Ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι ανακοίνωσε το πρωί της Παρασκευής [19 Νοέμβρη] την απόφαση της κυβέρνησής του να ακυρώσει τους τρεις αγροτικούς νόμους που είχαν προκαλέσει αντιπαράθεση. Πρόκειται για μια τεράστια νίκη του αγροτικού κινήματος που αγωνίστηκε επί έναν χρόνο, την οποία θα θυμόμαστε για χρόνια.

Η κυβέρνηση ως τώρα ήταν ανυποχώρητη, με τον ίδιο τον Μόντι να χαρακτηρίζει υποτιμητικά τους αγρότες διαδηλωτές ως «andolan jeevi» (αυτοί που ζουν από τις αναταραχές) μέσα στην αίθουσα της Βουλής. Ο μηχανισμός του BJP [το ακροδεξιό κυβερνητικό κόμμα] επιχείρησε να χαρακτηρίσει την αγροτική αναταραχή ως καθοδηγούμενη από «Χαλιστάνι» [αυτονομιστικό κίνημα μερίδας των Σιχ που συνετρίβη στο παρελθόν και δεν έχει πλέον λαϊκό έρεισμα] και χρηματοδοτούμενη από τρομοκρατικές οργανώσεις. 

Ωστόσο οι αγρότες παρέμειναν αταλάντευτα αφοσιωμένοι στην απαίτησή τους για πλήρη κατάργηση των αγροτικών νόμων, τους οποίους θεωρούσαν «φιλο-επιχειρηματικούς» και «αντι-αγροτικούς». Σε αντίθεση με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς ότι είχε γίνει διαβούλευση με τους αγρότες πριν ψηφιστούν οι νόμοι, οι διαδηλωτές υπενθύμιζαν στον κόσμο ότι οι νόμοι εισήχθησαν αρχικά ως διατάγματα τον Ιούνη του 2020, κάτι που θεώρησαν επιβολή των νέων νόμων από την πίσω πόρτα.

Σε κάθε στάδιο των κινητοποιήσεων, η κυβέρνηση του BJP επιχειρούσε να συντρίψει το αγροτικό κίνημα. Το πιο ακραίο επεισόδιο ήταν όταν ένα κονβόι αυτοκινήτων επιτέθηκε «θερίζοντας» αγρότες διαδηλωτές στο Λαχιμπούρ Χίρι, [περιφέρεια του] Ουτάρ Πραντές. Στο συμβάν φέρεται να συμμετείχε και ο γιος του Πολιτειακού υπουργού Εσωτερικών Ατζάι Μίσρα. 

Πάνω από 600 διαδηλωτές αγρότες σκοτώθηκαν στη διάρκεια των κινητοποιήσεων. Πολλοί φυλακίστηκαν με σκληρές ποινές. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τον αστυνομικό μηχανισμό για να παρενοχλήσει το κίνημα. Τα σύνορα του Δελχί, Σίνγκου και Τίκρι, όπου οι αγρότες έκαναν τις διαδηλώσεις τους, είχαν μετατραπεί πρακτικά σε υπαίθριες φυλακές. Μετά την αγροτική διαδήλωση τη Μέρα της Δημοκρατίας [εθνική γιορτή, όταν οι αγρότες «εισέβαλαν» στην πρωτεύουσα «για να απευθυνθούν αυτοί στο έθνος αντί για τον πρωθυπουργό»] νωρίτερα φέτος, η αστυνομία εξαπέλυσε κυνηγό ενάντια σε κάποια από τα ηγετικά στελέχη των αγροτών. Αλλά οι αγρότες παρέμειναν αταλάντευτα αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις κινητοποιήσεις. Η αποφασιστικότητά τους φάνηκε όταν η σύλληψη του ηγέτη του Συνδικάτου Ινδών Αγροτών, Ρακές Τικάιτ, μετά τη διαδήλωση της Μέρας της Δημοκρατίας στο Γκαζιπούρ, σύνορο του Δελχί, προκάλεσε αναζωογόνηση των διαδηλώσεων, οι οποίες εξαπλώθηκαν σε όλο το Ουτάρ Πραντές.

