«Ο νεοφιλελευθερισμός θα πεθάνει στη χώρα που γεννήθηκε!»

Όλα ξεκίνησαν όταν μαθητές και μαθήτριες άρχισαν να συγκεντρώνονται στους σταθμούς μετρό και να πηδάνε μαζικά τις μπάρες, για να διαμαρτυρηθούν για μια νέα αύξηση στα εισιτήρια των συγκοινωνιών. Μια νεανική μικρή κινητοποίηση «πολιτικής ανυπακοής» απέναντι σε ένα επί μέρους οικονομικό μέτρο έβαλε τελικά φωτιά στη Χιλή. 

Το κίνημα γύρω από τα εισιτήρια τράβηξε στις γραμμές του χιλιάδες φοιτητές-τριες και νέους ανθρώπους, που διαδήλωσαν σε αποβάθρες και σταθμούς, δέχτηκαν επιθέσεις από την αστυνομία, απάντησαν και συγκρούστηκαν μαζί της. Ο πρόεδρος Πινιέρα, αντιδρώντας στις καταστροφές σε εκδοτήρια κλπ, κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν, υποχρεώνοντάς τον να ακυρώσει την αύξηση στα εισιτήρια. Ήταν όμως πια αργά. 

Το «σαββατοκύριακο της οργής» οι γραμμές των διαδηλωτών πύκνωσαν από όσους εναντιώνονταν στην κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Πάνω από 10.000 στρατιώτες κατέβηκαν στους δρόμους, τα τανκς και τα τεθωρακισμένα επανεμφανίστηκαν στους δρόμους των πόλεων, ενώ οι διαβόητοι «καραμπινιέροι» εξαπέλυσαν ένα όργιο βίας, καταστολής, βασανιστηρίων κατά διαδηλωτών, συμπαθούντων, περαστικών. Ο αριθμός των νεκρών αυξήθηκε ραγδαία, όπως και αυτός των τραυματιών και των συλληφθέντων. Στο πλευρό των νεολαίων βρέθηκαν με απεργίες οι λιμενεργάτες και οι εργαζόμενοι στα ορυχεία με πανεθνικές απεργίες. Οι διαδηλώσεις μαζικοποιήθηκαν από τα λαϊκά στρώματα, με τη συνδικαλίστρια στις συγκοινωνίες Πάουλα Ρίβας να δηλώνει: «Αφορά τις χαμηλές συντάξεις, την ιδιωτικοποίηση του νερού, την αύξηση στις τιμές του ηλεκτρικού, το σύστημα υγείας, την ανάγκη για πρόσβαση στην παιδεία. Το εισιτήριο στο μετρό ήταν ο πυροδότης. Ήταν συμβολικό. Έκανε το λαό να πει “φτάνει πια”». 

Την τελευταία φορά που ειπώθηκε αυτή η κραυγή –«φτάνει πια!»– στην πολύπαθη υπο-ήπειρο, ακολούθησε μια περίοδος εξεγέρσεων. Τότε η Χιλή είχε μείνει σε μεγάλο βαθμό «απρόσβλητη», αλλά σήμερα ήρθε το δικό της «Ya Basta!», που οδήγησε σε μια ανοιχτή αντικαθεστωτική εξέγερση. 

Τα όσα συμβαίνουν στη Χιλή εντάσσονται προφανώς στις εξελίξεις και τις τάσεις στη Λατινική Αμερική (στην οικονομική κρίση, την εξέγερση στο Εκουαδόρ κλπ), αλλά έχουν και μια δική τους, ξεχωριστή, πολύ χιλιάνικη σημασία: Αφορά αυτό που συνοψίστηκε στο σύνθημα «Δεν είναι τα 30 πέσος – Είναι τα 30 χρόνια!» και έχει να κάνει με άλυτους λογαριασμούς από το παρελθόν. 

Η «μεταπολίτευση» της Χιλής ήταν μία από τις πιο «κολοβές» διεθνώς. Το ίδιο το σύνταγμα που συνέταξε ο Πινοσέτ το 1980 παρέμεινε σχεδόν άθικτο και βάση του «δημοκρατικού» πολιτεύματος. Το οικονομικό μοντέλο Πινοσέτ, η νεοφιλελεύθερη φαντασίωση όπου τα πάντα σχεδόν είναι ιδιωτικά και οι πλούσιοι δεν πληρώνουν σχεδόν τίποτα, επίσης έμεινε άθικτο, κάνοντας την (ακμάζουσα κι αναπτυσσόμενη) Χιλή μια από τις πιο άνισες χώρες, με πάμπλουτους δισεκατομμυριούχους (σε αυτούς ανήκει και ο ίδιος ο πρόεδρος Πινιέρα) και τους εργαζόμενους να δαπανούν το μισό τους εισόδημα για να αποπληρώνουν χρέη.   

Η Κονσερτασιόν, η κεντροαριστερή λαϊκομετωπική συμμαχία που κυβέρνησε από το 1990 ως το 2010, επέλεξε τη «συνέχεια του κράτους» και δεν έθιξε στο ελάχιστο την πινοσετική κληρονομιά. Αυτή η μεταδικτατορική πραγματικότητα δημιούργησε νεότερες γενιές πρόθυμες να παλέψουν με «επιθετικά» αιτήματα. 

Κάποιοι ίσως θυμούνται την «επανάσταση των πιγκουίνων» το 2006. Ήταν το μαζικότερο μαθητικό κίνημα για δεκαετίες στη Χιλή (πήρε το όνομα από τις μαθητικές στολές), με καταλήψεις σχολείων και μεγάλες διαδηλώσεις παρά την καταστολή. Είχε «μικρά» αιτήματα (όπως μαθητικό πάσο για δωρεάν μετακινήσεις, μια χρήσιμη υπενθύμιση του από πόσο «μακριά» έρχονται κάποια ζητήματα), αλλά και «μεγάλα» που αφορούσαν τη στήριξη ενός πραγματικά δημόσιου συστήματος παιδείας. 

Οι εκλογές που ακολούθησαν (το 2010), ήταν οι πρώτες που έχασε η Κονσερτασιόν και ήρθε ο Πινιέρα στην εξουσία. Από τον Μάη ως τον Αύγουστο του 2011 ξέσπασε ο «Χιλιανός Χειμώνας», ένα μαζικό φοιτητικό κίνημα που με αυξομειώσεις στην έντασή του συντάραξε τη Χιλή ως το 2013. Είχε ως μπροστάρηδες τους φοιτητές (πολλοί «βετεράνοι» του μαθητικού κινήματος του 2006) και, όπως και ο προηγούμενος ξεσηκωμός, είχε αφορμή κάποια «μικρά» αιτήματα, αλλά επίσης επανέφερε το «μεγάλο» αίτημα για καθολικά δημόσια παιδεία. Πήρε πιο διευρυμένα χαρακτηριστικά (επικοινωνώντας με το διεθνές κλίμα των τότε «Αγανακτισμένων»), συνέπεσε ή πυροδότησε κάποιες εργατικές απεργίες και οδήγησε σε εκλογική συντριβή τον Πινιέρα το 2013. 

Κάποιοι-ες θα θυμούνται την Καμίλα Βαγέχο, που αναδείχθηκε ως σύμβολο του κινήματος. Εξελέγη βουλευτής το 2013 με το ΚΚ Χιλής, όπως και ο Γκάμπριελ Μπόριτς με την Αυτόνομη Αριστερά. Ενώ οι «αναγνωρισμένοι συνδικαλιστές» εκλέγονταν, ένα νεογέννητο μίγμα αναρχικών-τροτσκιστών-γκεβαρικών-αυτόνομων (θυμίζοντας τη λεγόμενη «κουλτούρα μιρίστα» που επιβίωσε της συντριβής του MIR) απόκτησε σημαντική δύναμη στα πανεπιστήμια. Το φοιτητικό κίνημα, καθώς γενικευόταν και πολιτικοποιούταν, έθεσε ακόμα ευρύτερα ζητήματα της πάλης κατά του πινοσετισμού: Π.χ. για να απαντήσει στο ζήτημα της χρηματοδότησης ενός δημόσιου συστήματος παιδείας, έθεσε το ζήτημα της εθνικοποίησης των ορυχείων χαλκού.  

Η Μισέλ Μπασελέ επέστρεψε στην κυβερνητική εξουσία το 2013, συγκροτώντας τη «Νέα Πλειοψηφία», εκμεταλλευόμενη την αντιδημοφιλία του Πινιέρα και υποσχόμενη να ικανοποιήσει πολλά από τα αιτήματα του κινήματος. Στο κλίμα της εποχής εμφανίστηκε και η συζήτηση για ένα νέο Σύνταγμα. Η «συντακτική διαδικασία» που οργάνωσε η κυβέρνηση Μπασελέ υπήρξε άτυπη, συμβουλευτική και κατέληξε σε ένα φιάσκο δήθεν «συμμετοχικής διαδικασίας» που δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. 

Στις εκλογές του 2017, ο Πινιέρα επέστρεψε, η «Νέα Πλειοψηφία» κατέγραψε κρίση, ενώ γύρω από κάποιες από τις φοιτητικές ομαδοποιήσεις της «Νέας Αριστεράς» συγκροτήθηκε το Πλατύ Μέτωπο (Frente Amplio), που θύμιζε (και στα θετικά και στα αρνητικά του) Ποδέμος, έθεσε ως στόχο μια αριστερή αμφισβήτηση και των δύο μπλοκ και σόκαρε, όταν η υποψήφιά του στις προεδρικές, η Μπέατρις Σάντσες, πήρε 20% και διεκδίκησε στα ίσια να περάσει στο δεύτερο γύρο αντί του κεντροαριστερού υποψηφίου. 

