Στο τέλος κάθε χρόνου, συνηθίζεται η δημοσίευση απολογισμών της χρονιάς, που φεύγει. Όσο αντικειμενικά και αποστασιοποιημένα και αν δούμε τα πράγματα, το 2015 υπήρξε κομβική και – επιτρέψτε μου να γράψω - συναρπαστική χρονιά. Και σε κάθε περίπτωση καθορίζει ή και επανακαθορίζει την πολιτική και κοινωνική τροχιά της Ελλάδας.

Μάλλον χωρίς πολλές ενστάσεις και αντιρρήσεις, το γεγονός που ξεχωρίζει είναι το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, όχι μόνο για το πριν και το μετά από αυτό, τη μετάλλαξη, την προδοσία, τη μεταστροφή, την κυβίστηση, χαρακτηρίστε όπως θέλετε, του ΣΥΡΙΖΑ με ευθύνη του Αλέξη Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας, ή καλύτερα, της πρωθυπουργικής καμαρίλας του.

Το δημοψήφισμα ως πολιτικό και ιστορικό γεγονός έχει πολύ ψωμί να δώσει ακόμα. Σήμερα και αύριο, όταν πιο αποστασιοποιημένα και πιο… αντικειμενικά , θα καταγραφεί το τι έγινε, πως έγινε και που οδήγησε – εύλογα, δεν ανήκω στους ‘’αντικειμενικούς’’ και σίγουρα όχι στους αποστασιοποιημένους. Κλείνοντας, όμως, τον κύκλο του 2015, μπορούμε να διαπιστώσουμε ορισμένες από τις συνέπειες του δημοψηφίσματος, οι οποίες απαντούν, σε γενικές γραμμές, και στο ερώτημα που, προσωπικά δέχτηκα πλείστες όσες φορές κατά τη διάρκεια των σε βαριά ατμόσφαιρα ημερών που ακολούθησαν το δημοψήφισμα, των ημερών που βάρυνε η αλλαγή πλεύσης του Τσίπρα προς τις μνημονιακές Σειρήνες, τη νεοφιλελεύθερη Χάρυβδη και την πολυκέφαλη Σκύλλα του ντόπιου και ξένου κατεστημένου : Γιατί έκανε το δημοψήφισμα;

Α. Ο Τσίπρας έκανε το δημοψήφισμα για να αποδιοργανώσει τη Νέα Δημοκρατία. Ήδη από το απόγευμα του Σαββάτου, 4 Ιουλίου, τα σύννεφα μαζεύονταν απειλητικά πάνω από το κεφάλι του Αντώνη Σαμαρά, καθώς και οι πέτρες ήξεραν ότι η διαφορά υπέρ του ΟΧΙ ήταν πολύ μεγάλη, αλλά κυρίως και σε κάθε περίπτωση, το ΝΑΙ δεν κέρδιζε. Υπενθυμίζονται οι ελάχιστα συγκαλυμμένες απειλές από προβεβλημένα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ουσιαστικά έθεταν τον Σαμαρά προ των ευθυνών του, και ενώ οι κάλπες δεν είχαν καν ανοίξει! Ο Σαμαράς παραιτήθηκε κακήν κακώς το βράδυ της Κυριακής και η ΝΔ μπήκε σε έναν κύκλο εσωστρέφειας με έντονες φυγόκεντρες τάσεις, αφήνοντας το πεδίο της νεομνημονιακής διαχείρισης πλήρως ανοικτό στις ορέξεις και τις διαθέσεις του 40αρη ένοικου του Μαξίμου.

Β. Ο Τσίπρας έκανε το δημοψήφισμα για να νομιμοποιήσει την προειλημμένη απόφαση του να προσχωρήσει στο μνημονιακό και νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εγχώριων αντιπροσώπων της. Σε αυτή τη στόχευση θα τον εξυπηρετούσε αφάνταστα ένα οριακό αποτέλεσμα υπέρ του ΟΧΙ, πχ ένα 51-49, 53-47, κάτι τέτοιο. Είναι απολύτως ενδεικτικό ότι ακόμη και την ημέρα του δημοψηφίσματος, υψηλόβαθμα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης έβλεπαν «ντέρμπι»(!) – και όχι δεν τα είχαν παρασύρει οι… δημοσκοπήσεις – ενώ λίγη ώρα προτού προβληθούν οι πρώτες εκτιμήσεις αποτελέσματος, κρίθηκε σκόπιμο να κυκλοφορήσει ένα εσωτερικό σημείωμα που καλούσε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στα πρώτα πάνελ να δείξουν «ψυχραιμία» στο ενδεχόμενο «ατυχούς» αποτελέσματος και να εκθειάσουν την προσπάθεια και τη συλλογική κινητοποίηση του λαού, να δοθεί «μια δημοκρατική απάντηση στον εκβιασμό της Ευρώπης». Όταν το συντριπτικό αποτέλεσμα διαγράφηκε στον ορίζοντα, ο τότε ακόμη υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης κατά δήλωση του, συνάντησε κατήφεια και προβληματισμό στα πρόσωπα του Μαξίμου, ενώ ο Τσίπρας έκρινε σκόπιμο στο διάγγελμα του να τονίσει ότι «το δημοψήφισμα αυτό δεν έχει νικητές και ηττημένους». Το τι προοιωνιζόταν αυτή η δήλωση, άρχισε να διαμορφώνεται μπροστά στα μάτια της κοινής γνώμης έπειτα από λίγα εικοσιτετράωρα.

 Γ. Ο Τσίπρας έκανε το δημοψήφισμα για να κλείσει μια εκκρεμότητα της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας και να αναδειχθεί ο ίδιος ως αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Η εκκρεμότητα αφορά την προαναγγελία προκήρυξης δημοψηφίσματος που έκανε ο Γιώργος Παπανδρέου το φθινόπωρο του 2011, με τα γνωστά, τραγελαφικά πολιτειακά, επικίνδυνα πολιτικά και εξόχως αποκαλυπτικά αποτελέσματα για τη μοίρα των υποτελών τάξεων και της δημοκρατίας στην Ελλάδα των Μνημονίων. Ο Τσίπρας αποπειράθηκε να κλείσει αυτή την “εκκρεμότητα’’ βάσει ενός σχεδίου που εντασσόταν στον προσωπικό του μύθο της διαρκούς, σκληρής και εντατικής «διαπραγμάτευσης», μύθος που εμπέδωνε και ενίσχυε την δική του και μόνο πολιτική ύπαρξη και παρουσία, ανεξάρτητα από τον πολιτικό φορέα που εκπροσωπούσε, εν προκειμένω τον ΣΥΡΙΖΑ. «Έκανα και δημοψήφισμα! Ο μέγιστος!», θα μπορούσε να μονολογεί στον καθρέφτη – καθρεφτάκι του. Εξάλλου, η προκήρυξη του δημοψηφίσματος βασίστηκε και στο επιχείρημα απόρριψης της συμφωνίας - «τελεσίγραφου», της «κακής» συμφωνίας της πεντάμηνης παράτασης ενός προγράμματος με δεκάδες προαπαιτούμενα και αμφίβολη χρηματοδότηση. Το γεγονός βέβαια ότι Δεκέμβριο μήνα, με το 3ο Μνημόνιο υπερψηφισμένο και ήδη εφαρμοζόμενο, χρειάζεται νέος κύκλος προαπαιτούμενων για την χιλιοστή ανθυποδόση, αποκαλύπτει τον κυνισμό και την εκστρατεία  εξαπάτησης του λαού από τον Τσίπρα και την πρωθυπουργική καμαρίλα του, για τη δήθεν «καλύτερη συμφωνία» που θα έκλεινε «μια για πάντα» συζητήσεις «Grexit» ή θα εξασφάλιζε «μακροπρόθεσμα» τη αναχρηματοδότηση των δανειακών αναγκών.

Δ. Ο Τσίπρας έκανε το δημοψήφισμα για να ευτελίσει, στα μάτια του λαού, τον θεσμό. Από το τελευταίο δημοψήφισμα για την πολιτειακή οργάνωση της Ελλάδας και την καθιέρωση της αβασίλευτης δημοκρατίας είχαν περάσει 41 χρόνια και παρεμπιπτόντως το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου είναι το πρώτο που διεξάγεται για θέμα διαφορετικό από την πολιτειακή δομή της χώρας – σε σχετικά, ομαλές εποχές εννοείται, με την εξαίρεση των δημοψηφισμάτων – παρωδία της χούντας των συνταγματαρχών, για να μην μιλήσουμε για ορισμένα άλλα που προηγήθηκαν. Επομένως, ως εμπειρία, ως διαδικασία, ως οργάνωση, σαν “πριν’’ και σαν “μετά’’, το δημοψήφισμα ήταν για μια ολόκληρη γενιά ψηφοφόρων και πολιτών, κάτι το πρωτοφανές, το καινούριο, και ενδεχομένως, και δυστυχώς κυριολεκτικά, το ανεπανάληπτο. Και αυτό επίσης εξηγεί σε έναν βαθμό και τον ενθουσιασμό και την τελική ετυμηγορία, παρά τις αφόρητες πιέσεις εντός και εκτός της Ελλάδας, το κλείσιμο των τραπεζών και την ατμόσφαιρα καταστροφολογίας και μετααποκαλυπτικών ψευδοπροφητειών για μια κοινωνία που θα αποφάσιζε να ψηφίσει ΟΧΙ, την τρομοκρατική προπαγάνδα των συστημικών ΜΜΕ, που ξεπέρασαν τον εαυτό τους.

Κακά τα ψέματα όμως, το μόλις μιας εβδομάδας περιθώριο από την προκήρυξη έως τη διεξαγωγή, αντενδείκνυται και για συζήτηση του διακυβεύματος και του διλήμματος ενός δημοψηφίσματος και για την οργάνωση του, η οποία δοκιμάστηκε από κάθε άποψη και πλευρά. Ήταν ένα ιουλιανό δημοψήφισμα – εξπρές όπως φυσικά ακολούθησαν και οι αυγουστιάτικες εκλογές – εξπρές για τους ίδιους πάνω – κάτω λόγους, που σε γενικές γραμμές συνοψίζονται στο προσωπικό γόητρο και την επιβολή του πολιτικού Τσίπρα στο νεομνημονιακό καθεστώς και κατεστημένο. Αυτό εξηγεί και την επιλογή της κυβέρνησης με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου και με πρόσχημα την δήθεν «συμμετοχή της Χρυσής Αυγής» στην επιτροπή του ΟΧΙ, να προωθήσει και να επιλέξει να μη συσταθεί ποτέ αυτή η επιτροπή. Το δημοψήφισμα έπρεπε να έχει ταυτότητα και πατρότητα με ονοματεπώνυμο. Όπως το διατύπωσε και ο ηθοποιός Γιώργος Κιμούλης, στην κατά τα άλλα, μεγαλειώδη συγκέντρωση στο Σύνταγμα, η διαφορά της Ελλάδας με τους ευρωπαίους “εταίρους’’ ήταν πέντε λέξεις «Αλέξης Τσίπρας, πρωθυπουργός της Ελλάδας».

Οι συνέπειες του “μετά’’ του δημοψηφίσματος φάνηκαν στη συλλογική αίσθηση ματαίωσης των προσδοκιών και των ελπίδων που είχε γεννήσει η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβερνητική εξουσία και στην πρωτοφανή αποχή από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου που -όχι… - δεν οφείλεται στην «ελλιπή επικαιροποίηση των εκλογικών καταλόγων» ή «στη μετανάστευση των νέων ψηφοφόρων». Και στη φαιδρή αλλά πιασάρικη διαφημιστική εκστρατεία του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι πολίτες στις 20 Σεπτεμβρίου «ΨΗΦΙΖΟΥΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ» - με κεφαλαία παρακαλώ γράμματα... Τα απόνερα του δημοψηφίσματος άφησαν πίσω τους ένα ΟΧΙ που γινόταν ΝΑΙ με διάφορες, απίθανες, παράλογες, ανεδαφικές και ψευδείς ερμηνείες και προσεγγίσεις – όπως η προαναφερθείσα για τη δήθεν «καλύτερη συμφωνία», μια απογοητευμένη νεολαία, η οποία σήκωσε το βάρος της κινητοποίησης και της εκστρατείας υπέρ του ΟΧΙ στους δρόμους, στις γειτονιές και τις περιφερειακές συγκεντρώσεις και μια ατμόσφαιρα αναστοχασμού, προβληματισμού, τεταμένης αναμονής και σίγουρα κάποιου είδους κατάθλιψης. Αυτό βέβαια αφορά τους ελάχιστα αποστασιοποιημένους και… αντικειμενικούς.

Το δημοψήφισμα, όμως αφήνει και μια τεράστια παρακαταθήκη χειραφέτησης και επανακαθορισμού της εν Ελλάδι ταξικής αναμέτρησης. Το 62% προέκυψε και εναντίον όλων των “ηγεσιών” της χώρας, από τον ΣΕΒ και τη ΚΕΔΕ έως τη ΓΣΕΕ για να αναφέρω ορισμένες μόνο από αυτές τις “ηγεσίες’’ που τάχθηκαν αναφανδόν με το ΝΑΙ και εισέπραξαν ηχηρό χαστούκι. Το χάσμα ανάμεσα στους ευνοημένους της κρίσης, και τους εσταυρωμένους της λιτότητας βαθαίνει και είναι απολύτως υπαρκτό, εύφλεκτο και παράγει πολιτική καθημερινότητα και γεγονότα, όχι απαραίτητα με “ονοματεπώνυμο’’. Αυτά – τα γεγονότα με… ονοματεπώνυμο – εγκλωβίστηκαν στο εγώ τους και στη μνημονιακή στενωπό. Και σίγουρα δεν έχουν πια καμία σχέση με τους ψηφοφόρους του ΟΧΙ και την επανεμφάνιση τους, με περισσότερη ή λιγότερη συνέπεια, με περισσότερη ή λιγότερη συνοχή, με περισσότερο ή λιγότερο σθένος, στην επόμενη στροφή της ιστορίας. Ίσως και μέσα στο 2016. 

Ετικέτες