Δεν ήταν αρκετό το 61% του δημοψηφίσματος για την άσκηση μιας αποφασιστικής και ισχυρής κυβερνητικής πολιτικής, και απαιτούνταν η σύναξη των χρεοκοπημένων μνημονιακών αστικών πολιτικών σχηματισμών;
Αμέσως μετά την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, όπου αποτυπώθηκε μια ιστορική συντριπτική νίκη των λαϊκών αριστερών δυνάμεων έναντι των αστικών δυνάμεων του μνημονιακού τόξου, και ενώ από όλες τις πλευρές διαπιστώνονταν η ολοσχερής κατάρρευση του παλιού πολιτικού συστήματος, η κυβέρνηση προχώρησε στην σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Προφανής στόχος μιας τέτοιας σύσκεψης η διασφάλιση της συναίνεσης των αστικών μνημονιακών δυνάμεων της ΝΔ, του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ, που ηττήθηκαν κατά κράτος με την λαϊκή ετυμηγορία του δημοψηφίσματος, στις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους «θεσμούς», και έτσι η υποτιθέμενη ισχυροποίηση της θέσης της έναντι των δανειστών. Μια τέτοια ενδυνάμωση από ό,τι φαίνεται δεν εκτιμάται ότι προέρχεται από το 61% του «όχι» έναντι του 39% του «ναι» στο δημοψήφισμα, αλλά από την εθνική συνεννόηση με τις πολιτικές δυνάμεις που είχαν καλλιεργήσει τον φόβο, την τρομολαγνεία, την ψευδολογία με τον πλέον χυδαίο τρόπο.
Για μια καινούρια φορά επανέρχεται πανηγυρικά στο προσκήνιο η πολλαπλά χρεοκοπημένη πολιτική γραμμή της ΕΑΔΕ (Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας) που είχε οδηγήσει τον φορέα του ευρωκομμουνισμού στην ελληνική πολιτική ζωή στην περιθωριοποίηση και στην εξαφάνισή του. Είναι εθνικό το ζήτημα που αντιμετωπίζουμε και απαιτείται η συναίνεση του συνόλου των «δυνάμεων του έθνους», ή το ζήτημα που ορθώνεται μπροστά μας είναι κοινωνικό με σαφή ταξικά χαρακτηριστικά ; Υπηρετούμε κάποιους «στόχους του έθνους» που αγκαλιάζουν το σύνολο των κοινωνικών τάξεων της χώρας έναντι των θεσμών της υπερεθνικής καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ή επιδιώκουμε ακριβώς την προάσπιση των συμφερόντων των λαϊκών τάξεων που έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από τις μνημονιακές πολιτικές των αστικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας όσο και της ευρωπαϊκής ένωσης των αστικών τάξεων ;
Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου πραγματικά ανέδειξε έναν πλήρη «διχασμό» της ελληνικής κοινωνίας, της πατρίδας και του έθνους, έναν «διχασμό» που είναι υποτίθεται αναγκαίο να ξεπεραστεί, για να αποκατασταθεί η ενότητα και συνοχή του κοινωνικού σώματος. Ωστόσο αυτός ο «διχασμός» ουδόλως είχε εθνικά χαρακτηριστικά, αλλά απεναντίας είχε σαφέστατα ταξικά χαρακτηριστικά : Από τη μια πλευρά οι δυνάμεις του λαϊκού συνασπισμού (μισθωτοί εργαζόμενοι, άνεργοι, νεολαία, χαμηλοσυνταξιούχοι, αυτοαπασχολούμενοι) που συσπειρώθηκαν πλειοψηφικά στο οχυρό του «όχι», γιατί υπέστησαν την πολύχρονη λιτότητα, τις απολύσεις, την διάλυση των εργασιακών σχέσεων και τις φορολογικές επιβαρύνσεις. Και από την άλλη πλευρά οι δυνάμεις της αστικής τάξης και των ανώτερων στρωμάτων των μικροαστικών τάξεων που ωφελήθηκαν τα μέγιστα από την άσκηση των μνημονιακών πολιτικών στην τελευταία πενταετία του κοινωνικού ολέθρου και της οικονομικής καταστροφής. Το δημοψήφισμα κατέγραψε την πολιτική επικράτηση των λαϊκών δυνάμεων του «όχι» έναντι των αστικών δυνάμεων του «ναι». Η κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει παρά να κινηθεί με βάση αυτή τη ρητή λαϊκή εντολή, που έστειλε τις μνημονιακές δυνάμεις στα ιστορικά αζήτητα.
Απεναντίας, αντί γι’ αυτό, η επιδίωξη της εθνικής συνεννόησης στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ξαναστήνει στα πόδια τους αυτές τις δυνάμεις του αστικού πολιτικού μπλοκ που κατέρρεαν, τις παρέχει νομιμοποίηση, και επιζητεί την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής σε συναίνεση μ’ αυτές. Δεν ήταν αρκετό το 61% του δημοψηφίσματος για την άσκηση μιας αποφασιστικής και ισχυρής κυβερνητικής πολιτικής, και απαιτούνταν η σύναξη των χρεοκοπημένων μνημονιακών αστικών πολιτικών σχηματισμών; Πολιτικών δυνάμεων μάλιστα που συνεχίζουν να αρνούνται τα δημοκρατικά αποτελέσματα του ιστορικού δημοψηφίσματος. Επιδιώκεται έτσι η εθνική συνεννόηση πάνω στο έδαφος ενός πραγματικού «διχασμού», του ταξικού «διχασμού», ο οποίος με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να παραμερισθεί από την ημερήσια διάταξη μιας κυβέρνησης της Αριστεράς που διαθέτει διπλή λαϊκή νομιμοποίηση (βουλευτικές εκλογές Ιανουαρίου και δημοψήφισμα Ιουλίου).
Ο ταξικός «διχασμός» αποτυπώθηκε με τον πλέον καθαρό τρόπο στο δημοψήφισμα όπου προέκυψε η νίκη των δυνάμεων του λαϊκού συνασπισμού έναντι εκείνων του αστικού μπλοκ. Πολιτικός φορέας αυτής της επικράτησης του «όχι» ο ΣΥΡΙΖΑ , ο οποίος και δεν μπορεί παρά να προσαρμόζει την πολιτική του πρακτική στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Έτσι μπορεί πλέον άμεσα και με τον πλέον γρήγορο τρόπο να αποκαταστήσει τον κατώτατο μισθό και τις αποδοχές των συλλογικών συμβάσεων που καταργήθηκαν, να αυξήσει δραστικά τόσο την έκτακτη εισφορά των επιχειρήσεων που είχαν κέρδη άνω των 500 χιλιάδων ευρώ από το 12% στο 30% ή 40%, και τον συντελεστή φορολόγησης των κερδών από το 29% στο 40% ή 50%, καθώς επίσης και το σύνολο των μέτρων που συγκροτούν την ριζοσπαστική προγραμματική κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ. Και από την άλλη πλευρά το πανηγυρικό «όχι» σημαίνει διαπραγμάτευση με εντελώς διαφορετικούς όρους, και όχι χρησιμοποίηση ως βάσης των βάρβαρων προτάσεων των «θεσμών» με ορισμένες τροποποιήσεις, γιατί είναι αυτές οι προτάσεις που απέρριψε κατηγορηματικά η πλειοψηφία του λαϊκού κόσμου.
Μια τέτοια αντιστοίχηση της κυβερνητικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ με το συντριπτικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, πόρρω απέχει από την επιδίωξη επίτευξης της εθνικής συνεννόησης με τα χρεοκοπημένα πολιτικά σχήματα του μνημονιακού τόξου που υπερασπίστηκαν το «ναι» στις βάρβαρες επιβολές των αστικών δυνάμεων, εγχώριων και ευρωπαϊκών. Άλλωστε το κείμενο στο οποίο κατέληξε αυτή η σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών δεν είναι παρά η αναφορά στη γενικολογία που μπορεί να υιοθετήσει ο οποιοσδήποτε περί «ανάπτυξης», «μεταρρυθμίσεων», «χρηματοδοτικής υποστήριξης», πέραν των μεγάλων επίδικων ζητημάτων της διαπραγμάτευσης. Κυρίως όμως αυτή η επιδίωξη της εθνικής συναίνεσης δεν αντιπροσωπεύει παρά την εκ νέου νομιμοποίηση του παραφθαρμένου και ηττημένου αστικού πολιτικού συστήματος, τη στιγμή ακριβώς που αυτό συνετρίβη με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Ο ταξικός «διχασμός» της ελληνικής κοινωνίας, η επικράτηση του λαϊκού παράγοντα έναντι της αστικής εξουσίας δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συνδυαστεί με την εθνική συνεννόηση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις που ακριβώς εκφράζουν τα πλήρως αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα των δύο κοινωνικών συνασπισμών (λαϊκού και αστικού). Μια τέτοια πρακτική δεν μπορεί παρά να φέρνει στο νου την πολιτική των αριστερών δυνάμεων στην περίοδο μετά την απελευθέρωση της χώρας από τη ναζιστική κατοχή, κατά την οποία το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ επιζητούσαν την εθνική συνεννόηση με τις δυνάμεις του παλιού πολιτικού συστήματος που είχαν βρει ασφαλή καταφύγια στο Κάιρο και στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια της κατοχής, αντί να κηρύξουν ευθέως την εγκαθίδρυση της λαϊκής δημοκρατίας με πρωταγωνιστές αυτούς που πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την απελευθέρωση από τη ναζιστική κυριαρχία. Βεβαίως το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής της τότε Αριστεράς είναι γνωστό, εφόσον οδήγησε απεναντίας στην εγκαθίδρυση του παλιού πολιτικού κατεστημένου, στην εξόντωση των αριστερών αγωνιστών, στην διάλυση των λαϊκών πολιτικών και στρατιωτικών σχηματισμών.