Μπαίνουμε σε μια νέα εποχή. Η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο φέρνει τέτοια αναστάτωση, που προκαλεί μια ιστορική κρίση στις διατλαντικές σχέσεις όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η νέα Ρεπουμπλικανική και αντιδραστική διακυβέρνηση επιδιώκει να εκμεταλλευτεί τη νέα κατάσταση  «γεωπολιτικού χάους» προκειμένου να αναζωογονήσει τον ρόλο των ΗΠΑ μέσω μιας αυταρχικής στροφής, βασισμένης σε μια συμμαχία με τους μεγάλους καπιταλιστές της υψηλής τεχνολογίας όπως ο Έλον Μασκ, και μέσω μιας νέας εξωτερικής πολιτικής, η οποία επικεντρώνεται στα ιμπεριαλιστικά εθνικά συμφέροντα.

Αντιμέτωποι με αυτό το άνευ προηγουμένου πλαίσιο, οι Ευρωπαίοι αρχηγοί κρατών επιταχύνουν την κούρσα του επανεξοπλισμού τους. Η φον ντερ Λάιεν έχει υποσχεθεί 800 δισεκατομμύρια για την ΕΕ, η Γερμανία έχει ανακοινώσει ένα τιτάνιο σχέδιο ύψους 900 δισεκατομμυρίων ευρώ, στη Γαλλία σχεδιάζεται μια μαζική αύξηση του γαλλικού στρατιωτικού προϋπολογισμού, ο οποίος αναμένεται να φτάσει τουλάχιστον τα 90 δισεκατομμύρια ετησίως, ενώ στη χώρα μας οι προγραμματισμένες δαπάνες των 32 δισεκατομμυρίων πρόκειται να αυξηθούν εκθετικά.

Ο ενισχυόμενος μιλιταρισμός δικαιολογείται μέσω της  πολεμικής προπαγάνδας ενάντια στη «ρωσική απειλή» και μέσω της ρητορικής περί «ευρωπαϊκών αξιών» και «δημοκρατίας». Η πραγματικότητα είναι πολύ  διαφορετική. Επικρίνοντας την βαρβαρότητα του Τραμπ, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, που στηρίζουν τη γενοκτονία στη Γάζα, ενεργούν με την ίδια ιμπεριαλιστική λογική που έχει και ο Αμερικανός ηγέτης, δηλαδή προετοιμάζονται να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους και αυτά των εταιρειών τους με όπλα και κανόνια.

Μιλιταρισμός, εθνικισμός και η άνοδος της αντιδραστικής ακροδεξιάς

Αυτή η ασταμάτητη κούρσα εξοπλισμών ανοίγει τον δρόμο της καταστροφής για τις εργατικές τάξεις, τη νεολαία και το περιβάλλον. Για να χρηματοδοτήσουν τον επανεξοπλισμό και να επιβάλουν τη μιλιταριστική τους ατζέντα, οι κυβερνήσεις της ΕΕ προετοιμάζουν ολοένα και πιο βάναυσες επιθέσεις στις συνθήκες διαβίωσης των εκμεταλλευόμενων τάξεων, υποβαθμίζουν τις πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος και επιτίθενται στα δημοκρατικά δικαιώματα.

Και είναι ακριβώς μέσα σε αυτό το πλαίσιο που προελαύνει η αντιδραστική ακροδεξιά και, όπου δεν κερδίζει η ίδια, επηρεάζει ολοένα και περισσότερο τις αστικές άρχουσες τάξεις, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ιταλία, όπως και στο Ισραήλ και στην Αργεντινή, στη Ρωσία και στην Τουρκία, στην Ουγγαρία και στην Ινδία, στη Γαλλία και στη Γερμανία.

Είναι μια ακροδεξιά η οποία δεν κρύβει τη «βούλησή της για εξουσία», που περιφρονεί ακόμη και τις τυπικές μορφές των «αστικών» φιλελεύθερων δημοκρατιών, που καθιστά τον αυταρχισμό και τον κεντρικό ρόλο του ηγέτη ως βάση της πολιτικής της. Πρόκειται για μια ακροδεξιά με την οποία  φλερτάρουν όλο και περισσότερο μεγάλα τμήματα της αστικής τάξης, επειδή τη θεωρούν ως μια αποδεκτή πολιτικο-ιδεολογική λύση, ικανή να ελέγξει τα μαζικά κινήματα με σιδερένια πυγμή, επιβάλλοντας βάναυσες προσαρμογές και αποστερήσεις με στόχο την ανάκτηση της κερδοφορίας.

Η επιθετική ιμπεριαλιστική ρητορική του Τραμπ, η οποία στοχεύει στην κατάκτηση της Γροιλανδίας, την ανάκτηση της Διώρυγας του Παναμά και την προσάρτηση του Καναδά, θα πρέπει να ερμηνευθεί στο πλαίσιο αυτού του αναπροσανατολισμού, ακόμη και αν αναφέρεται σε ορισμένα ιστορικά χαρακτηριστικά του κλασικού αμερικανικού ιμπεριαλισμού όπως το Δόγμα Μονρόε, ή κάποιες παλαιότερες Ρεπουμπλικανικές κυβερνήσεις όπως αυτή του Γουίλιαμ ΜακΚίνλεϊ, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από προστατευτισμό και εδαφική επέκταση των ΗΠΑ (Πουέρτο Ρίκο, Φιλιππίνες...). Η μεγάλη διαφορά είναι ότι η ιμπεριαλιστική επέκταση του ΜακΚίνλεϊ συνέπιπτε με την άνοδο της ισχύος των ΗΠΑ, ενώ οι απειλές του Τραμπ αποτελούν μια κάποια αναγνώριση των ορίων της ισχύος τους και εκδηλώνονται σε μια συνθήκη παρακμής τους. Η άνοδος του Τραμπ αποτελεί, στην πραγματικότητα, σύμπτωμα μιας νέας διεθνούς κατάστασης, στην οποία γινόμαστε μάρτυρες της ανάδυσης της Κίνας ως ανταγωνιστικής δύναμης που προσανατολίζεται όλο και περισσότερο προς μια συμμαχία με τη Ρωσία, καθώς και της ανάδυσης μεσαίων δυνάμεων όπως η Τουρκία και άλλες χώρες του «Παγκόσμιου Νότου», οι οποίες επιδιώκουν να επηρεάσουν τις περιφερειακές δυναμικές σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Αυτές σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν μια πραγματική πολιτική και κοινωνική εναλλακτική λύση, όπως ισχυρίζονται απερίσκεπτα ορισμένα τμήματα της ιταλικής και ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η μάχη κατά της ακροδεξιάς δεν μπορεί παρά να έχει ένα διεθνιστικό, αντιμιλιταριστικό χαρακτήρα, εδρασμένο στην αλληλεγγύη.

Ιστορικό άλμα του ευρωπαϊκού μιλιταρισμού

Η συνέπεια αυτής της κρίσης είναι ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός για τον μιλιταρισμό των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων. Αυτή η μετατόπιση είχε ήδη ξεκινήσει πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά τώρα θα βαθύνει ακόμη περισσότερο. Με το πρόσχημα της «αυτόνομης κυριαρχίας», της «υπεράσπισης της Ουκρανίας» και τη φαντασίωση μιας εισβολής από τον «ρωσικό ιμπεριαλισμό» και τον «ναζισμό του Πούτιν», οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ετοιμάζονται να ξεκινήσουν μια νέα κούρσα εξοπλισμών με την ενθουσιώδη υποστήριξη των συντηρητικών, των σοσιαλδημοκρατών, των πρασίνων, των «Ατλαντιστών» και των ακροδεξιών εξτρεμιστών.

Κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, δημοσιογράφοι και μέσα ενημέρωσης επαναλαμβάνουν πολεμοχαρή συνθήματα που θυμίζουν τις ταραγμένες αρχές του 20ού αιώνα. Πρέπει να υπερασπιστούμε την Ευρώπη και τις αξίες της, να επανεκκινήσουμε τη στρατιωτική βιομηχανία, να διδάξουμε την «αγάπη για την πατρίδα» στα σχολεία και να εκπαιδεύσουμε νεοσύλλεκτους για να επεκτείνουμε το στρατό και ίσως ακόμη και να επαναφέρουμε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Οι [Ιταλοί διανοούμενοι] Σκουράτι και οι Σέρα, στους οποίους έχει πλέον προστεθεί και η κύρια δύναμη της αντιπολίτευσης, το Δημοκρατικό Κόμμα, φωνάζουν δυνατά πως η Ευρώπη κινδυνεύει, βρίσκεται μόνη της σε έναν εχθρικό κόσμο και πρέπει να επανεξοπλιστεί. Για όλα φταίνε ο Τραμπ και ο Πούτιν, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εγκαταλείψει την Ευρώπη και η Ρωσία έχει επεκτατικές φιλοδοξίες.

Ωστοσο, ο μιλιταρισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης προηγήθηκε του πολέμου στην Ουκρανία.

Στη δεκαετία του 1970, ο Ερνέστ Μαντέλ τόνισε την ανάγκη να διερευνηθεί η «οικονομία του διαρκούς επανεξοπλισμού» στο επιδραστικό του έργο «Ύστερος Καπιταλισμός». Έγραψε: «Από τη δεκαετία του 1930, η παραγωγή όπλων παίζει έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην ιμπεριαλιστική οικονομία. Δεν υπάρχει κανένα σημάδι ότι αυτή η τάση φτάνει στο τέλος της. Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά της τρίτης ηλικίας του καπιταλισμού, το οποίο πρέπει να εξηγηθεί με όρους της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης αυτού του τρόπου παραγωγής» [Ernest Mandel, Le troisième âge du capitalisme].

Η οικονομία του διαρκούς επανεξοπλισμού κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει, ακόμη και στην Ευρώπη. Το σχέδιο ReArm Europe δεν ξεπήδησε από το πουθενά. Αναμφίβολα, στην αρχική φάση της διαδικασίας συγκρότησής της, η απουσία μιας κοινής αμυντικής πολιτικής ευνόησε αρχικά την εικόνα της ΕΕ ως ενός ειρηνικού χώρου, απαλλαγμένου από τις μιλιταριστικές  παρορμήσεις οι οποίες χαρακτήριζαν, αντίθετα, τα έθνη-κράτη. Ωστόσο, η στρατιωτικοποίηση των χωρών της ΕΕ ξεκίνησε πολύ πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, αρχίζοντας το 2010. Στο πλαίσιο των χωρών του ΝΑΤΟ, οι στρατιωτικές δαπάνες, κυρίως ευρωπαϊκές, αυξήθηκαν στην πραγματικότητα από 162 δισεκατομμύρια ευρώ το 2014 σε 214 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022, μια ιλιγγιώδης αύξηση της τάξης του 32% [πηγή: Ευρωπαϊκός Οργανισμός Άμυνας, EDA, Δεκέμβριος 2022].

Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών υπήρξε ιδιαίτερα ραγδαία στις χώρες της Βαλτικής και στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Πολωνία), ενώ ορισμένες χώρες αντιπροσωπεύουν τη μερίδα του λέοντος των στρατιωτικών δαπανών της ΕΕ: ​​Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Πολωνία και Ολλανδία. Μαζί, αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν το 70% των στρατιωτικών δαπανών της ΕΕ [Γερμανία: 23,4% – Γαλλία: 20,9% – Ιταλία: 12,1% – Πολωνία: 6,6% – Ολλανδία: 6,2%]. Όσον αφορά τα εξελιγμένα οπλικά συστήματα, η Γαλλία ηγείται με το 71% της ευρωπαϊκής παραγωγής, ακολουθούμενη από τη Γερμανία με 22%.

Το σχέδιο ReArm Europe

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (με εξαίρεση τον Ούγγρο πρόεδρο, τον «Τραμπικό» Βίκτορ Όρμπαν) ενέκρινε το σχέδιο «ReArm Europe» ύψους 800 δισεκατομμυρίων ευρώ, εξαιρώντας τις στρατιωτικές δαπάνες των κρατών μελών από το όριο ελλείμματος του 3% του ΑΕΠ (τη δέσμευση λιτότητας που είχε θεσπιστεί μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης). Μεταξύ άλλων μέτρων, το σχέδιο περιλαμβάνει επίσης συλλογικό δανεισμό έως και 150 δισεκατομμυρίων ευρώ για στρατιωτικές επενδύσεις των κρατών-μελών και άνοιγμα της στρατιωτικής χρηματοδότησης σε ιδιωτικές επενδύσεις.

Στη Γερμανία, η επερχόμενη κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ των συντηρητικών (CDU) και των σοσιαλδημοκρατών (SPD) υπό την ηγεσία του Φρίντριχ Μερτς, ανακοίνωσε ένα μνημειώδες σχέδιο επανεξοπλισμού -«άμυνα με κάθε κόστος»- το οποίο εγκρίθηκε τόσο από την ομοσπονδιακή βουλή όσο και από την άνω βουλή [σώμα των κρατιδιακών κυβερνήσεων] και περιλαμβάνει συνταγματικές αλλαγές για την άρση του ανώτατου ορίου χρέους και την κατανομή κονδυλίων δισεκατομμυρίων ευρώ για αμυντικές  δαπάνες. Στην άνω βουλή, το σχέδιο εγκρίθηκε επίσης από την πλειοψηφία των μελών που διαθέτει η Αριστερά (Die Linke), προκαλώντας μεγάλη αντιπαράθεση.

Η κυβέρνηση Μελόνι, η οποία ταλαντεύεται ανάμεσα στον Τραμπ και τη φον ντερ Λάιεν, εμφανίζεται επιφυλακτική. Στην πραγματικότητα, η ιταλική ακροδεξιά προωθεί τη δική της συγκεκριμένη πρόταση στη στο διάλογο για το σχέδιο επανεξοπλισμού: ένα ευρωπαϊκό σχέδιο που προβλέπει την κατανομή ευρωπαϊκών δημόσιων πόρων για την εγγύηση των ιδιωτικών επενδύσεων στον τομέα της άμυνας και της τεχνολογικής καινοτομίας. Πρόκειται για μια ενσωματώσιμη πρόταση η οποία θα προσέθετε ένα νέο εργαλείο σε αυτά που ήδη προβλέπονται από το σχέδιο ReArm Europe όπως αυτό έχει οριστεί από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με στόχο την ενθάρρυνση μεγαλύτερων επενδύσεων από ευρωπαϊκές εταιρείες στον στρατιωτικό τομέα.

Η Ιταλία, από την πλευρά της, βρίσκεται ήδη σε πλήρη πορεία επανεξοπλισμού. Μάλιστα, ας μην ξεχνάμε ότι το 2025 οι στρατιωτικές δαπάνες θα ανέρχονται σε 32 δισεκατομμύρια, εκ των οποίων τα 13 δισεκατομμύρια πρόκειται να δαπανηθούν μόνο για εξοπλισμούς!

Ένας νέος κύκλος πολιτικών λιτότητας και η αναβίωση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού

Ο επανεξοπλισμός και η αύξηση της πολεμικής βιομηχανίας και του εμπορίου όπλων στην ΕΕ στοχεύουν στην αύξηση του ΑΕΠ των κρατών μελών και την αποκατάσταση του ποσοστού κέρδους για τις εταιρείες και τους επενδυτές. Αυτός ο επανεξοπλισμός συμβαδίζει —αναπόφευκτα—  με την ενίσχυση νέων πολιτικών αύξησης του χρέους, οι οποίες μεσοπρόθεσμα προαναγγέλλουν έναν νέο κύκλο λιτότητας, δημιουργώντας μια συλλογική φαντασίωση μιας απειλούμενης Ευρώπης που πρέπει να απαντήσει με τα παλιά σχήματα της «πατριωτικής ενότητας». Η ΕΕ -και μαζί της η δική μας κυβέρνηση η οποία ευθυγραμμίζεται με τη δεξιά που εκπροσωπείται από την Φον ντερ Λάιεν, τον Μακρόν, τον Μερτς ή τον Μαρκ Ρούτε- αντιμετωπίζει  τα προβλήματα με την ίδια ιμπεριαλιστική λογική με τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Κίνα ή τη Ρωσία. Όπως γράφει ο οικονομολόγος Μπρανκάτσιο, «σε μια εποχή που η κρίση χρέους αναγκάζει την αμερικανική αυτοκρατορία να μειώσει την περιοχή επιρροής της και να επιβαρύνει ακόμη και τους υποτελείς της με καθήκοντα, το πρόβλημα της ευρωπαϊκής διπλωματίας γίνεται ένα: να σχεδιάσει έναν αυτόνομο ιμπεριαλισμό, ικανό να συνοδεύσει την προβολή ισχύος του ευρωπαϊκού καπιταλισμού προς τα έξω με μια αυτόνομη στρατιωτική ισχύ», Il Manifesto, 13 Μαρτίου 2025.

Οι στρατιωτικές εταιρείες είναι, και θα είναι προφανώς, οι κύριοι ωφελημένοι από την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Είναι οι βιομηχανίες όπλων, συγκεντρωμένες σε μικρό αριθμό κρατών μελών, αυτές που έχουν αυξανόμενη επιρροή στη διαμόρφωση των στρατηγικών επιλογών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Αυτές βρίσκονται στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία και ο κύκλος εργασιών τους δεν είναι καθόλου αμελητέος. Σύμφωνα με τις πηγές του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), ενώ οι αμερικανικοί όμιλοι αντιπροσωπεύουν το 50% των συνολικών πωλήσεων των 100 κορυφαίων εταιρειών παγκοσμίως, οι ευρωπαϊκοί όμιλοι  αντιπροσωπεύουν το 14% και οι βρετανικοί το 7%. Μεταξύ των ευρωπαϊκών εταιρειών, αυτή που κάνει τις μεγαλύτερες δουλειές είναι η [ιταλική] Leonardo, ενώ δεύτερη έρχεται η Airbus, μια γαλλο-γερμανική κοινοπραξία. Αυτή η χούφτα των μεγάλων ευρωπαϊκών εταιριών κυριαρχεί στην παραγωγή και τις δημόσιες παραγγελίες των κρατών μελών και επηρεάζει τη στρατηγική της Κομισιόν. Ο Κλοντ Σερφατί τονίζει ότι «Η υποστήριξη των μεγάλων ευρωπαϊκών ομίλων από τις εθνικές τους κυβερνήσεις τους έχει επιτρέψει να δημιουργήσουν ισχυρά κανάλια επιρροής και σε κοινοτικό επίπεδο (Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κ.λπ.). Από τη δεκαετία του 2000, οι επικεφαλής των κύριων ευρωπαϊκών αμυντικών ομίλων είναι παρόντες στις ομάδες εργασίας που έχει συστήσει η Κομισιόν. Τα τελευταία χρόνια, το λόμπινγκ στην Κομισιόν και στο Ευρωκοινοβούλιο έχει αυξηθεί σημαντικά, σε ευθυγράμμιση με τη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ, παρά το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκοί αμυντικοί όμιλοι δεν έχουν κατορθώσει να επηρεάσουν την Κομισιόν. [Claude Serfati, Un monde en guerres, Textuel, σ. 180].

Έτσι, παρά τις έντονες αντιθέσεις και αντιφάσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν μεταξύ των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών, ο πόλεμος και οι κρίσεις ωθούν την ΕΕ προς μεγαλύτερη στρατιωτική ολοκλήρωση, της οποίας κινητήρια δύναμη είναι η αμυντική βιομηχανία.

Με την σημερινή στροφή που καθοδηγεί ο Ντόναλντ Τραμπ, η ώθηση για εξοπλισμούς είναι πλέον αναπόφευκτη και θα έπρεπε να μας ανησυχεί, δεδομένου ότι ιστορικά όλες οι κούρσες εξοπλισμών στην Ευρώπη έχουν καταλήξει σε τραγωδίες και σφαγές. Αυτή η κούρσα εξοπλισμών θα χρηματοδοτηθεί από την επίθεση στις κοινωνικές κατακτήσεις και την εκκαθάριση σε ό,τι έχει απομείνει από το κοινωνικό κράτος. Θα περιλαμβάνει επίσης περικοπές στα δημοκρατικά δικαιώματα όπως επίσης και πολιτικές που θα έχουν κόστος για την ακροδεξιά, όπως η επαναφορά της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας σε ορισμένες χώρες. Αυτές οι πολιτικές στο σύνολό τους θα μπορούσαν να αναζωπυρώσουν τους αγώνες κατά των περικοπών και των επιθέσεων στις συνθήκες διαβίωσης, όπως και τα αντιπολεμικά κινήματα.

Η Ευρώπη-φρούριο και οι «πολιτικές ασφαλείας» ως μέρος της διαδικασίας στρατιωτικοποίησης

Τα κατασταλτικά μέτρα κατά των μεταναστών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της εξελισσόμενης διαδικασίας στρατιωτικοποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα μέτρα έχουν αυξηθεί εκθετικά τα τελευταία χρόνια. Σε περίπου είκοσι χρόνια, η χρηματοδότηση της ΕΕ προς χώρες που βρίσκονται στην άλλη πλευρά της Μεσογείου με στόχο την εξωτερική ανάθεση του ελέγχου και της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών έχει ξεπεράσει τα 130 δισεκατομμύρια ευρώ. Το 2021, η Frontex, η υπηρεσία που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών στη Μεσόγειο, έλαβε πρωτοφανή χρηματοδότηση ύψους 5,6 δισεκατομμυρίων ευρώ, η οποία θα καλυφθεί την περίοδο 2021-2027 με αύξηση 194% σε σύγκριση με τον προηγούμενο δημοσιονομικό κύκλο. Αυτή η χρηματοδότηση περιλαμβάνει την αγορά νέων «θανατηφόρων και μη θανατηφόρων» όπλων. Θα είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα μεν από τα δε.

Έτσι, η μεταναστευτική πολιτική φωτίζει πολύ πιο ρεαλιστικά την συμπεριφορά των ευρωπαϊκών χωρών σε σύγκριση με τις δηλώσεις των ηγεσιών  τους σχετικά με τις «δημοκρατικές αξίες» στις οποίες βασίζεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Το πραγματικό πρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: η Ευρώπη του Κεφαλαίου, νεοαποικιακή και ρατσιστική

Πόσο αξιόπιστη είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση ως προπύργιο της δημοκρατίας, αφού δεν μπόρεσε να σταματήσει το εμπόριο όπλων με το Ισραήλ, ενώ αυτό διέπραττε γενοκτονία κατά του παλαιστινιακού λαού; Τι αξιοπιστία μπορεί να έχει η Γαλλία, όταν έχει λεηλατήσει και ελέγξει την οικονομία των περισσότερων από τις πρώην αποικίες της; Τι αξιοπιστία μπορεί να έχει η Ιταλία, όταν υπερασπίζεται με νύχια και με δόντια αυτούς τους μοχθηρούς βασανιστές που εμποδίζουν τους μετανάστες να φτάσουν στις ιταλικές ακτές;

Ο κλασικός ιμπεριαλισμός δικαιολογούσε τις παρεμβάσεις του επικαλούμενος την ανάγκη να εκπολιτίσει άλλους λαούς εξάγοντας τις αξίες του Δυτικού πολιτισμού. Ξεκινώντας από τον πόλεμο στο Ιράκ το 1990, ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός διακηρύσσει μια ανθρωπιστική ανάγκη για τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις, δικαιολογώντας τες με τον στόχο της ανατροπής δικτατορικών καθεστώτων.

Με την εμβάθυνση του γεωπολιτικού χάους και την ένταση της ενδοΐμπεριαλιστικής σύγκρουσης, αυτοί οι [ρητορικοί] στόχοι δεν έχουν εξαφανιστεί. Έτσι, σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζει την πολεμοχαρή ρητορική της στο όνομα της ειρήνης και της δημοκρατίας. Όλα αυτά δεν προκαλούν μόνο αποστροφή, αλλά είναι και βαθιά λειτουργικά για ένα σχέδιο που θέλει να ενισχύσει μια αποικιακή και ρατσιστική Ευρώπη του κεφαλαίου και τροφοδοτεί την ορμή της ακροδεξιάς. Όπως κι αν χρηματοδοτηθούν, τα σχέδια επανεξοπλισμού της ΕΕ θα ωφελήσουν μόνο τους μεγάλους καπιταλιστές, τους εμπόρους του θανάτου που ήδη τρίβουν τα χέρια τους από αγαλλίαση για την αύξηση της αξίας των μετοχών τους. Όπως κι αν χρηματοδοτηθούν, τα σχέδια επανεξοπλισμού θα συνοδεύονται από περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό των χωρών.

Καταγγέλλοντας την ψεύτικη «pax trumpista» [Τραμπική Ειρήνη]

Ο αγώνας ενάντια στον πόλεμο, τον μιλιταρισμό και τους ιμπεριαλιστές περιλαμβάνει επίσης την καταγγελία της ψεύτικης ειρήνης που προτείνει ο Τραμπ. Ο επανεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ άλλαξε ριζικά τη θέση της χώρας του στον πόλεμο στην Ουκρανία. Από εκεί που εξόπλιζαν την Ουκρανία και ηγούνταν των συμμάχων του ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ μετατοπίστηκαν στην έναρξη διμερών διαπραγματεύσεων για την κατάπαυση του πυρός απευθείας με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, αποκλείοντας από τις συνομιλίες τους πρώην συμμάχους τους -τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και τον ίδιο τον Ζελένσκι.

Το μήνυμα του Τραμπ είναι κατηγορηματικό και μάλλον εκβιαστικό: Είτε ο Ζελένσκι (και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί του) θα αποδεχτούν τους όρους που διαπραγματεύτηκε ο Πούτιν για την κατάπαυση του πυρός ή οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποσυρθούν. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη, ή μάλλον μόλις ξεκίνησαν. Αν και οι λεπτομέρειες της πρώτης συνάντησης μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ στο Ριάντ δεν είναι γνωστές, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των δύο προϋποθέτει, ότι η Ουκρανία θα αποδεχτεί την ήττα της, πράγμα που υπονοεί τουλάχιστον την αποδοχή της απώλειας του 20% του εδάφους που κατέχουν οι Ρώσοι (τις τέσσερις αυτόνομες περιοχές του Ντονμπάς συν την Κριμαία)· καθώς και ότι θα αυτοκηρυχθεί ως ουδέτερη, απαρνούμενη την αξίωσή της να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ (και την ΕΕ). Από την άλλη πλευρά, ο Πούτιν έχει θέσει ως όρο τη διεξαγωγή εκλογών στην Ουκρανία χωρίς τον Ζελένσκι και είναι υπέρμαχος της αντικατάστασής του από μια κυβέρνηση φιλική προς το Κρεμλίνο.

Επιπλέον, ο Τραμπ απαιτεί από τον Ζελένσκι να υπογράψει μια συμφωνία για την εκμετάλλευση ορυκτών και σπάνιων γαιών, σύμφωνα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες θα κρατήσουν το ήμισυ αυτών των πόρων, ως αποζημίωση για τη στρατιωτική βοήθεια που παρείχαν. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ο ίδιος ο Ζελένσκι ήταν ο πρώτος που πρότεινε αυτή την πρακτικά αποικιακή συναλλαγή στον Τραμπ, ελπίζοντας να λάβει ως αντάλλαγμα εγγύηση ασφαλείας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που προφανώς δεν πρόκειται να συμβεί.

Ο χρόνος φαίνεται να κυλά υπέρ του Πούτιν. Πριν αποδεχτεί την κατάπαυση του πυρός, σίγουρα θα προσπαθήσει να εδραιώσει και ίσως να επεκτείνει την πρόοδό που έχει σημειώσει στο πεδίο της μάχης και να κατοχυρώσει  ορισμένες «κόκκινες γραμμές» για το Κρεμλίνο, συμπεριλαμβανομένης της ουδετερότητας της Ουκρανίας, η οποία περιλαμβάνει την αποστρατιωτικοποίηση του ουκρανικού κράτους, τη δημιουργία μιας ουδέτερης «ζώνης ασφαλείας» και τη διαβεβαίωση ότι δεν θα υπάρχουν στρατεύματα του ΝΑΤΟ.

Η μοίρα της Ουκρανίας, σφυροκοπημένης από τρία χρόνια συγκρούσεων, μετατρέπεται επομένως σε ένα έπαθλο το οποίο διεκδικούν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία, με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να διεκδικούν το δικό τους μερίδιο, προς το παρόν χωρίς επιτυχία. Η αυτοδιάθεση του ουκρανικού λαού δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω του ψευδούς ειρηνευτικού σχεδίου που θα συμφωνήσουν ο Τραμπ και ο Πούτιν, αλλά μόνο μέσω μιας πραγματικής εκεχειρίας που θα οδηγήσει στην εγκαθίδρυση πραγματικών συνομιλιών με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων μερών, με πρώτους τους ίδιους τους Ουκρανούς.

Για μια ενιαία ευρωπαϊκή κινητοποίηση ενάντια στη συνεχιζόμενη στρατιωτικοποίηση - Σταματήστε τον Επανεξοπλισμό της Ευρώπης!

Μπροστά στα νέα, ολοένα και πιο ζοφερά σενάρια, είναι πιο επείγον από ποτέ να πιέσουμε για μια ενιαία ευρωπαϊκή κινητοποίηση ενάντια στη στρατιωτικοποίηση. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε σθεναρά την έκκληση «Σταματήστε το Rearm Europe – κοινωνική πρόνοια, όχι πόλεμος», που ξεκίνησε το Transform Europe, το Transnational Institute, η Arci και η Attac Ιταλίας, μεταξύ άλλων.

Θα στηρίξουμε την έκκληση από διεθνιστική και οικοσοσιαλιστική σκοπιά, εστιάζοντας στη μάχη ενάντια σε αυτήν τη νεοαποικιακή και ιμπεριαλιστική Ευρώπη του Κεφαλαίου, για μια άλλη Ευρώπη, την απαραίτητη και αναγκαία που επιθυμούμε, μια Ευρώπη των εργαζομένων, ενωμένη, ειρηνική και αντιρατσιστική, που να εστιάζει στην αυτοδιάθεση των λαών της.

Ακριβώς για αυτόν το λόγο, θα το κάνουμε χωρίς ποτέ να ξεχνάμε την αντι-αποικιακή αλληλεγγύη προς τους αγώνες όπως αυτός του παλαιστινιακού λαού απέναντι στη σιωνιστική γενοκτονία, ή για την αναγνώριση της αυτοδιάθεσης του κουρδικού λαού και της Ροζάβα. Είναι σαφές ότι η άρχουσα τάξη δεν έχει κανένα άλλο σχέδιο πέρα από την επιτάχυνση των ανοιχτών κρίσεων: ένα σχέδιο που βασίζεται στην επένδυση στα «μέσα καταστροφής» της ζωής και του πλανήτη, για την υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης. Για αυτόν τον λόγο θεωρούμε αναγκαία την οργάνωση μιας αντιπαράθεσης με αιχμή ένα οικοσοσιαλιστικό  πρόγραμμα, το οποίο θα αντιμετωπίζει τα σχέδια επανεξοπλισμού τους και θα αγωνίζεται σε όλα τα επίπεδα ενάντια στην Ευρώπη του κεφαλαίου με την προοπτική των οικοσοσιαλιστικών Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης ως εναλλακτική λύση στη βαρβαρότητα του παρόντος.

Θα το κάνουμε αυτό επειδή είμαστε ενάντια σε όλες τις μορφές ιμπεριαλισμού, ενάντια στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ τόσο της κυβέρνησης Μπάιντεν όσο και της κυβέρνησης Τραμπ, ενάντια στην μιλιταριστική και πολεμοκάπηλη ευρωπαϊκή αστική τάξη, όπως και ενάντια στον Πούτιν και το αυτοκρατορικό και τσαρικό του καθεστώς, οι οποίοι είναι όλοι ενωμένοι στη χρήση των κατασταλτικών μηχανισμών τους για να διατηρήσουν τις σφαίρες κυριαρχίας τους. Και επειδή δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη σε άλλες αναδυόμενες καπιταλιστικές δυνάμεις.

*Στέλεχος της Sinistra Anticapitalista στην Ιταλία. Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο anticapitalista.org και μεταφράστηκε στα αγγλικά από το internationalviewpoint

Ετικέτες