Σε αυτό το φόντο ήρθε ο σημερινός «γύρος» αντιπαράθεσης. Και πάλι η νεολαία κατέβηκε στο δρόμο, γενίκευσε τον αγώνα της και βρήκε στήριξη από πλατύτερα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Όμως το 2019 αποτελεί κλιμάκωση του 2011-2013 (όπως αντίστοιχα τότε σε σχέση με το 2006). Η είσοδος των μαζών στον αγώνα αυτή τη φορά ξεπερνά κάθε προηγούμενο σε ένταση και μαζικότητα, μετατρέποντας το κίνημα σε γενικευμένη εξέγερση. Οι λιμενεργάτες, οι εργάτες στα ορυχεία, οι εργαζόμενοι στο μετρό και άλλοι πολλοί βγήκαν στην πρώτη γραμμή όχι απλά ως «αλληλέγγυοι». Το κάλεσμα για 48ωρη γενική απεργία βρήκε ανταπόκριση από τη γενική συνομοσπονδία CUT. Η αρχική πρόθεση της συνδικαλιστικής ηγεσίας (απεργία χωρίς διαδήλωση) ανατράπηκε από τις πιέσεις της βάσης των συνδικάτων, που κατέκλυσαν τους δρόμους στη μεγαλύτερη διαδήλωση εδώ και δεκαετίες στη Χιλή. Μαζί με το Σαντιάγκο, διαδηλώνει και το Βαλπαραΐζο και κάθε άλλη πόλη, εκτός από τις πλέον εύπορες συνοικίες. 

Μαζί με τη νεολαία αγωνίζονται και οι παλιότεροι, σε μια ρεβάνς ενάντια στον πινοσετισμό. Άλλωστε η συνέχεια του αχαλίνωτου νεοφιλελευθερισμού συμπληρώθηκε από τη συνέχεια του ακραίου αυταρχισμού. Οι εικόνες του στρατού να επιστρέφει στους δρόμους προκάλεσαν μνήμες, ευθείες αντιπαραβολές και οργή. Δεν είναι τυχαίο ότι ξυπνάνε οι μνήμες του 1970-1973, με τα τραγούδια του Βίκτορ Χάρα και των Ίντι Ιλιμάνι, την ίδια ώρα που αγωνίζεται μια γενιά που δεν έχει ή δεν θέλει να έχει σχέση με την «παραδοσιακή» Αριστερά (Σοσιαλιστές και Κομουνιστές). 

Η εξέγερση έχει πολλές εικόνες: Την πλέον βάναυση καταστολή που θυμίζει όντως μέρες Πινοσέτ σε αγριότητα. Αλλά και τη λαϊκή αντίσταση στην καταστολή, με μικρές «νίκες» που οδηγούν τους καραμπινιέρους σε υποχώρηση ή μικρές στιγμές ηθικού μεγαλείου, όπως οι σιωπηλές γυναίκες με τις υψωμένες γροθιές να στέκονται μπροστά στους μπάτσους, καταγγέλλοντας τη διάχυτη σεξιστική βία κατά διαδηλωτριών. Έχει και πολιτισμό και τραγούδι και ψυχική ανάταση σε ένα συλλογικό «εμείς». Έχει πόρνες να διαδηλώνουν με πανό «ο Πινιέρα δεν είναι γιος μας». Έχει και διαδηλωτές που καταλαβαίνουν τι λένε αυτές οι γυναίκες κι αντικαθιστούν το «πουτάνας γιε» με το «του Πινοσέτ γιε» στα συνθήματά τους. Έχει κάποια σωματεία να κάνουν λόγο για την ανάγκη consejos comunales (κοινοτικά συμβούλια), θυμίζοντας τις πιο ένδοξες μέρες του χιλιάνικου κινήματος. 

