιασμένοι εκ των προτέρων. Αλλά επειδή ο ανταγωνισμός είναι κεντρικός στον καπιταλισμό, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα να ξεσπάσει ένας πόλεμος, ενώ οι στρατιωτικές προετοιμασίες μπορούν να αποκτήσουν μια δική τους αυτόνομη λογική.
Ο πόλεμος δεν είναι αναπόφευκτος, αλλά δεν μπορούμε να στηριχθούμε στην διπλωματία ή στη σωφροσύνη των αρχόντων μας. Ούτε μπορούμε να κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας να δούμε τι θα συμβεί τελικά. Χρειάζεται να αρχίσουμε να βάζουμε τις βάσεις για ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα που θα αμφισβητεί τις κραταιές δυνάμεις.
Ο πόλεμος δεν είναι προς το συμφέρον των εργαζόμενων ανθρώπων στην Αυστραλία, στην Κίνα ή στις ΗΠΑ ή στην Ιαπωνία. Όπως σε όλους τους καπιταλιστικούς πολέμους, οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που θα αναλάβουν τους θανάτους και τις θυσίες, ενώ οι πλούσιοι καπιταλιστές κερδοσκόποι θα μαζεύουν τα κέρδη.
Στο δρόμο για τον πόλεμο στο Ιράκ, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές κατέβηκαν στους δρόμους όλων των μεγάλων πόλεων της Αυστραλίας για να τον αποτρέψουν. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι με το δίκιο τους δεν θέλουν έναν πόλεμο με την Κίνα.
Υπάρχει λοιπόν ένα αντιπολεμικό αίσθημα πάνω στο οποίο έχουμε να δουλέψουμε. Για να συμβάλουμε στην προσπάθεια να οργανωθεί αυτό το αίσθημα σε ένα ισχυρό κίνημα τα επόμενα χρόνια, ένα κρίσιμο καθήκον είναι να οικοδομηθεί μια αποφασισμένη σοσιαλιστική εναλλακτική απέναντι στα φιλοπόλεμα μεγάλα κόμματα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά