50+1 κείμενα για την κρίση, την Ευρώπη, τον εκφασισμό, τις κοινωνικές αντιστάσεις και την Αριστερά

«Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες». Αυτός είναι ο τίτλος της δεύτερης έκδοσης του Red Notebook (προηγήθηκε, μερικούς μήνες πριν, η συλλογή κειμένων με τίτλο «Το Διαρκές 1917», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ).

Για την έκδοση αυτή επιλέξαμε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα που δημοσιεύθηκαν στο σάιτ την περίοδο 2012-2013, επιχειρώντας να συνοψίσουμε εδώ την εμπειρία από τους αγώνες και τα συμπεράσματα από τη δημόσια συζήτηση και την αρθρογραφία που αναπτύχθηκε στην ιστοσελίδα για την πιο «πυκνή» μέχρι σήμερα φάση της κρίσης.

Περί τίνος πρόκειται, λοιπόν:

Στην πρώτη ενότητα («Οι πολλαπλές όψεις της κρίσης»), προσπαθούμε να δείξουμε ότι η «δημιουργική» καταστροφή και η σαδιστική λιτότητα, που υποστηρίζουν από κοινού η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δεν αποτελούν «λάθος» ή αναγκαίο κακό, αλλά βασικό στόχο της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης. Υποστηρίζουμε, με άλλα λόγια, ότι σε αντίθεση με τα «χρυσά χρόνια» του καπιταλισμού (όταν δηλαδή αναπτύχθηκαν πολιτικές στήριξης της κατανάλωσης πάνω στα συντρίμμια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), η αύξηση της κερδοφορίας περνά σήμερα υποχρεωτικά από την εκτεταμένη καταστροφή περιττών κεφαλαίων, την βίαιη απαλλοτρίωση δημόσιας ιδιοκτησίας και την απόδοσή της στο κεφάλαιο. Θεωρούμε, εν τέλει, ότι η λιτότητα και η κατά το δυνατόν ραγδαία ύφεση, που σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη ενόραση θα αποκαταστήσουν την ανάπτυξη το συντομότερο, είναι στην πραγματικότητα ο πιο «ορθολογικός» τρόπος για την επίτευξη της επιθυμητής καταστροφής (πλεοναζόντων, αντιπαραγωγικών, μη επαρκώς ανταγωνιστικών και περιττών) κεφαλαίων. Ο άλλος τρόπος  ̶ευτυχώς σε απόσταση ασφαλείας για την ώρα, παρά τις κάθε λογής εθνικές εξάρσεις ̶ είναι ο πόλεμος.

Με βάση τα προαναφερθέντα, γίνεται σαφές ότι τα κυρίως πεδία της σύγκρουσης με το κράτος και το κεφάλαιο δεν είναι (και δεν θα είναι και στο εξής), αυτά που αφορούν την παραμονή ή την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, αλλά εκείνα που έχουν να κάνουν με τις προϋποθέσεις της παραμονής και τις συνέπειες της εξόδου: τι είδους συσσώρευση κεφαλαίου («ανάπτυξη») θέλουμε, τι είδους εργατικό δυναμικό, πόση εκμετάλλευση μπορεί να αντέξει αυτό, τι παραμένει και τι όχι στην επικράτεια του «κοινού» και έξω από τη σφαίρα του εμπορεύματος. Αλλά και ποιο πολιτικό και πολιτειακό καθεστώς αντιστοιχεί στο περιεχόμενο του εν εξελίξει προγράμματος κοινωνικής «αναμόρφωσης».

Την ίδια στιγμή, επιχειρούμε να δείξουμε ότι το περίγραμμα της κρίσης δεν εξαντλείται στους προαναφερθέντες οικονομικούς μετασχηματισμούς. Ότι αντίθετα, η επικράτηση των τελευταίων είναι δυνατή στο βαθμό που αξιοποιούνται και επιταχύνονται προγενέστερες εξελίξεις στα πεδία της πολιτικής και της ιδεολογίας, του πολιτισμού και των αξιών.

