Aυτό που παίζεται είναι κάτι πολύ περισσότερο από την κυβέρνηση, την Ευρωζώνη, τη συμφωνία, τη ρήξη ή όλα όσα είναι στην επικαιρότητα. Προφανώς αυτό που παίζεται συνδέεται με όλα αυτά, αλλά, ταυτόχρονα, είναι κάτι πολύ περισσότερο.
Πριν από 25 σχεδόν χρόνια, ο διάσημος σήμερα Πολ Κρούγκμαν, νομπελίστας πια και ένας από τους πιο επιδραστικούς νεοκεϋνσιανούς οικονομολόγους στον κόσμο, έγραψε το βιβλίο του «Η εποχή των μειωμένων προσδοκιών».
Στο απώγειο της πρώτης φάσης της παγκόσμιας νεοφιλελεύθερης επίθεσης, ο Κρούγκμαν διαπίστωνε πως οι δυτικές κοινωνίες, που τόσο είχαν πιστέψει επί δύο αιώνες στη διαρκή πρόοδο των ανθρώπων και στην αναπόφευκτη (sic) βελτίωση της ζωής τους, όλων και του καθενός ξεχωριστά, έμπαιναν για πρώτη φορά σε άλλες σκέψεις.
Το αποτύπωμα του νεοφιλελευθερισμού στο μυαλό των δυτικών ανθρώπων έπαιρνε τη μορφή των μειωμένων προσδοκιών. Που σημαίνει πως η κοινωνική πλειοψηφία εσωτερίκευε και αποδέχονταν, κατά κάποιο τρόπο, την ήττα από το καπιταλιστικό τέρας προσαρμόζοντας όνειρα, ζωή και διεκδικήσεις στην πρόγνωση πως τα καλύτερα είναι τα παρελθόντα. Επομένως, αντί για αγώνες, θα ήταν ίσως πιο πρόσφορο να επενδύσουμε στη νοσταλγία. Από δω και πέρα, για πρώτη φορά από πολύ καιρό, οι νέες γενιές θα πρέπει να αντιληφθούν πως η ζωή τους θα είναι χειρότερη από αυτή των γονιών και των παππούδων τους.
Η δεύτερη –και, από πολλές απόψεις, οξύτερη- φάση της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, αυτή που ξεκίνησε μετά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2008, αφού πρώτα το σύστημα ανασυντάχθηκε από το πρώτο σοκ, έρχεται να ολοκληρώσει –και να κλειδώσει- αυτήν την «ψυχική πανωλεθρία» για τις κατώτερες τάξεις. Το έθεσε με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο ο Παύλος Παπαδόπουλος στο «Βήμα» πριν από δυό βδομάδες: «Το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει σήμερα οποιαδήποτε δυτική χώρα (ακόμη και οι πιο δυναμικές… ) είναι η σταδιακή, ελεγχόμενη και αναλογική περικοπή απολαβών και δικαιωμάτων των πολιτών της».
Πάει να πει, δηλαδή, πως η καπιταλιστική ηγεμονία δεν συγκροτείται πια πάνω σε ένα αφήγημα ευημερίας, αλλά σε μια γυμνή απειλή: ή έτσι ή χειρότερα. Κι άμα σας αρέσει!
Στην πραγματικότητα, ίσως βρισκόμαστε ήδη στον προθάλαμο ενός καπιταλισμού τύπου Μαντ Μαξ. Όπου το θεμελιώδες μότο είναι πως μόνο οι αποτυχημένοι πιστεύουν στην ισότητα και την καθολική βελτίωση της ζωής.
Υποστηρίζω, λοιπόν, πως αν δεν το πολεμήσουμε αυτό, αν δεν το αξιοποιήσουμε, ακόμη περισσότερο, με αντικαπιταλιστικό στόχο, δεν έχουμε πολλά να περιμένουμε ούτε για τα άμεσα. Με αυτήν την έννοια, η κομμουνιστική πολιτική σημαίνει ήδη από τώρα πόλεμο απέναντι στη μαυρίλα, στη διάχυτη κακή μελαγχολία. Σημαίνει, λοιπόν, πράγματα απαιτητικά, μακριά από τους «πραγματισμούς», που σκοτώνουν όχι μόνο την πολιτική προοπτική, αν πράγματι μας ενδιαφέρει η αλλαγή της ζωής, αλλά και την ψυχή των «μικρών ανθρώπων», όλων μας. Μικρά πράγματα, απαιτητικά πράγματα. Και μαζί μεγάλα πράγματα, «επικίνδυνα».
Που πάνε πέρα από τακτικές και «παίγνια» και νάχαμε να λέγαμε. Και γι’ αυτό απαιτούν πριν απ’ όλα καθαρότητα, αυτήν την τόσο διασυρμένη έννοια (ξέρετε όλοι οι «μοντέρνοι» είναι εναντίον της καθαρότητας, ιδίως της «ιδεολογικής»). Καθαρότητα, λοιπόν, που σημαίνει ειλικρίνεια, ανοιχτά πράγματα, όχι «μυστικά και ψέμματα».
Μόνον έτσι υπάρχει πιθανότητα να αντισταθούμε στην αποδοχή των μειωμένων προσδοκιών και, ακόμη περισσότερο, των προσδοκιών επιδείνωσης της ζωής μας και της παρεπόμενης απόγνωσης. Και όποιος δεν καταλαβαίνει, βασιζόμενος σε δημοσκοπικά ευρήματα, καλά θα κάνει να σκεφτεί λίγο περισσότερο.
Να το πω και αλλιώς, σε ό,τι αφορά ειδικά τα καθημάς: αυτό που παίζεται είναι κάτι πολύ περισσότερο από την κυβέρνηση, την Ευρωζώνη, τη συμφωνία, τη ρήξη ή όλα όσα είναι στην επικαιρότητα. Προφανώς αυτό που παίζεται συνδέεται με όλα αυτά, αλλά, ταυτόχρονα, είναι κάτι πολύ περισσότερο.
Θα κλείσω λίγο κρυπτικά. Ο Σπινόζα έλεγε πως είναι πολύ συνηθισμένο, για μας τους ανθρώπους, «να αγαπάμε τη σκλαβιά μας σαν να πρόκειται για την ελευθερία μας». Αν διαθέτουμε και «εξουσία», αυτή η συνθήκη γίνεται ακόμη πιθανότερη. Να, τι πρέπει να αποφύγουμε, πάση θυσία (sic). Κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε.