Τόσο στο ζήτημα της αντιμετώπισης του ελληνικού δημόσιου χρέους όσο και στα λοιπά εκβιαστικά διλήμματα που τίθενται από το ντόπιο και ξένο αστικό κατεστημένο απαιτείται αποφασιστικότητα και καθαρή σκέψη.

Το Μάιο του 2011 μεταφράστηκε στα ελληνικά ένα εξαιρετικά κατατοπιστικό βιβλίο του καθηγητή E. Toussaint και της Μ. L. Fatorelli, με τον τίτλο Ανοίγουμε τα βιβλία του χρέους! Τι είναι και πώς γίνεται ο λογιστικός έλεγχος του δημόσιου χρέους, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζεται ο ορισμός και οι διαστάσεις του απεχθούς χρέους, καθώς και οι τεχνικο-οικονομικές και νομικές πλευρές της συγκρότησης Επιτροπών Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ), όπως αυτές βρήκαν εφαρμογή σε μια σειρά από χώρες του κόσμου (Ισημερινός, Αργεντινή, Βραζιλία κ.ά.). Στο τέλος του βιβλίου οι συγγραφείς θέτουν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα γύρω από την περίπτωση της διόγκωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους και, σε κάποιο σημείο, καταλήγουν : «Τέλος, το εγχείρημα [ενν. του ελέγχου του χρέους] δεν είναι εύκολο, αλλά είναι απολύτως εφικτό… Εξαρτάται από την οργανωμένη κοινωνική πίεση, από την πολλή εργασία που αφιερώνουμε στην έρευνα και στην προετοιμασία εκθέσεων του λογιστικού ελέγχου και, ουσιαστικά, από την πολιτική βούληση για να έχουμε αποτελέσματα υπέρ του ελληνικού λαού και της υπεράσπισης των κοινωνικών του δικαιωμάτων. Εμπρός φίλοι της Ελλάδας – και μπορείτε να υπολογίζετε στην άνευ όρων υποστήριξή μας» (σελ. 150 του βιβλίου). 

Μια τέτοια αυτόβουλη διαθεσιμότητα των δυο σημαντικών επιστημόνων φαινόταν μέχρι πριν λίγους μήνες μη αξιοποιήσιμη, με δεδομένη την πολιτική εμπλοκή του μέχρι πρότινος Μνημονιακού καθεστώτος στον υπερδανεισμό της χώρας μας και, άρα, με δεδομένη την εχθρική του τοποθέτηση απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο διερεύνησης αυτού του δανεισμού.

            Μετά, βέβαια, την πτώση του Μνημονιακού καθεστώτος στις 25 του περασμένου Γενάρη και την κυβερνητική αλλαγή που συντελέστηκε, άνοιξε ο πολιτικός δρόμος για τη διερεύνηση αυτού του δανεισμού.

Έτσι, μετά από μια τρίμηνη διερεύνηση της υφής και προέλευσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, δημοσιεύτηκε (στις 17 Ιουνίου του 2015) από τη Βουλή των Ελλήνων μια σύνοψη από την «Προκαταρκτική Έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους». Στην επιτροπή αυτή συμμετείχαν ο E. Toussaint και η Μ. L. Fatorelli, μαζί με πληθώρα Ελλήνων και ξένων ειδικών εμπειρογνωμόνων, νομικών, οικονομολόγων, συνταγματολόγων, οι οποίοι εξειδικεύονται και δραστηριοποιούνται γύρω από ζητήματα ελέγχου δημόσιου χρέους.

Στην εν λόγω σύνοψη γίνεται αναφορά στο ελληνικό χρέος των Μνημονίων ως παράνομο και επαχθές και στο κατοχυρωμένο δικαίωμα της χώρας μας (με βάση την τεκμηρίωση αυτή) να αρνηθεί την αποπληρωμή του. Αποδέκτες, φυσικά, μιας τέτοιας (πιθανής) άρνησης πληρωμής είναι το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και οι δανείστριες χώρες της Ε.Ε. Κι ο λόγος είναι αυτός που πέντε χρόνια υποψιαζόμασταν : κατά την υποτιθέμενη δανειοδότηση της χώρας μας, με τα περιβόητα Μνημόνια, έχουν παραβιαστεί όλες εκείνες οι νομικές (διεθνείς και συνταγματικές) εγγυήσεις, με σκοπό να διασωθούν ιδιωτικές τράπεζες και μόνον και να «φορτωθεί» το ελληνικό κράτος ένα δυσβάσταχτο και μη αποπληρώσιμο χρέος, απ’ το οποίο η χώρα δεν κέρδισε τίποτε!

Στη σύνοψη της Έκθεσης σημειώνεται χαρακτηριστικά : «Τα ποσά που διατέθηκαν μέσω των προγραμμάτων διάσωσης (μνημονίων) του 2010 και του 2012 ελέγχονταν από το εξωτερικό μέσα από περίπλοκες διευθετήσεις, οι οποίες απέκλειαν κάθε δημοσιονομική αυτονομία. Οι δανειστές υπαγόρευσαν αυστηρά τον τρόπο διάθεσης των δανειακών κεφαλαίων ‘διάσωσης’, και έτσι είναι αποκαλυπτικό ότι κατευθύνθηκαν στην κάλυψη των τρεχουσών δημόσιων δαπανών λιγότερα από τα 10% των κεφαλαίων που εισπράχθηκαν».  Και λίγο μετά διαβάζουμε : «Το χρέος προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι επίσης αθέμιτο και επονείδιστο, διότι ο κύριος λόγος ύπαρξης του Προγράμματος Αγοράς Ομολόγων (Securities Market Programme, SMP) ήταν να εξυπηρετηθούν συμφέροντα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, επιτρέποντας στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές και ελληνικές ιδιωτικές τράπεζες να απαλλαγούν από τα ελληνικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους».

Τα υποτιθέμενα δάνεια, λοιπόν, που μας έδωσαν οι Ευρωπαίοι «εταίροι» («διασώζοντάς μας», κατά το Μνημονιακό πολιτικό υπηρετικό προσωπικό) όχι μόνο δεν εισήλθαν στα ελληνικά δημόσια ταμεία, αλλά κατευθύνθηκαν απευθείας στις ξένες και ελληνικές τράπεζες, διασώζοντάς τες από πιθανή ζημιά, λόγω της μεγάλης έκθεσής τους σε ελληνικά ομόλογα!

Στη σύνοψη αναδεικνύεται η συνευθύνη της Ε.Ε. καθώς και των διαφόρων θεσμών της στη διόγκωση του ελληνικού χρέους και σε όλον αυτόν το φαύλο κύκλο της παράνομης κι αθέμιτης υπερχρέωσης.

            Το αποτέλεσμα από τις εργασίες της Επιτροπής αυτής καταδεικνύουν ως «παραμύθια της Χαλιμάς» όλη τη ρητορική που ακούγαμε μέχρι πρόσφατα από το Μνημονιακό καθεστώς και, συνάμα, αποτελεί ένα επιπλέον διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης. Επίσης, της παρέχει το νόμιμο δικαίωμα να προχωρήσει σε αθέτηση πληρωμών προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ, εφαρμόζοντας τις επιταγές του ελληνικού συντάγματος και του διεθνούς δικαίου και αρνούμενη να τους πληρώσουν (ως απόρροια πολιτικής βούλησης κι όχι αδυναμίας πληρωμής). Κι αυτό γιατί η Ελλάδα συνεχίζει ν’ αποτελεί ανεξάρτητη χώρα κι όχι «μπανανία» τριτοκοσμικού τύπου.

Εξάλλου, τα μέλη της σημερινής κυβέρνησης έχουν το συντριπτικό ηθικό πλεονέκτημα πως δεν υπέγραψαν προμήθειες εξοπλιστικών (υποβρύχια που «γέρνουν»), δεν έλαβαν μίζες για επαχθείς (για το ελληνικό δημόσιο) συμφωνίες με πολυεθνικές εταιρείες, δεν είναι στα «κιτάπια» καμιάς Siemens. Δεν έχουν συμμετοχή δηλ. και πολιτική ευθύνη στον ελληνικό δανεισμό και πριν το 2010 και, επομένως, δεν μπορούν να «συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις» των ισχυρών ενδοχώριων και εξωχώριων οικονομικών κύκλων. Οποιαδήποτε άλλη γραμμή απεμπόλησης του δικαιώματος μονομερούς διαγραφής του παράνομου αυτού χρέους και συνθηκολόγησης με τις εξωφρενικές απαιτήσεις της Ε.Ε. θα συνιστά συμβολή σε κινήσεις δολιοφθοράς και μη βιωσιμότητας της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

Απαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, για μια τέτοια κίνηση είναι η αυξημένη ενημερότητα και η συμμετοχή και του ίδιου του κόσμου και, προφανώς, η αγνόηση όλης της κακόφημης προπαγάνδας που ακούγεται όλες αυτές τις μέρες.

Τόσο στο ζήτημα της αντιμετώπισης του ελληνικού δημόσιου χρέους όσο και στα λοιπά εκβιαστικά διλήμματα που τίθενται από το ντόπιο και ξένο αστικό κατεστημένο απαιτείται αποφασιστικότητα και καθαρή σκέψη.

Προϋπόθεση, βέβαια, αποτελεί να σκεφτούμε έξω από τα όρια που μας επιβάλλουν να σκεφτόμαστε οι κυρίαρχοι οικονομικοί κύκλοι σε Ελλάδα και Ευρώπη και να απαντήσουμε με δυναμικό τρόπο. Ένας τέτοιος τρόπος περνάει μέσα κι από ένα ηχηρό και πλειοψηφικό «ΟΧΙ» στο προσεχές δημοψήφισμα.  

Ετικέτες