Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών στην Αργεντινή αποτελεί ένα μεγάλο σοκ, τόσο για την ίδια για τη χώρα, όσο και για όλη τη Λατινική Αμερική.

Η νίκη του νεοφιλελεύθερου πολυεκατομμυριούχου Μαουρίτσιο Μάκρι, του «αγαπημένου των διεθνών αγορών» ενάντια στον Ντανιέλ Σιόλι, τον υποψήφιο του περονικού κόμματος και εκλεκτό της απερχόμενης προέδρου Κριστίνα Κίρχνερ είναι ένα σημείο καμπής.

Κρίση του περονισμού

Η ήττα του περονισμού είναι είδηση στην Αργεντινή από μόνη της. Περονικοί πρόεδροι κυβερνούσαν τη χώρα σχεδόν αδιάκοπα από την παραίτηση του Ραούλ Αλφονσίν το 1989 μέχρι σήμερα, με μοναδικό διάλλειμα τη θητεία του Φερνάντο Ντε Λα Ρούα που πρόλαβε να συμπληρώσει μόνο 2 χρόνια στη «Κάζα Ροσάντα» πριν την εγκαταλείψει με ελικόπτερο το 2001.

Η ήττα του Σιόλι στο δεύτερο γύρο ανέδειξε πως η εκλογική ήττα έρχεται και ως συνολικότερη κρίση της «περονικής μηχανής». Ο Σέρχιο Μάσα που κατέβηκε ως δεξιά διάσπαση του περονισμού, είχε συγκεντρώσει 21% στον πρώτο γύρο και φαίνεται πως οι ψηφοφόροι του κατευθύνθηκαν κυρίως προς τον Μάκρι στον δεύτερο. Στην ιστορία του περονικού κόμματος δεν είναι ξένες οι πρόσκαιρες εκλογικές διασπάσεις και τα ανταγωνιστικά κατεβάσματα, αλλά συνήθως κατέληγαν σε συσπείρωση γύρω από τον ηγέτη εκείνης της φράξιας του περονισμού που έδειχνε ικανός να οδηγήσει σε νίκη. Η αποτυχία του Σιόλι να επικρατήσει από τον πρώτο γύρο ή έστω να αποκτήσει μια ισχυρή διαφορά που να τον έκανε φαβορί μάλλον ενίσχυσε τις φυγόκεντρες τάσεις και ο κόσμος που στήριξε τον Μάσα, έβαλε τις διαφωνίες του με τον Σιόλι πάνω από την «περονική» ταυτότητα στο δεύτερο γύρο.

Κρίση του κιρχνερισμού

Αυτό αντανακλά και τη κρίση της συγκεκριμένης μορφής που πήρε το περονικό ρεύμα τα τελευταία χρόνια, την κρίση του «κιρχνερισμού». Είναι το πολιτικό ρεύμα που κυβέρνησε την Αργεντινή τα τελευταία 12 χρόνια. Πρώτα με τον Νέστορ Κίρχνερ, που εξελέγη το 2003 και η διακυβέρνησή του έβαλε τέλος στην πολιτική κρίση που προκάλεσε το «Αργεντινάτσο» το 2001-03 και έθεσε τις βάσεις να ηγεμονεύσει ως ρεύμα στην κοινωνία. Και μετά τον θάνατό του, με την σύζυγό του Κριστίνα Κίρχνερ, που κυβέρνησε από το 2007 μέχρι σήμερα. Με την ήττα του -εκλεκτού της Κριστίνα- Σιόλι, μπαίνει τέλος και στην πολιτική κυριαρχία του κιρχνερισμού.

Η άνοδος των Κίρχνερ

Οι Κίρχνερ αντιμετώπισαν την οικονομική κρίση, επιλέγοντας να απομακρυνθούν από τη «νεοφιλελεύθερη συναίνεση» και να εφαρμόσουν πολιτικές (στάση πληρωμών στους δανειστές, κάποιες κρατικοποιήσεις, μέτρα προστατευτισμού) βγαλμένες από τα εγχειρίδια των «ροζ οικονομολόγων» της δεκαετίας του ’60 και ’70 και τις πολιτικές «εθνικής ανάπτυξης» που δοκιμάστηκαν στη λατινοαμερικάνικη ήπειρο κυρίως από «λαϊκιστές», ριζοσπάστες εθνικιστές ηγέτες στο παρελθόν.

