Το μείζον, από αυτή τη σκοπιά, είναι το κόμμα να διακηρύξει άμεσα, μέσω των συλλογικών οργάνων και των δημοκρατικών του διαδικασιών, τη διαφωνία του με το τρίτο Μνημόνιο και να καλέσει τους πολίτες στο δρόμο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο θανάσιμο τανγκό που αποκαλείται κατ' ευφημισμόν διαπραγμάτευση, οι Τσίπρας και Τσακαλώτος κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες: ότι κατάφεραν να αναδείξουν αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να αποκαλύψουν την αποκρουστική κατεύθυνση της ενοποίησης, να διεθνοποιήσουν το “ελληνικό πρόβλημα”. Δεν υπάρχει όμως και αμφιβολία ότι, κινούμενοι στην πεπατημένη μιας διαπραγματευτικής τακτικής που απέτυχε, εμμένοντας δηλαδή στη συνταγή “πάση θυσία μέσα στο ευρώ”, που αποδεδειγμένα ως τώρα έφερνε όλο και πιο κοντά τοGrexit, κατέληξαν σε μια συμφωνία προαπαιτούμενων που εξευτελίζει, φέρνοντας την κυβέρνηση απέναντι από όσα υπερασπιζόταν ως και την Κυριακή του δημοψηφίσματος. Το πραξικόπημα της συμμαχίας υπό τον Σόιμπλε, το ΔΝΤ και την εγχώρια τρόικα απέτυχε: όχι όμως χάρη στη διεθνή αλληλεγγύη – αλλά γιατί, παρά τις προθέσεις της, η ελληνική κυβέρνηση πέρασε εκ του αποτελέσματος στο απέναντι στρατόπεδο.
Δεν αρκεί η αναγνώριση των πιέσεων. Παρά τα προφανή αδιέξοδα της διαπραγματευτικής τακτικής της (και όχι της ρητορικής της, όπως ανοήτως επιμένει η αστική αντιπολίτευση), η κυβέρνηση παρέμεινε σε μια υπονομευμένη διαδικασία διαπραγμάτευσης, φέρνοντας τελικά το μόνο δυνατό: μια συμφωνία οικονομικά καταστροφική, γιατί συνεχίζει το σπιράλ λιτότητα-ύφεση-υπερχρέωση· κοινωνικά επιζήμια, γιατί συνιστά σκληρό τρίτο Μνημόνιο στα ερείπια των δύο· πολιτικά ολέθρια, γιατί ακυρώνει ολόκληρη τη στοχοθεσία της διαπραγματευτικής τακτικής, αποκόπτει την κυβέρνηση από τα κοινωνικά στρώματα που τη στήριξαν, θέτει σε ομηρία τον ΣΥΡΙΖΑ στρέφοντας όλη την Αριστερά εναντίον του, απογοητεύει τα κινήματα στην Ευρώπη και ανοίγει δρόμους στην Ακροδεξιά.
Μολονότι επιβεβλημένη, η αναγνώριση αυτής της συντριβής, χωρίς ωραιοποιήσεις, είναι μόνο το πρώτο βήμα. Αν όλοι καταλαβαίνουν ποιες πιέσεις ασκήθηκαν για να φτάσουμε εδώ, αυτό που επείγει τώρα είναι να βρούμε το αντίβαρο. Οι δηλώσεις πίστης στην κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό άνευ ετέρου, πολύ δε περισσότερο οι κατηγορίες και οι απειλές προς τους διαφωνούντες, αν δεν εκκινούν απλώς από μανδαρινισμό, σε κάθε περίπτωση δεν προσφέρουν στην απόκρουση των πιέσεων και την αλλαγή πολιτικής, σ' αυτό δηλαδή που επείγει· επιπλέον δε, ναρκοθετούν την ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ.
Το μείζον, από αυτή τη σκοπιά, είναι το κόμμα να διακηρύξει άμεσα, μέσω των συλλογικών οργάνων και των δημοκρατικών του διαδικασιών, τη διαφωνία του με το τρίτο Μνημόνιο και να καλέσει τους πολίτες στο δρόμο. Κι αυτό γιατί μόνη αυθεντική υποστήριξη μιας λαϊκής κυβέρνησης είναι η υποστήριξη των λαϊκών συμφερόντων που συνδέονται με αυτήν, με αυτόνομο τρόπο – όχι δηλαδή η στοίχιση της ελληνικής κοινωνίας πίσω από τους εκβιασμούς που υφίσταται (και, δυστυχώς, αποδέχεται) η κυβέρνηση. Αυτού τους είδους η αυτονομία του ΣΥΡΙΖΑ, από μια κυβέρνηση de factoαυτονομημένη απ' το πρόγραμμα και τους στόχους της, είναι η μόνη δυνατότητα για το κόμμα να επανασυνδεθεί με το 61% της ελληνικής κοινωνίας που απέρριψε το εκβιαστικό “πάση θυσία μέσα στο ευρώ”. Και η επανασύνδεση αυτή περνά σήμερα από τα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ, την παρουσία στο δρόμο και τη σθεναρή αντίσταση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας.
Είναι γνωστές οι πιέσεις που ασκούνται στους βουλευτές που διαφοροποιήθηκαν στην ψηφοφορία της Παρασκευής. Και είναι βέβαιο ότι οι πιέσεις αυτές θα ενταθούν, αρχής γενομένης από τον προαναγγελθέντα ανασχηματισμό. Στόχος των πιέσεων δεν θα είναι μόνο οι διαφωνούντες. Θα είναι κυρίως αυτές και αυτοί οι βουλευτές που, εμφανώς παρά τη θέλησή τους, ψήφισαν ΝΑΙ για να μην πέσει η κυβέρνηση. Το δίλημμα που αναμένεται να τους τεθεί εκ νέου θα είναι του τύπου “υπερψηφίστε ή παραιτηθείτε”. Και για τη μέση αριστερή συνείδηση, η παραίτηση μοιάζει η πιο “ηθική” λύση: έτσι θεωρείται ότι αποφεύγεται η αυτοταπείνωση ενός δεύτερου ΝΑΙ, και ταυτόχρονα η ενοχοποίηση για τη φθορά της κυβέρνησης.
Είναι λοιπόν ζωτικής σημασίας το δίλημμα αυτό να απορριφθεί. Οι βουλευτές ενός αριστερού κόμματος δεν μπορούν να συμπράξουν για δεύτερη φορά με τα κατεστραμμένα κόμματα του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος – αυτά, δηλαδή, που ευθύνονται για την καταστροφή μέχρι χτες, και που σήμερα συμπράττουν με την τρόικα στο πραξικόπημα κατά της κυβέρνησης. Η ευθυγράμμισση 251 βουλευτών στο τρίτο μνημόνιο έχει δημιουργήσει μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία-Φρανκεστάιν, απολύτως αναντίστοιχη με τη λαϊκή βούληση της 25ης Γενάρη, πολύ δε περισσότερο με αυτήν της 5ης Ιουλίου – βούτυρο στο ψωμί, δηλαδή, της Χρυσής Αυγής. Το κυριότερο: οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως αυτοί που (εύλογα) αποθέωναν τη Σοφία Σακοράφα ή τον Παναγιώτη Κουρουμπλή, δεν μπορούν να μιμηθούν τους συναδέλφους τους των αστικών κομμάτων, όταν οι τελευταίοι έθεταν πάνω απ'όλα την παραμονή της κυβέρνησής τους στην εξουσία, μολονότι αυτή ψήφιζε αίσχη. Ακριβώς για τους λόγους αυτούς, όμως, θα ήταν και ολέθριο να παραιτηθούν, εκχωρώντας τις ευθύνες τους σε “προθυμότερους”.
Αυτό που διασώζει την κυβέρνηση δεν είναι η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε μεταλλαγμένο, κοινωνικά ασπόνδυλο κόμμα, χάριν της υπεράσπισης της κυβέρνησης. Είναι η υπεράσπιση στην πράξη του 61% που δήλωσε διαθέσιμο να τη στηρίξει, ακόμα κι αν προφανώς δεν ταυτίστηκε με την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι λοιπόν ευθύνη του τελευταίου να μην παραγνωρίσει την ταξική πόλωση που αποκάλυψε το δημοψήφισμα, να επαναφέρει την κυβέρνηση στον πόλο που της αντιστοιχεί και να αποτρέψει πάση θυσία την ταπείνωση της μνημονιακής συνθηκολόγησης. Η άνευ όρων στοίχιση με την κυβέρνηση είναι επιλογή που σήμερα διαιρεί, αφαιρώντας από την κυβέρνηση το κοινωνικό της έδαφος. Η υπεράσπιση του 61% είναι η μόνη επιλογή που ενώνει.