Η σημερινή «εμπόλεμη» Δεξιά έχει καταστήσει τα πεδία αυτά προνομιακά για την εξιλέωση και τη θωράκισή της  ̶  για τη διατήρηση δεσμών εκπροσώπησης με τμήματα των λαϊκών τάξεων. Την διευκολύνουν εξάλλου, ως προς αυτό, οι στρατευμένες απόπειρες ιδεολογικής επένδυσης της εν εξελίξει καταστροφής, στις οποίες πρωταγωνιστούν σήμερα πάλαι ποτέ εχθροί της κάθε είδους στράτευσης, από κοινού με πάλαι ποτέ στρατευμένους στην Αριστερά,  σε έναν δημόσιο χώρο που συγκροτήθηκε τη δεκαετία του ΄90 με βασικά υλικά τον ατομισμό, τον κυνισμό, την αντιπολιτική και την αταραξία. Εγκαταλείποντας κάθε επίφαση πλουραλισμού, και προσχωρώντας σε έναν επιλεκτικό αντικρατισμό απολύτως συμβατό στην πραγματικότητα με τη στρατηγική του κράτους, εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, εστέτ επιθεωρήσεις και οι διανοούμενοι-θαμώνες τους, δελτία ειδήσεων, λάιφστάιλ έντυπα και μεσημεριανές εκπομπές, ομογενοποιούνται και οικειοποιούνται τις πιο επιθετικές εκδοχές της κυρίαρχης ιδεολογίας («θεωρία των άκρων», αντι-«λαϊκισμός», νεορατσισμός)· προπαγανδίζουν ή/και συγκαλύπτουν τεράστιας σημασίας πολιτισμικές εκτροπές (απαξίωση της εργασίας, κοινωνικός αυτοματισμός, αποστιγματισμός του νεοναζισμού, μισοξενία, μισογυνισμός, αδιαφορία για τους απόμαχους της εργασίας)· πριμοδοτούν, τέλος, κάθε λογής εθνικό αφήγημα: αφενός ως «συγκολλητική ύλη» και στήριγμα υποκειμένων που βιώνουν με πρωτόγνωρο τρόπο τον κατακερματισμό και την υπαρξιακή ένδεια, αφετέρου ως καταφύγιο αυτών που «προδόθηκαν από τους πολιτικούς» και αποξενώνονται από την πολιτική. Σ΄ αυτά τα συμφραζόμενα, η διδακτική επίκληση της θεσμικής τάξης, ως αυτό που οφείλει άνευ όρων  ̶ υποτίθεται ̶  να ενώνει χαμένους και κερδισμένους της κρίσης, αποδεικνύεται καταφανώς εργαλειακή.

Στη δεύτερη ενότητα («Η Ευρώπη και η Ευρωπαϊκή Ένωση»), υπογραμμίζουμε ότι το πεδίο της σημερινής αντικαπιταλιστικής στρατηγικής είναι το πεδίο της Ευρώπης. Κι αυτό διότι καμία απόπειρα ανατροπής δεν μπορεί να τελεσφορήσει σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα  ̶ και προφανώς στην Ελλάδα ̶ χωρίς τη μετωπική σύγκρουση με τις κυρίαρχες τάξεις και την πολιτική εξουσία της ευρωζώνης  ̶ πράγμα που ισχύει, εξάλλου, και για τον πλέον μετριοπαθή μεταρρυθμισμό. Η κρίση της Κύπρου, που αντιμετωπίστηκε για πολλοστή φορά με την «εκδίκηση» μιας χώρας για τα «αμαρτήματα» ολόκληρης της ευρωζώνης (αλλά και με την ωμή υπενθύμιση ότι στο παιχνίδι δεν υπάρχουν πλέον κανόνες...), επιβεβαίωσε δραματικά τη θέση αυτή.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση απέχει περισσότερο από ποτέ από το είδωλο της «Ευρώπης των λαών»· ότι η περίφημη «αρχιτεκτονική» της ενοποίησης συμπύκνωσε, κανονικοποίησε και επέτεινε το έλλειμμα (πραγματικής) δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο· ότι η υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στις μέρες μας το αυταρχικό κράτος του νεοφιλελευθερισμού. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν υπάρχει και αμφιβολία ότι η έξαρση των εθνικών εγωισμών σε επίπεδο κυρίαρχων κύκλων, η άνοδος της Ακροδεξιάς, η ενσωμάτωση ̶ πρώτα ̶ και η αποδυνάμωση  ̶ στη συνέχεια ̶ της Αριστεράς, προς όφελος εθνικο-ρατσιστικών «αντιστασιακών» σχηματισμών (π.χ. το «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» του Γκρίλο στην Ιταλία), από άλλη δε σκοπιά, η εν εξελίξει στρατιωτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απειλούν ακόμα και με διάλυση το ευρωπαϊκό οικοδόμημα: όχι με όρους ανατροπής της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, όπως το επιθυμεί και το επιδιώκει η ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά με όρους σωβινισμού και εθνικής περιχαράκωσης.

