Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία έγινε κούρσα τεσσάρων διαφορετικών υποψηφίων –σε απόσταση «βολής» ο ένας από τον άλλον– η οποία κρίθηκε στο φώτο φίνις. Ο δεύτερος γύρος θα γίνει με απόντες τους υποψήφιους και των δύο παραδοσιακών μεγάλων(;) κομμάτων.
Αυτή η εικόνα είναι η απόλυτη αποτύπωση της κρίσης και του κατακερματισμού στην πολιτική σκηνή της χώρας. Αν μη τί άλλο, η Γαλλία «δεν πλήττει».
Αλλά η «μεγάλη αναταραχή» δεν μεταφράζεται αυτόματα σε «θαυμάσια κατάσταση». Στη γαλλική περίπτωση, όσον αφορά τον δεύτερο γύρο των προεδρικών, ισχύει το ακριβώς αντίθετο, με την παρουσία μιας κρυπτοφασίστριας και ενός ανθρώπου που αποτελεί την επιτομή των πιο αποκρουστικών χαρακτηριστικών του «ακραίου κέντρου».
Ο άνθρωπος του συστήματος
Η πρωτιά με 24% του «αντικομματικού» γιάπη Μακρόν, αυτού του μπλερικού υβρίδιου Σταύρου Θεοδωράκη και Λουκά Παπαδήμου, έχει μια γερή δόση πικρής ειρωνίας: Τη στιγμή που ο Ολάντ είναι ο αντιδημοφιλέστερος πολιτικός στη χώρα, ανέρχεται το άστρο του αρχιτέκτονα των πολιτικών που έκαναν τον Ολάντ τόσο αντιδημοφιλή!
Πέρα από τη σκανδαλώδη στήριξη που απολαμβάνει από καθεστωτικά κέντρα, ο Μακρόν έχει και άλλα πλεονεκτήματα: Εμφανιζόμενος ως «υπερκομματικός», απευθύνεται προνομιακά σε έναν κεντρώο χώρο ή σε «αντι-πολιτικό» κόσμο που αδιαφορεί για το δίπολο Αριστερά/Δεξιά. Έχοντας αρκετά «κομματικό» παρελθόν (πέρα από τη φούσκα της ρητορικής του), έχει την υποστήριξη της δεξιάς πτέρυγας των Σοσιαλιστών (μεταξύ των οποίων και ο απερχόμενος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς). Και με την ιδιότητα του εκ δεξιών «αποστάτη» από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, μπορούσε να υποδεχθεί ευκολότερα τμήμα ψηφοφόρων της Δεξιάς, που δεν ενέκρινε την επιλογή Φιγιόν (που πέρα από τις άλλες εσωκομματικές διαφωνίες, είχε να αντιμετωπίσει και το ξέσπασμα του σκανδάλου).
Η ύπαρξη αυτής της κοινωνικής βάσης, που επέλεξε Μακρόν, θυμίζει την παρατήρηση του Ολλανδού μαρξιστή Pepijn Brandon (μετά τις εκεί εκλογές) για την ικανότητα του κέντρου -αν και ασταθές και κατακερματισμένο- να ανασυντίθεται και να επιβιώνει.
Ακροδεξιά απειλή
Η Λεπέν επιβεβαίωσε τις εφιαλτικές προβλέψεις, κατορθώνοντας να περάσει στο δεύτερο γύρο, με 21,3%. Ανέβηκε κατά 3 μονάδες σε σχέση με τις προεδρικές του 2012 (το τότε μεγαλύτερο σκορ στην ιστορία του Εθνικού Μετώπου), αλλά δεν έφτασε το 25% των ευρωεκλογών του 2014. Αυτή η σταθεροποίηση διαβάζεται μαζί και με τα πρώτα ποιοτικά στοιχεία που δείχνουν ότι δεν μπόρεσε να προσελκύσει ευρύτερα στρώματα στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, αλλά είχε την πιο πεισμένη –από μήνες πριν– εκλογική βάση.
Θα μπορούσε κανείς να μείνει στην αίσθηση ότι «δεν μπόρεσε να πείσει» περισσότερους πέρα από την αποφασισμένη εκλογική της βάση, ότι δεν δημιούργησε ένα ρεύμα «ψήφου διαμαρτυρίας». Όμως το πρόβλημα είναι ότι πλέον έχει αποκτήσει μια αποφασισμένη εκλογική βάση τέτοιου μεγέθους. Δεν είναι μια σπασμωδική «ψήφος διαμαρτυρίας» τα ποσοστά που συγκεντρώνει. Αυτό το μαζικό «συμπαγές» στρώμα οπαδών είναι η καλύτερη βάση για να ελπίζει να χτίσει περισσότερο στο μέλλον. Οι υποστηρικτές του Εθνικού Μετώπου δηλώνουν πλειοψηφικά ρατσιστές και ότι έχουν πρόβλημα με τους μουσουλμάνους, ενώ ένα σημαντικό τμήμα τους έχει και αντισημιτικές ιδέες.
Η λεγόμενη «απο-τοξικοποίηση» του Εθνικού Μετώπου είναι ένας μιντιακός μύθος, που κρύβει ότι αυτό που συνέβη τα προηγούμενα χρόνια κι επέτρεψε στη Μαρίν Λεπέν να ανέβει είναι η «τοξικοποίηση» της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Δεν ήρθε η Λεπέν «προς τις ιδέες του κέντρου». Το «κέντρο» νομιμοποίησε τις ιδέες της Λεπέν. Με την ισλαμοφοβία να γίνεται κοινά αποδεκτός τόπος για την «κοσμική Ρεπουμπλίκ», το FN μπορεί να θεωρείται «ένα ακόμα κόμμα». Με την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης να παραμένει επί μήνες ολόκληρους, το προεκλογικό σύνθημα του FN για «Αποκατάσταση της Τάξης στη Γαλλία» μπορεί να θεωρείται «φυσιολογικό».
Η κατάρρευση των μεγάλων
Οι χαμένοι των εκλογών ήταν οι δύο «μεγάλοι». Ο Φρανσουά Φιγιόν, που την ίδια μέρα που πήρε το χρίσμα της γαλλικής Δεξιάς βαφτίστηκε αυτόματα από τα ΜΜΕ ως ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας, τελικά συγκέντρωσε 20% και ήρθε τρίτος.
Ακόμα πιο εκκωφαντική ήταν όμως η κατάρρευση των Σοσιαλιστών, που προστίθενται στη λίστα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που πέρασαν από τη λαίλαπα της «πασοκοποίησης». Η εκλογή του Αμόν, ως ύστατη προσπάθεια να σωθεί το ναυάγιο μέσα από μια ρητορική στροφή αριστερά, δεν απέδωσε, με τον Σοσιαλιστή υποψήφιο να βυθίζεται στο 6,3%. Η προσπάθειά του να συντηρηθεί μια «μετριοπαθής Αριστερά» καταδικάστηκε από το σφυροκόπημα που δέχτηκε από τα αριστερά (Μελανσόν) και την εγκατάλειψή του από τα δεξιά (προς τον Μακρόν). Πρόκειται για συγκλονιστική ανατροπή στη γαλλική πολιτική σκηνή, στα κεντροαριστερά της οποίας ηγεμόνευε το Σοσιαλιστικό Κόμμα για δεκαετίες.
Ριζοσπαστική Αριστερά
Τη θέση του «ηγεμόνα» διεκδικεί πλέον ο Ζαν Λυκ Μελανσόν που πέτυχε το στρατηγικό του στόχο να αποκαθηλώσει τους Σοσιαλιστές, καταγράφοντας το καλύτερο σκορ υποψηφίου στα αριστερά του ΣΚ εδώ και δεκαετίες. Ο δημοσκοπικός «καλπασμός» τις εβδομάδες πριν την κάλπη δημιούργησε την προσδοκία ότι μπορεί να βρεθεί στο δεύτερο γύρο, με αποτέλεσμα τώρα να επικρατεί σχετική απογοήτευση. Αλλά δεν γίνεται να παραγνωριστεί η εντυπωσιακή άνοδος στο 19,6% (από το 11% του 2012) και η εμφάνιση ενός μαζικού αριστερού αντίπαλου δέους στον ψευδή «αντισυστημισμό» της Λεπέν, που ήταν από τα κεντρικά επίδικα της μάχης. Ας μην ξεχνάμε ότι η γαλλική Αριστερά ξεκίνησε από πολύ άσχημη θέση την παρέμβασή της σε αυτές τις εκλογές.
Το ρητορικό χάρισμα του υποψηφίου της «Ανυπότακτης Γαλλίας» και η ενθουσιώδης, δημιουργική καμπάνια των χιλιάδων εθελοντών της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανατροπή της εικόνας και διευκόλυναν να κινητοποιηθεί εκλογικά (και να κινηθεί προς τα αριστερά) ο κόσμος που εγκατέλειψε μαζικά τους Σοσιαλιστές. Αλλά η επιτυχία του Μελανσόν έχει μεγαλύτερη αξία ως «αποτύπωμα» ενός κοινωνικού ρεύματος. Οι εκλογικές επιλογές δεν προκύπτουν «στη γυάλα», όπου τα μυαλά των ψηφοφόρων είναι «λευκές κόλες» και κρίνουν αποκλειστικά από τα προγράμματα και τις προεκλογικές ομιλίες. Αν το ρεύμα της Λεπέν έγινε εφικτό από τη δεξιά μετατόπιση της κεντρικής πολιτικής σκηνής, το ρεύμα του Μελανσόν έγινε εφικτό από τους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες του προηγούμενου διαστήματος, το Nuit Debout και την πάλη ενάντια στο νόμο Ελ Κομρί, που έδωσαν «καύσιμα» σε αριστερόστροφες αναζητήσεις σε τμήμα της κοινωνίας.
Στο σκορ της ριζοσπαστικής Αριστεράς προστίθεται το 1,1% του Φιλίπ Πουτού (NPA) και το 0,65% της Ναταλί Αρτό (LO), που είναι κοντά στα αντίστοιχα σκορ που είχαν καταγράψει και το 2012. Ήταν αδύνατο γι’ αυτές τις οργανώσεις να ξεπεράσουν τα όρια της στενής επιρροής τους, με δεδομένο το χαρακτήρα που είχε πάρει η εκλογική μάχη. Η καμπάνια του Πουτού, όταν ξεκίνησε, δημιούργησε προς στιγμήν ένα περιορισμένο δημοσκοπικό ρεύμα (ως το 2,5%), αλλά αυτή η «συμπάθεια» ήταν δύσκολο να μεταφραστεί σε ψήφο, όταν κρινόταν η είσοδος του Μελανσόν στο δεύτερο γύρο.
Η διατύπωση του Ολιβιέ Μπεζανσενό για την ψήφο στον Πουτού ως «χρήσιμη αποχή» ήταν ευφυής ως προς την περιγραφή της απεύθυνσης της καμπάνιας (αν είσαι αηδιασμένος από τους πολιτικούς και αν δεν σε πείθει ούτε ο Μελανσόν, μην απέχεις τελείως), αλλά δεν αρκούσε για να ξεπεράσει την αντίφαση που έχει ο ίδιος ο όρος που χρησιμοποίησε και να αποδείξει τη «χρησιμότητα» της ψήφου στον Πουτού σε ένα ευρύτερο ακροατήριο.
Ο δεύτερος γύρος
Ενόψει του δεύτερου γύρου, ο Μακρόν ξεκινά από θέση ξεκάθαρου φαβορί, αν και η εποχή απαγορεύει βεβαιότητες στις προβλέψεις. Ακόμα και το πιθανότερο σενάριο νίκης σηματοδοτεί μια αλλαγή σε σχέση με το 2002, όταν ο πατέρας Λεπέν καθηλώθηκε στο ποσοστό του 1ου γύρου, ενώ ο Σιράκ συγκέντρωνε το 80%. Τα προγνωστικά δίνουν ένα σκορ γύρω στο 60-40 ή 65-35. Αυτή η διαφορά με το 2002, αν επιβεβαιωθεί, αφορά δύο σκέλη.
Το ένα είναι η δεξιά ριζοσπαστικοποίηση. Αυτό που είχε διαφανεί υπόγεια στις τοπικές εκλογές (όπου οι δεξιοί ήταν πρόθυμοι να στηρίξουν FN ενάντια στους Σοσιαλιστές) εμφανίζεται και στο κεντρικό πολιτικό επίπεδο και ένας στους τρεις ψηφοφόρους του Φιγιόν δηλώνει προτίμηση στη Λεπέν στο δεύτερο γύρο. Η παράδοση του «ρεπουμπλικανικού μετώπου» και της «υγειονομικής ζώνης γύρω από την ακροδεξιά» έχει καταρρεύσει και δεν αποτελεί πλέον «ταμπού» για τη γαλλική Δεξιά να φλερτάρει με τους κρυπτοφασίστες.
Το δεύτερο είναι η κρίση του «ακραίου κέντρου» που έχει γίνει τόσο απωθητικό, ώστε διευκολύνει την άνοδο της ακροδεξιάς (βλ. το αντίστοιχο Χίλαρι Κλίντον, Τραμπ στις ΗΠΑ). Στις πρώτες έρευνες, ένας στους δύο ψηφοφόρους του Μελανσόν (που είναι πλέον η μαζική δύναμη στα αριστερά του κέντρου και άρα καθορίζει εκλογικά μεγέθη) δηλώνει πρόθυμος να ψηφίσει Μακρόν. Όπως και να έχει, το πραγματικό ενδιαφέρον για τα συμπεράσματα του δεύτερου γύρου θα βρίσκεται περισσότερο στους απόλυτους αριθμούς ψηφοφόρων και λιγότερο στο ποσοστό. Για να το πούμε αλλιώς, θα βαρύνει αλλιώς η δυνατότητα της Λεπέν να προσελκύσει ακόμα περισσότερες ψήφους σε έναν δεύτερο γύρο από ό,τι μια αύξηση του ποσοστού της που θα οφείλεται σε μαζική αποχή.
Οι βουλευτικές
Και φυσικά το επόμενο «επεισόδιο» θα είναι οι βουλευτικές εκλογές του Ιούνη, που επίσης έχουν δεύτερο γύρο, που περιπλέκει τα πράγματα. Ο Μακρόν θα έχει να δημιουργήσει εκ του μηδενός(;) μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η Λεπέν θα έχει να μετρήσει τις δυνάμεις της σε μια πολύ πιο δύσκολη και απαιτητική εκλογική μάχη. Οι βουλευτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος θα κληθούν να επιλέξουν αν θα διεκδικήσουν την εύνοια του Μακρόν και την ένταξη στο νέο του κόμμα ή θα παραμείνουν στο κόμμα τους. Η Δεξιά θα έχει να λύσει τα εσωτερικά της προβλήματα, αλλά και τη σχέση της με τον Μακρόν και την Λεπέν. Η «Ανυπότακτη Γαλλία» θα κληθεί να δώσει μια άλλου τύπου μάχη, πολύ πιο σύνθετη, πολύ πιο απαιτητική και πολύ διαφορετική από τον «προσωποκεντρικό» χαρακτήρα των προεδρικών.
Σε κεντρικό επίπεδο, πιθανότατα θα προκύψει ένας άτυπος ή επίσημος «μεγάλος συνασπισμός» Δεξιάς και Σοσιαλδημοκρατίας γύρω από τον Μακρόν. Αλλά όπως και να έχει, σε αυτή την εκλογική μάχη θα αποκρυσταλλωθεί σε ένα βαθμό ο νέος πολιτικός χάρτης, που μπορεί να γεννήσει συνθέσεις κι ανασυνθέσεις, στα δεξιά, στο κέντρο, στα αριστερά. Και ακόμα και το τοπίο που θα «αποκρυσταλλωθεί», θα είναι πιθανότατα ρευστό και επισφαλές.
Ανάγκη κινηματικής απάντησης
Σε αυτό το θολό τοπίο, πέρα από τις εκλογικές μάχες, το ζητούμενο είναι γενικότερα η οργάνωση της κοινωνικής δύναμης της Αριστεράς. Αυτό αφορά καταρχήν το άμεσο καθήκον της απάντησης στη φασιστική απειλή. Το 2002 υπήρξαν καθημερινές αντιφασιστικές διαδηλώσεις, καταλήφθηκαν λύκεια την επομένη των εκλογών και οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν στη συγκλονιστική αντιφασιστική Πρωτομαγιά. Οι πρώτες αντιδράσεις αυτή τη φορά ήταν πολύ πιο χλιαρές (συγκεντρώσεις μερικών εκατοντάδων ανθρώπων) και το ζήτημα είναι αυτό να αντιστραφεί τις επόμενες ημέρες.
Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο και αυτό που έλειψε τα προηγούμενα χρόνια: Η συνεπής-διαρκής αντιφασιστική-αντιρατσιστική δράση. Ο Φιλίπ Πουτού, με έναν τρόπο ο Μελανσόν, αλλά και πολλοί αγωνιστές της γαλλικής Αριστεράς –ανεξάρτητα από τη στάση που θα κρατήσουν οι ίδιοι– βάζουν σε δεύτερη μοίρα τη «διαμάχη» μεταξύ όσων θα πάνε και όσων δεν θα πάνε να ψηφίσουν τον Μακρόν ενάντια στη Λεπέν και εστιάζουν στην ανάγκη αντιφασιστικής κινητοποίησης στο δρόμο όσων την εχθρεύονται. Αυτοί οι αγώνες αποτελούν και το αποτελεσματικότερο εμπόδιο στη φασιστική απειλή, πόσο μάλλον όταν ο σοσιαλφιλελευθερισμός έχει αποδειχθεί πλέον πως μεσοπρόθεσμα της στρώνει το δρόμο.
Γι’ αυτό το λόγο, η οργάνωση της δύναμης της Αριστεράς πάει μακρύτερα από την άμεση πάλη ενάντια στην Λεπέν. Είναι η δύναμη που μπορεί να ηγηθεί των αγώνων ενάντια στον Μακρόν, δίνοντας αριστερή διέξοδο στην οργή και φράζοντας –και έτσι– το δρόμο στην ακροδεξιά μεσοπρόθεσμα και όχι με μια σπασμωδική αντίδραση μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές, που θα τη φέρει αντιμέτωπη με τα ίδια ακριβώς δύσκολα εκλογικά διλλήματα.
Πού βαδίζει η Αριστερά;
Σε αυτά τα καθήκοντα θα κριθεί και η «Ανυπότακτη Γαλλία» που –αντικειμενικά– έχει πλέον τη μεγαλύτερη ευθύνη. Στο αν θα μπορέσει να μετασχηματίσει το ευρύ δίκτυο «εθελοντών εκλογικής καμπάνιας για τον Μελανσόν» σε μάχιμη δύναμη, στο αν θα μπορέσει να κινητοποιήσει στους αγώνες τον «λαό της Αριστεράς» που μπόρεσε να κινητοποιήσει για τις εκλογές. Αυτό αποτελούσε το πιο «ομιχλώδες» σημείο του πού θα συνεισφέρει η προεκλογική προσπάθεια του Ζαν Λυκ Μελανσόν. Θα λυθεί τους επόμενους μήνες και αν λυθεί σε θετική κατεύθυνση, θα είναι μια ευχάριστη απάντηση σε όσους ήμασταν «συγκρατημένοι» απέναντι στο εγχείρημα. Και στη διαδικασία του να λυθεί αυτό το ζήτημα σε θετική κατεύθυνση, θα πρέπει να δουν πιο σοβαρά τον ενεργό ρόλο τους και οι σύντροφοι της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Μια αποστροφή του Φιλίπ Πουτού πρέπει να βρει ανταπόκριση από πολλούς διαφορετικούς αποδέκτες:
«Σε όλες εκείνες και όλους εκείνους που αρνήθηκαν να ψηφίσουν ή που στερούνται το δικαίωμα του εκλέγειν, σε εκείνες και εκείνους που ψήφισαν Μελανσόν με τη σκέψη μιας ψήφου υπέρ της ρήξης, σε όσες και όσους ψήφισαν Lutte Ouvrière (Εργατική Πάλη), θέλουμε να πούμε απόψε ότι περισσότερο από ποτέ χρειαζόμαστε μια νέα δύναμη για να μας αντιπροσωπεύει: ένα κόμμα που να εκπροσωπεί τα συμφέροντά μας, ένα εργαλείο για τους καθημερινούς μας αγώνες, για να τελειώνουμε με το καπιταλιστικό σύστημα, για να προωθήσουμε το σχέδιο μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από την εκμετάλλευση και κάθε μορφής καταπίεση».