Τα αριστερά κόμματα πρέπει να αντιστοιχούν στις κοινωνικές ανάγκες και στα ιστορικά χαρακτηριστικά των κυριαρχούμενων τάξεων.
Το θέμα της ριζικής αναμόρφωσης του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να γεννηθεί ένα μαζικό, δημοκρατικό, αριστερό κόμμα, όπως το διατύπωσε ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας σ. Αλέξης Τσίπρας, έχει ήδη τεθεί εκ των πραγμάτων, στη διάρκεια της πυκνής προεκλογικής περιόδου, όπου και αναδείχθηκαν όλες οι δομικές παθογένειες μαζί με τις ενδιάθετες δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συζήτηση για τους νέους θεσμούς δεν πρέπει να έχει εργαλειακό χαρακτήρα ή να τακτοποιεί παρελθούσες εκκρεμότητες και να ρυθμίζει νέες ισορροπίες. Η εμπιστοσύνη του λαού μάς υποχρεώνει να γίνουμε στοχαστικοί και δημιουργικοί, να επινοήσουμε, συνθέτοντας θεωρία και εμπειρία, μια σύγχρονη μορφή πολιτικού φορέα, ο οποίος θα αντλεί από το παρελθόν και θα παραπέμπει στο μέλλον της νέας κοινωνίας. “Βρισκόμαστε σήμερα”, λέει ο Σλαβόϊ Ζίζεκ, “στο διαμετρικά αντίθετο σημείο από τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η Αριστερά ήξερε «τι να κάνει» (να εγκαταστήσει τη δικτατορία του προλεταριάτου), αλλά έπρεπε να περιμένει υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή. Σήμερα, δεν ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, αλλά οφείλουμε να δράσουμε τώρα, γιατί οι επιπτώσεις της μη δράσης θα είναι ολέθριες. Θα αναγκαστούμε να δράσουμε «σαν να είμαστε ελεύθεροι»”.
Η συζήτηση για την κρίση των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων
Ο σκοπός της δικτατορίας του προλεταριάτου, μέσα σε συνθήκες ανελέητης καταστολής, δημιούργησε το προλεταριακό κόμμα της πρωτοπορίας των αποφασισμένων κομμουνιστών, τους οποίους συνείχε η σιδηρά πειθαρχία. Η συζήτηση για το κόμμα στις επαναστατικές δεκαετίες, από το 1960 μέχρι το 1980, γίνεται στο πλαίσιο της αναγνώρισης της κρίσης του μαρξισμού και των ιστορικών κομμουνιστικών κομμάτων της δύσης και στον ορίζοντα της ρήξης με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, που ονομάστηκαν υπαρκτός σοσιαλισμός και κατέρρευσαν λίγο αργότερα. Ο χαρακτήρας του κόμματος αναζητήθηκε τότε στο πλαίσιο της πολιτικής θεωρίας και πράξης, στους ταξικούς λαϊκούς αγώνες και στη σχέση του κόμματος με το κράτος. Αυτή η σχέση αποτελεί και σήμερα, από πολλές πλευρές, σημείο κλειδί για τον χαρακτήρα του κόμματος. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε το κράτος ήταν (και είναι) καταλυτικός στη θεωρητική προσέγγιση και την υλική μορφή του επαναστατικού κόμματος.
Όπως επεσήμαινε ο Μπαλιμπάρ σε μια συζήτηση για το κόμμα “η εικόνα ενός πρωτόγονου εργατικού κινήματος που στρατοπεδεύει «εκτός των τειχών» είναι εσφαλμένη γιατί, εφόσον οι μάζες ποτέ δεν βρίσκονται «εκτός κράτους», ούτε το εργατικό επαναστατικό κίνημα βρίσκεται ποτέ «εκτός κράτους»”. Απέναντι στη προσέγγιση του κράτους ως οχυρού της κυρίαρχης τάξης και ως ενδογενούς οντότητας, που παραπέμπει στην εξωτερικότητα των κυριαρχούμενων τάξεων, ο Νίκος Πουλαντζάς διατυπώνει τη ριζοσπαστική θέση : το κράτος, όπως και το κεφάλαιο, πρέπει να θεωρείται ως σχέση, “ακριβέστερα ως η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις και μερίδες τάξεων, έτσι όπως αυτός εκφράζεται, πάντοτε με ειδικό τρόπο, μέσα στο Κράτος”.
Οι κυρίαρχες τάξεις υπάρχουν στο κράτος διαμέσου μηχανισμών και υπό την ενότητα της ηγεμονικής μερίδας, ενώ οι κυριαρχούμενες με τη μορφή εστιών αντιπαράθεσης στην εξουσία των κυρίαρχων. Αυτή η παρουσία των λαϊκών τάξεων, απόρροια της άσκησης πολιτικής από τα αριστερά κόμματα και τα λαϊκά κινήματα αλλά και των αντιφάσεων που παράγει ο κοινωνικός ανταγωνισμός, ιδιαίτερα στους τομείς του κοινωνικού κράτους (το αριστερό κράτος που έλεγε ο Μπουρντιέ), δεν σημαίνει ότι οι λαϊκές τάξεις μπορούν να κατακτήσουν μέσα στο κράτος εξουσία χωρίς τον ριζικό μετασχηματισμό του. Άλλωστε, όπως το διατυπώνει ο Ρανσιέρ, “η δημοκρατία ουδέποτε ταυτίζεται με μια νομικοπολιτική αρχή. Τούτο δε σημαίνει ότι είναι αδιάφορη απέναντί της. Σημαίνει ότι η εξουσία του λαού βρίσκεται πάντα εντεύθεν και εκείθεν μορφών τέτοιου είδους”. Αν, λοιπόν, το κράτος δεν είναι μηχανή που καταστρέφεται αλλά σχέσεις που ανατρέπονται ή/και καταργούνται βαθμιαία, η στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου στο σοσιαλισμό παραπέμπει στο σταδιακό μαρασμό του κράτους και στην ανατροπή των μηχανισμών του, ύστερα από μια ριζική τομή/ρήξη όταν αναλαμβάνει την κυβέρνηση και σταδιακά την εξουσία η αριστερά, ως αντίπαλη δύναμη στο αστικό μπλοκ εξουσίας.
Ήδη, από το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι αστικές τάξεις της Ευρώπης, για ν’ αναφερθούμε μόνο σ’ αυτές, αποποιούνται σταδιακά τα κοινωνικά συμβόλαια και ο κεϋνσιανισμός χάνει την ισχύ του από τις παγκόσμιες και εθνικές ανακατατάξεις, μέσα από τις οποίες αναδύεται ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός ως απάντηση του κεφαλαίου στην κρίση του. Ο νεοφιλελευθερισμός μετασχηματίζει ριζικά τις πολιτικές λειτουργίες του κράτους και τον χαρακτήρα των δυτικών δημοκρατιών. Η νέα μορφή κράτους – η συναινετική, αυταρχική δημοκρατία – αφορά σε μια “γενικότερη μετάθεση των διαδικασιών νομιμοποίησης από τα πολιτικά κόμματα προς την κρατική διοίκηση, της οποίας ήταν προηγουμένως προνομιακοί συνομιλητές”. Τα αστικά κόμματα χάνουν την ιδεολογική τους λειτουργία, που μεταφέρεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και την παραδοσιακή αντιπροσωπευτική τους λειτουργία απέναντι στις τάξεις και τις μερίδες τις οποίες εκφράζουν. Τα παραπάνω συνεπάγονται κρίση των αστικών κομμάτων, συρρίκνωση της όποιας συμμετοχικής διαδικασίας των μελών τους, ενδυνάμωση των αρχηγών, των κλειστών συγκεντρωτικών επιτελείων και των τεχνοκρατών.
Η κρίση αυτή επηρεάζει τα εργατικά, αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα, που κινούνται μ’ ένα τρόπο στο πεδίο του κράτους ή/και τείνουν να αντιγράφουν μορφές αστικών κομμάτων, συνήθως όταν μετέχουν ή διεκδικούν να μετάσχουν στην εξουσία. Η μετεξέλιξη των σοσιαλιστικών κομμάτων καταλήγει στη μετάθεση των διαχωριστικών γραμμών αριστεράς-δεξιάς και στην ανάληψη από τα κόμματα αυτά ενός συμπληρωματικού με τα δεξιά ρόλου στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα. Η κρίση των κομμουνιστικών κομμάτων είναι κυρίως ενδογενής και αφορά στη σχέση που οικοδομούν με την κοινωνία και στη μη έγκαιρη πρόσληψη και κατανόηση των μετασχηματισμών που χαρακτηρίζουν τις κυριαρχούμενες τάξεις μετά την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Η εργατική τάξη, ευρύτερα τα λαϊκά στρώματα, αποκτούν νέα χαρακτηριστικά τόσο γιατί η παραγωγή υπεραξίας δεν έχει πια ένα μοναδικό κέντρο, έναν τόπο – το εργοστάσιο, όσο και γιατί οι θεωρούμενες ως δευτερεύουσες αντιφάσεις του καπιταλισμού, όπως αυτή ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, αναδεικνύονται δυναμικά στο κοινωνικό και πολιτικό προσκήνιο και ωθούν στην εμφάνιση νέων κοινωνικών κινημάτων και νέων λαϊκών αντιστάσεων. Πάλι ο Νίκος Πουλαντζάς, τονίζοντας τη σημασία αυτών των κινημάτων, πολυταξικών από τη φύση τους, διείδε την υστέρηση των εργατικών κομμάτων “τα οποία οργανώθηκαν στην κοινωνία με κυρίαρχο άξονα τις αντιφάσεις μέσα στον παραγωγικό μηχανισμό – δηλαδή στα εργοστάσια (διώνυμα κόμμα-συνδικάτα, κράτος - επιχειρήσεις)”. Η αναγνώριση της παρουσίας των νέων αντιφάσεων και των νέων χαρακτηριστικών της εργατικής τάξης γίνεται μεν στο τέλος της δεκαετίας του ’80 από τα κόμματα, αλλά ή συμβαδίζει με την αποκομμουνιστικοποίησή τους (ΙΚΚ, ΚΚΕεσωτ.), στο πλαίσιο όχι μιας επανεξέτασης των σχέσεών τους με την εργατική τάξη αλλά αποστασιοποίησης τους από αυτή, ή δεν συμβάλλει σε ριζικές αλλαγές στο εσωτερικό τους (ΓΚΚ).
Νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και η άνοδος των κοινωνικών κινημάτων
Εν τω μεταξύ, το κράτος της αυταρχικής συναινετικής δημοκρατίας συγκροτεί σταδιακά, μετά το 1980, τη συναίνεση και τη δημοκρατία στην αγορά, δηλαδή σ’ ένα πεδίο σχέσεων όπου η ελευθερία και η ατομικότητα του καταναλωτή ταυτίζονται ή υποκαθιστούν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του πολίτη της αστικής δημοκρατίας. Ο πολίτης μεταφέρει την πολιτική του υπόσταση σ’ ένα μη πολιτικό χώρο, απεξαρτάται από κάθε μορφή κοινωνικού και πολιτικού θεσμού, αναχρονιστικού ή νέου, ο οποίος παραπέμπει σε οργανωμένες μορφές κριτικής και αμφισβήτησης της αστικής κυριαρχίας. “Το «κοινωνιολογικό» πορτρέτο της πρόσχαρης μεταμοντέρνας δημοκρατίας σηματοδοτούσε την καταστροφή της πολιτικής που είχε πλέον υποδουλωθεί σε μια μορφή κοινωνίας, στο πηδάλιο της οποίας βρισκόταν μόνο ο νόμος της καταναλωτικής ατομικότητας” υπογραμμίζει ο Ρανσιέρ.
Είναι η περίοδος που η κρίση των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων της δύσης, τα οποία δεν μετεξελίχθηκαν σε λιγότερο ή περισσότερο συστημικά κόμματα, οξύνεται και διακυβεύεται η ύπαρξή τους. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η κρίση καθορίζεται από αντιφάσεις που ανακύπτουν ως υπαρξιακά ερωτήματα μετά την κατάρρευση των καθεστώτων σοβιετικού τύπου κι ενώ δεν είναι ακόμα σε θέση να περιλάβουν στην πολιτική και τη φυσιογνωμία τους τη νέα κοινωνική πραγματικότητα. Πίσω, όμως, από την καταναλωτική δημοκρατία και το πλαστικό χρήμα, το οποίο προσέδεσε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ευρύτατα λαϊκά στρώματα, ανεβαίνουν στη σκηνή της ιστορίας οι νέοι κολασμένοι της γης, αυτοί και αυτές που πολλαπλασιάζουν τις στρατιές των ανέργων, των επισφαλώς εργαζομένων, των ανασφάλιστων, των αστέγων, των χωρίς χαρτιά, των “περιττών” ανθρώπων, όπως θα τους χαρακτηρίσει αργότερα ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν και οι οποίοι αποτελούν τους παρίες των δυτικών κοινωνιών - αρχικά το 1/3 του πληθυσμού και σήμερα πολύ περισσότεροι. Όλοι αυτοί συναντούν μέσα από τα ριζοσπαστικά κινήματα που δημιουργούν, το διεθνές κίνημα των αγροτών, το οικολογικό κίνημα για τη σωτηρία του πλανήτη, τα κινήματα για τον έλεγχο των χρηματαγορών και τη διαγραφή του χρέους του Τρίτου Κόσμου και τα, κατ’ εξοχήν παγκόσμια, αντιπολεμικά και αντιρατσιστικά κινήματα.
Τα κινήματα αυτά ενεργοποίησαν τα αριστερά κόμματα ενώ το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, που αποτέλεσε το επιστέγασμα των νέων κινημάτων, τους έδωσε το φιλί της ζωής. Πρώτον, γιατί τα κόμματα έλαβαν μέρος με τα μέλη τους και συχνά πρωτοστάτησαν στην παγκόσμια αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας (Κομμουνιστική Επανίδρυση, Λίγκα, ΓΚΚ, Ισπανική Αριστερά, οι μετέπειτα συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ) και, δεύτερον, γιατί κατανόησαν την ανάγκη ανατροπών στην πολιτική και τη φυσιογνωμία τους ώστε ν’ αντιστοιχηθούν στην κοινωνική πραγματικότητα που έκαναν ορατή τα κινήματα. Τα αριστερά κόμματα βίωναν, όμως, ακόμη τον απόηχο ενός παρελθόντος εσωτερικών διασπάσεων και ασαφούς ταυτότητας, δηλαδή αντιμετώπιζαν μια βαθιά κρίση την οποία, με τις ενέσεις κοινωνικού οξυγόνου, άρχισαν να υπερβαίνουν σταδιακά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη ενότητας της αριστεράς αλλά δεν θα είχε υπάρξει ποτέ χωρίς την ενωτική παρακαταθήκη του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Παρ’ όλ’ αυτά, ο υπέρτατος σκοπός των αγώνων ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, τον ρατσισμό και τον πόλεμο και των εθνικών λαϊκών αγώνων, δεν στάθηκε ικανός να φέρει στο ύψος των περιστάσεων τον ΣΥΡΙΖΑ, που πέρασε από σαράντα κύματα εσωτερικών κλυδωνισμών μέχρι να βρει το δρόμο της αριστερής πολιτικής, η οποία ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν για τα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη και για την υπέρβαση της κρίσης τους, είναι πολλά, το κύριο, όμως, αφορά στην ίδια την ύπαρξή τους. Υπάρχουν με τρόπους γόνιμους και παραγωγικούς μόνον όταν εργάζονται πάνω στις μεγάλες κοινωνικές αντιφάσεις και ταξικές συγκρούσεις.
Εδώ ξαναπιάνουμε το νήμα της ιστορικής (όχι συγκυριακής) ταυτότητας/φυσιογνωμίας των αριστερών κομμάτων σήμερα, έχοντας αναφερθεί ήδη σε μια πορεία κρίσης, αποσύνθεσης και ανάκαμψής τους με κινητήριο μοχλό την κοινωνική δυναμική.
Ιστορική εμπειρία και σύγχρονα χαρακτηριστικά ενός μαζικού, δημοκρατικού, αριστερού κόμματος
Τα αριστερά κόμματα πρέπει να αντιστοιχούν στις κοινωνικές ανάγκες και στα ιστορικά χαρακτηριστικά των κυριαρχούμενων τάξεων. Όπως το κράτος δεν διαθέτει μια υπεριστορική ουσία, έτσι και τα αριστερά κόμματα δεν είναι ούτε συγκυριακά μορφώματα ούτε υπεριστορικοί θεσμοί. Αν ο σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία ως στρατηγικός στόχος, παραπέμπει σ’ ένα αστερισμό κομμάτων και κινημάτων σε διαλεκτική ένταση μεταξύ τους, όπως θα έλεγε ο Νίκος Πουλαντζάς, ποια μπορεί να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά ενός αριστερού κόμματος σήμερα ; Η θεωρητική και πρακτική εμπειρία των αριστερών και κομμουνιστικών κομμάτων ιστορικά και τα σημαντικά νέα διακυβεύματα που αναδεικνύει η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού, αποτελούν τα συμφραζόμενα των δυνατών απαντήσεων. Τα παρακάτω σημεία αφορούν θέματα που, κατά τη γνώμη μου, βρίσκονται στον πυρήνα μιας σύγχρονης προβληματικής για το κόμμα.
Σημείο 1. Το σύγχρονο αριστερό κόμμα επιδιώκει να είναι μαζικό. Τα ιστορικά επαναστατικά κόμματα υπήρξαν μαζικά, όμως με ρητό διαχωρισμό ανάμεσα σ’ ένα μέσα κι ένα έξω, σε μια πρωτοπορία που επεξεργάζεται εσωτερικά και εξάγει τη σοσιαλιστική θεωρία και τις αντίστοιχες πρακτικές στην εργατική τάξη. Σήμερα ξέρουμε ότι η ιδεολογία δεν αποτελεί μια ένθετη υπερδομή στην υλική βάση αλλά είναι παρούσα στις σχέσεις παραγωγής και τις κοινωνικές σχέσεις και ότι οι ιδέες, οι αντιλήψεις και οι αντιφάσεις τους κυκλοφορούν ελεύθερες παντού όπου ζουν και εργάζονται οι λαϊκές τάξεις.
Η πραγματικότητα αυτή δεν αποσυνδέει σε καμία περίπτωση την πολιτική από τα ιδεολογικά και θεωρητικά της συμφραζόμενα. Η άποψη για ένα κόμμα πολιτικής ενότητας, αποΐδεολογικοποιημένο, οδηγεί στην παράδοσή του στην αστική πολιτική. Όμως, το σύγχρονο μαζικό αριστερό κόμμα δεν βλέπει τις θεωρητικές και ιδεολογικές του συντεταγμένες με τρόπο δογματικό και στατικό, αλλά πλουραλιστικό και συμβιωτικό. Αντλεί, όχι μόνο από τον μαρξισμό αλλά και από όλα τα σύγχρονα προοδευτικά ρεύματα θεωρίας και πολιτικής σκέψης, είναι το ίδιο ένας τόπος παραγωγής θεωρίας και ιδεολογικός μηχανισμός στο βαθμό που συγκρούεται με τις κυρίαρχες ιδεολογίες.
Σημείο 2. Αν και ένα αριστερό κόμμα δεν βρίσκεται έξω από το κράτος καθώς ασκεί (ανταγωνιστική) πολιτική, δεν πρέπει να αντιγράφει την υλικότητα των μηχανισμών του. Τα αστικά κόμματα χαρακτηρίζονται από ιεραρχικές δομές, συγκεντρωτισμό, αρχηγισμό, ποπουλισμό, ελάχιστη και κυρίως τηλεοπτική επικοινωνία με την κοινωνική τους βάση, επίλυση των ενδοταξικών διαφορών στη διοίκηση και όχι στο κόμμα, αποπολιτικοποίηση των θεμάτων και τεχνοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων.
Το αριστερό κόμμα πρέπει να δομείται στη βάση της ισότητας των μελών του και της δημοκρατίας. Ο Ρανσιέρ αναφέρεται στην ισότητα ως «μια προϋπόθεση προς επαλήθευση. Αυτή η επαλήθευση είναι η δυναμική της ισότητας. Όσοι ξεκινούν από την ανισότητα επαληθεύουν την ανισότητα». Η δημοκρατία, πάλι, δεν είναι μια τυπική δομή νομιμοποίησης ειλημμένων αποφάσεων από τα κεντρικά όργανα, στα οποία κατά παράδοση δίνεται η μάχη των συσχετισμών. Η δημοκρατία προϋποθέτει μια εσωτερική δημοκρατική ζωή, μια διαρκή συνομιλία, στην οποία κανείς δεν έχει το προβάδισμα της θέσης του αλλά μόνο των λόγων και των πράξεών του. Τα ενδιάμεσα επίπεδα δόμησης, από τις τοπικές συνελεύσεις μέχρι το κεντρικό πολιτικό όργανο του κόμματος, βοηθούν στον αφοπλισμό των εξουσιαστικών τάσεων. Η δημοκρατία έχει ανάγκη από οριζόντιες μορφές (για παράδειγμα οι θεματικές επιτροπές) με θεσμικό ή ad hock χαρακτήρα και χαλάρωση των ορίων ανάμεσα στην κοινωνία και το κόμμα (για παράδειγμα η συμμετοχή μη μελών στις τοπικές οργανώσεις).
Η δημοκρατία δεν αρνείται ρεύματα και τάσεις εντός του κόμματος. Υπάρχει, όμως, ένα σοβαρό θέμα θεωρητικής σύλληψης και πολιτικής αντίληψης. Συνήθως, κατ’ εικόνα και ομοίωση της στρατηγικής της εφόδου πόλεμος κινήσεων ή της περικύκλωσης πόλεμος θέσεων, ιδωμένων με μορφή καρικατούρας, οι τάσεις αποσκοπούν στην κατάκτηση του κόμματος, πράγμα που συνεπάγεται την προκαταβολική πειθαρχία έναντι της δημοκρατίας των μελών και της απεριόριστης δυνατότητάς τους να σκέφτονται και να πράττουν ελεύθερα.
Σημείο 3. Το σύγχρονο μαζικό δημοκρατικό αριστερό κόμμα δεν προσβλέπει στη στιγμή της εφόδου, σε ένα μετά στο οποίο το πριν δεν θα έχει βάλει τη σφραγίδα του. Απ’ αυτή την άποψη συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς του αποτελεί η αναγνώριση της ανάγκης δημιουργίας κοινωνικών θεσμών και παραδειγματικών έργων, ιδιαίτερα σήμερα που η μαχητική αντιπολίτευση δεν αρκεί ως απάντηση στην κρίση. Η θέση αυτή δεν σημαίνει ένα νέου τύπου πανπολιτικισμό. Όπως έλεγε ο Νίκος Πουλαντζάς, "αν υπάρχουν πάντα όρια στην πολιτικοποίηση του κοινωνικού, αυτό συμβαίνει ακριβώς στο μέτρο που οι ταξικοί αγώνες και τα κοινωνικά κινήματα υπερβαίνουν πάντοτε και μάλιστα με το παραπάνω το κράτος, στο μέτρο που δεν είναι τα πάντα πολιτικά και που η πολιτική δεν είναι η μόνη υπαρκτή διάσταση του κοινωνικού…Οι εξουσίες και οι αγώνες δεν ανάγονται άμεσα στο κράτος ούτε στην πολιτική … Πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν έχουν εκείνα ή τα άλλα αποτελέσματα ή ότι το κράτος δεν επιδρά επάνω τους».
Στη θέση αυτή, που διατυπώνεται στη δεκαετία του 1970, πρέπει να προσθέσουμε τη βιοπολιτική διάσταση της σημερινής εξουσίας, δηλαδή την καθ’ ολοκληρίαν κυριαρχία στις ζωές των ανθρώπων μέσω της επέκτασης της αγοράς σε τομείς που αφορούν την ανθρώπινη υπόσταση και τις διαπροσωπικές σχέσεις και της καταστολής, σωματικής και πνευματικής, της αυτονομίας του ατόμου. Όλ’ αυτά σημαίνουν ότι ένα σύγχρονο, δημοκρατικό, αριστερό κόμμα αναγνωρίζει την αξία χώρων ελευθερίας και κοινωνικής αυτοοργάνωσης και τα μέλη του στηρίζουν την ύπαρξή τους ή μετέχουν στη δημιουργία τους, χωρίς το κόμμα να τους υποτάσσει στην πολιτική του ή να παρεμβαίνει στη λειτουργία του. Με δεδομένη την ανθρωπιστική κρίση και τη μαζική φτώχεια, το κόμμα πρέπει να συμβάλλει, επίσης, στη δημιουργία μορφών κοινωνικής και συνεταιριστικής οικονομίας και μορφών αλληλεγγύης όχι μόνο ως άμεση απάντηση στην κρίση αλλά και ως προσέγγιση της κοινωνικής παραγωγής και ανταλλαγής στο πλαίσιο της στρατηγικής της σοσιαλιστικής αλλαγής.
Οι παραπάνω νέες διαστάσεις του σύγχρονου αριστερού κόμματος σημαίνουν ότι το κόμμα εγκαθίσταται προνομιακά στην κοινωνία και διαμορφώνει την πολιτική λύση με τη συνέργεια των λαϊκών τάξεων, του πλήθους που δημιουργείται από ένα σύνολο ομάδων και μοναδικοτήτων, οι οποίες χειραφετούνται με τη συνύπαρξή τους στους κοινούς αγώνες.
Απ’ αυτή την άποψη οι τοπικές οργανώσεις του κόμματος είναι τα πιο σημαντικά κύτταρα καθώς η τοπικότητα, όπως έδειξαν και οι πλατείες, αποτελεί το πεδίο συνάντησης και εξέγερσης της αποδιαρθρωμένης ως προς την παρουσία της στους χώρους παραγωγής κοινωνίας.
__________________
Οι αναφορές στον Ζίζεκ είναι από το «Κατανοώντας την κίνηση του πλήθους στις πλατείες», εκδ. του Πλήθους, Ιούνης 2011.
Οι αναφορές στον Μπαλιμπάρ είναι από τη «Συζήτηση για το κράτος», εκδ. Αγώνας, Αθήνα 1980.
Οι αναφορές στον Πουλαντζά είναι από τη «Συζήτηση για το κράτος», εκδ. Αγώνας, Αθήνα 1980
και από «Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός», εκδ. Θεμέλιο, 1978.
Οι αναφορές στον Ρανσιέρ είναι από «Το μίσος για τη δημοκρατία», εκδ. Πεδίο, 2009.