Στην τρίτη ενότητα («Όψεις του εκφασισμού»), επιχειρούμε μια αναδρομή στις βασικές στιγμές μετασχηματισμού του πάλαι ποτέ «ουδέτερου» και «ειρηνοποιού» κράτους σε κράτος-πολέμαρχο. Η διαρκής προσφυγή τους κράτους στη «νόμιμη» (και παράνομη) βία είναι από τις σταθερές της συγκυρίας·  δεν είναι, ωστόσο, παρά η εμφανέστερη παράμετρος. Μόνο στο διάστημα του τελευταίου χρόνου, γίναμε μάρτυρες πρωτόγνωρων εξελίξεων: από το αίσχος του βιοπολιτικού ελέγχου και της διαπόμπευσης των οροθετικών γυναικών, παραμονές των εκλογών του Μαΐου του 2012, μέχρι τα κρατικά ρατσιστικά πογκρόμ του Ξένιου Δία και τα στρατόπεδα κράτησης μεταναστών (για τη λειτουργία των οποίων εκχωρούνται σε ιδιώτες ακόμα και μέσα καταναγκασμού, συστατικά δηλαδή του «σκληρού πυρήνα» της κρατικής κυριαρχίας  ̶ ώστε να ενισχύονται εν τέλει τα χαρακτηριστικά ενός κράτους-ΣΔΙΤ...)· από το κατασταλτικό όργιο των Σκουριών και τις χολιγουντιανού τύπου επιχειρήσεις εκκένωσης καταλήψεων στέγης, ως την προκλητική ατιμωρησία των γνωστών-αγνώστων πίσω από τις εκατοντάδες ρατσιστικές επιθέσεις· από τις πολλαπλές επιστρατεύσεις απεργών εργαζομένων ως τα βασανιστήρια συλληφθέντων και την απαγωγή προσφύγων από την ΕΛ.ΑΣ, σε συνεργασία με ξένες υπηρεσίες· από την αναβάπτιση, τέλος, του νεοναζισμού στη θεωρία των δύο άκρων, και τις ανοιχτές εκκλήσεις στελεχών της ΝΔ προς τη Χρυσή Αυγή, μέχρι τη χουντικής έμπνευσης απόφαση να κλείσει η δημόσια τηλεόραση την οποία στήριξαν, «εναντίον όλων», οι νεοναζί.

 

Στα άρθρα που συνθέτουν την ενότητα αυτή, παρακολουθείται η συγκρότηση ενός κυανόμαυρου «εθνικού τόξου»: η οικοδόμηση ενός νέου, οιονεί εμφυλιακού κράτους, με σκοπό τη συντριβή των συλλογικών αντιστάσεων που επιβιώνουν του τέλους της Μεταπολίτευσης  ̶ και, βεβαίως, τη συντριβή της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, ως ασύμβατων με τους εθνικούς/μνημονιακούς στόχους. Οι προληπτικές επιστρατεύσεις, η άνευ προηγουμένου πολιτικοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών, η ανάδειξη της φιγούρας του μετανάστη-εγκληματία σε υπερ-εργαλείο κατασκευής συναινέσεων, και η διάβρωση όλων ανεξαιρέτως των μηχανισμών του κράτους από το νεοναζισμό, είναι στιγμές της οικοδόμησης μιας νέας, αυταρχικής ηγεμονίας  ̶ της οικοδόμησης του «άκρου» της Δεξιάς. Αυτές τις τάσεις συμπυκνώνει και ενισχύει η Χρυσή Αυγή, αξιοποιώντας το αίσθημα της «απώλειας του οίκου» που βιώνουν σημαντικά τμήματα της κοινωνίας στο έδαφος που καλλιεργήθηκε πριν από την κρίση. Αυτός όμως είναι και ο λόγος που η Ακροδεξιά δεν μπορεί να αναχθεί αυτόματα στις συνέπειες των μνημονίων: μολονότι η απελπισία και ο θυμός για τα μνημόνια την τροφοδοτούν αναντίρρητα, οι τάσεις που εκφράζει διαθέτουν από χρόνια μια ισχυρή κοινωνική έδραση που προϊδεάζει για το βάθος και τη σημασία των συνεργειών της με την παραδοσιακή Δεξιά.

Στην τέταρτη ενότητα («Αριστερά, κινήματα, αντικαπιταλιστική στρατηγική»), υποστηρίζεται ότι οι προαναφερθείσες εξελίξεις δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν στωικά από την Αριστερά, ως εάν να επρόκειτο για παρεμπίπτοντα ζητήματα, επικοινωνιακά τερτίπια των αντιπάλων της ή δευτερεύουσας σημασίας εξελίξεις. Ενώ λοιπόν είναι προφανές ότι κάθε αγώνας προσκρούει στο κυρίως πολιτικό ζήτημα σήμερα (την πτώση της κυβέρνησης), κι ενώ ισχύει εξίσου ότι κάθε διεκδίκηση αναμετριέται αναπόφευκτα με ένα συνολικό πρόγραμμα κοινωνικής «αναμόρφωσης» (το Μνημόνιο), την ίδια στιγμή, η επιμονή της Αριστεράς στην προτεραιότητα των αγώνων και η άρνησή της να εγκαταλείψει και τους πλέον αντιδημοφιλείς και μειοψηφικούς από αυτούς, αποτελούν όρο εκ των ων ουκ άνευ ακόμα και για την πλέον παροδική ανάσχεση της τάσης του εκφασισμού. Η περίπτωση της ΕΡΤ από τη μια, και της Υπατίας από την άλλη, είναι, ως προς αυτά, ενδεικτικές.

Απέναντι σε μια εμπόλεμη Δεξιά που συγκροτεί την δική της ηγεμονία (οργανώνει το δικό της «άκρο»), αντιλαμβανόμενη το αναπόφευκτο της μετωπικής σύγκρουσης, η Αριστερά  ̶υποστηρίζουμε ̶ δεν μπορεί να κάνει τίποτα λιγότερο· ιδίως δε στο βαθμό που επιδιώκει να κυβερνήσει, δεν μπορεί παρά να προετοιμάζει την κυβέρνηση της Αριστεράς από σήμερα, αφουγκραζόμενη το αίτημα για πραγματική δημοκρατία και την τεράστια λαϊκή διαθεσιμότητα στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς.

Ας μην το ξεχνάμε: το αίτημα αυτό, η αδιάλειπτη παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν κύκλο εμβληματικών αγώνων, η σωστή ανάλυση της κρίσης και η διατύπωση του στόχου της κυβέρνησης της Αριστεράς, ήταν που τον Μάιο του 2012 έφεραν τη ριζοσπαστική Αριστερά πρώτο κόμμα στους μισθωτούς του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, στους άνεργους και στα μεσαία στρώματα που υποβαθμίζει η κρίση, στη νεολαία και στις παραγωγικές ηλικίες έως 55 ετών. Στον λαό, δηλαδή, πάνω στον οποίο θα στηριχτεί η κυβέρνηση της Αριστεράς.

Το κείμενο είναι απόσπασμα από την Εισαγωγή του βιβλίου. Το ίδιο το βιβλίο θα βρίσκεται στο περίπτερο του Red Notebook στο 17ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ (28, 29, 30 Ιουνίου, Ποδηλατοδρόμιο ΟΑΚΑ), και από την ερχόμενη εβδομάδα στα κεντρικά βιβλιοπωλεία.

Η έκδοση περιλαμβάνει κείμενα των: Γιώργου Αλεξάτου, Γιάννη Αλμπάνη, Μάκη Αναγνώστου, Γιώργου Βελεγράκη, Μιχάλη Βεληζιώτη, Σοφίας Βιδάλη, Μάρκου Βογιατζόγλου, Νίκου Βούτση, Νικόλα Γανιάρη, Έφης Γιαννοπούλου, Νίκου Γιαννόπουλου, Σωτήρη Δημητριάδη, Αλέξανδρου Ζαχιώτη, Ηλία Ιωακείμογλου, Χρήστου Καραγιαννίδη, Γιώργου Κατσαμπέκη, Αλέξανδρου Κιουπκιολή, Αλίκης Κοσυφολόγου, Λουδοβίκου Κωτσονόπουλου, Χρήστου Λάσκου, Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν, Αναστασίας Ματσούκα, Τζανσάντρο Μέρλι, Δημήτρη Μπελαντή, Φώτη Μπενλισοι, Γιώργου Νιαουνάκη, Μιχάλη Νικολακάκη, Ηρακλή Οικονόμου, Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, Χριστόφορου Παπαδόπουλου, Έλενας Παπαδοπούλου, Γαβριήλ Σακελλαρίδη, Νικόλα Σεβαστάκη, Πρόδρομου Σεϊτανίδη, Νίκου Σκοπλάκη, Σπύρου Σούρλα, Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη, Πέτρου Σταύρου, Ντίνας Τζουβάλα, Ευκλείδη Τσακαλώτου,  Στέφανου Τυροβολά, Άννας Χατζησοφιά, Δημήτρη Χριστόπουλου, Ηλία Χρονόπουλου και Άντας Ψαρρά.

Εικαστική φροντίδα: Αλέκος Χατζιδάκις
 

Ετικέτες