Πριν 40 χρόνια η Ελλάδα, τραυματισμένη από την επτάχρονη δικτατορία και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, εντάχθηκε στην Κοινή Αγορά, προπάτορα της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ένταξη αυτή παρουσιάστηκε ως εγγύηση του δημοκρατικού πολιτεύματος και των συνόρων της χώρας, της υλικής ευημερίας, της προόδου και του κοινωνικού κράτους, και με αυτό το περιεχόμενο έγινε συναινετικά αποδεκτή από την κοινή γνώμη.
Απολογισμός αυτής της ένταξης δεν έγινε ποτέ, και δεν θα επιχειρηθεί σ’ αυτό το σημείωμα. Απλώς, μπορούμε να δούμε ότι σήμερα αυτές οι προσδοκίες έχουν μετατραπεί στο αντίθετό τους: Το κοινωνικό κράτος διαλύεται, η καταναλωτική «ευημερία» έγινε ανθρωπιστική κρίση, η ΕΕ αντί για παράγοντας γεωπολιτικής σταθερότητας είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης με στόχο τη διεύρυνση της επιρροής της. Όσο για τη Δημοκρατία, αυτή κρίνεται από το ποιος αποφασίζει, με τι διαδικασίες αποφασίζει, υπέρ τίνος αποφασίζει[1]. Δεν κρίνεται από το αν γίνονται εκλογές πού και πού.
Είναι λοιπόν η Ευρώπη «καλή» ή «κακή»; Μπορεί να διορθωθεί, ή πρέπει να διαλυθεί; Μας ωφελεί ή μας βλάπτει η Ευρώπη;
Το κοινό σε τέτοια ερωτήματα είναι ότι θεωρούν την Ευρώπη υποκείμενο, ενώ δεν είναι. Ήταν και είναι πεδίο συγκρούσεων. Μεταξύ εθνών, κρατών ή ορδών, αρχικά, αλλά όλο και περισσότερο μεταξύ διαφορετικών αντιλήψεων και συμφερόντων. Από τους θρησκευτικούς πολέμους μέχρι τις κοινωνικές επαναστάσεις, αλλά και άφθονες αντιπαραθέσεις λιγότερο αιματηρές, από τους αγώνες για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι μέχρι τα ρηξικέλευθα κινήματα στην τέχνη, αμέτρητες ήταν οι αντιθέσεις που αγνόησαν τα σύνορα.
Η Ευρώπη δεν είναι παίκτης, είναι γήπεδο. Παίκτες ήταν η Ιερά Εξέταση και ο Διαφωτισμός, ο Μέττερνιχ και ο Γκαριμπάλντι. Παίκτες είναι αυτοί που έχουν την εξουσία, παίκτες και αυτοί που δεν την αντέχουν – όταν σηκώνουν κεφάλι.
Στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και παγκόσμια, την εξουσία την ασκούν οι «αγορές», δηλαδή το χρήμα, το κινούμενο χρήμα. Το χρήμα που, όπως η Προμηθεϊκή φωτιά, είναι «καλός υπηρέτης και κακός κύριος», που συσσωρεύεται σε όλο και λιγότερα χέρια, που οι εκπρόσωποί του είναι οι κάτοχοί του, όντας ταυτόχρονα οι ίδιοι αναλώσιμοι αν δεν το υπηρετούν σωστά ή αν χρειάζεται να θυσιαστεί κάποιος[2]. Χάρη στις ηλεκτρονικές μετακινήσεις του χρήματος και τη θεσμική κατοχύρωσή τους, οι λίγοι κερδίζουν σε βάρος των πολλών[3]. Τα πάντα γίνονται εμπόρευμα και τα κοινωνικά αγαθά δεν είναι πια τίποτ’ άλλο παρά ευκαιρίες κέρδους. Οι αποφάσεις που παίρνονται έχουν στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους και την απρόσκοπτη κυκλοφορία του χρήματος σε βάρος της ποιότητας ζωής, σε βάρος της κοινωνικής συνοχής.
Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται η πλήρης υποταγή της πολιτικής εξουσίας στην οικονομική εξουσία, η υπαλληλοποίηση των πολιτικών. Και αυτό διευκολύνεται με την αναπαραγωγή και διάδοση της ιδεολογίας του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου: οι «αγορές» είναι κάτι σαν φυσικό φαινόμενο, όπως οι παλίρροιες, οι πλημμύρες και τα τσουνάμια, και δεν μπορούμε παρά να υποταχθούμε σ’ αυτές. Και με τη συνεπικουρία των ελεγχόμενων ΜΜΕ επιχειρούν να μας πείσουν ότι είναι φυσιολογική η ανεργία, οι πτωχεύσεις, η αδυναμία πληρωμής, η κατάργηση του ΕΣΥ και η διάλυση της Παιδείας, η ιδιωτικοποίηση του νερού, η μόλυνση της Μεσογείου, η διάδοση των μεταλλαγμένων τροφών[4]. Φυσιολογικά όλα αυτά και ψυχολογικά τα αίτια της αύξησης των αυτοκτονιών.
Μονόδρομος όλα αυτά εφόσον δεν υπάρχει αντίσταση. Όχι αντίσταση για την τιμή των όπλων (άντε μια σαρανταοχτάωρη απεργία στην οποία κανείς δε δίνει σημασία και την επομένη πάλι τα ίδια), αλλά αντίσταση μαζική, με ενεργοποίηση όσων πλήττονται και μαζική συμπαράσταση σ’ αυτούς. Αντιστάσεις πολλές, που, συσσωρευμένες, θα οδηγήσουν στην ανατροπή των υπαλλήλων των «αγορών» κάτω από την κοινωνική πίεση και θα ανοίξουν άλλους δρόμους, πέρα από το μονόδρομο της ανεργίας, της ύφεσης και της ανέχειας.
Σημαντικό ρόλο σε μια τέτοια πορεία θα παίξει το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Πρέπει να καταβαραθρωθούν οι δυνάμεις που διαχειρίζονται τα Μνημόνια, οι ίδιες που μας οδήγησαν σ’ αυτά, ώστε να επιταχυνθεί η πορεία προς τις βουλευτικές εκλογές με αναδιάταξη των δυνάμεων. Και πρέπει η Αριστερά να αποδείξει στους οπαδούς του «Κανένα» ότι έχει τη θέληση και την ικανότητα της ανατροπής, ότι απέναντι στην Ευρώπη των σύγχρονων Μέττερνιχ ενσαρκώνει την Ευρώπη των σύγχρονων Γκαριμπάλντι, ώστε η διαφορά των ποσοστών της από τις μνημονιακές δυνάμεις να είναι συντριπτική.
Και για να το πετύχει αυτό, η Αριστερά –και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ– οφείλει να δηλώσει ότι όχι μόνο θα καταργήσει τα μνημόνια, αλλά και θα χτυπήσει την παντοδυναμία των «αγορών» που μας οδήγησε σ’ αυτά. Ότι θα ανακτήσει την εθνική κυριαρχία και θα αναστείλει τις διεθνείς δεσμεύσεις που εμποδίζουν την ανασυγκρότηση της χώρας. Ότι θα κυβερνήσει όχι με τεχνοκρατικά διατάγματα, αλλά με τη συστράτευση των αποκάτω. Με τη χρήση του κράτους για την εξασφάλιση πόρων και ρευστότητας, με την ενθάρρυνση της δημιουργικότητας του πλούσιου ανθρώπινου δυναμικού που έχει η χώρα μας.
Μόνον έτσι υπάρχει η δυνατότητα να μην κλαίμε τη μοίρα μας, αλλά να ανοίξουν άλλοι δρόμοι. Να φανεί φως στο τούνελ για την Ελλάδα και για την Ευρώπη ολόκληρη.
[1] Το 2005, σε επίσκεψή του στην Αθήνα, ο Μπερνάρ Κασσέν, της Μοντ Ντιπλοματίκ, είχε δηλώσει ότι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση ζητούσε να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα γινόταν δεκτή γιατί δεν ικανοποιεί τα ελάχιστα τυπικά κριτήρια δημοκρατικής λειτουργίας.
[2] Προφανώς, όσο πιο ισχυρός, τόσο λιγότερο ευάλωτος είσαι: στα σκάνδαλα που αποκαλύπτονται αυτοί που κατά κανόνα την πληρώνουν είναι αυτοί που δωροδοκούνται, όχι αυτοί που δωροδοκούν…
[3] Το περίφημο κούρεμα του ελληνικού χρέους, κατά το οποίο εξατμίστηκαν τα αποθεματικά των πανεπιστημίων και των ταμείων χωρίς καν να ειδοποιηθούν, έγινε χωρίς να αλλάξει χέρια ούτε ένα ευρώ.
[4] Εκτός αν «πείσουμε» τις εταιρείες ότι οι τροφές τους είναι βλαβερές, σύμφωνα με το σχέδιο της ελληνικής προεδρία για τον «έλεγχο» των μεταλλαγμένων.
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 18/3/2014