Η προκήρυξη δημοψηφίσματος από τον πρωθυπουργό με αντικείμενο την αποδοχή ή μη της πρότασης των «εταίρων» και πιστωτών, όπως διατυπώθηκε στα πρόσφατα, έστω ανυπόγραφα κι ανεπίσημα, κείμενα, είναι αδιαμφισβήτητα μια μεγάλης σημασίας (κι υψηλού ρίσκου βέβαια) κίνηση, το αποτέλεσμα της οποίας θα αποτελέσει ορόσημο για την πορεία της χώρας στα επόμενα χρόνια, ίσως κι δεκαετίες, προς πολλές διαφορετικές πιθανές κατευθύνσεις.

 Ως προς το αν το δημοψήφισμα αποτελεί θετική ή αρνητική εξέλιξη, θεωρώ ότι, παρά τις επιφυλάξεις που οφείλουμε να διατηρήσουμε ως προς τον τρόπο διεξαγωγής του και τα, σε μεγάλο βαθμό, αχαρτογράφητα νερά στα οποία οδηγεί το αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι, η χρήση του πλέον αμεσοδημοκρατικού θεσμού, που δίνει την ευκαιρία στους πολίτες, να πάρουν οι ίδιοι την ευθύνη της απόφασης για ένα στρατηγικού χαρακτήρα ζήτημα, συνιστά, στις παρούσες συνθήκες, την πλέον ορθολογική και δημοκρατικά νομιμοποιημένη λύση. Κι εξηγούμαι.

 Η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, αποτελεί, έστω και πολύ καθυστερημένα, σαφή παραδοχή από την κυβέρνηση πως η στρατηγική του «έντιμου συμβιβασμού» με τους πιστωτές απέτυχε παταγωδώς. Αυτή η συνειδητοποίηση γίνεται βέβαια ετεροχρονισμένα, και υπό πολύ δυσμενέστερες συνθήκες, από αυτές που επικρατούσαν το πρώτο δίμηνο μετά τις εκλογές, κι είναι φυσική απόρροια του διπλού αδιεξόδου που δημιούργησε αφενός η ετεροβαρής κι τραγικά ασύμφορη «συμφωνία» της 20ης Φλεβάρη, που άνοιξε το δρόμο των συνεχών υποχωρήσεων, της «δημιουργικής ασάφειας» και της ουσιαστικής ακύρωσης με τη μορφή «μετριασμού» και «μετάθεσης» ακόμη και των πλέον μετριοπαθών κι απόλυτα αναγκαίων φιλολαϊκών παρεμβάσεων του προγράμματος της ΔΕΘ, κι αφετέρου του γεγονότος ότι στο τετράμηνο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ, με ευθύνη της ηγεσίας του, δεν έκανε το παραμικρό στην κατεύθυνση του ελέγχου του κρατικού μηχανισμού, και κυρίως των δυνάμεων καταστολής (η επιλογή κι η πολιτική Πανούση είναι ατράνταχτη απόδειξη γι αυτό), ούτε βέβαια στην κατεύθυνση της προετοιμασίας, οικονομικά κοινωνικά και πολιτικά, ενός εναλλακτικού σχεδίου ρήξης με την ευρωζώνη και την ΕΕ. Αντιθέτως, κορυφαία κυβερνητικά στελέχη συντηρούν ακόμη και τώρα την ψευδαίσθηση της «έντιμης συμφωνίας».

Ενώπιον αυτού του διπλού αδιεξόδου, το οποίο αποτυπώθηκε ρητά στο επίσης απαράδεκτο κυβερνητικό μνημόνιο των 47 σελίδων ως βάσης δήθεν «συμβιβασμού», και των αντιδράσεων που προκάλεσε στην αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τους ΑΝΕΛ, οποιαδήποτε εναλλακτική πέραν του δημοψηφίσματος θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην συνέχιση του μνημονιακού καθεστώτος λιτότητας κι εσωτερικής υποτίμησης. Τυχόν αποδοχή της πρότασης των δανειστών, οι οποίοι, αντιλαμβανόμενοι τη μειονεκτική θέση του ΣΥΡΙΖΑ, θέλησαν πολύ λογικά να τον οδηγήσουν στον πλήρη εξευτελισμό και την ταπείνωση, μη δεχόμενοι καν τα προσχηματικά ψήγματα «ανάπτυξης», «ανακούφισης» κι «αναδιανομής» της κυβερνητικής πρότασης (π.χ τρεις αντί δύο συντελεστών ΦΠΑ, για να μην εξοντωθούν οικονομικά τα νησιά, 4 αντί 6% εισφορές των εργαζομένων στα ασφαλιστικά ταμεία ή 28 αντί 29% έκτακτη εισφορά στις επιχειρήσεις με κέρδη άνω των 500.000 ευρώ), θα κατέληγε στην ταχύτατη απώλεια του εναπομείναντος πολιτικού κεφαλαίου και στην θεαματική πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, πιθανότατα με μόνο κερδισμένο τη δεξιά και την ακροδεξιά. Από την άλλη, τυχόν κυβέρνηση «τεχνοκρατών» ή «εθνικής ενότητας», μετά από σχεδιασμένη διάσπαση του μείζονος κυβερνώντος κόμματος, με τη συμμετοχή της δεξιάς πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, θα ήταν επίσης εξαιρετικά βραχύβια κι θα είχε το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα, όπως συνέβη και με τον θίασο Παπαδήμου, τις παραμονές του 2ου μνημονίου. Τέλος, η προσφυγή σε εκλογές, θα αναπαρήγαγε το σημερινό αδιέξοδο, αφού είναι βέβαιο ότι οι κομματικοί-πολιτικοί συσχετισμοί δε θα άλλαζαν ουσιαστικά, κι η παρούσα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που θα ήταν ξανά πρώτος, δεν θα είχε ούτε τη βούληση ούτε την αξιοπιστία να προτείνει σχέδιο σύγκρουσης με τους δανειστές, στη θέση της αδύνατης, πολιτικά κοινωνικά κι οικονομικά, άρσης της λιτότητας εντός ευρωζώνης, με βάση την οποία εκλέχτηκε το Γενάρη.

Παρόμοιες ολέθριες συνέπειες θα έχει και μια ενδεχόμενη (αν και κατά τη γνώμη μου όχι  πιθανή), επικράτηση του «ναι» στο δημοψήφισμα, έστω κι οριακή, με το επιπρόσθετο μειονέκτημα ότι η αντιδημοκρατική και αντικοινοβουλευτική εκτροπή που σίγουρα θα ακολουθήσει προκειμένου να εφαρμοστεί το νέο μνημόνιο, θα μπορεί να νομιμοποιείται στο όνομα της λαϊκής βούλησης. Γι αυτό κι επιλέγω να επικεντρωθώ στις συνέπειες και τη σημασία του «όχι», ως της πλέον ορθολογικής και πιθανότερης απάντησης, στα εκβιαστικά παιχνίδια του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου εις βάρος των πολιτών, εντός κι εκτός της χώρας, με πιο πρόσφατο δείγμα την απόφαση της ΕΚΤ να διακόψει την παροχή ρευστότητας προς τις ελληνικές τράπεζες, εκβιασμός που ενισχύεται δυστυχώς από την ανορθολογική κι αγελαία απόσυρση των καταθέσεων από εκατοντάδες πολίτες, από την ανακοίνωση της απόφασης για δημοψήφισμα και μετά.

Σε σχέση με τη σημασία του «όχι», θέλω κατ’ αρχάς να επισημάνω ότι αυτή η επιλογή σε καμία περίπτωση δε συνεπάγεται αποδοχή του κυβερνητικού μνημονίου, όπως με θλίψη ακούω να την ερμηνεύει το ΚΚΕ, καλώντας ουσιαστικά σε αποχή δια της άκυρης ψήφου, εθελοτυφλώντας, στρουθοκαμηλίζοντας και στεκόμενο γι ακόμη μια φορά κατώτερο των περιστάσεων. Δεδομένου ότι οι πιστωτές έχουν κατηγορηματικά απορρίψει ακόμη και την ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πρόταση συμφωνίας, αυτή πλέον δεν υφίσταται ως ενδεχόμενο. Συνεπώς, το «όχι», δε θα συνιστά επιλογή μεταξύ μικρότερης ή μεγαλύτερης δόσης λιτότητας, αλλά εντολή συνολικής ρήξης με τους δανειστές, την πολιτική τους, και το ασφυκτικό πλαίσιο που επέβαλε η 20η Φλεβάρη, ως αποτέλεσμα της αυταπάτης του «έντιμου συμβιβασμού», ρήξη την οποία επιζητά ή αποδέχεται όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, και η συντριπτική πλειοψηφία της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις.

Το δημοψήφισμα, κι ιδιαίτερα η υποστήριξη του «όχι» είναι λοιπόν ένα πρώτο σοβαρό δείγμα ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας αρχίζει επιτέλους να παραδέχεται, έστω κι έμμεσα, την αναγκαιότητα της σύγκρουσης με τους δανειστές. Ωστόσο, η επικράτηση του «όχι» από μόνη της δεν αρκεί. Οι συνθήκες συνεχών αλληλοτροφοδοτούμενων υποχωρήσεων κι εκβιασμών, οδήγησαν την κυβέρνηση στην καταφυγή στη λαϊκή θέληση, ως ύστατη προσπάθεια υπέρβασης του στρατηγικού αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει. Οι έκτακτες συνθήκες όμως απαιτούν έκτακτες και γρήγορες αποφάσεις. Η δυσμενής θέση κι η οικονομική και χρονική ασφυξία στην οποία βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ίσως είναι η τελευταία ιστορική ευκαιρία, με την ώθηση ενός συντριπτικά πλειοψηφικού λαϊκού «όχι» στις απαιτήσεις των δανειστών, να κάνει, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, όσα δεν τόλμησε ή δε θέλησε από τις εκλογές και μετά. Να σχεδιάσει και να υλοποιήσει αποφασιστικά τη συνολική ρήξη που θα σηματοδοτήσει το «όχι», με τους εξής άξονες: α)  την μονομερή παύση πληρωμών και τη διαγραφή μεγάλου μέρους ή του συνόλου του χρέους, β) την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, γ)την έξοδο από το ευρώ, δ)την αναδιανομή υπέρ των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων με την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, ε)την φορολόγηση του πλούτου(εφοπλιστές, μεγαλοεπιχειρηματίες), στ) την ενίσχυση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα με γενναίο πακέτο κινήτρων και δημοσίων επενδύσεων, ζ)την επιβολή ελέγχων στη διακίνηση κεφαλαίων και την ιεραρχημένη διανομή και διατίμηση των βασικών αγαθών στα οποία η χώρα δεν έχει αυτάρκεια τον πρώτο καιρό μετά τη ρήξη, η) την έξοδο από το ΝΑΤΟ, την κατάργηση των παρελάσεων και τον μηδενισμό των στρατιωτικών δαπανών για τουλάχιστον 5 χρόνια, και θ) το καίριο χτύπημα στη διαφθορά και τη διαπλοκή, την εξυγίανση του πολιτικού συστήματος και το ριζικό εκδημοκρατισμό του κράτους (εκκαθάριση του στρατού και της αστυνομίας από φασιστικούς-ακροδεξιούς πυρήνες, συνταγματική αλλαγή κι επέκταση του δημοψηφισματικού θεσμού, καθιέρωση της απλής αναλογικής, αναλογική χρηματοδότηση των κομμάτων, κατάργηση προνομίων βουλευτών κι υπουργών, κι ιδιαίτερα του «νόμου περί ευθύνης» των τελευταίων, αναμόρφωση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου με κανόνες οικονομικής διαφάνειας και δημοσίου ελέγχου, και αποφασιστικό διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας).

Από το παραπάνω εναλλακτικό σχέδιο, το τελευταίο σημείο, που αφορά στον έλεγχο και την εξυγίανση του κρατικού μηχανισμού, είναι το πλέον σημαντικό και απαραίτητο προκειμένου να υλοποιηθούν όλα τα άλλα. Μάλιστα, το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τελείως ανέτοιμος ως προς αυτό, αποτελεί τη δικαιολογία για πολλούς αριστερούς που επί της αρχής αποδέχονται τη ρήξη, της άποψης ότι αυτή δεν είναι σήμερα εφικτή, γιατί λείπουν οι θεσμικές κι οικονομικές της προϋποθέσεις (ισχυρή παραγωγική βάση, οργανωμένο κι αποτελεσματικό κράτος), κι άρα αυτή η προετοιμασία πρέπει να προηγηθεί της ρήξης . Η κριτική αυτή είναι βάσιμη κι οι παραπάνω επισημάνσεις αληθεύουν εν πολλοίς, παραγνωρίζεται όμως ένα σημαντικό δεδομένο. Τόσο δομικού χαρακτήρα ανατροπές που αλλάζουν τη φυσιογνωμία κράτους και κοινωνίας, δεν μπορούν να υλοποιηθούν και να έχουν κοινωνική υποστήριξη, σε ένα μεταβατικό πλαίσιο «συμβιβασμού» με τους πιστωτές, όπου η Αριστερά θα παραμείνει εγκλωβισμένη στα σημερινά αδιέξοδα, και θα χάνει βαθμιαία τη λαϊκή αποδοχή, απαραίτητο όρο στα πρώτα δύσκολα στάδια της ρήξης. Χωρίς το λαό πλήρως ενημερωμένο κι ενεργώς συμμετέχοντα στη διαδικασία, οποιοδήποτε από τα προηγούμενα βήματα επιχειρηθεί από τα πάνω, ακόμη κι αν δεν επιφέρει άμεσα σύγκρουση με τους πιστωτές(π.χ εκδημοκρατισμός των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, φορολόγηση του πλούτου), θα συναντήσει τη λυσσαλέα και πιθανότατα αποτελεσματική εσωτερική αντίδραση της πολύ ισχυρής ακόμη άρχουσας τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων, και θα ναρκοθετηθεί εν τη γενέσει της.

 Στο σημείο που έχουμε φτάσει, καλώς ή κακώς, η συνήθης πορεία των πραγμάτων πρέπει να ανατραπεί, κι η αναμόρφωση του κράτους και του παραγωγικού μοντέλου, πρέπει απαραίτητα να συμβαδίσει με τη ρήξη με τους δανειστές, κι όχι να προηγηθεί αυτής. Σίγουρα κάτι τέτοιο είναι επισφαλές και εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο, καθώς απαιτεί ραγδαία αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών και κυβερνητικών συμμαχιών, και συγκεκριμένα την αριστερή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, τη ρήξη με τους ΑΝΕΛ, αργά ή γρήγορα, και την σοβαρή ,επιτέλους, αναζήτηση προγραμματικών συγκλίσεων, με την υπόλοιπη αντικαπιταλιστική Αριστερά, κοινοβουλευτική και μη. Όλα αυτά βέβαια ούτε εύκολα είναι ούτε αυτονόητα, κάθε άλλο. Ωστόσο, ο ΣΥΡΙΖΑ και η αριστερά γενικότερα, διαθέτει ένα πολύ ικανό και καταρτισμένο επιστημονικό προσωπικό με αγωνιστική παράδοση, που έχει ήδη εκπονήσει λεπτομερείς μελέτες για την επόμενη μέρα της ρήξης, και πιστεύω ότι είναι έτοιμο να διαχειριστεί τις πρώτες συνέπειές της, εφόσον κληθεί στα πλαίσια ενός μαζικού κοινωνικού και πολιτικού κινήματος, με σαφείς θέσεις και στόχους, κινήματος που σίγουρα θα τύχει και διεθνούς υποστήριξης. Έξοχο παράδειγμα ως προς αυτό αποτελεί το πόρισμα της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους της Βουλής, στην οποία συνέπραξαν Έλληνες και ξένοι διαπρεπείς επιστήμονες, και το οποίο πόρισμα τεκμηριώνει την δυνατότητα και την αναγκαιότητα της βαθιάς διαγραφής του χρέους ως παράνομου κι επαχθούς, περιγράφοντας τη σχετική διαδικασία, και είναι απαραίτητο εργαλείο, για όποια μελλοντική κυβέρνηση θελήσει να κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση.

Εν κατακλείδι, το δημοψήφισμα της 5ης του Ιούλη, παρά τις ρευστές και άκρως δυσμενείς συνθήκες διεξαγωγής του, αποτελεί τη μόνη δημοκρατική και ρεαλιστική διέξοδο και απάντηση απέναντι στην κατάφωρη παραβίαση των αρχών και αξιών της ίδιας της αστικής δημοκρατίας από το ιερατείο του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού. Χωρίς να αγνοούνται οι κίνδυνοι και οι ατέλειες του, μπορεί υπό προϋποθέσεις,, αν βέβαια καταλήξει στο ευκταίο ηχηρό «όχι», να αποτελέσει την απαρχή ενός δύσκολου αλλά ωραίου δρόμου προς την αποκατάσταση της ελπίδας, τη λαϊκής κυριαρχίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης σε Ελλάδα κι Ευρώπη.

Ετικέτες