Καθώς οι κινητοποιήσεις παίρνουν χαρακτηριστικά γενικευμένης εξέγερσης ενάντια στο καθεστώς συνολικά, ξαναδίνουν ζωή στο σύνθημα για «Συντακτική Συνέλευση», ως αυθεντικό λαϊκό αίτημα και διαδικασία των «από κάτω». Όπως το θέτει η ανακοίνωση του συνδικάτου των λιμενεργατών: «Είμαστε αφοσιωμένοι στην πολιτική και κοινωνική αλλαγή κι έτσι προτείνουμε στο συνδικαλιστικό κίνημα να απαιτήσει μια συντακτική συνέλευση των εργατών και του λαού. Μόνο μια τέτοια συνέλευση μπορεί να συζητήσει ένα νέο πολιτικό βιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης, τις εργασιακές σχέσεις και την επανεθνικοποίηση του χαλκού και των φυσικών πόρων». Η προϊστορία που αναφέραμε, από τη Μεταπολίτευση ως τους προηγούμενους αγώνες, έχει κάνει αυτό το αίτημα (συντακτική συνέλευση) μαζικό, αν και θολό στο πώς και ποιοι θα το κάνουν.  

Η κυβέρνηση απέναντι στην εξέγερση προσπαθεί να ελιχθεί μεταξύ καταστολής και παραχωρήσεων. Το μέγεθος της κρίσης αποδεικνύεται από την ένταση και την έκταση των κυβερνητικών πρωτοβουλιών και στα δύο μέτωπα. Η ακύρωση του μέτρου για τα εισιτήρια και η επίσπευση ενός νόμου προστασίας του 40ωρου συνοδεύονται από (ρητορικές ως τώρα) υποσχέσεις για τις συντάξεις, τον κατώτατο μισθό, διάφορα επιδόματα, την τιμή των φαρμάκων κ.ά. που δεν έχουν προηγούμενο από δεξιά λατινοαμερικανική κυβέρνηση στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού, υπενθυμίζοντας την αποτελεσματικότητα της εξέγερσης ως μέθοδο διεκδίκησης. Διέρρευσε ένα ηχητικό της Σεσίλια Μορέλ, συζύγου του Πινιέρα, που είναι αποκαλυπτικό των σκέψεων της αστικής τάξης: «Διέλυσαν τις άμυνες μας, είναι σαν εισβολή εξωγήινων. Θα πρέπει να περικόψουμε τα προνόμιά μας και να μοιραστούμε πλούτο με τους υπόλοιπους». Έτσι ο Πινιέρα παραδέχεται «προβλήματα δεκαετιών» και απολογείται εκ μέρους όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Αλλά την ίδια ώρα έχει κάνει λόγο για «πόλεμο ενάντια σε έναν πανίσχυρο κι ασυμβίβαστο εχθρό που δεν σέβεται κανέναν και τίποτα». Ήταν το πράσινο φως για το όργιο καταστολής και μια προσπάθεια να χτιστούν διαχωριστικές ανάμεσα στους «μετριοπαθείς» (που με τα κυβερνητικά μέτρα θα πρέπει να γυρίσουν σπίτι ικανοποιημένοι) και τους «ριζοσπάστες» (που, αν επιμείνουν να διαδηλώνουν, θα πρέπει να συντριβούν).  Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία, σχεδιασμένη για να τσακίζει τους ιθαγενείς Μαπούτσε (που συμμετέχουν ένθερμα στην κοινή εξέγερση), τώρα στρέφεται εναντίον κάθε αγωνιστή. 

Ούτε η καταστολή, ούτε οι υποχωρήσεις σταματούν τις διαδηλώσεις, παρά την αγριότητα της πρώτης και το μέγεθος των δεύτερων, θυμίζοντας τις τελευταίες μέρες κάποιων Αράβων δικτατόρων το 2011… Είναι υπόθεση της χιλιάνικης Αριστεράς να πορευτεί σε αυτό το τοπίο, όπου μια εξέγερση μπορεί ταυτόχρονα να κάνει εφικτές νίκες, που ήταν αδιανόητες για χρόνια, και την ίδια ώρα να μετατρέπει αυτές τις νίκες σε «παγίδα» υποχώρησης, ενώ μπορούν να επιτευχθούν πολύ περισσότερα.   

Προς το παρόν το κυβερνητικό σχέδιο –συμπυκνωμένο στην έκκληση για «επιστροφή στην κανονικότητα»– έχει αποτύχει, καθώς απαντήθηκε με το σύνθημα «η κανονικότητα ήταν το πρόβλημα εξαρχής». 

Όπως τραγουδούσαν παλιά οι Ίντι Ιλιμάνι, «esta vez no se trata de cambiar un presidente, sera el pueblo quien construya un Chile bien diferente» (αυτή τη φορά δεν αφορά απλά την αλλαγή του προέδρου, αλλά τον λαό που θα χτίσει μια πολύ διαφορετική Χιλή). 

Και όταν έρχονται τέτοια μηνύματα από τη Χιλή, τη φερόμενη ως «όαση σταθερότητας» στη Λατινική Αμερική για δεκαετίες, έχουν δίκιο αστοί αναλυτές να ανησυχούν ότι τέτοιες διαθέσεις «μπορεί να προκύψουν παντού…».

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες