Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες πιθανά θυμούνται ένα σύνθημα των αστικών δυνάμεων και του καθεστωτικού Τύπου, στη δεκαετία του ’70: Ελλάς-Γαλλία, συμμαχία…

Αποτύπωνε, τότε, την πολιτική της ΝΔ υπό τον Καραμανλή εδώ και των γκολικών ρεπουμπλικάνων υπό τον Ζισκάρ Ντ’ Εστέν στη Γαλλία. Οι στενές σχέσεις μεταξύ των κυβερνητικών κομμάτων της Δεξιάς στις δύο χώρες είχαν ως βάση την προοπτική της ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, τη μετέπειτα ΕΕ, μια ευρωπαϊκή «διεύρυνση» προς τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο που υποστήριζε θερμά το γαλλικό κράτος.

Παρότι αυτή η «συμμαχία» καθοδηγήθηκε από τη Δεξιά και στις δύο χώρες, διέθετε «διείσδυση» προς την κοινή γνώμη, ακόμα και σε τμήματα της Αριστεράς. Η επιχειρηματολογία που τη στήριζε αναζητούσε «προοδευτικό» προσωπείο. Ανακαλούσε τις μνήμες κατά της δικτατορίας, πρόβαλλε την προοπτική μιας γενικής «ευημερίας» μέσω της ένταξης στην ΕΕ, υποσχόταν «σταθερότητα» των αστικοδημοκρατικών θεσμών.

Αυτή η ιδέα της στήριξης σε μια στενότερη συμμαχία με τη Γαλλία επανέρχεται σήμερα. Με αρκετά διαφορετικό περιεχόμενο και πολύ πιο αντιδραστική επιχειρηματολογία.

Ιδεολογικά, την προοπτική χάραξε ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, που δεν δίστασε, παρουσιάζοντας στη Θεσσαλονίκη το πρόγραμμα Gr-Invest της κυβέρνησής του, να περιγράψει τον Εμανουέλ Μακρόν περίπου ως μοντέλο για τον σύγχρονο «προοδευτικό χώρο», όπως τουλάχιστον τον κατανοεί ο Τσίπρας μετά από 5 χρόνια βύθισής του στη νεοφιλελεύθερη νεομνημονιακή πολιτική.

Ο Μακρόν, παρότι διεκδικεί την κληρονομιά της σοσιαλδημοκρατίας στη Γαλλία, μετά την ολοκλήρωση της σοσιαλφιλελεύθερης διαλυτικής μετάλλαξης του κόμματος του Μιτεράν, είναι ένας ακραία νεοφιλελεύθερος πολιτικός. Η Γαλλία συγκλονίζεται τούτο τον καιρό από την πιο σκληρή και μαζική απεργία μετά το 1968, ενάντια στην ασφαλιστική αντιμεταρρύθμιση του Μακρόν.

Με αυτή την έννοια ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε κανένα πρόβλημα να «παραλάβει» τις προεργασίες του Τσίπρα και να κλιμακώσει, με άλματα, την προοπτική μιας στενότερης συμμαχικής σχέσης με τον Μακρόν.

Η Γαλλία σήμερα προσπαθεί συστηματικά να αναβαθμίσει τον ηγετικό ρόλο της μέσα στην ΕΕ. Οικονομικά υστερεί έναντι της Γερμανίας, αλλά σε στρατιωτικό επίπεδο κυριολεκτικά κυριαρχεί. Και αυτό, σε μια περίοδο μεγάλης όξυνσης των ανταγωνισμών διεθνώς, μεταφράζεται σε μεγάλη πολιτική δύναμη. Αυτή είναι η βάση της ιδιαίτερα φιλόδοξης «ενεργοποίησης» του Μακρόν το τελευταίο διάστημα.

Ο επεκτατισμός είναι μια τέχνη πολύ οικεία για τον γαλλικό ιμπεριαλισμό. Η Γαλλία σήμερα διατηρεί στρατό σε 5 τουλάχιστον αφρικανικές χώρες και το ναυτικό της θεωρείται στρατηγικός «παίκτης» σε παγκόσμια κλίμακα. Ο γαλλικός μιλιταρισμός διαθέτει πυρηνική δύναμη, διαθέτει μια ανταγωνιστική βιομηχανία όπλων υπολογίσιμη ακόμα και από τους Αμερικάνους και τους Ρώσους, διαθέτει μια πολεμική τεχνογνωσία που πέρα από τα «παραδοσιακά» μέσα δεν δίστασε διαχρονικά να χρησιμοποιεί μεγάλα σώματα μισθοφόρων δολοφόνων (Λεγεώνα των Ξένων) και προβοκάτσιες μεγάλης κλίμακας. Αυτή η δύναμη προβάλλει σήμερα ως η ραχοκοκαλιά της στρατιωτικοποίησης της ΕΕ.

