Δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του βιβλίου, του Pino Cacucci, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα (2017). Είναι δανεισμένος από ομότιτλο έργο της Φρίντα Κάλο.

Το βιβλίο είναι ένας μονόλογος της Φρίντα Κάλο με τον εαυτό της, περιλαμβάνοντας και αρκετά βιογραφικά στοιχεία από το συγγραφέα. Μια αφήγηση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, στην οποία μιλά για τα πιστεύω της, τις ανησυχίες της, τη μοναξιά της, την κούραση της, τις στιγμές απερίγραπτης απόγνωσης, την οδύνη της από τις απιστίες του Ριβιέρα και τον αξεπέραστο έρωτα μαζί του, καθώς επίσης και για τη σχέση της με τον Τρότσκι, τις ερωτικές της σχέσεις με άνδρες και γυναίκες, τους πίνακές της, την αγάπη της για τη χώρα της.

Όμως, αυτή η γυναίκα, η «δολοφονημένη από τη ζωή», που της κατέστρεψε το σώμα με απίστευτη αγριότητα, κυρίως περιγράφει τη θέληση και το πείσμα της για ζωή. Ένα πείσμα, το οποίο σε συνδυασμό με την αισθησιακή ομορφιά της, που συγκεντρωνόταν στα μάτια της, φανέρωναν ένα ισχυρό χαρακτήρα.

Η γνωστή σε όλους μας ζωγράφος, Φρίντα Κάλο, γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1907, πριν από 110 χρόνια, στο Μεξικό και πέθανε στις 13 Ιουλίου 1954. Η ίδια υποστήριζε ότι γεννήθηκε το 1910, επειδή ήθελε να ταυτιστεί με την μεξικάνικη επανάσταση, η οποία δημιούργησε μεγάλες ανατροπές σε όλα τα επίπεδα: στις κοινωνικές σχέσεις, στην τέχνη, στη λογοτεχνία, στον πολιτισμό, στην προοπτική των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων κλπ. Η Φρίντα που ήταν γέννημα όλων αυτών, ήταν και η ίδια γέννημα μίξης. Ο πατέρας της ήταν Ούγγρος Εβραίος και η μητέρα της ισπανομεξικάνα ινδιάνικης καταγωγής.

Συνδέθηκε με τον διάσημο ζωγράφο Ντιέγκο Ριβέρα και παντρεύτηκαν το 1929, παρά την εικοσαετή διαφορά ηλικίας που είχαν. Στα έργα του Ριβέρα κυριαρχούσε η πολιτική και η ιστορία της χώρας. Ζωγράφιζε τοιχογραφίες σε δημόσια κτήρια για να είναι τα έργα του προσιτά σε όλους. Αντίθετα, η Φρίντα, ζωγραφίζει τον κόσμο της, μετατρέποντας τον πόνο σε τέχνη. «Δεν είμαι άρρωστη. Κομμάτια είμαι. Ζωγραφίζοντας τον κόσμο μου, δεν εξιστόρησα τον πόνο, γιατί ο πόνος δεν εξιστορείται. […] Ζωγράφισα μόνο τον εαυτό μου γιατί ο καθένας υποφέρει μόνος του, γιατί ο πόνος φέρνει μοναξιά».

Η αυτοπροσωπογραφία της είναι η αυτοβιογραφία της, η οποία συμπυκνώνει τη δύναμη και το πάθος για ζωή. Πάθος για ζωή που νικά τον πόνο. Πόνος, ο οποίος προέρχεται από τη λαχτάρα της να γεννήσει ένα παιδί, που το κατεστραμμένο της σώμα δεν το επιτρέπει, αλλά και πόνος από τις απιστίες του Ριβέρα. «Εγώ… εγώ τη ζωή τη ρούφηξα. Τη ζωή μου. Άλλα άλλη ζωή δεν έφτιαξα», ενώ για τις απιστίες του Ριβέρα λέει: «Δεν μπορώ να τον αγαπώ γι’ αυτό που δεν είναι».

Όμως και εκείνη συνδέθηκε με άλλους άνδρες και γυναίκες, δημιουργώντας τον θρύλο της αμφισεξουαλικότητάς της. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Τρότσκι, συνάπτοντας μια εξάμηνη θυελλώδη σχέση μαζί του, ο οποίος με τους παράφορους λόγους του, τις ερωτικές επιστολές που τις έβαζε κρυφά μέσα στα βιβλία της, που κάποιες στιγμές την αποσβόλωναν με την τολμηρότητα των προτάσεών του, που πιο πολύ «άρμοζαν σε έναν έφηβο παρασυρμένο από τις ορμόνες του» παρά στο ύφος ενός χαλύβδινου επαναστάτη, όλα αυτά την γοήτευαν και την κολάκευαν που ο ιδρυτής του Κόκκινου Στρατού είχε ερωτευτεί τη «σακάτισσα Φρίντα Κάλο». Ήταν ταυτόχρονα και μια εκδίκηση για τις απιστίες του Ντιέγκο.

Βέβαια, παρ’ ότι είχαν μια πολυκύμαντη σχέση με τον Ριβέρα, με χωρισμούς και επανασυνδέσεις, εντούτοις πάντα υπήρξε βαθιά ερωτευμένη μαζί του. Και αυτό γιατί μαζί του ένιωθε ασφάλεια: «Ο Ντιέγκο είναι ο μοναδικός που έχει μέσα του κάτι θηλυκό, τόσο έντονο, τόσο βαθύ, που μπορεί να είναι ευαίσθητος σαν γυναίκα. […] Είναι η ζωή που μου έλειψε, μόνο αυτός, όταν με παίρνει στην αγκαλιά του, μπορεί να διώχνει την Πελόνα… Ο Ντιέγκο με ανασταίνει, κάνει πιο υποφερτή την κακούργα καταραμένη ζωή μου…».

Αν κάποιος/-α ήθελε να συνοψίσει με τρεις λέξεις τη ζωή της Φρίντα Κάλο, αυτές θα ήταν: τέχνη, πολιτική και έρωτας. Ήταν αυτά που την κρατούσαν στη ζωή, παρά τις απογοητεύσεις της. «Ώρες ώρες νιώθω τόσο κουρασμένη, τόσο απογοητευμένη, όλα μου φαίνονται τόσο ανώφελα, τόσο… Δεν ξέρω», μονολογεί. Και παρ’ ότι πολλές φορές παραδινόταν στον πόλεμο που είχε με την κούραση και την απόγνωση, εντούτοις ήθελε να ζήσει. Επειδή, όπως έλεγε, η ζωή ανοίγει μονοπάτια που πάντα αξίζει να περπατάς. «Όταν όμως σταματάς μεσοστρατίς, μπερδεύεσαι, και νιώθεις θλίψη, ερημιά, γιατί όλοι θα θέλαμε να είμαστε το ΟΛΟΝ, και όχι ένας απλός, ανώνυμος αριθμός. Οι αλλαγές μας αποσυντονίζουν, μας τρομοκρατούν, γιατί αναζητάμε την ηρεμία, τη γαλήνη, γιατί προλαβαίνουμε το θάνατο, πεθαίνοντας κάθε στιγμή της ζωής μας. Κι έπειτα ονομάζουμε το όλον ΘΕΟ, ή ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ…Εγώ το ονόμασα ΑΓΑΠΗ».

Όμως, όπως μας προτρέπει και μας βεβαιώνει είναι ότι «η ζωή δεν θα είχε πια κανένα νόημα αν σταματούσα να ονειρεύομαι». i VIVA LA VIDA! («ΖΗΤΩ η ΖΩΗ!»).

Ετικέτες