Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί «στριμώχνουν» την Τουρκία
Οι εξελίξεις στο μέτωπο της Συρίας είναι εξαιρετικά πυκνές –όχι μόνο στο στρατιωτικό πεδίο, όπου στην υπάρχουσα κόλαση έχουν προστεθεί πλέον οι βομβαρδισμοί από τη Ρωσία και τη Γαλλία, αλλά και στο διπλωματικό, όπου δοκιμάζονται και αναδιατάσσονται διεθνείς σχέσεις και εξελίσσονται διεθνείς ανταγωνισμοί.
Όλες οι μεγάλες δυνάμεις συμφωνούν στην ανάγκη «λύσης στο συριακό πρόβλημα», καθώς αντιμετωπίζουν παρατεταμένη αστάθεια, την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους και την αύξηση των προσφυγικών ροών προς την ΕΕ. Ταυτόχρονα όμως, η κάθε πλευρά επιδιώκει να κερδίσει τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη από την όποια «λύση» προκύψει κι επιβληθεί.
Καθώς οι ΗΠΑ έμπαιναν σε τροχιά επαναπροσέγγισης με το Ιράν, αναγνωρίζοντας την Τεχεράνη ως αναγκαίο «παίχτη» για την αποκατάσταση της τάξης σε Ιράκ και Συρία, τρεις περιφερειακές δυνάμεις που ανησυχούσαν από αυτήν την εξέλιξη έρχονταν σε συνεννόηση: το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία συμφώνησαν να βάλουν τέλος στους μεταξύ τους διαγκωνισμούς και να συντονίσουν-κλιμακώσουν την υποστήριξη σε αντικαθεστωτικές δυνάμεις (κυρίως ισλαμικές και ιδιαίτερα ακραία σαλαφιστικές), κάτι που άλλαξε την κατάσταση στο πεδίο της μάχης, εις βάρος των δυνάμεων του Άσαντ και των συμμάχων του (Ιράν, Χεζμπολά, σιιτικές πολιτοφυλακές από Ιράκ και το Αφγανιστάν κ.λπ.). Οι τρεις δυνάμεις κατανοούσαν ότι η κατάσταση στο πεδίο της μάχης αποτελεί την καλύτερη «μάρκα» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το μέλλον της Συρίας.
Σε αυτό το υπόβαθρο, η Μόσχα αποφάσισε να κλιμακώσει την υποστήριξή της στον Άσαντ, όχι πλέον μόνο έμμεσα (με παροχή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας) αλλά και άμεσα, με την εμπλοκή της στον πόλεμο. Η ρωσική επέμβαση από θάλασσα και αέρα συνοδεύτηκε από νέα κλιμάκωση των χερσαίων επιχειρήσεων των ιρανικών επίλεκτων δυνάμεων και της Χεζμπολά, με στόχο να ανακτήσει ο Άσαντ τον έλεγχο εδαφών που είχε χάσει και να είναι σε καλύτερη θέση (όχι τόσο ο ίδιος όσο οι διεθνείς προστάτες του) ενόψει των συζητήσεων για τη «διάδοχη κατάσταση».
Η ρωσική επέμβαση, που έγινε ανεκτή από τις ΗΠΑ, δημιούργησε πολλαπλά προβλήματα στην τουρκική κυβέρνηση.
Καθώς στρεφόταν ενάντια σε όλες τις αντικαθεστωτικές ομάδες κι όχι μόνο στο ΙΚ, ερχόταν αντικειμενικά σε σύγκρουση με την προσπάθεια της Άγκυρας. Ιδιαίτερα καθώς οι ρωσικοί βομβαρδισμοί επεκτείνονταν στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας, άρχισαν να πλήττουν ένοπλες ομάδες που δραστηριοποιούνται στις τουρκμενικές περιοχές. Η τουρκική κυβέρνηση υποστηρίζει αυτές τις οργανώσεις, επιχειρώντας να τις αξιοποιήσει ως αντίπαλο δέος στις κουρδικές πολιτοφυλακές που πολεμούν στη Συρία κι έχουν επιβάλει μια de facto αυτονομία των κουρδικών περιοχών της Συρίας και ως «αντίβαρο» στο μεγαλύτερο εφιάλτη της: τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στα σύνορά της.
Η βασική επιλογή της Τουρκίας για τη συριακή σύγκρουση είναι η δημιουργία μιας «ουδέτερης ζώνης» στη βόρεια Συρία, όπου θα επιβληθεί ζώνη απαγόρευσης πτήσεων από τη «διεθνή κοινότητα» (είτε ΝΑΤΟ, είτε ΟΗΕ, είτε κάποιος συνασπισμός προθύμων) και θα φιλοξενεί πρόσφυγες. Είναι μια πρόταση που λύνει πολλούς πονοκεφάλους του Ερντογάν ταυτόχρονα: «ξεφορτώνεται» τους Σύρους πρόσφυγες, αποδυναμώνει τον Άσαντ δημιουργώντας de facto μια ζώνη εκτός ελέγχου του και –κυρίως!– ακυρώνει την προοπτική μιας κουρδικής αυτόνομης οντότητας, αντικαθιστώντας την με την «ουδέτερη ζώνη». Η ανάδυση μιας κουρδικής αυτόνομης οντότητας που θα απλώνεται κατά μήκος των συνόρων και θα επικοινωνεί με τις κουρδικές περιοχές της Τουρκίας είναι ο μεγαλύτερης εφιάλτης για το τουρκικό κράτος.
Η τουρκική πρόταση για «ουδέτερη ζώνη» δεν υλοποιήθηκε μέχρι τώρα, καθώς οι ΗΠΑ (αλλά και άλλες δυτικές δυνάμεις) δεν συμμερίζονται αυτές τις ανησυχίες. Αν υπήρχε μια περίπτωση η πρόταση να ξανατεθεί σοβαρά στο τραπέζι (κυρίως υπό το βάρος του προσφυγικού ζητήματος), αυτή ακυρώθηκε από τη ρωσική επέμβαση. Αν οι ΗΠΑ δίσταζαν μία φορά να πάρουν την απόφαση ότι το ΝΑΤΟ θα εμπλακεί άμεσα, καταρρίπτοντας και συριακά αεροπλάνα αν χρειαστεί, διστάζουν εκατό φορές πλέον που μια «ζώνη απαγόρευσης πτήσεων» θα σημαίνει το ενδεχόμενο να κληθεί να καταρρίψει και ρωσικά μαχητικά.
Με την επιλογή να καταρρίψει ρωσικό μαχητικό, η τουρκική κυβέρνηση επιχείρησε να απαντήσει σε όλους τους παραπάνω πονοκεφάλους.
Αφενός να «πατήσει πόδι» και να στείλει μήνυμα στη Μόσχα ότι παραμένει ένας υπολογίσιμος παίχτης στο τραπέζι και ότι υπάρχουν όρια που πρέπει να σεβαστεί (σε μια συγκυρία που η ρωσική αεροπορία χτυπούσε μαζικά αντικαθεστωτικούς και οι δυτικές υπερδυνάμεις απαντούσαν μόνο με «εκκλήσεις»). Ιδιαίτερα όταν οι ρωσικές βόμβες έφτασαν στις τουρκμενικές περιοχές.
Αφετέρου, να μετατρέψει τη σύγκρουσή της με τη Ρωσία σε σύγκρουση της Ρωσίας με το ΝΑΤΟ και να δημιουργήσει ρήγμα στη διαφαινόμενη «αμερικανορωσική συνεννόηση» (επιχειρησιακός συντονισμός για αποφυγή «ατυχημάτων», de facto αποδοχή της ρωσικής παρέμβασης υπέρ του Άσαντ, νέος γύρος συζητήσεων για «πολιτική λύση» με τη συμμετοχή και του Ιράν κ.λπ.). Εξ ου και η σπουδή να ζητήσει έκτακτη σύνοδο του ΝΑΤΟ αμέσως μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροπλάνου και να «διεθνοποιήσει» το ζήτημα.
Δείχνει «αποκοτιά» μια τέτοια ενέργεια κατά του ρωσικού στρατού, που μπορεί να πληρωθεί ακριβά: όχι με πόλεμο, αλλά με τις οικονομικές κυρώσεις που ήδη ανακοίνωσε η Ρωσία και που, με δεδομένη τη στενή εμπορική σχέση των δύο κρατών, δεν είναι καθόλου αμελητέες. Προφανώς στην Άγκυρα εκτιμούσαν ότι θα κερδίσουν τη στήριξη του «δυτικού κόσμου», ποντάροντας στο ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ότι συμμορφώθηκαν στο αμερικανικό αίτημα για χρήση του αεροδρομίου του Ιντσιρλίκ στον πόλεμο κατά του ΙΚ και ότι προσφέρονται να παίξουν το ρόλο του «μπράβου» της ΕΕ κατά των προσφύγων. Η εκτίμηση δεν δείχνει να δικαιώνεται από τις εξελίξεις.