Αυτός ο «ανορθόδοξος δρόμος» πέτυχε τη σταθεροποίηση της αργεντίνικης οικονομίας, και στη συνέχεια την ανάπτυξή της, κυρίως μέσω των εξαγωγών, που υποστηρίχθηκαν από κρατικές πολιτικές αλλά πάνω από όλα βρήκαν ανταπόκριση στη θηριώδη ζήτηση του κινεζικού καπιταλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, έγινε εφικτή και η βελτίωση της κατάστασης των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων (με τη μείωση της ανεργίας, με επιδοτήσεις που διασφάλιζαν φτηνότερο ρεύμα, καύσιμα, νερό κλπ). Απέναντι στα κοινωνικά κινήματα, οι Κίρχνερ επίσης αντέγραψαν συνταγές από το παρελθόν του περονισμού, με ένα συνδυασμό καταστολής των «απείθαρχων» και ενσωμάτωσης των πιο «πρόθυμων», τη δημιουργία πελατειακών δικτύων μέσα από τις κρατικές πολιτικές «στήριξης των αδυνάμων» και τη στενή σχέση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία κλπ. Κάπως έτσι, έβγαλαν τον αργεντίνικο καπιταλισμό και από την οικονομική αλλά και από την πολιτική κρίση. Παρότι έπαιξαν αυτόν τον πολύτιμο ρόλο, ποτέ δεν κέρδισαν την απόλυτη εμπιστοσύνη της αστικής τάξης: όχι μόνο από τα τμήματά της που θίχτηκαν κατά την «ανασυγκρότηση», αλλά ακόμα και από τους «ευνοημένους» που ανέχτηκαν τον κιρχνερισμό εφόσον «έσωσε το καράβι» αλλά δε νομίζουμε να αποδέχτηκαν ποτέ τον «πολεμικό κεϊνσιανισμό» ως οικονομική στρατηγική.

Η πτώση

Όταν αυτός έφτασε στα όριά του -και πράγματι η οικονομία της Αργεντινής αντιμετωπίζει και πάλι σοβαρά προβλήματα- αγκάλιασαν με θέρμη την προοπτική της «αλλαγής» που φέρνει ο Μάκρι. Παράλληλα, όταν αυτός ο κεϊνσιανισμός έφτασε στα όριά του, η Κίρχνερ προτίμησε να αρχίσει να «ξηλώνει» φιλολαϊκές κατακτήσεις της πρώτης περιόδου, παρά να βαθύνει τη σύγκρουση με την αστική τάξη, για να διασφαλίσει τα συμφέροντα (και την υποστήριξη) της εργατικής κοινωνικής της βάσης. Ο ίδιος ο Σιόλι στην προεκλογική περίοδο (συνεχίζοντας την σχετική στροφή της Κίρνχερ) εστίασε επίσης στην ανάγκη «στήριξης της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων». Σε αυτό το φόντο, ήταν πιο εύκολο να πιάσουν τόπο οι υποσχέσεις του Μάκρι για «αλλαγή σελίδας από το σημερινό αδιέξοδο» που θα «φέρει επενδύσεις και ανάπτυξη».

Η οικονομική κρίση στη Λατινική Αμερική

Αυτή η εξέλιξη είναι σημαντική για όλη τη λατινοαμερικάνικη ήπειρο. Οι «ροζ» κυβερνήσεις στηρίχθηκαν όλες τα προηγούμενα χρόνια στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και κυρίως στα αυξημένα κρατικά έσοδα από τις εξαγωγές. Ξεπέρασαν τις κρίσεις τους σε μια περίοδο που αυτές ήταν «εθνικές» ή έστω «περιφερειακές». Μπόρεσαν να αντέξουν αρχικά το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης, κυρίως εξαιτίας της «κινεζικής ατμομηχανής». Καθώς η κινεζική ηγεσία απάντησε στην πρώτη φάση της κρίσης με ένα τεράστιο πρόγραμμα δημοσίων έργων, αυτό συντηρούσε και τη «δίψα» της για τα προϊόντα που εξήγαγαν οι λατινοαμερικάνικες οικονομίες. Καθόλου τυχαία, τη στιγμή που η Κίνα έρχεται αντιμέτωπη με τα δικά της αδιέξοδα και την δική της οικονομική κρίση, όλη η λατινοαμερικάνικη ήπειρος περνά σε ύφεση. Η κατάσταση «εξαίρεσης» από την παγκόσμια κρίση που επέτρεπε ισορροπίες και δεν έθετε με επιτακτικούς όρους το ερώτημα «ποια τάξη θα πληρώσει το μάρμαρο;» φαίνεται να παίρνει τέλος. Το ίδιο και η ικανότητα των κεϊνσιανών συνταγών να διατηρούν την οικονομία σε μια τροχιά ανάπτυξης.

Και ο πολιτικός αντίκτυπος

Σε αυτό το φόντο, εξελίσσονται δύο παράλληλα πολιτικά φαινόμενα:

-Χάνεται η «ορμή» που χαρακτήρισε την πρώτη περίοδο της ανόδου των «ροζ κυβερνήσεων». Όταν τα κοινωνικά κινήματα που τις είχαν φέρει στην εξουσία είτε παρέμεναν στους δρόμους είτε η ανάμνησή τους ήταν πολύ κοντινή. Όταν αυτές οι κυβερνήσεις έπαιρναν γενναία φιλολαϊκά μέτρα, αδιανόητα μετά από δεκαετίες νεοφιλελευθερισμού και αυτό τους διασφάλιζε ευρεία και αποφασιστική λαϊκή στήριξη, τόσο στις κάλπες όσο και στους δρόμους –απέναντι σε δεξιές προκλήσεις. Αλλού οι κυβερνήσεις στράφηκαν εναντίον τους, αλλού έπαιξαν συνειδητά ή ασυνείδητα ρόλο στην «απονέκρωσή» τους, πριονίζοντας στην ουσία το κλαδί πάνω στο οποίο στέκονταν. 

-Η ηττημένη (ως και διαλυμένη σε κάποιες χώρες) Δεξιά ανασυντάσσεται, και στους δρόμους και στις κάλπες. Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της δίνει χώρο να δημαγωγεί, και να επανασυσπειρώνει καταρχήν τα μεσοστρώματα αλλά και τμήματα των λαϊκών τάξεων. Το γεγονός ότι οι αντίπαλοί της είναι αριστεροί ή κεντροαριστεροί, αναβαπτίζει τον νεοφιλελευθερισμό. Η χρεοκοπημένη σε αυτήν την ήπειρο ιδεολογία (μετά από τις επώδυνες εμπειρίες δεκαετιών), επιχειρεί να βγει στην αντεπίθεση, ξεκινώντας από υπαρκτά προβλήματα (διαφθοράς, πληθωρισμού, ελλείψεων, πελατειακών σχέσεων, αδικιών) που όμως είναι προνομιακά για να εξαπολύσει επίθεση στον «κρατικισμό» και τους «κόκκινους δικτάτορες». Οι βαριές ήττες τους τα περασμένα χρόνια τους έχουν επιπλέον εκπαιδεύσει στην ανάγκη να εντάξουν στη ρητορική τους και την κοινωνική ευαισθησία και να μην εμφανίζονται ως η παλιά Δεξιά που έρχεται για τη ρεβάνς: «Αναγνωρίζουμε τα επιτεύγματα, αλλά πρέπει να βγούμε από τη στασιμότητα, να απελευθερώσουμε την οικονομία από τα δεσμά της για να εμβαθύνουμε αυτά τα επιτεύγματα». Αυτή η ιδεολογική αυτοπεποίθηση των νέων ηγετών της Δεξιάς θυμίζει τους φιλελεύθερους της εποχής της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ.

Με παραλλαγές και τοπικές ιδιαιτερότητες, αυτή η εικόνα δείχνει συνολική.

Στο Εκουαδόρ, ο Κορέα βρίσκεται σε σύγκρουση πλέον με τα κοινωνικά κινήματα, ενώ η αστική τάξη δείχνει επίσης να προσανατολίζεται στο να απαλλαγεί από αυτόν, που υπήρξε «κατάλληλος» για μια περίοδο, αλλά δεν υπήρξε ποτέ «πρώτη επιλογή» της, λέγοντάς του «ευχαριστούμε, αλλά αντίο». Όλη η πολιτική συζήτηση στο Εκουαδόρ αφορά την «έξοδο από τον κορεϊσμό», και το ερώτημα είναι αν αυτή θα γίνει «απτα αριστερά» ή «από τα δεξιά».

Στη Βραζιλία, η Ντίλμα Ρούσεφ επιβίωσε της εκλογικής πρόκλησης, αλλά αντιμετωπίζει πυρά εκ δεξιών και εξ αριστερών ταυτόχρονα: Στους δρόμους της Βραζιλίας πότε θα διαδηλώνουν απεργοί, ή οι φτωχοί από τις φαβέλες, ζητώντας κοινωνική δικαιοσύνη και πότε θα διαδηλώνουν τα μεσοστρώματα ζητώντας «απαλλαγή από τους κομουνιστές».

Στη Βενεζουέλα, η τελευταία προεδρική εκλογή εξελίχθηκε σε ντέρμπι, με την εμφάνιση του Καπρίλες απέναντι στον Μαδούρο. Ο Καπρίλες είναι ο πρώτος διδάξας του «νέου προσώπου της Δεξιάς» που περιγράψαμε παραπάνω. Ο Μαουρίτσιο Μάκρι, ο επιτυχημένος επιχειρηματίας, ο πρόεδρος της Μπόκα Τζούνιορς, ο χαρισματικός και επικοινωνιακός ηγέτης που είναι «ανανεωτής, δημοκράτης και φιλελεύθερος» είναι ο δεύτερος του είδους. Ο Καπρίλες θα οδηγήσει την ενωμένη δεξιά αντιπολίτευση στις βουλευτικές εκλογές του Δεκέμβρη στη Βενεζουέλα, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν σκληρό ντέρμπι. Διόλου τυχαία, πολλά στελέχη της βενεζουελάνικης Δεξιάς ήταν στην Αργεντινή για να στηρίξουν τον Μάκρι και διόλου τυχαία στη η Δεξιά πανηγύρισε σαν να ήταν μια δική της νίκη.

Αλλαγή σελίδας;

Συνολικά, η περίοδος που έμοιαζε πειστική η αφήγηση των ιδεολόγων αυτών των κυβερνήσεων για «εθνική ανάπτυξη – διαρκή πρόοδο – σταδιακούς μετασχηματισμούς» που θα κατέληγαν σε ένα απροσδιόριστο μέλλον σε κάποιο «σοσιαλισμό» ή κάποια «μετακαπιταλιστική», δίκαιη κοινωνία, δείχνει να κλείνει.

Η πορεία του «ροζ κύματος» είχε ήδη μπει σε μια φάση «άμυνας» (όπου δεν έγινε πλήρης συνθηκολόγηση) και μάλιστα όχι με όρους «ηρωικού αγώνα» αλλά περισσότερο με ένα αίσθημα «αδιεξόδου» και «στομώματος» της διαδικασίας.

Η στρατηγική της αργής «κίνησης προς ένα δρόμο πέρα από τον νεοφιλελευθερισμό» μοιάζει να μένει από καύσιμα, στο φόντο της κρίσης. Και αν αποδειχθεί πράγματι ότι αυτή είναι η τάση, αυτό που θα τη διαδεχθεί δεν θα είναι η στασιμότητα στο ίδιο σημείο, αλλά ένα άγριο πισωγύρισμα. Πέρα από τα ιδεολογικά φτιασίδια, η Δεξιά περιμένει για τη ρεβάνς και την πλήρη παλινόρθωση του νεοφιλελευθερισμού. Η πρόκληση για τους εργαζόμενους στη Λατινική Αμερική είναι τεράστια και θα χρειαστούν νέα καύσιμα, για να αποτραπεί το πισωγύρισμα και να γίνουν νέα άλματα μπροστά, που θα σπάνε τη «στασιμότητα» στην οποία έφτασαν οι κυβερνήσεις που αναδείχθηκαν. Και τα μόνα διαθέσιμα καύσιμα είναι αυτά που έδωσαν ώθηση και στον πρώτο ριζοσπαστικό κύκλο κι έφεραν στην εξουσία αυτές τις κυβερνήσεις –οι μεγάλοι αγώνες σαν το Καρακάτσο, το Αργεντινάτσο, την πάλη ενάντια στο πραξικόπημα στη Βενεζουέλα, τον πόλεμο του νερού στη Βολιβία, τις εξεγέρσεις που έριξαν διαδοχικές κυβερνήσεις στο Εκουαδόρ κλπ. Μέσα σε αυτό το κοινωνικό δυναμικό μπορεί να βρει χώρο και η λατινοαμερικάνικη «αριστερά της αριστεράς» για να συγκροτήσει μια μαζική πρόταση που θα πηγαίνει πέρα από το αδιέξοδο στο οποίο δείχνει να φτάνει το προηγούμενο «σχέδιο».

Αργεντινή, περονισμός και Αριστερά

Επιστρέφοντας στην Αργεντινή, σε αυτήν τη φάση, την εκλογική, η άκρα Αριστερά της Αργεντινής δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει την κρίση του περονισμού για να ενισχυθεί. Το Μέτωπο Αριστεράς και Εργαζομένων (FIT), η συμμαχία τριών σημαντικών οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς συγκέντρωσε στον πρώτο γύρο ένα 3,2% και περίπου 800 χιλιάδες ψήφους (στις βουλευτικές γύρω στο 1 εκατομμύριο, διατηρώντας τις 3 έδρες του). Επιβεβαιώνει μετά τις πρώτες εκλογικές του επιτυχίες ότι έχει συγκροτηθεί ως μια πανεθνική δύναμη με σταθερή βάση. Αλλά τα περισσότερα ηγετικά του στελέχη χαρακτηρίζουν αυτήν τη «σταθεροποίηση» ως αποτυχία, στις συνθήκες κρίσης του περονισμού.

Θα δοκιμαστούν πλέον στους σκληρούς αγώνες ενάντια στην επίθεση που θα οργανώσει ο Μάκρι για να ξηλώσει όποια θετική κατάκτηση υπάρχει από την εποχή των Κίρχνερ. Ο περονισμός περνά περιοδικές κρίσεις, όταν αποδεικνύεται ανίκανος να υπερασπιστεί την κοινωνική του βάση, και σε τέτοιες κρίσεις πάντα το ζητούμενο ήταν να μπορέσει να προσφέρει ένα εναλλακτικό ριζοσπαστικό σχέδιο η αντικαπιταλιστική Αριστερά. Όποτε δεν το πέτυχε, ο περονισμός άλλαξε μορφή, επανιδρύθηκε και απέκτησε νέα ζωή, έχει αναπτύξει αυτήν την ικανότητα εδώ και δεκαετίες. Η τελευταία τέτοια χαμένη ευκαιρία ήταν το Αργεντινάτσο. Με την νεοφιλελεύθερη 8ετία του Μενέμ να έχει κλονίσει τον περονισμό και τον Ντε Λα Ρούα που εμφανίστηκε ως εναλλακτική να φεύγει με ελικόπτερο, η άκρα Αριστερά δεν μπόρεσε να σταθεί στο ύψος της πολιτικά κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, παρά την πρωταγωνιστική συμμετοχή των αγωνιστών της στα γεγονότα. Η απάντηση ήρθε από τον Κίρχνερ που έδωσε νέα μορφή – νέα πνοή στον περονισμό και έστρωσε το έδαφος για την ηγεμονία του για άλλα 12 χρόνια.

Με τελείως διαφορετικούς όρους, τίθεται σήμερα μια ανάλογη πρόκληση. Η απάντηση του κινήματος στον Μάκρι, και οι επιλογές των συντρόφων του FIT σε αυτή τη διαδρομή θα έχουν τεράστια σημασία. Για την Αργεντινή, αλλά και για όλη τη Λατινική Αμερική, η Αριστερά της οποίας παρακολουθεί την προσπάθεια των Αργεντίνων συντρόφων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 

Ετικέτες