Η απόφαση του πρωθυπουργού να ακυρώσει τους νόμους δείχνει ότι οι αγροτικές κινητοποιήσεις γονάτισαν την κυβέρνηση. Τα τελευταία 7 χρόνια, η κυβέρνηση Μόντι έχει αποκτήσει τη φήμη της αδιάλλακτης  απέναντι σε λαϊκές κινητοποιήσεις. Ακόμα και η πιθανότητα παραδοχής της ύπαρξης κάποιων αιτημάτων από κοινωνικές ομάδες που κινητοποιούνταν, αντιμετωπιζόταν με περιφρόνηση, ως σημάδι αδυναμίας, από μια κυβέρνηση που έχει εμμονή με την εικόνα της ως ισχυρή κι αποφασιστική. Αυτή η προσέγγιση οδήγησε αρκετές φορές την κυβέρνηση Μόντι να κινείται με αυταρχικό τρόπο.

Από την άλλη, το αγροτικό κίνημα εξελισσόταν με δυναμικό τρόπο από τη στιγμή που ξέσπασε. Από διαμαρτυρία που είχε ισχυρές ρίζες μόνο στο Παντζάμπ, εξελίχθηκε σε ένα πανεθνικό κίνημα στο οποίο οι αγροτικές οργανώσεις έβαλαν στην άκρη τις διαφορές τους και συνεργάστηκαν για να αντιμετωπίσουν μια πανίσχυρη κυβέρνηση. Αργά και σταδιακά, διάφορες ηγεσίες από διαφορετικά κρατίδια συνενώθηκαν και συγκρότησαν ένα ενιαίο μέτωπο, το οποίο στην εξέλιξή του επισκίασε τις αντιθέσεις μεταξύ διαφορετικών καστών και κοινοτήτων. Κάθε φορά που το κίνημα αντιμετώπιζε μια δυσκολία και υποχώρηση, στη συνέχεια έβγαινε ισχυρότερο. Το σύνθημα «Kisan Ekta Zindabad» [«ζήτω η ενότητα των αγροτών»] που κυριαρχούσε σε όλες τις διαδηλώσεις έγινε επίσης η φωνή πολλών αγροτών που δεν είχαν την ευκαιρία να συμμετέχουν ενεργά στις κινητοποιήσεις [ρεπορτάζ ανέφεραν πως το σύνθημα αναγραφόταν σε χαρταετούς, ή φωναζόταν τακτικά μέσα από τα σπίτια, την ώρα της δουλειάς κλπ].  

Τους τελευταίους μήνες, η κινητοποίηση των αγροτών εξελίχθηκε σε πολιτικό κίνημα ενάντια στις πολωτικές [διχαστικές] τακτικές του BJP. Συνέβαλε να επουλωθεί το τραύμα της έντασης μεταξύ της κάστας των Τζατ και των Μουσουλμάνων -δύο κοινότητες που οι σχέσεις τους είχαν διαρραγεί μετά τα βίαια επεισόδια του 2013 στο Μουζαφαρνάγκαρ- στο δυτικό Ουτάρ Πραντές. Το κίνημα έγινε η πλατφόρμα στην οποία ενώθηκαν πολλές κοινότητες.

Νωρίτερα, οι ηγεσίες των αγροτών είχαν κάνει μια εκτεταμένη πολιτική καμπάνια ενάντια στο BJP στη Δυτική Βεγγάλη και συνέβαλαν καθοριστικά στην ταπεινωτική ήττα του «σαφράν» κόμματος σε αυτό το κρατίδιο [το πορτοκαλοκίτρινο χρώμα του σαφράν είναι συνδεδεμένο με τον ινδουϊσμό, ενώ στην πολιτική έχει ταυτιστεί με την Hindutva, μια εκδοχή επιθετικού ινδουϊστικού σωβινισμού που εκφράζει το BJP].  Υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις όπου οι άνθρωποι δεν επέτρεπαν καν σε στελέχη του BJP να κάνουν προεκλογική παρέμβαση στα χωριά τους. Το κίνημα επίσης πυροδότησε μια έξοδο χαμηλότερων στελεχών του BJP προς άλλα κόμματα σε αρκετά κρατίδια.

Σε κάθε του πτυχή, το κίνημα δημιούργησε ένα παράδειγμα και έδειξε έναν δρόμο για την αντιμετώπιση των προσπαθειών των πολιτικών κομμάτων να πολώνουν την κοινωνία πάνω σε κοινοτικές διαχωριστικές γραμμές. Μετά τα βίαια επεισόδια στο Μουζαφαρνάγκαρ, το BJP ήταν ο μόνος κερδισμένος από την εχθρότητα μεταξύ Τζατ και Μουσουλμάνων. Στη Χαριάνα, το σαφράν κόμμα έβαζε την Τζατ πλειοψηφία απέναντι σε άλλες μικρότερες κοινότητες, ακολουθώντας την κυνική μέθοδο πόλωσης με στόχο τις εκλογικές επιτυχίες που εφαρμόζει στα περισσότερα κρατίδια.

Αφού περιφρόνησε το αγροτικό κίνημα με κάθε τρόπο, η ανακοίνωση του Μόντι για την ακύρωση των αγροτικών νόμων είχε έναν ιδιαίτερα κυνικό τόνο. Παρά τις προσπάθειές του να συντρίψει το κίνημα, ο πρωθυπουργός ισχυρίστηκε ότι κάνει «ό,τι είναι εφικτό» για να βοηθήσει τους αγρότες. Αναφέρθηκε στην αφοσίωση της κυβέρνησής του προς το βιοτικό επίπεδο των αγροτών, και -τη στιγμή που απέσυρε τους αγροτικούς νόμους- θεώρησε σημαντικό να μιλήσει εκτεταμένα για το ότι δεν μπόρεσε «να εξηγήσει την αλήθεια» στους αγρότες [εκτός από τους «τρομοκράτες», ο Μόντι έκανε συχνά λόγο και για τους «παραπλανημένους» που δεν καταλαβαίνουν ότι οι αγροτικοί νόμοι είναι… για το καλό τους].  

Η απόφασή του ήρθε μόλις λίγους μήνες πριν από τις κρίσιμες εκλογές στο πιο πολυπληθές κρατίδιο της Ινδίας, το Ουτάρ Πραντές, όπου το BJP επιδιώκει να ανανεώσει την κυβερνητική του θητεία, και στο Παντζάμπ, όπου έχασε έναν πολύτιμο σύμμαχο -το Shiromani Akali Dal (Badal)- κατά τη διάρκεια των αγροτικών κινητοποιήσεων. Αντιμετωπίζοντας δύσκολες προοπτικές και στα δύο κρατίδια, η απόφαση του Μόντι να ακυρώσει τους αγροτικούς νόμους δείχνει να λήφθηκε με το μυαλό σε εκλογικές ανησυχίες.

Και στα δύο κρατίδια η αντιπολίτευση έχει ενισχύσει τις θέσεις της, καβαλώντας το κύμα οργής ενάντια στο BJP μέσα στις αγροτικές κοινότητες. Διαδοχικές έρευνες δείχνουν ότι το BJP μπορεί να υποστεί βαριές απώλειες στο δυτικό Ουτάρ Πραντές, το ισχυρότερο κάστρο του στο συγκεκριμένο κρατίδιο. Αντίστοιχα, στο Παντζάμπ, η κίνηση του Μόντι δημιουργεί τη δυνατότητα για αναβίωση της συμμαχίας του BJP με το SAD (Badal), ή για συνεργασία με τον Αμαινέντ Σινγκ, πρώην υπουργό του Κογκρέσου, ο οποίος είχε δηλώσει ανοιχτός σε μια προεκλογική συμμαχία με το BJP εφόσον επιλυθεί το πρόβλημα των αγροτών.

Η απόφαση του Μόντι δίνει κάποιες πολιτικές δυνατότητες στο BJP στις επερχόμενες εκλογές. Έχει ως σκοπό να αποτρέψει ακόμα μεγαλύτερες ζημιές για το κόμμα. Μπορεί να παρουσίασε την κίνησή του ως το δώρο του προς τους κινητοποιημένους αγρότες, επ’ αφορμή της Μέρας του Γκουρού Νάνακ [ιδρυτής της θρησκείας των Σιχ], αλλά είναι δύσκολο να κρυφτεί ότι το αγροτικό κίνημα τον οδήγησε σε ένα σημείο όπου δεν είχε άλλη επιλογή.

Η νίκη του κινήματος των αγροτών αποτελεί την πρώτη πραγματική ήττα της κυβέρνησης Μόντι τα τελευταία 7 χρόνια. Με αυτή την έννοια, πρόκειται για ένα κορυφαίο συμβάν στην πολιτική ιστορία της Ινδίας.

*Διαβάστε περισσότερα για την Ινδία του Μόντι, τους επίμαχους αγροτικούς νόμους και το μεγάλο αγώνα των αγροτών σε αυτή την παλιότερη συνέντευξη του Nagesh Rao: Αυταρχισμός και αντίσταση στην Ινδία

Ετικέτες