Τόσο η Ουάσινγκτον όσο και το ΝΑΤΟ προφανώς κάλυψαν τη «σύμμαχο χώρα» με δηλώσεις κατανόησης για τους λόγους της κατάρριψης του ρωσικού μαχητικού, αλλά η γραμμή που εξέπεμψαν ήταν πως το ζήτημα είναι «μεταξύ των δύο κρατών» και πως συνιστούν «διάλογο με τη Ρωσία - αποκλιμάκωση της έντασης».
Στο ίδιο το δυτικό στρατόπεδο, οι κινήσεις που γίνονται είναι ανάμεσα στην ανάγκη να καταπολεμηθεί το ΙΚ και να σταθεροποιηθεί η Συρία, αλλά και να διασφαλίσει η κάθε δύναμη τα συμφέροντά της.
Έχει ξεχωριστή σημασία ότι ο Φρανσουά Ολάντ κάλεσε την ΕΕ (και όχι το ΝΑΤΟ) να τη στηρίξει στον πόλεμό της κατά του ΙΚ. Γνωρίζει ότι σε μια «εμπόλεμη» ΕΕ, το πολιτικό βάρος της Γαλλίας θα είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό της Γερμανίας (που για δικούς της λόγους ακολουθεί μια πιο προσεκτική πολιτική στο επίπεδο των στρατιωτικών επεμβάσεων).
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, επικρατούν αντίστοιχες κινήσεις. Ενώ ξεκινούσαν οι συνομιλίες για «πολιτική λύση στη συριακή σύγκρουση» στη Βιέννη, ο Ομπάμα ανακοίνωνε πως θα στείλει αμερικανικές ειδικές δυνάμεις στη Συρία. Είναι κινήσεις που θέλουν να ενισχύσουν την αμερικανική θέση στον ανταγωνισμό με τη Ρωσία.
Όμως την ίδια ώρα φαίνεται πως ύψιστη προτεραιότητα των ΗΠΑ είναι η αντιμετώπιση του ΙΚ (σε αντίθεση με μια πολύ διαδεδομένη και στην Αριστερά φιλολογία). Έτσι, την ώρα που η τουρκική κυβέρνηση επιχειρεί να καταστεί ξανά βασικός παίχτης του «δυτικού» στρατοπέδου για να ακυρώσει τις κουρδικές φιλοδοξίες, οι κινήσεις του Πενταγώνου είναι πολύ διαφορετικές ως τώρα. Στέλνει κομάντος να στηρίξουν τους... Κούρδους πολιτοφύλακες (και τους Σύρους αντικαθεστωτικούς αντάρτες συμμάχους τους) στο Κομπάνι, τους οποίους έχει αναγνωρίσει ως «αξιόμαχο πεζικό». Παράλληλα, ο Ομπάμα ανεβάζει τους τόνους απέναντι στην Τουρκία, απαιτώντας να αναπτύξει 30.000 στρατιώτες για να σφραγίσει τα σύνορά της με τη Συρία γιατί «το παιχνίδι άλλαξε πια».
Ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις συνομιλούν σε κλειστά δωμάτια για τους όρους της «διάδοχης κατάστασης», ενώ όλοι μαζί ισοπεδώνουν τη Συρία στο όνομα του «πολέμου κατά των τρομοκρατών του ΙΚ», ταυτόχρονα διαιωνίζουν τον πόλεμο στηρίζοντας ο καθένας τους εκλεκτούς του (είτε τον Άσαντ και τους συμμάχους του είτε «επιλεγμένες» δυνάμεις των αντικαθεστωτικών), παίζοντας τις ζωές των Σύρων σαν «μάρκες» στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Την ώρα που οι άνθρωποι στους οποίους βρίσκεται η μόνη ελπίδα, εκείνοι που ξεσηκώθηκαν την άνοιξη του 2011, είτε σαπίζουν στα κελιά του Άσαντ, είτε σαπίζουν στα μπουντρούμια του ΙΚ, είτε κυνηγιούνται και από τον Άσαντ και από το ΙΚ, είτε παίρνουν ηττημένοι το δρόμο της προσφυγιάς και συναντούν τείχη και φράχτες.
Όταν κάποιοι έφηβοι στην Ντεράα έγραψαν σε τοίχο «Ο λαός απαιτεί την ανατροπή του καθεστώτος», πυροδότησαν μια εξέγερση που διεκδικούσε ένα καλύτερο μέλλον για τη Συρία. Δεν φαντάστηκαν ποτέ ότι αυτή τους η πράξη θα κατέληγε να φέρει όλους τους στρατούς του πλανήτη στην ταλαιπωρημένη χώρα τους, όλους με σκοπό να ματαιώσουν αυτό το καλύτερο μέλλον…
(το σκίτσο είναι του Πάνου Ζάχαρη)