Το γαλλικό κράτος –πέρα από τα ιδεολογήματα περί της, τάχα, προσήλωσής του στο Διαφωτισμό και στη δημοκρατία– υπήρξε μια δύναμη διαχρονικά βαθιά ρατσιστική. Οι Αφρικανοί, οι λαοί του Μαγκρέμπ, οι λαοί της Ινδοκίνας, οι Αντιγιέζοι, οι Άραβες, υπήρξαν παραδοσιακοί «στόχοι» αυτής της πολιτικής. Στα τελευταία χρόνια αυτή η πολιτική έχει μετατοπιστεί, βάζοντας κυρίως στο στόχαστρο τους μουσουλμάνους. Η ισλαμοφοβία είναι ιδιαίτερα ισχυρή «συνιστώσα» της πολιτικής όλων των κυβερνήσεων στη Γαλλία εδώ και δεκαετίες. Η ισλαμοφοβία αφορά τη νομιμοποίηση της δράσης του γαλλικού ιμπεριαλισμού διεθνώς, αλλά επίσης την ιδιαίτερα αντιδραστική αντιμετώπιση των εκατομμυρίων μουσουλμάνων εργατών στη Γαλλία, όπως έδειξαν οι επανειλημμένες άγριες εξεγέρσεις στα προάστια του Παρισιού. Αυτή η πολιτική του κράτους και της κυρίαρχης τάξης εξηγεί την άνοδο και την ανθεκτικότητα της ρατσιστικής ακροδεξιάς της Λεπέν, που έχει χτίσει την πολιτική προοπτική ακόμα και να διαδεχθεί τον Μακρόν στην κυβερνητική εξουσία. Εξηγεί επίσης το γιατί ο Μακρόν πήρε τα ηνία του «αντιτουρκισμού» στο εσωτερικό της ΕΕ, κατηγορώντας τη Μέρκελ για συμβιβαστικές τάσεις απέναντι στον Ερντογάν, τάσεις που τάχα συνδέονται με μια (υποτίθεται) ήπια στάση της γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στα εκατομμύρια των Τούρκων μεταναστών εργατών στη Γερμανία.

Το καθεστώς του Μακρόν έχει σήμερα τις καλύτερες σχέσεις με τις ΗΠΑ από όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η παράδοση του γαλλικού επεκτατισμού και το κύρος του γαλλικού μιλιταρισμού είναι μια βάση συνεννόησης, μια «γλώσσα» που κατανοεί και εμπιστεύεται ο Τραμπ. Η Γαλλία του Ντε Γκολ –που δεν δίστασε να βγει, προσωρινά, από το ΝΑΤΟ– είναι σήμερα ο πυλώνας του ευρωατλαντισμού.

Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω ερμηνεύει την εκστρατεία του Μακρόν στην Ανατολική Μεσόγειο. Η γαλλική Total είναι η «υπαρχηγός» πίσω από την αμερικανική Exxon Mobil, στο σχέδιο εξόρυξης υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην κατασκευή του αγωγού East Med. Όλοι γνωρίζουν τις επικινδυνότητες αυτού του σχεδίου και οι ελίτ δεν συμμερίζονται τις σαπουνόφουσκες περί Διεθνούς Δικαίου. Γι’ αυτό οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις κλιμακώνουν θεαματικά την παρουσία τους στην περιοχή. Η Γαλλία απέκτησε μόνιμη ναυτική βάση στην Κύπρο. Το πυρηνικό αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκολ, η ναυαρχίδα του γαλλικού στόλου, περιπολεί διαρκώς νότια της Κύπρου και της Κρήτης. Γαλλικά Raffal πετούν πάνω από τα «οικόπεδα» της κυπριακής ΑΟΖ. Η συνεργασία των Γάλλων με τους Αμερικάνους συστηματοποιείται με διαδοχικές αεροναυτικές ασκήσεις στην περιοχή (με τη συμμετοχή ελληνικών και ισραηλινών δυνάμεων).

Οι ιμπεριαλιστές γνωρίζουν ότι στην προοπτική θα χρειαστούν ισχυρά ντόπια στηρίγματα. Γι’ αυτό ο Μακρόν υποστηρίζει θερμά τον διπλωματικό και στρατιωτικό «άξονα» Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ. Γι’ αυτό το γαλλικό κράτος πρωτοστατεί αυτή την περίοδο στις πρακτικές «καταδίκης της Τουρκίας». Η αντίθεση οξύνθηκε και από την απόπειρα του Ερντογάν να εμπλακεί στη Λιβύη, στη χώρα όπου η Γαλλία θεωρεί ότι έχει (κληρονομημένη από την αποικιοκρατική ιστορία) την πρωτοκαθεδρία, ακόμα και έναντι ευρωπαίων «συμμάχων» όπως η Ιταλία.

Αν τα παραπάνω περιγράφουν τη διπλωματική βάση της σύσφιξης των γαλλοελληνικών σχέσεων, οι Μητσοτάκης και Μακρόν επισημοποίησαν τον αρραβώνα με το δαχτυλίδι των εξοπλισμών. Η Ελλάδα έχει παραγγείλει προγράμματα αναβάθμισης των Μιράζ, θα συνδυάσει την παραγγελία των Αμερικανικών F35 με γαλλικά Raffal και κυρίως έχει παραγγείλει δύο υπερσύγχρονες βαριές φρεγάτες τύπου Belhara. Πρόκειται για πανάκριβα πλοία (2,5 δισ. ευρώ), με τεράστια δύναμη πυρός, απολύτως ακατάλληλα για «αμυντική» δράση στα στενά του Αιγαίου, για πλοία «ανοιχτής θαλάσσης» που μπορούν να δρουν σε μεγάλες αποστάσεις από τους ναυστάθμους τους.

Το οικονομικό κόστος των εξοπλισμών είναι καθαρός παραλογισμός σε μια χώρα ρημαγμένη από την κρίση. Όμως εξίσου σοβαρό είναι το πολιτικό κόστος: Οι εξοπλισμοί δένουν τη χώρα στην ουρά των ΗΠΑ και της ΕΕ, με δεσμά μη ορατά, αλλά πολύ ισχυρά.

Ο Μητσοτάκης και τα φιλικά προς τη ΝΔ ΜΜΕ –με την υποστήριξη σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα από τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα– παρουσιάζουν την «αφήγηση» ότι, με τις στενότερες σχέσεις με τις ΗΠΑ του Τραμπ και τη Γαλλία του Μακρόν, θα επιβάλουμε στην Ανατολική Μεσόγειο μια «μοιρασιά» που ως ντόπιους νικητές θα έχει το ελληνικό κράτος και το κράτος του Ισραήλ.

Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά την ιστορία. Στα 1922, όταν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (και μεταξύ τους η Γαλλία) κατοχύρωσαν τα «έπαθλα» που διεκδικούσαν από τη διάλυση του «μεγάλου ασθενούς» στην Ανατολή, αποχώρησαν αιφνιδιαστικά από τις πολεμικές επιχειρήσεις και άφησαν τους «ντόπιους» να αλληλοσφαγούν ανενόχλητοι. Οι λυκοσυμμαχίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία είναι ασταθείς και επικίνδυνες πολιτικές. Έχουν άμεσο κόστος για τους λαούς και κυρίως φέρνουν όλο και πιο κοντά μια μείζονα καταστροφή: Το ενδεχόμενο ενός πολέμου για τη μοιρασιά των πετρελαίων και του φυσικού αερίου, για τη μοιρασιά των ορυκτών καυσίμων που, έτσι κι αλλιώς, η ανθρωπότητα θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει μέσα στα επόμενα χρόνια.

Δεν υπάρχει καμιά εκδοχή Διεθνούς Δικαίου που να δικαιολογεί αυτή την αντιδραστική προοπτική. Χρειάζονται επειγόντως πολιτικές πρωτοβουλίες ενάντια στους εξοπλισμούς, ενάντια στο εξορυκτικό μοντέλο, ενάντια στις φιλοπόλεμες πολιτικές, ενάντια στην πρόσδεση στην ουρά των Τραμπ, Μακρόν και Νετανιάχου.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες